ο
ΕλληνισμόςSince
1996της
Διασποράς
...Αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και
καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει...
(Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Ακολουθώντας το δρόμο για το Καρδαρίτσι..
..Με την
δικτατορία της Χούντας οι μεν πήραν τους δρόμους για τις φυλακές και τα
ξερονήσια και οι δε, οι απλοί και ανώνυμοι, πήραν τους δρόμους για την
..ξενιτιά...
..Και ότι είδα,
και ότι έμαθα όλα
αυτά τα χρόνια, τίποτα
μα τίποτα, δεν άγγιξε την ψυχή μου
τόσο ιερά, τόσο μυσταγωγικά, όσο
τα ευλογημένα εκείνα παιδικά μου
χρόνια στο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ
ΧΩΡΙΟ, το ΚΑΡΔΑΡΙΤΣΙ!!!"
κδ
Γη των πατέρων μου,
τρισαγαπημένη πατρίδα.
Βάζω τα χέρια μου χωνί κι'
απ' το παράθυρο του Διαδικτύου
μπήγω φωνή στους άπλετους γαλάζιους
ουρανούς για τους θεούς και τ' όνομά σου !
Στην πιο ψηλή κορφή της γης ο πρώτος
καβαλάρης και σταυραϊτός Δίπλα μου
ο ήλιος χαμογελαστός Σπέρνει
τραγούδια, αγάπης
λουλούδια.
Χιλιάδες
άγγελοι
στήνουν
χορό
και σφάζονται
μες την ποδιά σου !!!
Για εσένα αγαπημένη
των ελπίδων μου η ελπίδα!
Γλυκύτατή μου Eλληνική πατρίδα.
Κώστας Δουρίδας
Aπό δώδεκα χρονών έφυγα στην Αθήνα επειδή τι να σου ειπώ;
αφού τα ξέρεις.. Μετά τον ανταρτοπόλεμο, η φτώχεια ήταν απλωμένη παντού σαν
την ακρίδα, η ψείρα, η ξυπολυσιά και το σαπούνι ..λίγο! Κι' έτσι για το
μικρό μου το χωριό το Καρδαρίτσι, ήταν στο πρόγραμμα: Σαν το παιδί τελειώσει
το δημοτικό, έλεγαν οι μεγάλοι, να φύγει στην Αθήνα! -"Να φύγει να γλιτώσει! και ποιος ξέρει, μαζί του να
γλιτώσουμε κι εμείς". έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου. -"Να φύγεις παιδάκι μου και να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω
σου", μου είπε μια θεία μου. 'Ετσι κι εγώ, σαν ήρθε και η δική μου ώρα να φύγω.. Με
πήρε η μάνα μου, καβάλα στο γαϊδουράκι για το διπλανό χωριό, από εκεί, θα
έπαιρνα το λεωφορείο για την Αθήνα. 'Ομως, καθώς που φθάσαμε σχεδόν στο
σκαπέτημα του χωριού, της ζήτησα με μεγάλη ..επισημότητα να σταματήσουμε,
για μια στιγμή. Η καημένη η μάνα μου, ποιος ξέρει, θα νόμισε πως θα'χα
κάποια ανάγκη φυσική, κι' έτσι σταμάτησε. 'Ομως εγώ, παρ ότι μια ..σταλιά άνθρωπος: "Θεατρίνος!
παιδάκι μου.." έλεγε πάντα η μάνα μου όταν μιλούσε για μένα... Απ' ότι
φαίνεται, την είχα δέσει "κλωνιά" την κουβέντα της θείας μου.. Και
κατεβαίνοντας από το γαϊδουράκι, προχωράω πίσω δύο βήματα, παίρνω μια πέτρα
και την πετάω μ όλη μου την παιδική δύναμη, ίσια προς το χωριό: "Μαύρη
πέτρα!" φώναξα. Χωρίς καλά - καλά να καταλαβαίνω τι σήμαιναν όλα αυτά. Να ήτανε άραγε από την θεία μου αυτό μου το κάμωμα;;
Αναρωτιέμαι ακόμα και σήμερα.. ή μήπως να κάνω και λίγο τον "καμπόσο" στην
μάνα μου που μ' έλεγε θεατρίνο; Ποιος ξέρει!... Πάντως το έκανα. Η καημένη η
μάνα μου βλέποντάς με σ αυτό, θαρρείς και την βάρεσε αστραπή: "Παιδάκι μου
έκραξε τι έκανες εκεί..". Τριάντα οκτώ χρόνια περνάνε από τότε... Το Καρδαρίτσι
θαρρείς και τα Ιεροσόλυμα!.. Θαρρείς κι ο ίδιος μου ο εαυτός, δεν μου
συγχώρησε ΠΟΤΕ! την παιδική μου εκείνη επιπολαιότητα: Την ..μαύρη πέτρα που
πέταξα δεν βάρεσε ποτέ το Καρδαρίτσι, παρά στο πέταγμα, πήρε στροφή 180
μοιρών, κι' αντί για το χωριό μου, βάρεσε εμένα κατά κούτελα!. Γιατί αλλιώς
δεν εξηγιέται, που αφού γύρισα τον μισό κόσμο, το Καρδαρίτσι παραμένει στο
μυαλό και στην καρδιά μου: της γης το πιο όμορφο στολίδι! Και ότι είδα, και ότι έμαθα όλα αυτά τα χρόνια, τίποτα μα
τίποτα, δεν άγγιξε την ψυχή μου τόσο ιερά, τόσο μυσταγωγικά, όσο τα
ευλογημένα εκείνα παιδικά μου χρόνια στο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΧΩΡΙΟ, το
ΚΑΡΔΑΡΙΤΣΙ!!!
