«..Αυτάρ Οδυσσεύς ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης, θανείν ιμείρεται..»
(Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.) /
«..But Odysseus yearning to see if it were but the smoke leap upwards from his own land, hath a desire to die..» (Odyssey, a, f 57).
Πεντηκοστή ήρθε ξανά
*πλαντάζουν τα νταούλια
πανηγυριάζει το χωριό..
Οι βλάχοι στα καλά τους
*Κακούρης έχει την σειρά,
*Τσιούτης *παραπερούλια
Κολοβελώνης *τσαντιριό,
έστησε στην χαρά τους.
Νζανέτη αρχίνα τον σκοπό
την "Καραγκούνα" αρχίνα.
Κράταμε Κώστα Καλαθά
να *χροπουλήσω λίγο..
Κουβάλα Πάϊκο το πιοτό
μεζέδια από τα φίνα,
σήμερα από την ξενιτιά
ήρθα, ταχιά θα φύγω.
*πλαντάζουν, πλαντάζω= μεταφορικά, τα μουσικά όργανα ακούγονται βαριά και δυνατά καθώς στο προαύλιο της εκκλησίας που ήταν μαζί με το σχολείο σχετικά ο χώρος μικρός, και όμως μπορούσε να είχε και δύο ορχήστρες ή και περισσότερες στις δυο μέρες του πανηγυριού. Επίσης ορχήστρες ήσαν και στα μαγαζιά μπροστά στο δρόμο που δεν ήταν και τόσο μακριά από τον χώρο της εκκλησίας και έτσι ο ήχος απ' ολα αυτά τα μουσικά όργανα έρχονταν ανακατεμένα στ' αυτιά σου και από κοντά και οι μύριες μυρουδιές του πανηγυριού έκαναν την αίσθησή σου σωστό ξεφάντωμα. *Κακούρης δεινός κλαριντζής στον καιρό του (δεκαετίες το '50 με 60) με την ορχήστρα του *Τσιούτης= έπαιζε το νταβούλι και αυτός δική του ομάδα μουσικών κλπ., *παραπερούλια= πιο πέρα, *τσαντιριό= πρόχειρο κατάλυμα με τέντα τραπέζι και απάνω τα πιοτά και άλλα φαγώσιμα. *χροπουλήσω= χορεύω.
Του Βέλου ο γιος παντρεύεται
Σήμερα ο τόπος καίγεται
στο χάϊ στο τουφεκίδι..
Η βλαχουριά γλεντοκοπά
βροντάνε τα κλαρίνα.
Του Βέλου ο γιος παντρεύεται
φέρτε *θρακιάρικο γίδι,
φέρτε της *Ντάριζας κρασιά
κι απ'τα *Βαρκά ρετσίνα.
"Χάϊντε να ζήσουν τα παιδιά"
βιολιά καλά το λέτε.
Η νύφη σέρνει το χορό
απ' τα'κρίβου της το χέρι,
Βελοξιφτέρης τραγουδά
κι Αγγέλο *χροπουλιέται,
καμάρι η νύφη το γαμπρό
*-ζευγαρωμένο ιταίρι
*θρακιάρικο γίδι= ψημένο στην αθρακιά, θράκα, φωτιά σωρός από αναμμένα κάρβουνα και στάχτη, πυρά χωρίς φλόγα ΣΥΝ. αθρακιά καρβουνιά κλπ., *Βαρκά= Ν.Δ. περιοχή του χωριού με αμπέλια.. *Ντάριζας, Ντάριζα και Ντάρτιζα= χωριό που βρίσκεται στην ανατολική άκρη του νομού Ηλείας, συνορεύει με την Αρκαδία κοντά στον ποταμό Ερύμανθο φημισμένο για το καλό κρασί του.. *χροπουλιέται= χορεύει. *-ζευγαρωμένο ιταίρι = ταιριαστό ζευγάρι.. σύζυγος, να χαίρεσαι το ιταίρι σου.
Κατάρα να'χεις ξενιτιά
"Κατάρα να'χεις ξενιτιά"
στο είπαν πολλοί ετούτο.
Το ξέρω και κλαίω που δεν μπορώ
'πω σε να πάρω *εκδίκια.
