Στην άκρη του ματιού: Ένα οδοιπορικό μέσα από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού "Έλα να δεις" της "LAND of GODS"
ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
...Αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη σελίδαΕπόμενη Ενότητα..
Γιατί το λέμε έτσι...
   Home to LAND of GODS  «Συνθήματα με νόημα, στους τοίχους της Αθήνας..»    Γιατί γουστάρουμε που είμαστε Έλληνες !!    Γλωσσάριο   'Aστο...    Αποθησαυρίσματα· η δύναμη της φράσης   ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ...   ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ; 2    ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ; 3 Απο την σελίδα www.giapraki.com   50 αναπάντητες ερωτήσεις...    Παροιμίες Από την σελίδα της Αρκαδίας   Ελληνικές παροιμίες Από την σελίδα τα Βικιφθέγματα :    Γεια σου μαλάκα,   Η Γη σε αριθμούς και εικόνες !!!!   History Mystery Have a history teacher explain this----- if they can.    Και πάει λέγοντας...   «Παρακαλώ μη ρίχνετε τα τσιγάρα σας στη λεκάνη. Βρέχονται και μετά ανάβουν δύσκολα».
«Οταν θα πεθάνω θα πάω στον παράδεισο,γιατί την κόλαση την έζησα εδώ».
«Έπαθα τέτοιο σοκ τη μέρα που γεννήθηκα, που έκανα 1 χρόνο να μιλήσω».
«Αφού δουλεύεις για να ζεις, γιατί «σκοτώνεσαι» στη δουλειά;»

«Όποιος ανακατεύεται με τις τράπεζες, τον τρώνε οι τόκοι»

«Δεν φτάνουν τα προβλήματα του κόσμου, τώρα έχουμε και τα δικά μας»
«Μην στηρίζεις τα όνειρά σου στ'άστρα, γιατί αυτά δεν στηρίζονται πουθενά».
«Θέλω σύνταξη στα 18 και στράτευση ούτε στα 100».
«Έγχρωμη τιβι ασπρόμαυρη ζωή».
«Λευτερά στη Βόρεια Μύκονο».
«Μην τα περιμένετε όλα απ' την αστυνομία. Χτυπηθείτε μόνοι σας».
«Θέλω να γίνω αυτό που ήμουν τότε που ήθελα να γίνω αυτό που είμαι τώρα».
«Είμαστε αυτοί που οι γονείς μας μας έλεγαν να μην κάνουμε παρέα».
«Το life style είναι μαγικό μετατρέπει τα μηδενικά σε νούμερα».
«Αράζω, άρα...ζω».
«Μην σκοτώνεται τα κουνούπια άλλοι σας πίνουνε το αίμα».
«Πιάστε τα αφεντικά από το λαιμό».
Γιατί γουστάρουμε να είμαστε Έλληνες!

1. Γιατί έχουμε θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι
2. Γιατί μπροστά στο ρεβανί τι να μας πει το μιλφέιγ
τα Δικά μου Γραψίματα


Οι πραγματικοί μου δάσκαλοι
My real teachers



Της γης το πιο όμορφο στολίδι..
The earth's most precious jewel..



Βουνοκορφούλες του χωριού
Village mountain tops



Προσμονή και λήθη
Expectation and oblivion



Πανηγύρι στο Καρδαρίτσι
Fair at Kardaritsi



Του Βέλου ο γιος παντρεύεται
The wedding of Velos"s son



Κατάρα να'χεις ξενιτιά
A curse upon the foreign land



Ρημοκοπήθει το χωριό
The village is a waste land



Ο χρόνος είν' ο φταίχτης
Time is the culprit



Μόνο για το φιλί σου
For your kiss alone



Κουτσομπολόϊ
Gossip



Ο Βλαχοθωδωρής
Vlachothodoris



Τα παρατράγουδα
Village goings on



Τα Προξενιά
Matchmaking



Τσοπανοπούλα του Αϊλιά
Shepherd lass at Ailias



Της Χήρας Δυχατέρα
The widow's daughter



Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Kolokotronis and 21



Ο Κολοκοτρώνης
Kolokotronis



το Εικοσιένα
1821



Μοριά λεβενταρώνα!
Morias, Land of Heroes!



Ελα αδελφέ από τα ξένα
Come brother from abroad



Ελα και φεύγεις
and come and go



Σαν ζείς στη ξενιτιά
As you live in foreign lands



Οι χωριανοί λιγόστεψαν
There are fewer villagers



η Κυρά των αηδονιών
Lady of the nightingales



Κυρά μου καπετάνισσα
Mistress of my heart



Μ' ένα φιλί
With a kiss



Σαράντα αηδόνια
Forty nightingales



Σου γράφω από τον Καναδά
I'm writing from Canada



Οϊμένα..
Woe is me



Η στιγμή
The moment



Πέσε προσκύνησε..
pay tribute..



Είσαι..
You are



Οι άνθρωποι..
People...



Μην αφήνεις..
Do not let..



Αν μπορείς..
If you are able..



Η υποψία..
Suspicion..



Ο θάνατος..
Death..



Τα πάντα..
All things..



Η λογική..
Logic..



Οι μεγάλοι..
The great..



Η αφηρημένη Τέχνη..
Abstract Art..



'Οταν..
When..



'Οταν ζεις..
When you live..



Κρατήσου..
Stay..



Η γλώσσα μου η ελληνική..
My Greek language..



Η ελπίδα..
Hope..



Είσαι Παιδί
You are a child



Ελπίδα Φώς
Light of hope



Σκέψου το αύριο
Think of tomorrow



Χρόνια περάσαν
Years have passed



Παιδί της Εποχής
Child of the times



Σύννεφα στον ήλιο
Clouds on the sun



Η αγάπη
Love



Ποιο νάναι το παιδί
Who is that child



Δίνη στον άνεμο
Whirlpool in the wind



Το όνειρο
The dream



Περνάει η Tσιγγάνα
The Gipsy walks



Νεκρή 'ναι η άνοιξη
Spring will be dead



Απρίλης
April



Τι ήταν το όνειρο;
What was the dream?



Πες μου
Tell me



Φίλες και φίλοι
Dear friends



Αντί για Πρόλογο
In lieu of a prologue



Μors-code test
Μorse-code test



Το Μοιρολόι
The Lament



Ενα παιδί με λένε οι φίλοι
My friends say I am a child



Επιτύμβιο
Tombstone



Αγριμικό
Attack of wild beasts



Οι κάργες
Jackdaws



Θεία η μικρή στιγμή
Divine small moment



Ερωτικός Λόγος
Words of Love



Η χαμένη μας Hiroshima
Our lost Hiroshima



Δεν γίνεται αλλιώς
It cannot be otherwise



Η έβδομη παράσταση
The seventh performance



Γλυκόπιοτο τρελό
Sweet drink of madness





«Η Χώρα των Θεών», των ποιητών
και του Καπνόν Αποθρώσκοντα...

3. Γιατί το καρπούζι το αγοράζουμε ολόκληρο και όχι σε φέτες
4. Γιατί «καμάκι» και «σουβλάκι» είναι το πρώτο ποίημα που μαθαίνουμε
5. Γιατί τους μεζέδες που συνοδεύουν το τσιπουράκι δεν τους φτάνει κανένα «ορντέβρ»
6. Γιατί στην Ελλάδα κάθε νύχτα τελειώνει το επόμενο πρωί
7. Γιατί «λουλουδοπόλεμος» δεν υπάρχει σε καμιά άλλη χώρα
8. Γιατί πίνουμε κι ένα ποτηράκι παραπάνω χωρίς να μας πίνει
9. Γιατί μπορούμε να απολαύσουμε τον καφέ μας με τσιγάρο. Όχι να τον πιούμε σφηνάκι και να πάμε να καπνίσουμε κρυφά στο σπίτι μας
10. Γιατί το φλερτ είναι το εθνικό μας χόμπι
11. Γιατί στην Ελλάδα όλοι βρίζουμε το Δημόσιο και ταυτόχρονα σκοτωνόμαστε για μια θέση εκεί
12. Γιατί έχουμε δεν έχουμε λεφτά, ένα μπουζουκάκι θα το πάμε
13. Γιατί έχουμε νοοτροπία «και αύριο μέρα είναι»
14. Γιατί όταν μπαίνουμε σε λεωφορείο κάνουμε τα πάντα για να βρούμε θέση να καθίσουμε
15. Γιατί δεν το παίζουμε ψευτοπουριτανοί. Τις «λαδιές» μας τις κάνουμε με θράσος
16. Γιατί είμαστε πρώτοι στο φανάρι και κορνάρουμε τον εαυτό μας από συνήθεια
17. Γιατί ξέρουμε καλύτερα να ξοδεύουμε παρά να αποταμιεύουμε
18. Γιατί δε μοιραζόμαστε τη βενζίνη στο αυτοκίνητό μας με αυτούς που βάζουμε μέσα
19. Γιατί δεν κάνουμε ποτέ επίσκεψη «με άδεια χέρια»
20. Γιατί η λέξη «κερνάω» υπάρχει στο λεξιλόγιό μας
21. Γιατί άντε να εξηγήσεις στον ξένο τι σημαίνει «καψούρα»
22. Γιατί βράζει το αίμα μας
23. Γιατί στην Ελλάδα η οικογένεια έχει ακόμα αξία
24. Γιατί κατά βάθος...είμαστε καλά παιδιά
25. Γιατί τα καταφέρνουμε πάντα...έστω και την τελευταία στιγμή
26. Γιατί δε «μασάμε» από 400 χρόνια σκλαβιάς
27. Γιατί για τα μάτια μιας γυναίκας κάναμε 10 χρόνια πόλεμο
28. Γιατί όταν οι ξένοι δεν έβρισκαν λέξεις έκλεβαν τις δικές μας
29. Γιατί η λέξη φιλότιμο δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα
30. Γιατί καλή η κιθάρα και το όμποε αλλά το μπουζούκι βγάζει άλλο ήχο
31. Γιατί το «Αι Γενέαι Πάσαι» της Μεγάλης Παρασκευής μας σηκώνει την τρίχα κάγκελο
32. Γιατί όποια πέτρα κι αν σηκώσεις Έλληνες θα βρεις από κάτω
33. Γιατί ερωτευόμαστε και μισούμε με πάθος
34. Γιατί τις δύσκολες στιγμές τις περνάμε με φίλους χωρίς να χρειαζόμαστε ψυχίατρο
35. Γιατί ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και ο Περικλής ήταν Έλληνες
36. Γιατί η Μερκούρη, ο Χατζιδάκις και ο Ελύτης ήταν Έλληνες
37. Γιατί η συνταγή «αλά ελληνικά» είναι η πιο πετυχημένη
38. Γιατί η τρέλα δεν πάει στα βουνά...πάει στις παραλίες!
39. Γιατί οι καλοκαιρινές διακοπές είναι κοντά και... πού να τρέχουμε τώρα!
40. Γιατί όταν οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη
41. Γιατί όταν εμείς φτιάχναμε τον Παρθενώνα οι άλλοι κοιμόντουσαν πάνω στα δέντρα
42. Γιατί εμείς δώσαμε τα φώτα σε όλους αυτούς που το παίζουνε ηγέτες και οδηγούν στην ειρήνη κάνοντας πολέμους
43. Γιατί η φέτα και το ελαιόλαδο μεταφράστηκαν σε ελληνικό ταμπεραμέντο
44. Γιατί "Ένα γλυκό χωρίς"! Και όλοι καταλαβαίνουν πως πρόκειται για φραπέ
45. Γιατί μπορούμε να παρατήσουμε τα πάντα για έναν μεγάλο έρωτα!
46. Γιατί στη γλώσσα μας διακρίνουμε μεταξύ έρωτα και αγάπης...ξέρουμε όμως να ζούμε με πάθος και τα δυο!
47. Γιατί αλλάζουμε κινητό κάθε χρόνο, αυτοκίνητο κάθε τρία χρόνια και ερωτικό σύντροφο κάθε τρεις και λίγο
48. Γιατί όταν οι άλλοι φορούσαν προβιές λύκων εμείς υφαίναμε αραχνοΰφαντους χιτώνες
49. Γιατί οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες (Winston Churchill- 1941)
50. Γιατί δε βάζουμε κέτσαπ στο φαγητό μας. Έχει από μόνο του υπέροχη γεύση
51. Γιατί όταν πονάμε ξέρουμε να κλαίμε και να χορεύουμε τη ζεμπεκιά με περηφάνια
52. Γιατί ο Έρωτας ήταν Έλληνας Θεός. Γι αυτό ξέρουμε και να αγαπάμε
53. Γιατί μπορεί να είμαστε οξύθυμοι αλλά ποτέ δεν κρατάμε κακία
54. Γιατί κανένας άλλος δεν χαίρεται για την καταγωγή του όσο εμείς
55. Γιατί παρόλο που γνωρίζουμε τον κίνδυνο τολμάμε
56. Γιατί η τρέλα στην Ελλάδα πάει με χίλια....Γι αυτό όλοι τρέχουν στο δρόμο
57. Γιατί το 95% των αστεριών και των πλανητών έχουν ελληνική ονομασία
58. Γιατί δουλεύουμε για να ζούμε και δε ζούμε για να δουλεύουμε
59. Γιατί έχουμε του κόσμου τα ελαττώματα και παρόλα αυτά είμαστε ακαταμάχητοι
60. Γιατί η ζωή μας είναι στο «δυνατό» ενώ των ξένων στο «αθόρυβο»
61. Γιατί αν η χώρα μας δεν ήταν η ομορφότερη του κόσμου, θα τη διάλεγαν για σπίτι τους οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου;
62. Γιατί όταν φωνάζουμε «αδελφέ» στο δρόμο, όλοι γυρνάνε
63. Γιατί κάνουμε τις περισσότερες καταχρήσεις κι όμως ζούμε περισσότερο
64. Γιατί ακόμα κι ο Αϊνστάιν παραδέχτηκε ότι οφείλει πολλά σε έναν Έλληνα
65. Γιατί όταν συζητάμε για δίαιτα είμαστε πάντα στο τραπέζι και τρώμε
66. Γιατί κάποτε «φωτίσαμε» ολόκληρο τον κόσμο
67. Γιατί μιλάμε δυνατά και γελάμε με την καρδιά μας
68. Γιατί είμαστε οι μόνοι που ξεκινάμε το μεσημέρι για καφεδάκι και καταλήγουμε να πίνουμε ούζο μέχρι πρωίας
69. Γιατί μπροστά στο Μετσοβόνε τύφλα να χει το Έμενταλ
70. Γιατί με μια φλόγα καταφέραμε να ενώσουμε ολόκληρο τον κόσμο
71. Γιατί ξέρουμε να εκφράζουμε το σ' αγαπώ με κάθε πιθανό τρόπο
72. Γιατί τα πιο απίστευτα είναι κι ελληνικά
73. Γιατί κυκλοφορούμε στο δρόμο στις δύο το βράδυ και δε νιώθουμε ότι είμαστε σε στοιχειωμένη πόλη
74. Γιατί σουβλάκι, σουτζουκάκι και λοιπές ελαφριές γεύσεις είναι η αδυναμία μας
75. Γιατί είμαστε περήφανοι για το παρελθόν μας
76. Γιατί δεν πάμε για ύπνο με τις κότες αλλά το ξημερώνουμε διασκεδάζοντας
77. Γιατί ακόμη και το πιο μικρό ξωκλήσι μας λούζεται από φως. Δεν πιάνεται η ψυχή μας απ' τη σκοτίδα του βιτρώ
78. Γιατί τα λέμε έξω απ΄ τα δόντια
79. Γιατί ξέρουμε να «κλέβουμε» αλλά και να μην «καρφώνουμε» αυτόν που «κλέβει» στις εξετάσεις
80. Γιατί έχουμε πάντα μια λύση- έστω και πλάγια- σε όλα
81. Γιατί οι γονείς μας δεν ξεχνάνε ότι υπάρχουμε μόλις κλείσουμε τα δεκαοκτώ
82. Γιατί είμαστε των άκρων
83. Γιατί την κάθε δυσκολία την αντιμετωπίζουμε για χιούμορ
84. Γιατί το αντιπροσωπευτικότερο ελληνικό σύνθημα είναι: «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!»
85. Γιατί οι Ολυμπιακοί Αγώνες γεννήθηκαν εδώ
86. Γιατί όταν θέλουμε να λιαστούμε, έχουμε αμμουδιά και θάλασσα. Δεν ξεχυνόμαστε στα γρασίδια ούτε βουτάμε στα σιντριβάνια
87. Γιατί βλέπουμε τον ουρανό γαλάζιο κι όχι μολυβί
88. Γιατί εδώ που ζούμε όλο το χρόνο, ο ξένος το έχει σκοπό ζωής να έρθει μία εβδομάδα
89. Γιατί η Ελλάδα είναι η πιο φτωχή χώρα με τους πιο πλούσιους κατοίκους
90. Γιατί είχαμε μάγκες προγόνους
91. Γιατί ξέρουμε τι θα πει κέφι
92. Γιατί μιλάμε καλά τις ξένες γλώσσες...αλλά ποιοι μιλούν καλά τα ελληνικά;
93. Γιατί πίνουμε και καπνίζουμε περισσότερο από όλους και ζούμε περισσότερο από όλους
94. Γιατί εμείς γράφουμε την Ιλιάδα, και οι ξένοι την κάνουν έργο χιλιάδες χρόνια μετά
95. Γιατί το τζατζίκι, το σουβλάκι, η μαγκιά και το φιλότιμο είναι ελληνικά
96. Γιατί μας αρέσει τα λεφτά και τα ψάρια να τα τρώμε πάντα φρέσκα
97. Γιατί ενώ έχουμε μικρή χώρα, έχουμε μεγάλη καρδιά
98. Γιατί το δικό μας μοντέλο ζωής έχει πολλέεεεεεες καμπύλες
99. Γιατί η μάνα μου κάθε Αύγουστο απλώνει τραχανά. Οι άλλοι τι απλώνουν?
100. Γιατί το σύνθημα Ελευθερία 'η Θάνατος ήταν ελληνικό.-






