του Κώστα Δουρίδα: Γραμμένα στα χρόνια του στρατιωτικού 63/65..
Πανηγύρι στο Καρδαρίτσι
Πεντηκοστή ήρθε ξανά πλαντάζουν τα νταούλια
πανηγυριάζει το χωριό.. Οι βλάχοι στα καλά
τους
Κακούρης έχει την σειρά, Τσιούτης
παραπερούλια
Κολοβελώνης τσαντιριό, έστησε στην χαρά
τους.
Νζανέτη αρχίνα τον σκοπό την "Καραγκούνα"
αρχίνα.
Κράταμε Κώστα Καλαθά να χροπουλίσω λίγο..
Κουβάλα Πάϊκο το πιοτό μεζέδια από τα φίνα,
σήμερα από την ξενιτιά ήρθα, ταχιά θα φύγω.
Του Βέλου
ο γιος παντρεύεται
Σήμερα ο τόπος καίγεται στο χάϊ στο τουφεκίδι..
Η βλαχουριά γλεντοκοπά βροντάνε τα κλαρίνα.
Του Βέλου ο γιος παντρεύεται φέρτε
θρακιάρικο γίδι,
φέρτε της Ντάριζας κρασιά κι απ'τα Βαρκά
ρετσίνα.
"Χάϊντε να ζήσουν τα παιδιά" βιολιά καλά το
λέτε.
Η νύφη σέρνει το χορό απ' τα'κρίβου της το
χέρι,
Βελοξιφτέρης τραγουδά κι Αγγέλο
χροπουλιέται,
καμάρι η νύφη το γαμπρό -ζευγαρωμένο
ιταίρι
Κατάρα να'χεις ξενιτιά
"Κατάρα να'χεις ξενιτιά" στο είπαν πολλοί ετούτο.
Το ξέρω και κλαίω που δεν μπορώ 'πω σε να πάρω
εκδίκια.
Ξεσήκωσες την βλαχουριά την πλάνεψες με
πλούτο,
και μ' άφησες μόνο το χωριό ρημιό
τ'αρχοντηλίκια.
Πήρες τα σόγια τα καλά -τρανοί
νοικοκυραίοι:
Που είναι ο Ροδόπουλος ο Γιώργης; ο Νίκος ο
Ηλιόπουλος,
του Βελοχρήστου τα παιδιά, του Τύρου οι
Τσικαίοι
'Ολους τους πήρες ξένη γης, και κλαίει ο
δικός μου τόπος.
Ρημοκοπήθει το χωριό
Ρημοκοπήθει το χωριό Νεκροτοπιά σα να'ναι
Στοιχειώσανε τ'αρχοντικά λοθριάσαν τα
μποστάνια
λαλιά ανθρώπου δεν ακώ πουλιά δεν
κελαηδάνε,
λες και κατάρα θεϊκιά το'πνιξε στην
αφάνεια.
Μαυροντυμένα τα βουνά, τα ρέματα, ω και
λεω..
Τα βλέπω κλαινε με δαρμό μπρος το μεγάλο
τάφο
Κλαινε.. μου καινε την καρδιά αρχάω κι εγώ
να κλαιω.
Και κλαιω π'ακόμη τα ρωτώ και δεν μου λεν
να μάθω.
Ο χρόνος είν' ο φταίχτης...
Μου γαλαριάσαν τα βουνά
με σίδερο μ' ατσάλι..
Φράξαν τις στράτες στο Χελμό,
στο Ρούσιο στον Αλπούξο,
στην Ζήρια στην Μπαλαλονιά
στο Διάρχο στον Διχάλι,
και μώβαλαν φρόγκο στον λαιμό
να μη μπορώ να σκούξω.