Ξεσήκωσες την βλαχουριά
την πλάνεψες με πλούτο,
και μ' άφησες μόνο το χωριό
*ρημιό τ'αρχοντηλίκια.
Πήρες τα *σόγια τα καλά
-τρανοί νοικοκυραίοι:
Που είναι ο Ροδόπουλος ο Γιώργης;
ο Νίκος ο Ηλιόπουλος,
του Βελοχρήστου τα παιδιά,
του Τύρου οι Τσικαίοι
'Ολους τους πήρες ξένη γης,
και κλαίει ο δικός μου τόπος.
*εκδίκια= εκδίκηση
*ρημιό,= έρημα, έμειναν ρημαγμένα, ερήμαξαν. *σόγια= σόι, η οικογένεια στην οποία ανάγεται η καταγωγή κάποιου, το γένος του κρατάει από μεγάλο σόι.
Ρημοκοπήθει το χωριό
Ρημοκοπήθει το χωριό
Νεκροτοπιά σα να'ναι
Στοιχειώσανε τ'αρχοντικά
*λοθριάσαν τα μποστάνια
λαλιά ανθρώπου δεν ακώ
πουλιά δεν κελαηδάνε,
λες και κατάρα θεϊκιά
το'πνιξε στην *αφάνεια.
Μαυροντυμένα τα βουνά,
τα ρέματα, ω και λεω..
Τα βλέπω κλαινε με *δαρμό
μπρος το μεγάλο τάφο
Κλαινε.. μου καινε την καρδιά
*αρχάω κι εγώ να κλαίω.
Και κλαιω π'ακόμη τα ρωτώ
και δεν μου λεν να μάθω.
*λοθριάσαν= ξεράθηκαν, *δαρμό, οδυρμός= Θρήνος!. Η εκδήλωση πόνου και οδύνης με κλάματα και χειρονομίες απελπισίας. *αρχάω= αρχίζω
Ο χρόνος είν' ο φταίχτης...
Μου *γαλαριάσαν τα βουνά
με σίδερο μ' ατσάλι..
Φράξαν τις στράτες στο Χελμό,
στο Ρούσιο στον Αλπούξο,
στην Ζήρια στην Μπαλαλονιά
στο Διάρχο στον Διχάλι,
και μώβαλαν φρόγκο στον λαιμό
να μη μπορώ να σκούξω.
Κατάρα στον αδικητή
στον άτιμο το σκύλο.
Οπου μου πήρε την χαρά
-κατάρα ο *θεομπαίχτης.
Χάη - χάη.. *βγαίκα καημένη μου ψυχή
στου μπαλκονιού το *στύλο,
κι αποχαιρέτα τα βουνά
κι ο χρόνος είν' ο φταίχτης...
*μου γαλαριάσαν= μου κλείσανε, *θεομπαίχτης= πρόσωπο που εξαπατά με κάθε τρόπο τους άλλους. Αυτός που προσποιείται ότι είναι αφοσιωμένος στα θεία αλλά έχει τον νου του στο συμφέρον.. *βγαίκα βγαίνω, βγαίνεις..*στύλο, στύλος,= κολόνα..
Μόνο για το φιλί σου
Λενιώ γυναικαδέλφη μου
και μικροπαντρεμένη.
Λυπάμαι που δεν κράτησα
*μπέσα στον *μπατζανάκη.
Μα τι να πω το *ντέρτι μου
ήταν τρανό καημένη,
τα χείλη σου λαχτάρισα
και *τ' ώριο σου κορμάκι.
Τώρα ας με κρίνει το χωριό
και τα *Ντουναίηκα όλα.
Κι ο άντρας σου ο Παναγής,
και η Μέλπω η αδελφή σου.
Όλοι ας μου κάνουν *φορεσμό
ας με *πλανέψουν *φόλα..
Εγώ γεννήθηκα στην γης
μόνο για το φιλί σου.