Γλωσσάριο

«Είμαι πολύ jazz και του την είπα»
«Μου την έσπασε: Με νευρίασε»
«Μου την δίνει: Με νευριάζει»
«Μου ανάβεις τα λαμπάκια:: Με νευριάζεις»
«Μου την βιδώνει: Με θυμώνει, Με εκνευρίζει»
«Μας τα κάνες τσουβαλιά: Μας κούρασες»
«Μας τα κάνεις τσουρέκια: Μας ζάλισες»
«Μας τα κάνες μπορντό: Μας κούρασες»
«Μας έπρηξες τα συκώτια: Μας ταλαιπωρείς»
«Μη μασάς: Μη φοβάσαι»
«Μην κολλάς: Μη διστάζεις»
«Μου σηκώθηκε η τρίχα: Ξαφνιάστηκα»
«Μπρίκια κολλάμε: Μας νομίζεις άσχετους»
«Μου τη δίνει στα νεύρα: Με τσατίζει»
«Μου τη σπας: Με νευριάζεις για κάτι»
«Μη μασάς: Μην κομπλάρεις, μην κωλώνεις»
«Μου την έδωσε: Νευρίασα»
«Με φτιάχνεις: Μου ανεβάζεις το ηθικό»
«Μου τη σπάει: Με τρελαίνει»
«Μου την δίνει: Με νευριάζει»
«Με πεθαίνει: Τρελαίνομαι για κάποιο παιδί»
«Μην ξεράσω: Κάτι που δεν μου αρέσει, κάτι το αηδιαστικό»
«Με κούφανες: Με αποστόμωσες»
«Τα πήρα στο κρανίο: Νευρίασα»
«Τα έχω παίξει: Δεν αντέχω άλλο, έχω τρελαθεί»
«Τα πήρα άγρια στο σκάλπ: Θύμωσα πάρα πολύ»
«Τα έπαιξα: ’κουσα κάτι και τρελάθηκα»
«Τα λέμε: Θα συναντηθούμε»
«Την πάτησα: Έγινε κάτι που δεν το περίμενα»
«Την έβαψα: Έκανα κάτι που δεν έπρεπε και τώρα το πληρώνω»
«Τραγουδά: Παραμιλά»
«Τι POCEMON είσαι εσύ: Πιο βλάκας δεν γίνεται»
«Του την είπα: Τον αποστόμωσα»
«Τον πήραν πρέφα: Τον πήραν χαμπάρι, είδηση»
«Φρικάρω: Τρομάζω, τρελαίνομαι»
«Πωρώνομαι: Ξεχνιέμαι»
«Φτιάχνομαι: Μου αρέσει πολύ»
«Μου �ρθαν τα πάνω κάτω: Τρελάθηκα»
«Κρανιώθηκα: Τα πήρα στο κρανίο, τρελάθηκα»
«Απογειώθηκα: Αφαιρέθηκα»
«Πω πίκρα: Αίσχος»
«Θα μπαρκάρω: Θα τρελαθώ»
«Θα σαλτάρω: Θα τρελαθώ, είμαι στα πρόθυρα της τρέλας»
«Αυτός είναι στον κόσμο του: Είναι εκτός τόπου και χρόνου»
«DON�T PANIC: Μη τρελαίνεσαι»
«Είσαι γρουνιάρης: είσαι τρελός »
«Καθάρισα: Έλυσα την παρεξήγηση»
«Κουλάρισε: Ησύχασε»
«Είπα το ποίημα: Δεν έχω να δηλώσω τίποτα»
«Σε πάω πολύ ρε: Σε παραδέχομαι»
«Είσαι πολύ καρφί: προδότης»
«Στον κόσμο σου είσαι: Βρίσκεσαι αλλού, δεν επικοινωνείς»
«Είσαι μάπα: Είσαι χαζός»
«Ράψτο: Κόφτο, Σταμάτα»

«Είσαι φλώρος: Είσαι μαμούχαλος»
«Δεν ξέρει που παν τα πέντε: Είναι άσχετος»
«Take it easy: Ηρέμισε»
«Don't worry be happy: Μην θυμώνεις, χαμογέλα»
«Σε τάπωσα: Σε κούφανα»
«Θα σε μπουφλίσω: Θα σε δείρω, θα μαλώσουμε»
«Έμεινε: Όταν κάποιος παθαίνει ενθουσιασμό από κάτι»
«Έχει φορτώσει: Έχει νευριάσει»
«Σου την είπε: Σε τάπωσε, σε αποστόμωσε»
«Έχω φραμπαλιάσει: Έχω νευριάσει»
«Σε παίζει: Σε κοροϊδεύει»
«Έμεινε παγωτό: Έμεινε έκπληκτος»
«Είσαι εξηγημένο παιδί: Είσαι ειλικρινής»
«Χάνεις λάδια: Δεν είσαι με τα καλά σου»
«Είναι για τα μπάζα: Είναι χάλια, άσχημος»
«Ψαγμένος: Δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του, ψάχνεται»
«Είναι UFO με σκούφο: Είναι χαζός»
«Δικέ μου, μεγάλε: Φίλε μου»
«Είσαι τζάμι: Είσαι πολύ ξεκάθαρος, ειλικρινής»
«Είναι πρώτο: Πολύ καλό» Α
«υτός είναι γάτα: Είναι έξυπνος» Είναι αφασία: Είναι αδιάφορος»
«Η Φάση είναι λάδι: Είναι ξεκάθαρο, αληθινό»
«Είναι Cool: Είναι ήρεμος»
«Αυτός είναι φευγάτος: Είναι σε άλλη φάση»
«Αυτός είναι λαλημένος: Είναι αλλού, εκτός τόπου και χρόνου»
«Είναι πολύ Jazz: Έχει ωραία τρέλα»
«Η κατάσταση είναι Rock: Είναι πολύ προχωρημένη η κατάσταση στην οποία βρίσκεται»
«Θα την κάνω Λούης: Θα φύγω τρέχοντας»
«Τρία πουλάκια κάθονταν: Είναι στον κόσμο του»
«Έφαγα φλας: Μου 'ρθε ξαφνικό»
«Βγήκε βρώμα: Κυκλοφορεί φήμη »
«Θάψιμο: Προδοσία, κακολογία»
«Έχει φάει κόλλημα: Είναι αφοσιωμένος σε κάτι »
«Τα 'χει παίξει: Δεν είναι καλά»
«Είναι φυτό: Είναι καλός μαθητής»
«Τον έγραψε: Δεν του έδωσε σημασία»
«Την έχει δει: Νομίζει ότι κάποιος είναι»
«Κλαιν Μαϊν: 'Aστα να πάνε»
«Σε κοζάρει: Σε κοιτάει επίμονα»
«Βάρεσε μπιέλα: Έχει χαζέψει»
«'Aσε τους προλόγους: 'Aσε τις θεωρίες, εξυπνάδες»
«Θα γίνει της σβουνιάς: Θα γίνει χαμός»
«Με καμία Παναγία: Σε καμία περίπτωση»
«'Aσε τα σάπια: Μη λες ψέματα»
«Είναι must: Πρέπει να γίνει οπωσδήποτε»
«Μη πωρώνεσαι: Μην ανεβάζεις το ηθικό σου»
«Τουμπέκι ψιλοκομμένο: Μη μιλάς»
«Let's do it: Φύγαμε»
«Την κάνω γυριστή: Το σκάω, φεύγω»
«Κάνω κατάσταση: Προξενεύω»
«Σπάσε: Φύγε»
«Ξεκόλλα: Σταμάτα»
«Ρούφα το αυγό σου: Μην μιλάς»
«Έφαγε χυλόπιτα: Τον απέρριψε»

Υπάρχουν γειτονιές ολόκληρες στην Ορεστιάδα, το Ρέθυμνο, την Πτολεμαΐδα, τη Νέα Φιλαδέλφεια και το Φάληρο, την Πλάκα βέβαια, όπου μπορεί να περπατάς ώρες για να βλέπεις το καλλιτεχνικό αποτύπωμα ομάδων, ανήσυχων πιτσιρικάδων, φιλάθλων, πολιτικοποιημένων, ερωτευμένων, μοναχικών. Χρώματα και σχέδια φαίνεται να αμφισβητούν την αυστηρότητα μιας λευκής πρόσοψης ή το επιλεγμένο design σπιτιών με προκλητικούς, μεγάλους τοίχους. Φυσικά, σχολεία, γήπεδα, δημόσιες υπηρεσίες, γέφυρες, σταθμοί κ.λπ. είναι οι πρώτοι στόχοι. Τα κίνητρα μπορεί να είναι καλλιτεχνικά, εκτόνωση, μήνυμα, αίτημα, ανάγκη επικοινωνίας, φωναχτή άρνηση, ευρηματική σάτιρα.Περισσότερα : Οι Όμορφοι Τοίχοι Όμορφα Βάφονται της Ντίνας Μπατζιά




Page from :
http://kollase.blogspot.com/search?updated-max=2008-07-06T18%3A03%3A00%2B03%3A00&max-results=7

.........Σας παραθέτω μερικά "άστο" έτσι όπως γράφηκαν κατά καιρούς από χρήστες του διαδικτύου και ανασύρθηκαν από το Google, και δεν ξέρετε, μπορεί να είναι και δικές σας εκφράσεις:

- Άστο θα διαλέξω την κουρτίνα 3
- αστο καλυτερα μην το ταλαιπωρεις ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ
- Καλά άστο
- άστο στην άκρη
- άστο να φύγει
- άστο σε μένα
- Άστο να πέσει
- άστο μωρέ.
- άστο ήσυχο
- Άστο είναι καλύτερα έτσι
- άστο ας έχει ο θεός
- άστο στην άκρη δεν ενοχλεί
- Άστο! Άστο, να πάει, άστο! Άστο, πονάει, άστο!
- Άστο για καμιά άλλη φορά
- άστο μην το πιέζεις θα βγει απο μόνο του
- άστο να ξεσπάσει, βγάλτο από μέσα
- άστο ρε το ποιηματάκι να το φχαριστηθούμε
- οπότε άστο!
- Ελα, αστο αυτό τώρα
- Έχεις ξεφύγει φίλε... άστο
- Αστο καλο μου, αφου δεν σου βγαινει. Αστο να παει στο διαλο
- Άστο να αποδείξει ότι ξέρει να κάνει τη δουλειά του
- Άστο να πάει ... Άστο, να πάει άστο! Άστο πονάει άστο! Ήρθες και θέλεις να το συζητήσουμε,
- Το στοιχείο που τεκμηριώνει τη δολοφονία είναι και η προσωπική μαρτυρία ξέρεις. Άστο το θέμα
- Αυτό, άστο να το ξέρω εγώ καλύτερα μωρή π******�
- Άστο σε παρακαλώ, μην γεμίσουμε το thread με άχρηστα μηνύματα
- ε..... άστο... ειλικρινά την αντιπαθώ αυτήν την εταιρεία
- Άστο σε �μένα
- Άστο πάει πέρασε .......έφυγε μαζι με την νυχτα ,πρέπει να κατέβω τώρα με περιμένει η ανυπόμονη γυναίκα σου κάτω
- Άστο βρε Μαριούλη μου, αφού δεν σου βγαίνει
- Άστο να αναπτυχθεί κι άλλο, αέρα, χώρο, δοκιμές θέλει
- Αστο το αλλο ρε φιλε..δεν σε βγαζει πουθενα ..ουτε σου λυνει κανενα προβλημα..
- Εάν δεν είσαι ΕΛΛΗΝΙΔΑ...άστο κορίτσι μου ,αυτά είναι ψιλά ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ,που δεν πρόκειται ΠΟΤΕ να τα φτάσετε
- Άστο το κεφάλαιο να παράγει Iason, έχει ξεφύγει από τα εθνικά όρια
- Άστο και θα ρωτήσω το πρωί τη μαμά
- άστο καλύτερα....άστο.. δεν με καταλαβαίνεις
- καλά για Αθήνα δεν το συζητώ άστο
- Άστο προς το παρόν, θα έρθει η καλύτερη ώρα
- Ε, τότε άστο να μένει! Απ'ό,τι κατάλαβες έχουμε και σοβαρότερα πράγματα ν'ασχοληθούμε!
- αν αποφασίσει ο οδηγός να πατήσει φρένο αφού έχει πάρει παραμάζωμα ΄τον πεζό ο οποίος του πετάχτηκε....άστο.....το πατήσει δεν το πατήσει το ίδιο είναι ...
- Άμα όντως τα φοράει όλα αυτά τότε άστο δεν έχεις ελπίδα
- Άστο το ρημάδι το μωρό να φάει όσο θέλει και αν δε θέλει άλλο δε χάλασε και ο κόσμος
- άστο πάνω μου και θα δεις πόσο θα με ερωτευτείς
- αν είναι να κάνεις κάτι κάντο σωστά.. αλλιώς άστο.. μην το κάνεις ...
- Δεν βρίσκω καλό τίτλο... άστο έτσι
- εντάξει...όμως...άστο τώρα....άστο ντε...
- Άστο, λοιπόν, αγοράκι μου, να πάει. Μην το παιδεύεις.
- αστο ....μην πετας κοτσανα τουλαχιστον
- άστο μην ασχολείσαι μαζί του
- Άστο σε αυτούς που το έχουν σπουδάσει
- αστο καύμένο..... ακόμα μικρό είναι
- όχι όχι άστο να δούμε τι δείχνουν
- άστο το κορίτσι, νέα είναι, ελεύθερη
- Όταν το μικρό παιδί ζητήσει αγάπη άστο να πνιγεί στα ικετευτικά του δάκρυα ...
- αστο για αργοτερα ,να μεγαλωσει λιγο και το μωρο και βλεπεις..
- άστο είναι μεγάλη και πονεμένη ιστορία
- Αστο φιλε μου, δεν ειχες πιασει το πνευμα των ποστ
- Αστο ρε φιλε αμα σε χαλαει, αστο να παει στο διαολο το ρημαδι...
- Αστο αυτό είναι δύσκολη λέξη
- .... άστο μέλλον να ρθει μόνο του είμαστε μικροί ουρανοί ...