Κατάρα στον αδικητή
στον άτιμο το σκύλο.
Οπου μου πήρε την χαρά
-κατάρα ο θεομπαίχτης.
Χάη - χάη.. βγαίκα καημένη μου ψυχή
στου μπαλκονιού το στύλο,
κι αποχαιρέτα τα βουνά
κι ο χρόνος είν' ο φταίχτης...
Μόνο για το φιλί σου
Λενιώ γυναικαδέλφη μου
και μικροπαντρεμένη.
Λυπάμαι που δεν κράτησα
μπέσα στον μπατζανάκη.
Μα τι να πω το ντέρτι μου
ήταν τρανό καημένη,
τα χείλη σου λαχτάρισα
και τώριο σου κορμάκι.
Τώρα ας με κρίνει το χωριό
και τα Ντουναίηκα όλα.
Κι ο άντρας σου ο Παναγής,
και η Μέλπω η αδελφή σου.
Όλοι ας μου κάνουν 'φορεσμό
ας με πλανέψουν φόλα..
Εγώ γεννήθηκα στην γης
μόνο για το φιλί σου.
Κουτσομπολόϊ
Κακό συνήθειο τώχετε
'σείς οι γεροντοκόρες,
μες το χωριό άλλη δουλειά
δεν έχετε να κάντε,
παρά να κουτσιομπόλετε
τι κάνουν οι άλλες κόρες,
με ποιον επήγαν την βραδιά
και δώστου κουσ' και χάϊντε.
Τώχουν και οι χήρες τούτο εδώ,
λίγο πολύ ντριβέλι.
Σαν απολείψει ο γανωντζής
οι χτισται οι γυρολόοι,
τότε οι καημένες στο χωριό,
-μελίσσια απ' το κουβέλι,
βγαίνουν και παν' στης αλληνής
για το κουτσιομπολόϊ..
Ο Βλαχοθωδωρής
Αϊντε ορέ Βλαχοθωδωρή
είσαι διαβόλου φάρα..
Μπελάδες βάζεις στο χωριό
κι αναποδιές μ' ατσάλι.
Οπώβρεις τσιούπα μοναχή
ελεύθερη ή ζευγάρα,
την ξελογιάζεις στο λεφτό
και της γλεντάς τα κάλλη.
Αναθεμά τα μάτια σου
και τα καμωματά σου.
Σιώγαμπρος! ήρθες στο χωριό
-τον κόκορα μας κάνεις!
Πάψε πια τα γινάτια σου,
πολλά τα κριματά σου
Θα δώσεις λόγο στο Θεό,
μια μέρα σαν πεθάνεις.
Τα παρατράγουδα
Βασίλω κόρη του Βρανά,
μοναχοδυχατέρα
που σ' έχει η μάνα σου ακριβή
τ'αδέρφια σου χαϊδιάρα.
Πέσε μου χθες στον Αϊλιά
τι έκανες όλη μέρα?
Με το βοσκόπουλο του Μπαλή
στου πουρναριού την κλάρα?
-Συ κοίτα το κονάκι σου!
κυρά με τις αδράχτες,
κι αν θες ακόμα να σου πω,
κοίτα την αφεντιά σου!
Μηδά το φουστανάκι σου
πήδηξε λίγους φράχτες?
Η λές δεν ξέρει το χωριό
τα παρατραγουδά σου..
Τα Προξενιά
Κυρά Μαγδάλω θα στα πω
στα μπούνια μ' έχεις φέρει
μ' αυτή την δυχατέρα σου
και να μου την παινεύεις.
Κοίταξε αλλού να βρεις γαμπρό
δώστης καν' άλλο ταίρι.
Με με' χάνεις την μέρα σου
και τζάμπα με παιδεύεις.
Ας έχει η κόρη σου λεφτά,
και γιούκους στην αράδα
Κι ας είν' στην χώρα η πιο χρυσή
και μ' ομορφιά μεγάλη.
Πως να στο πω δεν μου φτουρνά
έχ' άλλη φιλενάδα!
Θα την επάρω ας είν' φτωχή
Θάχω ήσυχο κεφάλι..
Τσοπανοπούλα του Αϊλιά
Τσοπανοπούλα του Αϊλιά
και του Βαρλάμη ρούσα
Απόψε θάρθω να σε βρω
κει πώχεις την κοπή σου,
Τέτοια στιγμή στην ερημιά
καιρό την καρτερούσα,
να σ' εύρω μόνη στο βουνό
να πάρω το φιλί σου.