*ντέρτι = καημός, μεράκι. *τ' ώριο σου = το ωραίο σου κορμί. *μπέσα= ο λόγος τιμής, που υποχρεώνει κάποιον να τηρήσει την υπόσχεσή του: Είναι άνθρωπος με μπέσα.. *μπατζανάκη(ς), μπατζανάκκισσα= καθένας από τους συζύγους αδελφών.. *Ντουναίηκα, Ντουνιάς, ο κόσμος, η ανθρωπότητα "Τρία καλά 'ναι στο ντουνιά"... *φορεσμό αφορεσμός, αφορισμός = η βαρύτερη εκκλησιαστική ποινή. Αφορεσμένος, καταραμένος. *πλανέψουν,πλανεύω, πλάνη, πλάνεμα, πλανεύω= ξεγελάω, παραπλάνηση. *φόλα= κομμάτι τροφής που περιέχει δηλητήριο για τα αδέσποτα σκυλιά
Κουτσομπολόϊ
Κακό συνήθειο τώχετε
'σείς οι *γεροντοκόρες,
μες το χωριό άλλη δουλειά
δεν έχετε να κάντε,
παρά να *κουτσιομπόλετε
τι κάνουν οι άλλες κόρες,
με ποιον επήγαν την βραδιά
και δώστου *κουσ' και χάϊντε.
Τώχουν και οι χήρες τούτο εδώ,
λίγο πολύ *ντριβέλι.
Σαν απολείψει ο γανωντζής
οι χτίσται οι *γυρολόοι,
τότε οι καημένες στο χωριό,
-μελίσσια απ' το *κουβέλι,
βγαίνουν και παν' στης *αλληνής
για το *κουτσιομπολόϊ..
*Κουτσομπολόϊ , κουτσομπολιό = ο σχολιασμός πράξεων και υποθέσεων τρίτων (συχνά με αρνητική, κακόβουλη διάθεση ή με τρόπο υπερβολικό) *γεροντοκόρες, γεροντοκόρη, = Ανύπαντρη γυναίκα προχωρημένης ηλικίας.. Ιδιότροπη γυναίκα με παραξενιές στη συμπεριφορά της. *κουτσιομπόλετε = κουτσομπολεύετε. *κουσ' και χάϊντε= Ολημερίς κουτσομπολειό *ντριβέλι= καημός, μεράκι. *γυρολόοι, γυρολόγος= πλανόδιος μικροπωλητής. *κουβέλι= κυψέλη. *αλληνής= στην άλλη γειτόνισσα.
Ο Βλαχοθωδωρής
*Αϊντε ορέ Βλαχοθωδωρή
είσαι διαβόλου *φάρα..
*Μπελάδες βάζεις στο χωριό
κι αναποδιές μ' ατσάλι.
*Οπώβρεις *τσιούπα μοναχή
ελεύθερη ή ζευγάρα,
την *ξελογιάζεις στο *λεφτό
και της γλεντάς τα κάλλη.
Αναθεμά τα μάτια σου
και τα καμωματά σου.
*Σιώγαμπρος! ήρθες στο χωριό
-τον κόκορα μας κάνεις!
Πάψε πια τα *γινάτια σου,
πολλά τα κριματά σου
Θα δώσεις λόγο στο Θεό,
μια μέρα σαν πεθάνεις!.
*Αϊντε= επιφ. άντε. *φάρα= σόι, ομάδα, σινάφι. *Μπελάδες, μπελάς = μπλέκομαι σε προβλήματα, μπαίνω σε μπελά, υποβάλλομαι σε ταλαιπωρίες.. *Οπώβρεις= όπου βρεις. *τσιούπα η κόρη, κορίτσι *ξελογιάζεις, ξελογιάζω = ξεμυαλίζω, παρασύρω, *λεφτό= στιγμή, λεπτό της ώρας. *Σιώγαμπρος, σώγαμπρος και εσώγαμπρος = Ο άνδρας που μετά το γάμο πηγαίνει να ζήσει με την οικογένεια της γυναίκας του. *γινάτια, γινάτι = πείσμα, καπρίτσιο.
Τα παρατράγουδα
Βασίλω κόρη του Βρανά,
μοναχοδυχατέρα
που σ' έχει η μάνα σου *ακριβή
τ'αδέρφια σου χαϊδιάρα.
Πέσε μου χθες στον Αϊλιά
τι έκανες όλη μέρα?