Ξεχώρησα τα παρακάτω:

- Άστο δε συνενοούμαστε
- άστο να περάσει το γαμημένο
- Η πρόταση "Αστο" ή "Καλά ότι πείς" δεν είναι ότι καλύτερο για να κλείσετε μιά συζήτηση μετά απο ένα καυγά.

Εννοείται ότι όποιος θέλει μπορεί να συμμετάσχει ελεύθερα.

Συνοδεία Μουσικής: Επιλoγή από το POSTCAST η αντίστοιχη ανάρτηση, με τους Air να ερμηνεύουν το Playground Love από την ταινία The Virgin Suicides της Sofia Coppola, καλή ακρόαση!



Αποθησαυρίσματα: Η δύναμη της φράσης...
του Σωκράτη Π. Μάσσια

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο καθένας μας, ανάλογα και με τις γνώσεις του, κατά τη διεξαγωγή μιας απλής ή προγραμματισμένης συζήτησης πάνω σε ένα θέμα ή όταν συντάσσει και απευθύνει μία επιστολή σε κάποιον ή ακόμα όταν ένας μαθητής γράφει μία έκθεση, έχει οδηγηθεί με άνεση στην ακριβή απόδοση ενός νοήματος ανακαλώντας στη μνήμη του και χρησιμοποιώντας μια παγιωμένη και πολύ ετοιμόλογη φράση και με τον τρόπο αυτό έχει βγει από γλωσσικά αδιέξοδα και αδυναμίες διάρθρωσης του λόγου.

Μιλάμε για φράσεις που έχουν «αλεστεί» στη λαϊκή γλωσσική «μυλόπετρα» και έχουν πλέον παγιωθεί στο γλωσσικό ιδίωμα και χρησιμοποιούνται απ' όλους σχεδόν τους ανθρώπους, ανεξάρτητα και πέρα από το γνωστικό επίπεδο και τον πλούτο γνώσεων που ο καθένας διαθέτει. Θα έλεγα μάλιστα ότι οι φράσεις αυτές χρησιμοποιούνται συχνά από άτομα με χαμηλό δείκτη γνώσεων είτε διότι αδυνατούν να εκφράσουν, να διατυπώσουν και να μεταδώσουν στον συνομιλητή τους το ακριβές νόημα που έχουν στο μυαλό τους είτε γιατί αρέσκονται στις κατά το πλείστον λαϊκές αυτές φράσεις, που τους είναι και περισσότερο προσιτές και ελκυστικές και πιο εύκολα έχουν αποτυπωθεί στο μνημονικό τους.

Η ιδιαιτερότητα του επικοινωνιακού τους χαρακτήρα συνίσταται όχι μόνο στην κυριολεκτική τους ιδιότητα και ακριβή νοηματική απόδοση αλλά και στην ελαχιστοποίηση της χρονικής διάρκειας λήψης της απάντησης σε κάποιο ερώτημα ή της διατύπωσης κάποιας σκέψης στο συνομιλητή μας. Είναι μια μορφή «ατάκας» που οδηγεί κατευθείαν και γρήγορα στο επιθυμητό αποτέλεσμα της επικοινωνίας και συνεννόησης. Οι φράσεις αυτές αποτελούνται από σταθερό συνδυασμό λέξεων, συνήθως με χαρακτήρα ιδιωματισμού, το περιεχόμενο του οποίου δεν προκύπτει από τον συνδυασμό των σημασιών των λέξεων που τις αποτελούν, αλλά είναι διαφορετικό. Π.χ. η φράση «σπουδαία τα λάχανα» δεν σημαίνει ότι τα λάχανα - λαχανικά είναι αρίστης ποιότητος, αλλά ότι έχει δοθεί σημασία ή αξία σε πράγμα ή ζήτημα που δεν του αξίζει. Χρησιμοποιείται δε η ανωτέρω φράση και οι άλλες παρόμοιες συνήθως με ειρωνική και αλληγορική διάθεση.

Οι περισσότερες από τις φράσεις αυτές είναι παροιμιώδεις και συγκαταλέγονται στον θησαυρό των παροιμιών. Έχει όμως παρατηρηθεί και διαπιστωθεί ότι η χρήση τους από πολλούς ομιλητές και συνομιλητές δεν γίνεται σωστά ή για να ακριβολογούμε δεν χρησιμοποιούνται οι κατάλληλες φράσεις για το νόημα που θέλουμε να μεταδώσουμε με αποτέλεσμα και να μην επιτυγχάνεται η επιθυμητή επικοινωνία μεταξύ των διαλεγομένων και να «σκοτώνεται» κυριολεκτικά το νόημα της φράσης.

Θα επιχειρήσουμε παρακάτω να σταχυολογήσουμε ένα μικρό μέρος από τον πλούτο αυτών των φράσεων - εκφράσεων που χρησιμοποιούνται συχνά και βρίσκονται σε προτεραιότητα και θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την ακριβή σημασία τους, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα συμβάλλουμε τόσο στη σωστή εκφορά τους όσο και στην ορθή χρήση τους.


Κοντός ψαλμός αλληλούια = η φράση χρησιμοποιείται για υπόθεση που σύντομα θα φανούν τα αποτελέσματά της και δεν μπορούμε με σιγουριά να κάνουμε πρόγνωση.

Αμ' έπος αμ' έργον = πρόκειται για αρχαιοπρεπή φράση και σημαίνει χωρίς καθυστέρηση, αμέσως.

Μεταξύ σφύρας και άκμονος (ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι) = λέγεται για κάποιον που αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις και δεν μπορεί να απαλλαγεί απ' αυτές.

υπό την αίρεση = υπό την προϋπόθεση, με τον όρο.

υπό αίρεση = σε εκκρεμότητα.

αιχμή του δόρατος = το βασικότερο όπλο μιας στρατηγικής, μιας επιθετικής πολιτικής. Π.χ. Τα κοινοτικά προγράμματα αποτελούν, για την Ελληνική οικονομία, την αιχμή του δόρατος.

Ο λύκος έχει τ' όνομα κι η αλεπού τη χάρη = λέγεται για κάποιον που επιτυγχάνει περισσότερα με την πονηριά και την πανουργία, παρά με την επιθετικότητα και τη δύναμη.

άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε = όταν υπάρχει ασυνεννοησία ή όταν κάποιος αποφεύγει να πάρει θέση για το θέμα που συζητείται.

την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος = προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι το οποίο είμαι υποχρεωμένος να κάνω.

ο σκοπός αγιάζει τα μέσα = για να δικαιολογηθούν παράνομες και κατακριτέες πράξεις που επιτελούνται για την επίτευξη ιερού ή υψηλού στόχου.

πνέω τα λοίσθια = βρίσκομαι στα τελευταία μου.

ομφάλιος λώρος = κάθε μορφής σύνδεσμος με πρόσωπα και πράγματα από τα οποία δεν μπορούμε να αποκοπούμε.

πέφτουν οι μάσκες = αποκαλύπτονται οι πραγματικές προθέσεις κάποιου.

παρά θιν' αλός = στη θάλασσα, στην παραλία.

εν κτυπτώ και παραβύστω = κρυφά και μυστικά.

θέατρο του παραλόγου = κάθε κατάσταση παραλογισμού.

απέχω παρασάγγας = έχω τεράστια διαφορά σε κάτι από κάποιον άλλον.

οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ = λέγεται για πρόσωπα που βρίσκονται στο κέντρο των εξελίξεων και έχουν προσωπική αντίληψη των γεγονότων.

αντί πινακίου φακής = με ευτελές αντάλλαγμα. Π.χ. τους βρήκαν στην ανάγκη και αγόρασαν την επιχείρηση αντί πινακίου φακής.

δύο μέτρα και δύο σταθμά = για περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται αμερόληπτη και δίκαιη μεταχείριση.

πνέω μένεα = είμαι έντονα εξοργισμένος με κάποιον.

επί ξυρού ακμής = στην κόψη του ξυραφιού, στο κρίσιμο σημείο μιας κατάστασης ή ενέργειας.

περί όνου σκιάς = λέγεται για θέμα ανάξιου λόγου.

όνειρο θερινής νυκτός = κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί.

ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε = λέγεται ειρωνικά για να δηλωθεί πως για κάτι που δεν πάει καλά προφανώς φταίμε οι ίδιοι.

σφάξε με, αγά μ', ν' αγιάσω = λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιοι δείχνουν παθητική στάση απέναντι σε εχθρικές προκλήσεις και παραιτούνται από κάθε προσπάθεια αντίστασης.

τηρώ σιγήν ιχθύος = δεν παίρνω θέση για κάτι, αποφεύγω να σχολιάσω.

Οι περισσότερες από τις φράσεις αυτές είναι παροιμιώδεις και συγκαταλέγονται στον θησαυρό των παροιμιών. Έχει όμως παρατηρηθεί και διαπιστωθεί ότι η χρήση τους από πολλούς ομιλητές και συνομιλητές δεν γίνεται σωστά ή για να ακριβολογούμε δεν χρησιμοποιούνται οι κατάλληλες φράσεις για το νόημα που θέλουμε να μεταδώσουμε με αποτέλεσμα και να μην επιτυγχάνεται η επιθυμητή επικοινωνία μεταξύ των διαλεγομένων και να «σκοτώνεται» κυριολεκτικά το νόημα της φράσης.

με σημαδεμένη τράπουλα = όταν δεν τηρούνται οι κανόνες της αμεροληψίας και της δικαιοσύνης και το αποτέλεσμα είναι προκαθορισμένο.

σημείο τριβής = για περιπτώσεις όπου υπάρχει έντονη αντιπαράθεση και αδυναμία σύγκλισης απόψεων.

εκ των ων ουκ άνευ = απολύτως απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση.

άνθρακες ο θησαυρός = για να δηλωθεί διάψευση προσδοκιών.

ανοιχτοί λογαριασμοί = εκκρεμότητες (συνήθως έριδες) που δεν έχουν τελειώσει.

έχω τραχανά απλωμένο = έχω κάνει τη δουλειά μου και αδιαφορώ.

εξ απορρήτων = ο μυστικοσύμβουλος.

αυθωρεί και παραχρήμα = αμέσως, χωρίς καμία καθυστέρηση.

αχίλλειος πτέρνα = το τρωτό, το αδύνατο σημείο κάποιου.

πίσω έχει η αχλάδα την ουρά = λέγεται για προειδοποίηση ότι στο τέλος θα φανούν τα άσχημα αποτελέσματα.

ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω = λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος κατηγορεί τους άλλους, χωρίς να αναλογίζεται και τη δική του ευθύνη.

μετά βδελυγμίας = όταν εκδηλώνουμε το αίσθημα της ηθικής αποστροφής για κάτι ψυχρό και αηδιαστικό.

βίος και πολιτεία = λέγεται για κάποιον που έχει πολύπαθη ή περιπετειώδη ζωή.

τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους = λέγεται για κάποιον που, ενώ θέλει πολυτελή ή δύσκολα πράγματα, δεν έχει τη διάθεση ή την ικανότητα να υποστεί το ανάλογο κόστος.

πετάω το γάντι = προκαλώ, απαιτώ απάντηση, εξήγηση.

το γινάτι βγάζει μάτι = το πείσμα μπορεί να πλήξει τον ίδιο τον ισχυρογνώμονα.

γκρίζα διαφήμιση = όταν ένα προϊόν διαφημίζεται όχι στον προβλεπόμενο χρόνο και τόπο.

έπεα πτερόεντα = λόγια χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα.

προς επίρρωσιν = προς ενίσχυση.

όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει = αυτός που αποφεύγει την εργασία και προβάλλει συνεχώς δικαιολογίες.

αρχή της ήσσονος προσπαθείας = λέγεται για εκείνους που καταβάλλουν πολύ μικρή προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν κάτι.

ψαρεύω σε θολά νερά = αναμειγνύομαι σε ύποπτες καταστάσεις.

εξιλαστήριο θύμα = όταν δεν λογοδοτεί ο πραγματικός ένοχος αλλά κάποιος άλλος που είναι εντελώς αθώος ή βαρύνεται ελάχιστα.

διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου = διαμαρτύρομαι έντονα και υποστηρίζω ότι είμαι αθώος. Συχνά λέγεται ειρωνικά για κάποιον που παριστάνει τον αθώο.

κεραυνός εν αιθρία = λέγεται σε απροσδόκητα και εντυπωσιακά γεγονότα.