Μην μου κακώσεις βρε Μαριώ
κι ας είσαι αραβονιάρα
του Φέρμελη, στο λέω κοφτά
με όρκο και με πάθη.
Να μείνεις μόνη στο βουνό
τώχω βαριά κατάρα
Θα κοιμηθούμε αγκαλιά
κανείς δεν θα το μάθει..
Της Χήρας Δυχατέρα
Βρε τι κι αν είσαι η μοναχή
της χήρας δυχατέρα
κι έχεις τον θειο στον Καναδά
κι αδέρφια στην Αθήνα?
την παρασύκωσες πολύ
την άσπρη σου τσεμπέρα
και περπατάς καμαρωτά
σα νάσαι η βουλευτίνα..
βγαίνεις σαν ξένη την αυγή
στη βρύση νερολάτης.
Σαν ξένη πας στην εκκλησιά
κι ούτε γιορτή σε βλέπει.
Θαρρείς πως είσαι η ακριβή
και του χωριού κορφιάτης,
θαρρείς πως είσαι η παναγιά
..Μ' άλλα να πω δεν πρέπει.
ο Κολοκοτρώνης
Αντίκρα στην Τροπολιτσά ψηλά στην
βουνοτέντα,
κάθεται κει ένας Γραικός μονάχος στο κοτρώνι..
Κοιτάει πέρα την Τουρκιά και μόνος εκουβέντα.
Είναι των σκλάβων ο αρχηγός τον λέν Κολοκοτρώνη.
Βγήκε στην ράχη για να δει ο "γέρος" τους αγάδες.
Το πως γλεντούν και χαίρονται.. κι ήρθε η στερνή τους ώρα!
Αύριο σαν έρθει η χαραυγή θα βρει τους τουρκαλάδες
σαν γιδερά να σέρνονται, θα ξεπαστρέψει η Χώρα.
το Εικοσιένα
Βαρούν τουφέκια στα βουνά
γλεντοκοπούν στις ράχες.
Πανηγυριάζουν στα χωριά,
έπαψαν πια οι μάχες
Η λευτεριά 'πλωσε φτερά
πέρα για πέρα στην Γραικιά..
Ζήτω το Εικοσιένα!!
Μοριά λεβενταρώνα!
Εσύ που πας στα πατρικά
τα χώματα καημένε,
χαιρέτα μου τα γονικά,
τ' αδέλφια τα ξαδέλφια,
τις θειές και τα μπαρπάδια μου
κι όλους τους Μοραϊτες.
Τα λέβεντόκορμα βουνά
τις κρουσταλοβρυσούλες,
και τις απόσκιερες πλαγιές
τα κλέφτικα λαγούμια.
Και πέστους ένα τσάμικο,
λεβέντικο τραγούδι
ένα τραγούδι του Μοριά,
που να μιλά γι' αρμάτες,
για φουστανέλα για σπαθιά
γι' αρματολών λημέρια.
Για δόξες για παλικαριές,
για νίκες στο Βαλτέτσι..
Στου Λάλα στην Τροπολιτσά
στα Δερβενάκια πέρα.
Γιάσου χαρά σου αθάνατε
Μοριά λεβενταρώνα!..
Βουνοκορφούλες
του χωριού
Βουνοκορφούλες του χωριού
κι' αντικρινές μου του σπιτιού,
της μάνας μου γλυκές φελάχες
χιλιοτραγουδισμένες ράχες!
Στις στράτες σας η δόλια γνεύει
πάντα για μένα αγναντεύει,
μη και φανώ απ' την ξενιτιά
θολή της μάνας η ματιά..
όποιον ειδεί να ξαναφάνει λεει
να το παιδί μου που έρχεται και κλαιει..
Βουνοκορφούλες κι' άγια Νάννα μου
μηνύστε πέρα εφτού στην μάνα μου,
πως γρήγορα θα 'ρθω κοντά της
και να χωθώ στην αγκαλιά της.
Προσμονή
και λήθη
Χαροκαμένη αυλόπορτα,
κι αργόθωρη η ματιά,
παλιάς λιανότρεμης ελπίδας
πλανά το δειλινό
-πικρή κατάνυξη-
σ' ένα στερνό χαμόγελο,
στον γυρισμό..
Κι' ως να'τανε ο χαμός πανήγυρη,
κι ο θανατάς κανισκιοφόρης,
ήρθε το ξέφραγο παράπονο,
και γλεντοκόπησε τ'άσπρα μαλλιά,
μες την στερνή την γλυκερή την ώρα,
μες το κατάλοιπο της ροζιασμένης προσμονής,
διαφέντεψε η απόγνωση την λήθη,
και ήρθε το σούρουπο..