Με το βοσκόπουλο του Μπαλή
στου πουρναριού την κλάρα?
-Συ κοίτα το *κονάκι σου!
κυρά με τις *αδράχτες,
κι αν θες ακόμα να σου πω,
κοίτα την αφεντιά σου!
Μηδά το φουστανάκι σου
πήδηξε λίγους φράχτες?
Η λές δεν ξέρει το χωριό
τα παρατραγουδά σου..
*ακριβή = πολυαγαπημένη, μοναχοκόρη, χαϊδεμένη*κονάκι= ο χώρος μόνιμης ή προσωρινής διαμονής, κατοικία. *αδράχτες, αδράχτι = μεταλλικό ή ξύλινο κυλινδρικό εργαλείο για το γνέσιμο υφαντικού υλικού.
Τα Προξενιά
Κυρά Μαγδάλω θα στα πω
στα *μπούνια μ' έχεις φέρει
μ' αυτή την δυχατέρα σου
και να μου την παινεύεις.
Κοίταξε αλλού να βρεις γαμπρό
δώστης καν' άλλο *ταίρι.
Με με' χάνεις την μέρα σου
και *τζάμπα με παιδεύεις.
Ας έχει η κόρη σου *λεφτά,
και *γιούκους στην αράδα
Κι ας είν' στην χώρα η πιο χρυσή
και μ' ομορφιά μεγάλη.
Πως να στο πω δεν μου *φτουρνά
έχ' άλλη φιλενάδα!
Θα την επάρω ας είν' φτωχή
Θάχω ήσυχο κεφάλι..
*μπούνια= (στα μπούνια μ' έχεις φέρει) Με έχεις φέρει στο αμήν.. *ταίρι = καθένα από τα δύο όμοια μέρη, από τα οποία αποτελείται ένα ζεύγος. Το άλλο μου μισό.. Έχασε το ταίρι του.. *τζάμπα= χωρίς χρηματικό αντίτιμο, χωρίς κόστος ή βλάβη.. τζάμπα μάγκας.. *λεφτά= χρήματα (για την προίκα).. *γιούκους, γιούκος= η προίκα, τα προικιά της κόρης: Στοίβα από σεντόνια, κουβέρτες, στρώματα, παπλώματα κ.λ.π. *φτουρνά, φτουράω = είμαι επαρκής, καλό παιδί αλλά δεν φτουράει ως μαθητής.
Τσοπανοπούλα του Αϊλιά
Τσοπανοπούλα του Αϊλιά
και του Βαρλάμη *ρούσα
Απόψε θάρθω να σε βρω
κει πώχεις την *κοπή σου,
Τέτοια στιγμή στην ερημιά
καιρό την καρτερούσα,
να σ' εύρω μόνη στο βουνό
να πάρω το φιλί σου.
Μην μου *κακώσεις βρε Μαριώ
κι ας είσαι αραβονιάρα
του Φέρμελη, στο λέω κοφτά
με όρκο και με πάθη.
Να μείνεις μόνη στο βουνό
τώχω βαριά κατάρα
Θα κοιμηθούμε αγκαλιά
κανείς δεν θα το μάθει..
*ρούσα, ρούσος= ξανθοκόκκινος, κοκκινωπός ή γενικά ξανθός : "ρούσες γαλανομάτες" κ.λ.π. *κοπή=κοπάδι., *κακώσεις= μήν μου καρατήσεις κακία..
Της Χήρας Δυχατέρα
Βρε τι κι αν είσαι η *μοναχή
της χήρας δυχατέρα
κι έχεις τον θειο στον Καναδά
κι αδέρφια στην Αθήνα?
την παρασύκωσες πολύ
την άσπρη σου τσεμπέρα
και περπατάς καμαρωτά
σα νάσαι η βουλευτίνα..
βγαίνεις σαν ξένη την αυγή
στη βρύση νερολάτης.
Σαν ξένη πας στην εκκλησιά
κι ούτε γιορτή σε βλέπει.
Θαρρείς πως είσαι η *ακριβή
και του χωριού *κορφιάτης,
θαρρείς πως είσαι η παναγιά
..Μ' άλλα να πω δεν πρέπει.