κίτρινος τύπος = η προκλητική προβολή και παρουσίαση στον τύπο θεμάτων που εξάπτουν την περιέργεια του κοινού.

κομίζω γλαύκας εις τα Αθήνας = παρουσιάζω ως καινούργιο ή πρωτοποριακό κάτι που είναι ήδη γνωστό.

παίζω εν ου παικτοίς = αντιμετωπίζω χωρίς σοβαρότητα κάτι που απαιτεί σοβαρή αντιμετώπιση.

ου παντός πλειν ες Κόρινθον = δεν είναι όλοι ικανοί για ένα δύσκολο στόχο.

ο κουτσός με τό 'να πόδι δίνει μία και πάει στην πόλη = τα πάντα γίνονται και τίποτα δεν αποκλείεται.

ο κύβος ερρίφθη = λέγεται για κάτι που έχει κριθεί οριστικά και αμετάκλητα.

τα άγια τοις κυσί (τα άγια στους σκύλους) = όταν εμπιστευόμαστε την προστασία και τήρηση των κανόνων του δικαίου και των αξιών σε ανάξια πρόσωπα.

ανακρούω πρύμναν = υποχωρώ.

δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται = όταν χάσει κάποιος τη δύναμή του κάποιοι τρέχουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία εις βάρος του

πέμπτη φάλαγγα = κάθε άτομο ή ομάδα ατόμων με διαβρωτική και υπονομευτική δράση και διάθεση.

φαντάσματα του παρελθόντος = οτιδήποτε δυσάρεστο προέρχεται από το παρελθόν.

το αβγό του φιδιού = οτιδήποτε ευνοεί ή σχετίζεται με την ανάπτυξη του νεοναζισμού.

ξεπλένω βρώμικο χρήμα = χρησιμοποιώ νόμιμους τρόπους για να εμφανίσω ως νόμιμα τα κέρδη από παράνομη δραστηριότητα.

ώδινεν όρος και έτεκε μυν (κοιλοπόνησε το βουνό και γέννησε ποντίκι) = λέγεται για εντυπωσιακές προσπάθειες που καταλήγουν σε ασήμαντο αποτέλεσμα.


[Σωκράτη Π. Μάσσια, από την εφημερίδα της Ηλείας «Πατρίς»]





ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ...


14/09/2008 Γιατί το λέμε έτσι

1. Όταν τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα, για να τη διορθώσει. Μετά τη διόρθωση ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή πολλές φορές δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα, αφού προηγουμένως τα έφτυναν. Από τότε επικράτησε η φράση: Φτου κι απ' την αρχή.

2. Τα παιδιά μάθαιναν να δείχνουν και να λένε απ' έξω την αλφαβήτα. Οι δάσκαλοι, για να πεισθούν πως τα παιδιά την ξέρουν καλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατωμένα. Από τότε επικράτησε να λέμε γι' αυτόν που γνωρίζει κάτι καλά ότι το ξέρει απ' έξω και ανακατωτά.

Φαίδωνα Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός




Από την Σελίδα της Sfinaki.gr :


            Όλα τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει

  Στα χρόνια του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, είναι γνωστό πως η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε.
Κοντά σε όλες τις ελλείψεις και η ψυχαγωγία ήταν περιορισμένη και θα ήταν πολύ τυχερός κανείς, εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές συγκεντρώσεις που γινόταν. Το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να πει κανείς πως ήταν πολύ δύσκολο.
 Δεν είχε, βλέπετε ακόμα διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο.
 Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του Αντιβασιλιά ’ρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις βρισκότανε και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο, που φορούσε στο πρόσωπο της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της αποψινής συγκέντρωσης Μαριορή - Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε "Έτσι δε θα φαίνεται όταν θα .... κοκκινίζει καμιά φορά αν .... (και συμπλήρωσε) : Μωρέ όλα τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει".


                                  Σήκωσε δικό του μπαϊράκι

  Συχνά, ανάμεσα στους αρματωλούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι.
Δηλαδή, ποιός θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν χήρευε καμιά θέση.

  Φυσικά, οι παλιοί αρματωλοί, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
 Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι.

Μπαϊράκι στα τούρκικα σημαίνει σημαία. Από τότε έμεινε η φράση "σήκωσε δικό του μπαϊράκι", που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.


                        Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται

Η φράση "Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται", που τη λέμε για τους ανθρώπους εκείνους που δεν τους τρομάζουν οι δυστυχίες, είναι παρμένη από τη ζωή των ναυτικών, που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες τρικυμίες. Την έλεγαν, χωρίς καμία παραλλαγή, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Βυζαντινοί.


                        Ο ένας λέει το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του

  Αυτή τη φράση τη λέμε για δύο πρόσωπα που δεν μπορούνε να συμφωνήσουν, να αποφασίσουν και προέρχεται από τα παιδικά παιχνίδια.
 Πολλές φορές τα παιδιά όταν παίζουν κρυφτό ή κυνηγητό, προκειμένου να αποφασίσουν ποιος θα τα κάνει, παίρνουν δύο ξυλαράκια διαφορετικού μήκους το κάθενα και αυτός που τα κρατάει, τα δείχνει στους άλλους δύο από την άλλη μεριά, έχοντας τις άκρες τους ίσες. Τότε τραβάνε και αναγκαστικά ο ένας θα τραβήξει το κοντό και ο άλλος το μακρύ.

 Υπάρχουν τώρα και οι εκδοχές κατά τις οποίες η φράση ο άλλος το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του, λέγεται γι αυτούς που έχουν διαφορετική γνώμη, κι ο ένας το περιγράφει σαν μακρύ και ο άλλος σαν κοντό. Κατά την άλλη εκδοχή η πλήρης φράση θα έπρεπε να είναι ο ένας λέει το μακρύ του λόγο και ο άλλος τον κοντό του κι έτσι δε συνεννοούνται. Ανεξάρτητα, όμως του ότι ποτέ δεν λέμε όταν συζητάμε, ότι λέω το μακρύ μου ή τον κοντό μου λόγο, υπάρχει και το ουδέτερο κοντό, που ναι μεν προσαρμόζεται στο κοντό ξυλαράκι, όχι όμως και προς τον αρσενικού γένους λόγο.


                                    Ότι γράφει δεν ξεγράφει

  Ήταν η εποχή, που ο Πόντιος Πιλάτος είχε παραδώσει στους Αρχιερείς τον Ιησού Χριστό, για να σταυρωθεί.
Είχε δώσει ακόμη την εντολή να γραφούν πάνω στο σταυρό τα τέσσερα αρχικά γράμματα (Ι.Ν.Β.Ι) που σήμαιναν, Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων.

Οι γραμματείς, όμως των Ιουδαίων παρουσιάστηκαν σε αυτόν, ζητώντας να αφαιρεθούν τα πρώτα γράμματα. Ο πιλάτος, όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά με τη δήλωση "ο γέγραφα, γέγραφα".  Η φράση αργότερα επικράτησε με την παραποίηση "Ο γέγραφε, γέγραφε" και "επί το δημοτικότερον" "Ότι γράφει δεν ξεγράφει".

                       Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του

Ο λαός που τα βλέπει όλα και τίποτα δεν αφήνει, που να μην το σχολιάσει κι εδώ, παρατήρησε πως ο παπάς, όταν αρχίζει τη λειτουργία με το "Ευλογητός ο Θεός" κάνει το σταυρό του και ύστερα από συνήθεια, βάζει το χέρι του στο στήθος, εκεί όπου καταλήγουν και τα γένια του.
Ο λαός, λοιπόν νομίζει πως με την κίνηση αυτή, ο παπάς ευλογάει και τα γένια του. Έτσι η έκφραση αυτή μας τη μεταφέρανε στην καθημερινή ζωή και τη μεταχειριζόμαστε για τους συμφεροντολόγους.


                                Πήδησαν πολλά παλούκια

  Οι Ρωμαίοι διασκέδαζαν με τα πιο απάνθρωπα θεάματα.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, που είχε εμπνευστεί ο Νέρωνας, ήταν το πήδημα των λόγχων. Κάρφωναν, δηλαδή τη λόγχη ανάποδα στη γη, με τη λεπίδα της προς τα πάνω και οι λογχισταί ήταν υποχρεωμένοι να τις πηδούν, χωρίς να τις αγγίζουν.
  Εκείνος που είχε την ατυχία να την παρασύρει με το πήδημα του, τον έπιαναν οι παρατηρηταί και τον κάρφωναν ζωντανό πάνω στη λόγχη. Το φριχτό αυτό θέαμα μεταφέρθηκε αργότερα στο Βυζάντιο.
 Με τον καιρό, όμως το πήδημα των λόγχων κατάντησε να γίνει τυχερό παιχνίδι και ο λαός του Βυζαντίου έβαζε μεγάλα στοιχήματα για τους νικητές. Το παιχνίδι αυτό, που το ονόμαζαν πάλους, έβγαλε διάσημους αθλητές, όπως τον Αμάραντο, το Λαγόνη και το Φρύλιχο. και οι τρεις αυτοί έγιαν ξακουστού στη βασιλεύουσα, επειδή πηδούσαν χρόνια ολόκληρα τους πάλους χωρίς να τους συμβεί ποτέ κανενα ατύχημα.

 Παρόλα αυτά όμως κι οι τρεις σκοτώθηκαν στο τέλος, σε αγώνες που έγιναn μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μονομάχο. Από το δραματικό αυτό αγώνισμα, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση "Πήδησαν πολλά παλούκια", που τη λέμε για ανθρώπους αμφίβολης ηθικής.


                            Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι 

Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπάντος, όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρά τους.

Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια  νύχτα, βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο, για να την κουρσέψει.
Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκο νταν εκεί. Οι νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι".


                                      Πάει σαν το στραβό στον ’δη

Σε αυτόν για τον οποίο λένε τη φράση αυτή, αποδίδουν μια αδιαφορία, μια μοιρολατρεία, μια έλλειψη αντίστασης στα δυσάρεστα γεγονότα.

 Στο μεσαίωνα, στα μάτια των νεκρών έβαζαν μια μαύρη ταινία έτσι, που ο πεθαμένος να μην μπορεί, σύμφωνα με τις προλήψεις εκείνου του καιρού, να ξαναγυρίσει στη γη σαν βρυκόλακας. Ενώ παραδεχόταν, οι απλοϊκοί φυσικά, ότι τα ανθρώπινα μέλη πάθαιναν φθορές στο τάφο, πίστευαν πως μόνο τα μάτια μένουν ανέπαφα. Στους μεγάλους λοιπόν εγκληματίες, έμπηγε ο δήμιος στα μάτια τους δύο καμμένα καρφιά.
Αντίθετα δεν έβαζαν ούτε τη μαύρη ταινία στους αδικοσκοτωμένους, για να μπορέσουν να γυρίσουν και να πάρουν εκδίκηση.


                                 Όταν δεν πηγαίνει το βουνό στον Μωάμεθ, πηγαίνει ο Μωάμεθ στο βουνό

  Είναι πολύ γνωστή και διεθνής αυτή η φράση και ξεκινάει από τη Βίβλο.
Εκεί διαβάζουμε μια περικοπή, που λέει ότι η πίστη μπορεί να μετακινήσει και όρη. Σε διαφορετικές μορφές τη συναντάμε στα ανέκδοτα του Ναστρεντίν Χότζα, σε ισπανικές παροιμίες, που μεταφέρθηκαν στην Ισπανία από τους ’ραβες, σε αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά ευθυμογραφήματα και ακόμη σε ιαπωνικές και κινέζικες παροιμίες. Ο Μωάμεθ τη χρησιμοποίησε την ώρα που κατηχούσε και από τότε έμεινε σαν δική του έκφραση.


                                    Όποτε του καπνίσει

   Η χρονολογία της πρώτης εμφάνισης του καπνίσματος δεν είναι εξακριβωμένη. ’λλοι ιστορικοί θεωρούν την Ασία σαν πατρίδα του καπνού, άλλοι την αρχαία Ρώμη.
Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να καίνε διάφορα αρωματικά φυτά μέσα σε ειδικά δοχεία και ρουφούσαν κατόπιν τον καπνό τους. Γεγονός, όμως είναι ότι οι πρώτοι εξερευνητές, που ανακάλυψαν την Αμερική, όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, ήταν τέλειοι καπνιστές. Τους είχαν συνηθίσει οι ιθαγενείς Αμερικανοί, που γνώριζαν τη χρήση του καπνού. Από τους θαλασσοπόρους αυτούς διαδόθηκε κατόπιν το κάπνισμα στην Ευρώπη.

   Επειδή όμως η βιομηχανία του καπνού τότε, δεν ήταν αρκετά προηγμένη, έκοβαν χλωρά τα φύλλα και τα έβαζαν στις τσέπες τους. Μόλις όμως κάπνιζαν από αυτόν τον καπνό, μεθούσαν και έκαναν φρικιαστικά εγκλήματα. Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας εξέδωσε τότε διάταγμα, που απαγόρευε απολύτως το κάπνισμα. Ο Ιάκωβος έκανε ακόμη και κάτι άλλο : Παράγγειλε μια τερατώδη προτομή, μεταξύ ανθρώπου και σατανά, του έβαλε μια πίπα στο στόμα και την τοποθέτησε στη αίθουσα του δικαστηρίου. Όποιος λοιπόν, συλλαμβάνονταν να καπνίζει και τον πήγαιναν να δικαστεί, του έδειχναν τη διαβολική προτομή με την πίπα και του έλεγα : " Από το σατανά θα εξαρτηθεί η τιμωρία που θα σου επιβάλλουμε. Αν καπνίσει και αυτός, θα σε αφήσουμε ελεύθερο...".

 Φυσικά η προτομή πολλές φορές, κάπνιζε, γιατί από πίσω της είχε τοποθετηθεί ένα ειδικό απορροφητικό μηχάνημα. Αυτό, όμως γινόταν μόνο για όσους από τους κατηγορούμενους τα είχαν καλά με τους δικαστές. Έτσι η φράση : Όποτε του καπνίσει, είναι καθαρά αγγλική. Την έλεγαν οι υπήκοοι του Ιάκωβου, για να δείξουν ποσο άδικη ήταν η δικαιοσύνη της εποχής του.


                                          Που σε πονεί και που σε σφάζει

Είναι μια φράση από τις πολλές που μας άφησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγεται πως από παιδί ο Μακρυγιάννης είχε τρομερή δύμανη.

 Κάποτε, λοιπόν γέρος πια ο στρατηγός, χωρίς να το θέλει, σκούντισε κάποιον. Εκείνος παρεξηγήθηκε και ρίχτηκε να χτυπήσει το Μακρυγιάννη, χωρίς βέβαια να ξέρει με ποιόν είχε να κάνει. Ο στρατηγός του ζήτησε τότε συγνώμη, γιατί τον ακούμπησε άθελα του.
 Ο παλικαράς, νομίζοντας πως ο γέρος φοβήθηκε, αποθρασύνθηκε. Αλλά ο Μακρυγιάννης, που δεν σήκωνε κάτι τέτοια, τον βούτηξε και τον έκανε του αλατιού λέγοντας του ... Διαόλου ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω που σε πονεί και που σε σφάζει.


                                           Πλάκωσε η μαρίδα

  Όταν κανείς ψαρεύει και ρίχνει την πετονιά του, πριν προφτάσει να πατώσει το βαρίδι, οι μαρίδες  τρέχουν όλες μαζί και τρώνε το δόλωμα.
Έτσι και ο λαός μας ονομάζει μαρίδα τους μικρούς γαβριάδες, που μαζεύονται γύρω από κάθετι που κινεί την περιέργεια τους ή που θα δουν ότι κάτι μπορεί να βγει : "μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα".
  Κι ακόμα η μαρίδα συναντιέται κοπαδιαστή μέσα στη θάλασσα και όταν οι ψαράδες την αντιληφθούν, φωνάζουν : πλάκωσε μαρίδα και ρίχνουν τα δίχτυα τους.


                                            Σπουδαία τα λάχανα

  Η φράση ξεκίνησε από το εξής περιστατικό. Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος του Μπέη, για να εισπράξει τη δεκάτη.
Η δεκάτη ήταν και αυτή μια από τις τρομερές φορολογίες των χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί του απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν το φόρο, γιατί τα λάχανα τους έμειναν απούλητα. Τότε ο φορατζής τους είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να πατσίζανε με το χρέος τους.
 Έτσι και έγινε. Από τότε, όμως οι χωρικοί έλεγαν "Σπουδαία τα λάχανα", για να πατσίσουν τα χρεωστούμενα.


                                             Σιγά τον πολυέλαιο

  Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκορα.
 Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του 21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές της ελληνικής εκδήλωσης.

  Το κέφι λοιπόν έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι.
 Οι γερο-λεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά γυροβολιά, όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλα τις αίθουσες των ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κι κηροστάτες. Στο κρίσμο λοιπόν αυτό σημείο ακουγόταν ψιθυριστά μια φιλική παραίνεση κάποιου γνωστού των ανακτόρων προς τον χορευτή "σιγά τον πολυέλαιον".




                            Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας

  Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο κνησμός, η φαγούρα δηλαδή του σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών.
Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή παλάμη του, θα έπαιρνε δώρα. Αν συνέβαινε το ίδιο στη δεξιά, θα έδινε αυτός δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθάνονταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αυτιά και στην μύτη.
 
Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης ’γις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αυτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω διάλυσε το συμβούλιο και ακύρωσε την εκστρατεία.
Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακομη ότι τα παιδιά που αισθάνονται φαγούρα στα μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε "η φράση η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας".

                         Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες

  Ένα από τους αστυνομικούς διευθυντές της παλιάς Αθήνας, ο Μπαϊρακτάρης, χτύπησε αλύπητα όλους τους μάγκες, τα κουτσαβάκια της εποχής του. Εκτός από το ψαλίδι που είχε και που έκοβε τα μανίκια των σακακιών, που φορούσαν από το ένα μόνο χέρι οι κουτσαβάκηδες, τους έδερνε και στο τέλος τους έκοβε τα τσουλούφια των μαλλιών τους και τους άφηνε να φύγουν.
 Αυτοί όμως ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε μάλιστα, τραγουδούσαν  «Τα σίδερα της φυλακής, είναι για τους λεβέντες». Από το δίστιχο αυτό, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας η φράση.


                        Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος

Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας  Αλβανός, ου γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα.

Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι  πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν.

Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.


                              Σ' αγαπάει η πεθερά σου

Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λέει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα φαγητού.

Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στους άλλους. Όταν όμως γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος.
Γι αυτό και σε όποιον πάει στο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως τον αγαπάει η πεθερά του.


                              Σαββατιανά σταφύλια

  Η φράση προέρχεται από τους Μεσογίτες, που στα παλιά τα χρόνια πήγαιναν στους αμπελώνες που ήταν κοντά στον ’γιο Σάββα, για να αγοράσουν νέα φυτώρια από τα κλήματα του αμπελώνα. Στην επιστροφή, όταν συναντιόντουσαν με άλλους συγχωριανούς τους και τους ρωτούσαν τι πήραν, τους απαντούσαν 'κλήματα από τον ’γιο Σάββα, σαββατιανά'.
   Και από τότε έμεινε η φράση και η ονομασία των σαββατιανών σταφυλιών.


                           Τα έβγαλε στη φόρα - Του τα έβγαλε στη φόρα

  Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος κηρύκων, που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά.
 Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα, χωρίς όμως αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία, ο κήρυκας αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να ακούσει άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο.

<<Επειδή όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο,  όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να �ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κ.ά.>>

  Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά, για να γίνει ήσυχη η συνείδηση του.
Δηλαδή, του τα έβγαλε στη φόρα, όπως κατάντησε να λέγεται τότε.
 

                                   Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου
                                         
Ο Παντελής Αστραπογιαννάκης ήταν Κρητικός. Όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο, πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.

Οι Κρητικοί άρχισαν να απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως δεν τα πίστευαν πια. Όταν λοιπόν,  πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν :
  «ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.»


                                            Του τα έψαλα από την καλή κι από την ανάποδη

  Το Σεπτεμβρίου του 1155, σε ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, συνέβησαν τέτοια έκτροπα, ώστε ο ίδιος ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνός διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές της σκληρής εκείνης εποχής. Πολλοί τυφλώθηκαν τότε, άλλοι εξορίστηκαν κι αυτοί που ρίχτηκαν στα φοβερά μπουντρούμια των φυλακών του Επταπυργίου, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο.

Οι φύλακες παρακολουθούσαν άγρυπνα. Όσους έβλεπαν να σταματούν έστω και για ένα λεπτό, τους βίαζαν να συνεχίσουν.
Οι προσευχές διαβαζόντουσαν μέσα σε χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν λοιπόν, οι προσευχές τελείωναν αντί να τις πιάσουν από την αρχή, έπρεπε να τις διαβάσουν από το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα. Από αυτό βγήκαν οι φράσεις «του τα ψαλα από την καλή κι από την ανάποδη» και «τα έμαθα απ έξω κι ανακατωτά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.


                                        Τα � κανε ρόιδο

Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας υπάρχει η συνήθεια, πριν μπει η νύφη στο σπίτι του γαμπρού, να χτυπάει πάνω στην πόρτα ένα ρόιδι χαραγμένο σταυρωτά κι ύστερα να το ρίχνει στο πάτωμα, για να σκορπιστούν οι κόκκοι.

Έτσι συμβολίζεται η είσοδος στο σπίτι τόσων καλών, όσο και τα σπυριά του ροδιού. Στη Σίφνο συνηθίζουν τη φράση «Θέλω να πατήσω το ρούδι», που θα πει για μια νέα «θα παντρευτώ».
Τώρα φαντάζεστε, βέβαια όταν η νύφη πατήσει το ρόδι στο πάτωμα, τι ανακατωσούρα γίνεται με α σκορπισμένα σπυριά. Από δω λέγεται ότι προήλθε και η φράση «τα΄κανες ρόιδο», που σημαίνει πως κάποιος αδέξια χειρίστηκε κάποιο ζήτημα και τελικά δεν πέτυχε.


                                   Στρογγυλοκάθισε

Για τους ενοχλητικούς επισκέπτες, για εκείνους που έρχονται σε ακατάλληλη ώρα και αργούν να φύγουν, λέμε τη φράση ότι στρογγυλοκάθισε.
Η έκφραση αυτή βγαίνει από τους ανατολικούς σοφράδες, στρογγυλά μαλακά καθίσματα, που τα ακουμπάνε στο πάτωμα και τρώνε πάνω επίσης σε χαμηλά και στρογγυλά τραπεζάκια.

Έπρεπε δε να είναι στρογγυλά τα τραπεζάκια αυτά, γιατί αυτοί που θα τρώγανε , καθόντουσαν γύρω γύρω και έτσι η απόσταση τους από τη λεκάνη με το φαγητό, που ήταν στη μέση του σοφρά, ήταν ίδια σε όλους.
Στρογγυλοκάθισε λοιπόν ο επισκέπτης, στην αρχή σήμαινε ότι κάθισε γύρω από το στρογγυλό σοφρά και επειδή ο σοφράς είχε του κόσμου τα φαγητά, συμφέρον του ήταν να στρογγυλοκαθίσει και να αργήσει την αναχώρηση του.


                               Σπαγκοραμμένος

Σπάγκος ή σπαγκοραμμένος είναι ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης. Η λέξη σπάγκος είναι ιταλική και σημαίνει αδύνατος, ψιλός.

Γνωρίζουμε πως οι μεταξωτές κλωστές είναι καλές, όπως επίσης και οι λινές, οι χρυσοκέντητες και τόσες άλλες. Εκείνες που δεν έχουν αξία είναι σπάγκινες, αν μπορούμε να μεταχειριστούμε την έκφραση. Το ύφασμα, λοιπόν, που θα ραφτεί με σπάγκο, θα είναι πολύ φτηνό και επειδή το φτηνό πράγμα το μεταχειρίζεται ο τσιγκούνης, γι αυτό και ο σπαγκοραμμένος είναι ο τσιγκούνης.


                           Σαββατογεννημένος

  Δεν είναι μόνο οι παραδόσεις και οι θρύλοι, αλλά και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως, όταν αλώθηκε η Πόλη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν παντρεμένος, είχε τρία αγόρια και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο.
 Την ημέρα ακριβώς που συντελέσθηκε το κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός, γέννησε κόρη, που πέθανε αμέσως.
 Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε κακό σημάδι κι από τότε βγήκε η γνωστή παροιμία <<Σάββατο γιο μη χαίρεσαι και Τρίτη θυγατέρα>>, γιατί Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη και Σάββατο γιορτάζουν οι διώχτες του Χριστού.

 Από την ίδια περίπου αιτία βγήκε και η φράση "Σαββατογεννημένος", επειδή ο λαός πιστεύει πως όσοι γεννιώνται την ημέρα αυτή, είναι αλαφροΐσκιωτοι, δηλαδή βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά, αλλα ποτέ δεν τους πειράζουν.


   
     Δε μύρισα τα νύχια μου

 Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πύθια και μια φορά στα Νεμέα. Καμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου «Ολυμπιονίκης»   

  Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμα τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά.
Στην Αθήνα τους έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τους μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λίγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ� έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα ή τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή.

  Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.

            Δεν ιδρώνει τ� αυτί του

  Ο Ασκληπιός άρχισε από επαρχιακός γιατρός στα Τρίκαλα. Αν έγινε θεός, το χρωστά στο Δία, που θέλησε κάπως ν' ασχοληθεί μαζί του.
 Ο Δίας ήξερε καλά να γιατρεύει τις αρρώστιες. Είχε, μάλιστα, ειδικότητα στις επιδημίες, αλλά ήταν πολύ μεγάλος, για να τον ζαλίζουν οι άνθρωποι με μικροπράγματα. Δημιούργησε λοιπόν, δεύτερες θεότητες, που πήραν πάνω τους τις καθημερινές έννοιες του γένους των θνητών. Ο Δίας κράτησε την ψυχή. Το σώμα το ανέλαβε ο Ασκληπιός, μεγάλος φιλάνθρωπος, ο μόνος που βοήθησε τους φτωχούς και τους άρρωστους.

   Ο Παυσανίας μας εξηγεί, πώς ήταν τα Ασκληπία. Είχαν πελώριες αίθουσες, ανοιχτές στον καθαρό αέρα, κάτι σαν τα σημερινά σανατόρια. Στα Ασκληπία αυτά, αναφέρονται θεραπείες ψυχοπαθών, λεπρών, αρθριτικών και άλλων. Όσο τσαρλατάνικες κι αν φαίνονται σήμερα πολλές από τις θεραπείες του, ο Ασκληπιός ήταν τίμιος γιατρός: Δεν ξεγελάει τους πελάτες του, δε ζητά πληρωμή, παρά αφού ευχαριστηθούν από την επέμβαση του.

  Κάποια τον ρωτάει -σε πλάκες που βρέθηκαν στην Επίδαυρο-με τι τρόπο να κάνει παιδί. ’λλος πώς να ξαναβρεί την όραση του. Κάποιος πάλι τον ευχαριστεί, επειδή τον απάλλαξε από τις ψείρες και πολλοί απλοϊκοί του ζητούν χάρες άσχετες με την υγεία. Κάποια π.χ. τον ρωτά με ποιον τρόπο να κάνει το φίλο της να την αγαπήσει. «Να τον κλείσεις σ' ένα πολύ ζεστό δωμάτιο-τη συμβουλεύει εκείνος- κι αν ιδρώσουν τ αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ� αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.

                Κάλλιο αργά παρά ποτέ

  Όταν ο Σωκράτης  ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;...». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)». Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας.
Κατ� άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του μέν ούν μηδ' όλως τό βράδιον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανάθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.

                Βγήκε ασπροπρόσωπος

  Πολλές φορές, αντί να αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου με ασβόλη, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς.
 Και απ εδώ έχει και την αρχή της η φράση: «έτσι κι έτσι κόκκινος, κι έτσι κατακόκκινος», που τη λέμε για τους απελπισμένους και που δεν έχουν ελπίδα να βελτιωθούν τα πράγματα. Όταν, επίσης, κατά την ανάκριση αποδειχθεί κανείς αθώος, τότε παρουσιάζεται στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος είναι μαυροπρόσωπος. Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου.

  Για τη φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», υπάρχουν και οι εξής άλλες εκδοχές: Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μ. Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν ένα συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει. Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει. Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
 Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα. Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος»

                    Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα

  Κατά μία εκδοχή που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζάκυνθο πριν αρχίσει η επανάσταση.
Τότε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης -αυτοκράτορας της Γαλλίας- μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία.
- Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης. Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δυο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει.
- Δυο ψυχικοί (γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε.
  Αλλά κι αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.


          Το αμίλητο νερό

  Είναι κι αυτό απομεινάρι των «Προλήψεων και των Δεισιδαιμονιών» του λαού μας.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, και σε μερικά μέρη συνεχίζεται το έθιμο, και έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα, που την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, να πάρει το «αμίλητο νερό». Λέγεται έτσι, γιατί δε μιλούσε σε κανέναν ούτε σαν πήγαινε ούτε σαν ερχόταν.
 Στη βρύση έριχνε στάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι σας». Μετά γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έλεγε «Χρόνια πολλά» στους δικούς της.
 Το αμίλητο νερό το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό». Μετά γινόντουσαν και διάφορες μαντικές τελετουργίες.

                Πήγε σαν το σκυλί στ� αμπέλι

  Στα 1616, ο ισπανικός στόλος αποπειράθηκε ν' αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας, αφού προηγουμενως ο Ισπανός ναύαρχος συνεννοήθηκε με τους χριστιανούς, για να τον βοηθήσουν.
Αλλά η επιχείρηση προδόθηκε από κάποιον Τουρκαλβανό, τον Μεμέτ Μπογάς, ένα εγκληματικό υποκείμενο, που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους πιάστηκαν τότε κι εκτελέστηκαν, ενώ έγδαραν ζωντανό τον αρχιεπίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο, που πεθαίνοντας, παρακαλούσε το θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς του.

  Οι συγγενείς, όμως, των θυμάτων, μόλις συνήλθαν κάπως από τη συμφορά, άρχισαν να κυνηγούν τον προδότη, για να τον τιμωρήσουν, όπως του άξιζε. Αλλ' εκείνος κρυβόταν καλά και δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν. Ο Μπογάς είχε ένα σκυλί, που το λάτρευε.
Ένα πρωί, λοιπόν, το έπιασαν και το κρέμασαν μέσα στο αμπέλι του αφεντικού του, για να τον εκδικηθούν. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα και πήγαν να το ξεκρεμάσουν. Αλλά το σκυλί είχε ψοφήσει. Έτσι έμεινε η παροιμία: «πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι».
   Μια δεύτερη εκδοχή λέει: Όταν ωριμάσουν τα σταφύλια, τα ζώα τους κάνουν μεγάλη θραύση. Εκτός από τις αλεπούδες και άλλα ζώα κατεβαίνουν από το βουνό και καταστρέφουν τις σοδειές. Είναι, λοιπόν, αναγκασμένοι οι παραγωγοί να αμύνονται, σκοτώνοντας τα.
Έτσι καμιά φορά, επειδή και του σκύλου του αρέσουν τα σταφύλια, ο ιδιοκτήτης, που δε γνωρίζει ποιος κουνιέται μέσα στ' αμπέλι, χτυπάει και σκοτώνει το σκύλο του ή τα σκυλιά των γειτόνων του, κτλ. Πήγε, λοιπόν, σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι, σημαίνει πως χάθηκε, όπως ο σκύλος μέσα στ' αμπέλι, χωρίς να αποζημιωθεί κανείς.

                            ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ

  Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.
 Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.

                          Έμεινε στα κρύα του λουτρού

  Στα Βυζαντινά χρόνια, εκείνος που πήγαινε να λουσθεί στα γνωστά ατμόλουτρα, τα «χαμάμ» όπως τα λένε τούρκικα, δεν έμπαινε αμέσως στον πολύ θερμό χώρο, ούτε πάλι έβγαινε αμέσως στην ύπαιθρο.
Κατά παλιά ρωμαϊκή παράδοση περνούσε πριν από άλλα δυο διαμερίσματα, που ο Γαληνός τα ονομάζει « ο ί κ ο υ ς » και τα οποία είχαν διαφορετική θερμοκρασία. Κι αυτό γινόταν, για να προφυλάγονται, φυσικά. Έτσι, όταν κανείς έπαιρνε το λουτρό του, έμπαινε μετά στο λεγόμενο «ψυχρολούσιον» ή κρύον, όπου ο αέρας ήταν ψυχρός, όσο και ο ατμοσφαιρικός.

Ύστερα από λίγο πάλι, προχωρούσε στο λεγόμενο «χλυαροψύχιον» όπου η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη. Εκεί του άλειφαν το σώμα με διάφορες κρέμες κι έμπαινε στη συνέχεια, στο ζεστό χώρο, όπου του έκαναν εντριβή. Συνέβαινε όμως καμιά φορά, αυτός που ήθελε να λουσθεί και βρισκόταν ακόμα στο διαμέρισμα, δηλαδή στο «χλιαροψύχιον» ή το «κρύον» κανένα έκτακτο γεγονός, όπως σεισμός, επιδρομή ή διάδοση μιας δυσάρεστης είδησης, οπότε το λουτρό διακοπτόταν στην αρχή του.
 Έμενε δηλαδή, ανεκπλήρωτος κατ' επέκταση ο σκοπός για τον οποίο είχε πάει εκεί. Γι' αυτό ακόμα και σήμερα λέμε για κάποιο που οι επιθυμίες του έμειναν ανεκπλήρωτες -ανικανοποίητες από την αρχή ότι: «έμεινε στα κρύα του λουτρού».

                       ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΙΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ

  Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα.
Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».


           ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ

  Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με τοπαράπτωμα.
Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.

Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα,  άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

           ΚΑΝΕ ΤΟΥΜΠΕΚΙ

  «Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής.
Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε να  τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ».

Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.
 Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς.
Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

         ΜΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΚΑΦΑΣΙ

  Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο.
Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που ρίχνουμε σε κάποιον είναι δυνατή λέμε :" του έφυγε το καφάσι", δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.
Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε :"μου έφυγε το καφάσι" , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα .

         ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ

  Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη.

Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.

Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».


          Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο

  Στην εποχή που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλή Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλή Πασά.

Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλη τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει.
Ένας γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλή  Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σήμερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε είτε την ακόρεστη πείνα, είτε τον ανεκπλήρωτο πόθο, το απλησίαστο.

        Του έψησε το ψάρι στα χε'ιλη

 Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξύδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά.
Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές…αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ� αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.

Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί!
Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη».
             

           Πέθανε στη ψάθα

 Αν και το Βυζάντιο στην εποχή του ήταν η πλουσιότερη χώρα του κόσμου, τα πλούτη του αυτά τα νέμονταν ορισμένοι άρχοντες μονάχα. Ο λαός υπέφερε σε αφάνταστο βαθμό κι είναι γνωστό ότι η «βασιλίδα» των πόλεων -η Κωνσταντινούπολη- είχε πολλές συνοικίες, που οι κάτοικοί τους ζούσαν από τα αποφάγια των αρχόντων.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δε φορούσαν ρούχα -επειδή δεν είχαν- αλλά μερικά παλιοκούρελα, που σκέπαζαν το γυμνό τους σώμα.
Τα σπίτια τους ήταν αληθινές τρώγλες κι όταν τύχαινε να πέσει καμιά επιδημία, πέθαιναν εκατοντάδες άνθρωποι την ημέρα χωρίς βοήθεια.
 Η χειρότερη συνοικία της Κωνσταντινούπολης ήταν η Μπάρα, που την κατοικούσαν αποκλειστικά εταίρες και άποροι. Οι τελευταίοι δεν είχαν δει στη ζωή τους κρεβάτι και κοιμόντουσαν πάνω σε ψάθες, που τις έφτιαχναν οι ίδιοι. Γι� αυτό το πράγμα έχουν διασωθεί πολλές μαρτυρίες.
 Ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος π.χ. στα ποιήματά του, λέει ότι ο ηγούμενος του είπε:
«Αυτός έχει καν τέσσαpα κρεβατοστρώσια
και συ κοιμάσαι εις το ψαθίν και γέμεις και τας φθείρας».

Γι� αυτό και σήμερα, όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός, λέμε: «Αυτός πέθανε στην ψάθα…».


           Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του

 Οι φόροι πριν από τον 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Ανάμεσα σ� αυτούς τους φόρους, υπήρξε και ένας τον οποίον πλήρωναν όσοι είχαν μακρυά…μαλλιά!

Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος ’γγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ� εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς=υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως «raya») εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».

Από τον τελευταίο αυτόν φόρο, έμεινε παροιμιώδης η φράση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», την οποία λέμε σήμερα για κάτι που πληρώνουμε πολύ ακριβά.



Το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής

Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο, υπήρχε κάποτε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που δεν υπάρχει σήμερα.
Σε κάποιο μοναχικό σπιτάκι κατοικούσε ένα αντρόγυνο: Ο Θάνος και η Παγώνα Παγιαυλή. Ο κόσμος τους έβλεπε και τους ζήλευε, γιατί έμοιαζαν «σαν δύο αληθινά πιτσουνάκια», όπως γράφει ένας παλιός χρονικογράφος.

Το ζευγάρι αυτό είχε γίνει υπόδειγμα για τους άλλους παντρεμένους κι όλοι προσπαθούσαν να μιμηθούν «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής».
Ένα βράδυ όμως, μερικοί φίλοι πέρασαν έξω από το σπίτι τους κι άκουσαν γυναικείες φωνές και κλάματα. Κατάλαβαν τότε πως ο άντρας έδερνε τη γυναίκα του. Δεν είπαν τίποτε κι έφυγαν. Την επομένη το αντρόγυνο παρουσιάστηκε σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτε.

Αυτό κράτησε περισσότερο από μήνα, ώσπου από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το μυστικό: Κάθε νύχτα τις έτρωγε η Παγώνα από το Θάνο και την ημέρα παρουσιάζονταν σαν το πιο αγαπημένο κι ευτυχισμένο ζευγάρι τής Αθήνας. Από τότε, όταν βλέπουμε κανένα αντρόγυνο να υποκρίνεται το αγαπημένο, λέμε ότι μοιάζει με «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής».


Του μπήκαν ψύλλοι στ� αφτιά

Οι Βυζαντινοί  όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ� αφτιά και τον κούφαιναν.
Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ.
Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι� αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει.
Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.

Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ� αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ� αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.


Αλά μπουρνέζικα

Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο λέξεις.

Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που  μιλάνε ακόμα,  σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.

Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.

Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ� ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.




"Κάθομαι στ` αγκάθια"

Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι ,ήρθαν να κυριέψουν το Μωριά με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο,  κατόρθωσαν, ύστερα από σαρανταένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωριά.

Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ` όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ` αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους.
Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ` ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια.

 Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν.
Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθουμε σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.

"Κάνει την πάπια"

Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο.
Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του.

 Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β`- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα - στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του ...βούρκωναν υποκριτικά. - «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι` αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»... Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.


  Δεν χαρίζω κάστανα

Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες.
Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε.



"Καρφί δεν του καίγεται"


Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο.
Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο.

Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να `χει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.

 Παρ` όλ` αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.

Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.


Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα

Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας.
 Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή.

Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου.

Σπουδαία τα λάχανα

Την φράση «σπουδαία τα λάχανα», τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.

Προήλθε από το εξής περιστατικό:
Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων.
 Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.

Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα.


Κατέβηκε από τα Γκράβαρα

Όταν κάποιος μάς φαίνεται ... ξεροκέφαλος , λέμε συνήθως , ότι " κατέβηκε από τα Κράβαρα " .
Κάποτε αρκετά χρόνια πριν την Επανάσταση του '21 , στη Ναύπακτο , ξεσηκώθηκαν τολμηρά παλικάρια , ανέβηκαν στο βουνό και δημιούργησαν ένα ισχυρό καπετανάτο.

 Οι Αρβανίτες τους έτρεμαν . Ωστόσο μια μέρα αποφάσισαν να τους χτυπήσουν με μεγάλες δυνάμεις , για να τους βγάλουν απ' τη μέση .
 Αλλά  όταν άρχισε η μάχη , οι Έλληνες τούς επιτεθήκανε με καταπληκτική ορμή , φωνάζοντας συγχρόνως : " Στην κάρα βαρήτε ! " .
Η λέξη " κάρα " , που σημαίνει κεφάλι , ήταν πολύ της μόδας , παρμένη από τα θρησκευτικά βιβλία . Ο λαός, λοιπόν , όλους αυτούς που φώναζαν " στην κάρα βαρήτε ¨ τους ονόμασε τιμητικά - με μια μικρή παραλλαγή  " Κραβαρίτες " .
Και με τον καιρό , η Ναύπακτος πήρε την ανεπίσημη ονομασία [Γ]Κράβαρα . 


’νοιξε η γη και τον κατάπιε

Η φράση αυτή έχει την αρχή της στη μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Αμφιάραος καταδιωκόμενος από τον Περικλύμενο και κινδυνεύοντας, από στιγμή σε στιγμή, να χτυπηθεί από το ακόντιο του διώκτη του, σώθηκε μόνο από τη γρήγορη επέμβαση του Δία.

Με ένα του κεραυνό, ο πατέρας των θεών, άνοιξε ρήγμα στη γη, όπου χάθηκαν ο Αμφιάραος, το άρμα του και τα δύο άλογα Θόας και Δίας.
Σύμφωνα με άλλη πάλι εκδοχή, τη Σαλώμη, την κόρη του Ηρώδη, σύμφωνα με μια παράδοση, «επί τη αποτομή του Προδρόμου» την κατάπιε η Γη ζωντανή.


’λλος πλήρωσε τη νύφη

Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.

Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι� αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.

Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα.

 Αλλουνού παπά ευαγγέλιο

Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ�ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος.
’ρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου.
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…».

 «Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως.
 «Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…».

Από τότε έμεινε αυτή η παροιμιώδης φράση, με την οποία εννοούμε ότι κάτι είναι άσχετο με κάτι άλλο, ή ότι κάποιος είναι αναρμόδιος για κάποιο θέμα.

 Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος

«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;

Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα.
Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.

Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ�, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.



Του μπήκαν ψύλλοι στ� αφτιά

Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες.
Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ� αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια.
Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι� αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο.
Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.

Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό.
Έβαζαν δηλαδή στ� αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο.
Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ� αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.


Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε

Ο  Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ� όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες.

Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.

Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ� αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.

Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!



Και οι τοίχοι έχουν αφτιά


Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως τον Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν.
Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα.
Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόθουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά-, ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα τον Σγουρό.

Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος οπό τους Φράγκους κλείστηκε στην Ακροκόρινθο, ο Ναρσής τού πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό.
Το χτίσιμό του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο
 Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, το οποία χρησίμευαν για φυλακές.
 Όταν κανείς,λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από �κει ψηλά μπορούσε ν� ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος…ακουστικών…της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία».



Μας άλλαξαν τα φώτα

Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους.
Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια.

Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777.
Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο αι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα».


Τον έπιασαν στα πράσα

Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά.
 Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.

Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα.
Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. ’φοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ� ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία.
Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.

Απ� αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ� αυτοφόρω σύλληψη.


Απ� έξω κι ανακατωτά (απ� την καλή και την ανάποδη)

Τον Σεπτέμβριο του 1155, σ� ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης της εποχής.
 Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία-μαρτύριο: Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο!

Οι φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή, ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ� το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα.

Απ� αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα �ψαλα απ� την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ� έξω κι ανακατωτά», που σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.





ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ;

Ερευνά και γράφει ο Λεων. Ανδριανός.

ΜΗΝΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ: Λέγεται αποκλειστικά για τον πρώτο μήνα συζυγικής διαβίωσης , όταν δηλαδή, ακόμα και στα πιο αταίριαστα ζευγάρια αυτόν τον μήνα είναι όλα « μέλι γάλα». Οι Τεύτονες, ο αρχαιότερος λαός της Γερμανίας, όταν παντρεύονταν, συνήθιζαν να πίνουν υδρόμελο ( μέλι αραιωμένο με νερό), επί ένα μήνα ακριβώς. Από αυτό εκαθιερώθει και ο λεγόμενος « μήνας του μέλιτος».

ΦΤΥΣΕ ΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ΣΟΥ: Οι αρχαίοι Έλληνες, και κυρίως οι Μακεδόνες πολεμιστές, πριν από κάθε μάχη, έφτυναν τρεις φορές τον κόρφο τους, πιστεύοντας ότι έτσι απομάκρυναν το κακό και τον κίνδυνο από κοντά τους. Η πρόληψη αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα με την ίδια ακριβώς έννοια.

ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ: Το γνωστό μας αυτό απόφθεγμα το λέμε όταν εννοούμε ότι αυτός ή κάποιος άλλος λέει πολλά και διάφορα και ………….. πράσσειν άλογα. Το «πράσσειν» είναι το απαρέμφατο του ρήματος της Αττικής διαλέκτου « ΠΡΑΤΤΩ ή ΠΡΑΣΣΩ» που σημαίνει ότι αυτός « ΠΡΑΣΣΕΙΝ» ( κάνει κάτι) ΑΛΟΓΑ (χωρίς σκέψη, χωρίς λογική). Το Α μπροστά από κάθε λέξη είναι στερητικό της ιδιότητας που ακολουθεί όπως : κακός, ’κακος, χρηστός � ’χρηστος, πλυμένος � ’πλυτος, αμαρτωλός � Αναμάρτητος.

ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΟΥΜΕ ΚΑΣΤΑΝΑ: στην Μάνη όλοι οι κάτοικοι, μικροί μεγάλοι, κρατούσαν όπλα. Για αυτό δεν έλεγαν πόσους κατοίκους έχει το κάθε χωριό, αλλά πόσα όπλα έχει. Ο Ιμπραίμ , κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους νικήσει με πόλεμο, παρά με πονηριά. Έστειλε, λοιπόν, έμπιστους ανθρώπους, μεταμφιεσμένους σε καστανάδες, μοιράζοντας δωρεάν κάστανα, αλλά μαζεύοντας και πληροφορίες για τον στρατό των Μανιατών. Έγιναν, όμως αντιληπτοί και συνελήφθησαν. Όταν έντρομοι ρώτησαν τι θα τους κάνουνε τώρα, οι Μανιάτες απάντησαν ότι εμείς, δεν χαρίζουμε κάστανα! Εννοώντας ότι μιλάνε σοβαρά και τους περιμένει τιμωρία.

ΤΙΝΑΞΕ ΤΑ ΠΕΤΑΛΑ: κάθε άνθος, κάθε λουλούδι, έχει κάτι μικρά φυλλαράκια, που στην δενδροκομία λέγονται «πέταλα». Όταν το άνθος αρχίζει να μαραίνεται, τα πέταλα αυτά πέφτουν και τινάζονται. Μεταφορικά τώρα, όταν κάποιος πεθαίνει επικράτησε να λέμε « τίναξε τα πέταλα» ή τα κακάρωσε.

Ο, ΤΙ ΕΙΠΑΜΕ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΑΛΑΤΙ: ως γνωστόν , το νερό όταν πέσει πάνω στο αλάτι, εκείνο λιώνει και εξαφανίζεται. Έτσι, λοιπόν, όταν συζητάνε δύο ή περισσότεροι κάποιο μυστικό, δεσμεύονται μεταξύ τους , αυτό να μην διαρρεύσει παρά να εξαφανιστεί, όπως το νερό και το αλάτι, πράγμα όμως που δεν τηρείται σχεδόν ποτέ. Create PDF files without this message by purchasing novaPDF printer (http://www.novapdf.com)

ΠΗΓΕ ΓΙΑ ΜΑΛΛΙ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ: Σε πολύ παλιά εποχή , στα ελληνικά νησιά, έκαναν επιδρομές Αλγερινοί κουρσάροι που οργίαζαν λεηλατώντας και αρπάζοντας σκλάβους, άνδρες και γυναίκες, για να τους πουλήσουν σε σκλαβοπάζαρα. Κάποια νύχτα έφθασαν στη νήσο Μύλο και μπήκαν σε ένα εργοστάσιο κατασκευής χαλιών για να πάρουν το μαλλί του εργοστασίου. Οι νησιώτες, όμως, τους αντελήφθησαν και τους αιχμαλώτισαν και τους έστειλαν δεμένους στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου για τα περαιτέρω. Από τότε έμεινε η παροιμιώδης φράση « πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος».

ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ (ή ποιεί την νήσσων) Δεν πρόκειται για την πάπια, αλλά για τον Παπία, κλειδοκράτορα του Βυζαντίου, ο οποίος είχε το δικαίωμα να συντρώγει και να συνδιασκεδάζει με τον αυτοκράτορα. Έτσι, είχε την ευκαιρία να ρουφιανεύει και να συκοφαντεί όποιον ήθελε. Όταν δε ο συκοφαντηθείς εμφανίζετο ενώπιον του αυτοκράτορα για απολογία, ο Παπίας έκανε τον ανήξερο, και τον ανίδεο. Έτσι καθιερώθει η φράση κάνει την πάπια.

ΤΟΥΣ ΕΒΑΛΑΝ ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΔΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ: Οι νάνοι που διασκέδαζαν τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, οι λεγόμενοι « τζουτζέδες» είχανε μεγάλη επιρροή στον αυτοκράτορα και ήσαν παντοδύναμοι. Ωστόσο, όμως, όταν έσφαλαν, η τιμωρία τους ήταν περίεργη. Τους έβαζαν τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι και τους άφηναν έτσι να περπατήσουν � πράμα αδύνατο- επί τέσσερις μήνες. Έτσι επικράτησε η γνωστή αυτή φράση. ( Αυτά για σήμερα, ταχειά (αύριο, μεθαύριο, προσεχώς) πηλιότερα (περισσότερα) Create PDF files without this message by purchasing novaPDF printer (http://www.novapdf.com)



Απο την σελίδα www.giapraki.com:

ΕΧΕΙ ΜΠΑΡΜΠΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΩΝΗ

Η έκφραση αυτή λέγεται για όποιον έχει ισχυρά μέσα ή ισχυρούς προστάτες. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Κορώνη ήταν, για κάποια διαστήματα, υπό την κυριαρχία των Ενετών και οι κάτοικοί της απόλαυαν κάποια προστασία, οπότε και ήταν σε θέση να μεσολαβούν υπέρ συγγενών τους που ζούσαν στην υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Η έκφραση, αν και άρχισε να ξεχνιέται, άντεξε για πολλούς αιώνες μετά την παρακμή της αίγλης της Κορώνης και της Βενετίας.

ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΙΡΑ

Σαν να λέμε «δεν ξέρεις τι σου γίνεται». Ειρωνική φράση που λέγεται σε κάποιον που εκστομίζει μια ανοησία Η προέλευσή της είναι μάλλον σκοτεινή, εκτός αν θεωρηθεί ότι πρόκειται για αντίφραση: τα μυαλά σου αξίζουν μια λίρα, δηλαδή (ειρωνικά) τίποτα. Μάλλον όμως δεν πρόκειται για το νόμισμα λίρα. Στο διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη «Τύχη από το Αμέρικα» διαβάζουμε ότι στη Σκίαθο, λύρες λέγονται τα μεγάλα κολοκύθια, καθώς ο Παπαδιαμάντης κάνει λογοπαίγνιο με τις λίρες τις χρυσές. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται αν διαβάσουμε τα σχετικά με το λήμμα «μυαλό» στο Λεξικό του Σταματάκου, όπου η γραφή είναι λύρα και όχι λίρα.

ΘΟΛΩΝΩ ΤΑ ΝΕΡΑ

Δημιουργώ σύγχυση, συσκοτίζω τα πράγματα προκειμένου να αντλήσω όφελος. Η έκφραση ανάγεται στην αρχαιότητα. Στους Ιππής του Αριστοφάνη κατηγορείται κάποιος ότι δημιουργεί αναταραχές στην πόλη προς ίδιον όφελος, κάνοντας όπως οι ψαράδες που ανακατεύουν το βούρκο για να πιάσουν χέλια (στ 864). Αλλά και η σχετική παροιμία στην αρχαιότητα κατά το Λεξικό Σούδα: Εγχέλεις θηρώμενος: επί των δια κέρδος ίδιον ταραχάς ποιούμενος.

ΕΞ ΑΠΑΛΩΝ ΟΝΥΧΩΝ

Από μικρό παιδί, από νήπιο, από την ηλικία κατά την οποία τα νύχια (όνυχες) είναι ακόμη απαλά. Η έκφραση απαντά στην Παλατινή Ανθολογία (V128) και είναι μάλλον πεπαλαιωμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι την παρερμηνεύουν, νομίζοντας ότι σημαίνει «επιφανειακά, επιδερμικά», π.χ. «Κριτική –εξ απαλών ονύχων –στην εισήγηση της Μ. Δαμανάκη αναμένεται να ασκήσουν στελέχη όπως…(εφημ. Εποχή, 20.9.92, σελ. 3). Ο Α. Παπαδιαμάντης γνώριζε όμως την πραγματική της σημασία:
Εντούτοις, με όλον το ρόδινον κάλλος της, αύτη ειργάζετο καθημερινώς εις το εργαστήριον υποδηματοποιού της πολυτελείας παρά την οδόν Σταδίου. Ήτο βιοπαλαίστρια εξ απαλών ονύχων, η πτωχή κόρη. [Παπαδιαμἀντης, «Ποία εκ των δύο», ’παντα, 4.107]


http://www.a33.gr :

50 αναπάντητες ερωτήσεις... 


1. Από τι υλικό είναι φτιαγμένο το πελεκούδι και καίγεται συνέχεια;

2. Σε ποια ακριβώς περιοχή του ουράνιου θόλου βρίσκεται το σφοντύλι;

3. Ποιος και ποτέ ενημέρωσε τον Ταρζάν ότι τον λένε έτσι;

4. Γιατί ο Donald Duck όταν βγαίνει από το μπάνιο φοράει πετσέτα ενώ κυκλοφορεί τις υπόλοιπες ώρες χωρίς παντελόνι;

5. Τι σκατά σημαίνει επιτέλους Ζαβαρακατρανεμιά;

6. Ποιος είναι επιτέλους ο ανιψιός του Μπάρμπα Μπεν και ποιος του Μπάρμπα Στάθη;

7. Η απαγόρευση του καπνίσματος σε χώρους εργασίας ισχύει και στις καπνοβιομηχανίες;

8. Πως λύνει το πρόβλημα με τα οδοντικά σύμφωνα όποιος μιλάει έξω από τα δόντια;

9. Μπορεί κάποιος να αποφασίσει οριστικά ότι είναι αναποφάσιστος;

10. Θα είχε διαφορά αν αντί να τραβάει κανείς ένα ζόρι, το έσπρωχνε;

11. Όταν κάποιος με μανία καταδιώξεως, καταδιώκεται πραγματικά, λέμε ότι θεραπεύτηκε;

12. Γιατί τα ντουλάπια στα αστυνομικά τμήματα έχουν κλειδαριές;

13. Με ποια ακριβώς επιχειρήματα έπεισε ο Νώε τα ψάρια να αφήσουν το νερό και να μπουν στην κιβωτό;

14. Η λέξη 'Αμφιλοχίας' κρύβει κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο;

15. Ποιος ήταν ο αντικειμενικός σκοπός αυτού του Αλέξη όταν κρυβόταν πίσω από τις λέξεις;

16. Υπάρχει λογική απάντηση στην ερώτηση 'Γύρισες';

17. Γιατί χρειάζονται πλύσιμο οι πετσέτες του ντους αφού όταν τις χρησιμοποιούμε είμαστε καθαροί;

18. Αφού ο άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο γιατί υπάρχουν ακόμη πίθηκοι;

19. Πως πήρε το όνομά της η μακαρονάδα 'πουτανέσκα';

20. Τι σημαίνει κάθομαι όρθιος;

21. Οι γοργόνες κάνουν απολέπιση;

22. Τα ΑΤΜ γιορτάζουν της Αναλήψεως;

23. Γιατί τις λέμε ατομικές βόμβες αφού σκοτώνουν πολλούς;

24. Πώς λέγεται ένα αγριογούρουνο όταν είναι ήρεμο;

25. Ο ΤΕΝ-ΤΕΝ δε θα έπρεπε να λέγεται TWENTY;

26. Γιατί λέγονται πολύ-θρόνες αφού κάθεται μόνο ένας;

27. Τι γεύση έχουν τα λυσσακά;

28. Σε τι τεστ επιδεξιότητας υποβάλλεται ο **λος ώστε να αποκτήσει τελικά δικαίωμα στο μεταξωτό βρακί;

29. Υπάρχει επιστημονική εξήγηση γιατί το παρδαλό κατσίκι έχει
μεγαλύτερη αίσθηση του χιούμορ από τα υπόλοιπα μονόχρωμα;

30. Το @ σε τι ακριβώς μοιάζει με το παπάκι;

31. Δεν είναι σατανική σύμπτωση όποιος βρίσκεται στην τουαλέτα όταν χτυπάς να ονομάζεται 'άλλος';

32. Ο Κουτρούλης πόσους προσκεκλημένους έχει τελικά στο γάμο του;

33. Υπάρχει κάποιος ψυχοπαθής που δημιουργεί συστηματικά λάκκους στις φάβες;

34. Γιατί όταν οι τράπεζες στέλνουν 'τελευταία ειδοποίηση' για μια δόση, στη συνέχεια αθετούν την υπόσχεσή τους και ξανασχολούνται μαζί μας ;

35. Τι βύσμα έχει τελικά αυτός ο ουδείς και όλοι τον θεωρούν αναντικατάστατο;

36. Στην Αφρική πως ονομάζεται το αράπικο φιστίκι;

37. Πόσο περήφανος για το σώβρακό του είναι ο Σούπερμαν ώστε να το φοράει πάνω από το παντελόνι;

38. Γιατί του διαόλου η μάνα δε δοκιμάζει να μείνει πιο κοντά;

39. Η τσαπα-τσούλα, είναι αγρότισσα ελευθέρων ηθών;

40. Τι χρησιμεύει η τρύπα στα ντόνατς;

41.- Αυτός που βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στο 'γκρεμό' και στο 'ρέμα', έφτασε εκεί κολυμπώντας ή σκαρφαλώνοντας;

42. Αυτός που γράφει το 'ακόμα πιο νόστιμο' στις συσκευασίες των γατοτροφών, πώς είναι τόσο σίγουρος;

43. Τι μέσο χρησιμοποιεί ένα βουνό για να πάει στον Μωάμεθ;

44.Αυτότο'διαφανές-περιτύλιγμα-με-τις-φουσκάλες-που-κάνουν-τσούκου-τσούκου-και-κάθονται-όλοι-και-τις-σπάνε-σαν-υπνωτισμένοι', ξέρει κανένας πως λέγεται με μία λέξη;

45. Γιατί οι αριθμοί στο κομπιουτεράκι είναι τοποθετημένοι ανάποδα σε σχέση με τους αριθμούς στα τηλέφωνα;

46. Αφού λένε πως το κολύμπι κάνει καλό στη σιλουέτα πως εξηγούν τις φάλαινες;

47. Οι επιγραφές που λένε πως 'επιτρέπουν την είσοδο μόνο σε σκυλιά που οδηγούν τυφλούς', περιμένουν να διαβαστούν από τα σκυλιά ή από τους τυφλούς;

48. Τι εργαλεία έχουν πια αυτά τα 'πράσα' και πιάνουν συνέχεια διάφορους εκεί;

49. Πόσα χρόνια διαρκεί ένα 'ζαμάνι';

50. Στην ερώτηση 'θέλετε να γίνετε δωρητής οργάνων;' η απάντηση ' πάρτε τα αρχ***  μου ', θεωρείται θετική ή αρνητική;
 
http://www.a33.gr


Παροιμίες Από την σελίδα της Αρκαδίας http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia :

Οι παροιμίες αποτελούν το καταστάλαγμα της λαϊκής σοφίας μέσα στο χρόνο. Στη σελίδα αυτή καταγράφονται οι πιο διαδεδομένες παροιμίες που συναντώνται στον αρκαδικό χώρο. Η συλλογή προέρχεται από το βιβλίο του Ιωάννη Ασημακόπουλου "Αναζητώντας τις ρίζες μας".

  • Αγάλι αγάλι τούμπανα, τι είναι φτωχός ο γάμος.
  • Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
  • ’δουλος δουλειά δεν έχει το βρακί του λύει και δένει.
  • ’κουσε γέρου συμβουλή και παιδευμένου γνώση.
  • Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
  • Αλαργινός ο κήπος δωριανά τα λάχανα.
  • Αλί απ' τον Αλή που 'χασε τ' άλογο του και πιλαλεί.
  • Αλί από κείνον που πλακώνει το σβέρκο του.
  • Αλλά είν' τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
  • ’λλοι σπέρνουν, άλλοι θερίζουν.
  • ’λλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών' και μαγαρίζουν.
  • ’λλος στου Κόκλα κι άλλος στου Πυρή.
  • ’λλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη.
  • Αλλού τ' όνειρο κι αλλού το θάμα.
  • Αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω εγώ το πόνο.
  • Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν' οι κότες.
  • Αν δε κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της.
  • Αν δεν αστράψει, δε βροντά.
  • Αν έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς.
  • Αν ήταν καλή η δουλειά θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
  • Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πάς.
  • Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
  • Αν έχεις νύχια ξύνεσαι.
  • Αν ήταν το βιολί ψωλή θα το παίζανε πολλοί.
  • Αν δε βρέξεις κώλο ψάρια δεν τρως.
  • Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
  • Αν βρέξει ο Απρίλης δυό νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σε κείνον το ζευγά πούχει πολλά σπαρμένα.
  • Ανάποδα σαν τον κάβουρα.
  • Ανάρια ανάρια το φιλί για να 'χει νοστιμάδα.
  • Ανύπαντρος προξενητής, για πάρτη του γυρεύει.
  • Απ' τ' αυτί και στο δάσκαλο.
  • ’πιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
  • ’πλωνε το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου.
  • Απρίλης με τα λούλουδα και Μάης με τα ρόδα.
  • Από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
  • Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ� Αύγουστο σεγκούνι.
  • Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.
  • Από το γάμο έρχομαι και μα την πείνα που 'χω.
  • Από το στόμα σου και στου θεού τα� αυτί.
  • Από 'ξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
  • Από τη λεχώνα κι απ' τη μαμή, εχάθει το παιδί.
  • Από φτωχό μη δανειστής περπατάει και κλαίει.
  • Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
  • ’ρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
  • ’ρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις.
  • ’σπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.
  • ’σχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα.
  • Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυό φορές το χρόνο.
  • ’φησε το γάμο και πάει για πουρνάρια.
  • Βάλαν τον τρελό να χέσει κι έκατσε και ξεκωλιάστει.
  • Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει ο γάιδαρος.
  • Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει.
  • Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.
  • Βγάζει απ' τη μύγα ξύγκι.
  • Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω.
  • Βόϊδι πήγε, γελάδα γύρισε.
  • Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε καμιά δεκαριά.
  • Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
  • Γάτος γαμάει, γάτος σκούζει.
  • Γέρος κι αν επαινεύτηκεν, ανήφορος το δείχνει.
  • Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν' ακούς.
  • Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
  • Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
  • Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
  • Γουρούνι στο σακί.
  • Δε φοβάται το βουνό από τα χιόνια.
  • Δε δίνει έναν παρά.
  • Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
  • Δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη.
  • Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
  • Δεν έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα παπάς για να περάσω.
  • Δεν κάνει ούτε στο σακί ούτε στο σακούλι.
  • Δεν ξέρει να μοιράσει δυό γαϊδάρων άχυρο.
  • Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.
  • Δεν πίν' η κατσούλα ξίδι.
  • Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένη αχυρώνα.
  • Δύο καρπούζια κάτω από μία αμασκάλη δε χωράνε.
  • Δώδεκα η αλουπού, δεκατρία τ' αλουπόπλο.
  • Δώθε πάν' οι άλλοι.
  • Έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα.
  • Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά.
  • Έβγα έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου.
  • Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
  • Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε.
  • Εγώ βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει άρα δε ζήσει.
  • Εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
  • Είναι για το γάιδαρο καβάλα.
  • Είπ' ο ένας το 'να τ' άλλο κι ο παπάς το κύριε ελέησον.
  • Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
  • Έκανε τ' άχυρα κομμάτια.
  • Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
  • Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.
  • Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων οι ψύλλοι.
  • Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
  • Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
  • Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
  • Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
  • Εμείς το λύκο βλέπουμε, πούθε πάν' τ' αχνάρια του.
  • Εμπήκ' ο λύκος στο μαντρί, αλλοί που 'χε το ένα.
  • Ένα το 'χει η Μαριορή το στεγνώνει το φορεί.
  • Ένας κούκος δε φέρνει την ’νοιξη.
  • Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
  • Εφτού που είσαι ήμουνα και δω που είμαι θα ' ρθεις.
  • Έχασε τ' αυγά με τα καλάθια.
  • Έχε τα πόδια σου ζεστά την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ γιατρού δεν έχεις χρεία.
  • Έχει ο σάκος άλευρα; Χρίστος Ανέστη. Δεν έχει; θάνατον πατήσας.
  • Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου.
  • Ζει με το φακόσπυρο.
  • Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι.
  • Η καμήλα από τ' αυτί δεν κουτσαίνει.
  • Η γριά κότα έχει το ζουμί.
  • Η σκύλα από τη χαρά της τα κάνει στραβά τα κουτάβια της.
  • Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά.
  • Η αλεπού είχ' εργατιά και κείνη ακριδολόγαγε.
  • Η ντροπίτσα τρώει πετρίτσα.
  • Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς.
  • Η φωτιά και το νερό δεν έχουν μαλλιά.
  • Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
  • Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει.
  • Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε.
  • Η γαϊδούρα σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε.
  • Η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει.
  • Η κότα σγαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
  • Η νύφη όντας θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.
  • Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
  • Η πουτάνα ήθελε να κρυφτεί μα η χαρά δεν την άφησε.
  • Ή μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου.
  • Θα πηδήξω τάτα, θα σε δω παιδάκι μου.
  • Θα το βρει η στραβή τ' αρνί της.
  • Θα το βρει η τάβλα το καρφί της.
  • Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
  • Θέλω ν' αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ' αφήνει.
  • Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
  • Κάθ' ενού η πορδή, μόσχος του μυρίζει.
  • Κάθε ημέρα δεν είναι τ' Αϊ Γιωργιού.
  • Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
  • Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά.
  • Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
  • Και μ' εκατό στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.
  • Και την πορδή σου δύναμη.
  • Καινούργιο κοσκινάκι μου, και που να σε κρεμάσω.
  • Καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια.
  • Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
  • Καλά είν' τα ρουπακόφυλλα με το ρογί το λάδι.
  • Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
  • Κάλιο η μάμα μου παρά η μάνα μου.
  • Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι.
  • Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι.
  • Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
  • Κάλλιο μία μέρα κόκκορης παρά πέντε μέρες κότα.
  • Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει.
  • Κάλλιο στο παλούκι, πάρα σώγαμπρος.
  • Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
  • Κάνει την τρίχα τριχιά.
  • Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.
  • Κανένας δεν άγιασε στον τόπο του.
  • Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
  • Κατά μάνα κατά κύρη κατά γιος και θυγατέρα.
  • Κάτινου χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
  • Κι ο ’γιος φοβέρα θέλει.
  • Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
  • Κίνησε ο Οβριός για το παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο.
  • Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες.
  • Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
  • Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη.
  • Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
  • Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο.
  • Κρυώνει σα γύφτος.
  • Κώλος που κλάνει γιατρό δε φοβάται.
  • Λαγόν εσφάζαν κι έκλανε, καλά που δεν έχεζε.
  • Λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του.
  • Λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
  • Λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.
  • Λόγο είπα, λόγγο δεν έκοψα!
  • Λύσε δέσε το γουρούνι, μακρυσκοίνησε την κλώσα, πέρασε η μέρα.
  • Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
  • Μάστορης είναι και της κατσίκας ο κώλος.
  • Με πορδές αυγά δε βάφονται.
  • Με στραβό σαν κοιμηθείς το πρωί γκαβίζεις.
  • Με το στόμα μπάρα μπάρα με τα χέρια κουλαμάρα.
  • Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει.
  • Με το νου πλουταίν' η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
  • Μερεμέτα και σκαπέτα.
  • Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
  • Μη με κοιτάς στο γύρισμα, γυρίζω παλικάρι να με κοιτάς στο λιόκρισμα που σπάω το λιθάρι.
  • Μην παίζεις με τη φωτιά.
  • Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
  • Μία στο καρφί και μία στο πέταλο.
  • Μία αλεπού κοψονούρα όλες τις θέλει κοψονούρες.
  • Μία κοιλιά καλή κοιλιά κρατάει πέντε ημέρες.
  • Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.
  • Μούντζω κατά του Κουρουνιού, σπάσανε οι μπογάνες.
  • Μπάτε σκύλοι αλέστε.
  • Μπρος τα κάλλη τι είν' ο πόνος.
  • Ν' άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
  • Να 'χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα.
  • Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
  • Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
  • Ντράπου η κόρη, βρέθει γκαστρωμένη.
  • Ο αγουροφάγος έφαγε, ο ρουμοφάγος δεν έφαγε.
  • Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη
  • Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
  • Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
  • Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
  • Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
  • Ο καλός ο μύλος τ� αλέθει όλα.
  • Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
  • Ο πρωτομυριστής και πρωτοκλαστής.
  • Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
  • Ο διακονιάρης τα μπροστινά σακούλια βλέπει.
  • Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.
  • Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.
  • Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
  • Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.
  • Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του.
  • Ο κλαψιάρης έφαγε τον τραγουδιστή.
  • Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
  • Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
  • Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς στον νοικοκύρη μένει.
  • Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
  • Ο λόγγος δεν εφοβήθει το τσεκούρι μα το στειλιάρι.
  • Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φάτο.
  • Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
  • Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
  • Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
  • Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
  • Οι φίλοι γίνονται φίδια.
  • ΟΙ τριφτάδες κι ο χυλός ώσπου να σηκωθείς ορθός.
  • Όλ� ανάποδα κι ο γάμος την Τετράδη.
  • Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
  • Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
  • Όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε.
  • Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
  • Όλα τα πουλιά πάν' κι έρχονται κι ο σπουργίτης αναμένει.
  • Όλοι αντάμα κι ψωριάρης χώρια.
  • Όλοι κλαίν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.
  • Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
  • Όποια έχει ρόκα και παιδί, στη γειτονιά να μην εβγεί.
  • Οποίος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
  • Οποίος φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του.
  • Οποίος πάει ανάγυρα πάει σπίτι του.
  • Οποίος δεν μιλάει το θάφτουν ζωντανό.
  • Οποίος βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινάει.
  • Οποίος κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει στ' αλάτι.
  • Οποίος κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται τις πορδές του.
  • Οποίος πηδάει πολλά παλούκια ένα θα μπει στον κώλο του.
  • Οποίος πίνει βερεσέ μεθάει δυό φορές.
  • Όποιος σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
  • Όποιος έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα.
  • Όποιος έχει αμπέλι, ας βρει δραγάτη.
  • Όποιος κρύβει την αρρώστια του πάει με δ' αύτη.
  • Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων' οι κότες.
  • Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
  • Όποιος χέζει στη θάλασσα, το βρίσκει στ� αλάτι.
  • Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει.
  • Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.
  • Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι.
  • Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
  • Όπως μου βαράνε χορεύω.
  • Όρκος του ρωμιού, πόρδος του γουρνιού.
  • Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
  • Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
  • Όση ώρα μίλαγες πατέρα, ξέρεις πόσες μύγες έχαψε ο σκύλος;
  • Όσο είν' ο νους μου στο χωράφι τόσα βόϊδα να βρεθούνε.
  • Όταν πέσει το δέντρο, ο καθένας κόφτει ξύλα.
  • Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου.
  • Όταν ανακατώσεις τα σκατά, βρωμάνε.
  • Ότι έσπειρες θα θερίσεις.
  • Ότι πάρει η νύφη στην καβάλα.
  • Ότι μικρομάθαινες, δεν τα γεροντάφηνες.
  • Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
  • Ούτε κότες έχω ούτε με την αλουπού μαλώνω.
  • Πάν' τα σύννεφα την Πάτρα, πάν τα ρέματα γιομάτα.
  • Παπά παιδί διαβόλου γκόνι.
  • Παπάς εγίνεις Κώστα; Το 'φερ' η κατάρα.
  • Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
  • Πάρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
  • Παρασκευή και Σάββατο, ποτέ άφεγγο δε μένει.
  • Παρηγοριά στον άρρωστο. ώσπου να βγει η ψυχή του.
  • Παστρική καλή Θοδώρα το τσαρούχι μέσ' την πίτα.
  • Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
  • Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σακούλια του.
  • Πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε.
  • Πέσε πίτα να σε φάω.
  • Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
  • Πιάσ' τ' αυγό και κούρεψ' το.
  • Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
  • Πίνει η κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
  • Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
  • Πολλές φορές πάει η κολοκύθα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει.
  • Που πας ξιπόλητος στ' αγκάθια.
  • Πουτάνα με τα κλάηματα και κλέφτης με τους όρκους.
  • Πουτάνας τύχη δε χάνεται.
  • Πως πάνε οι στραβοί στον ’δη; ένας κοντά στον άλλονε.
  • Πως πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
  • Σ' εσέ το λέω πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη.
  • Σ' αγαπώ κυρά να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις.
  • Σαν το χιόνι στον κόρφο του.
  • Σαν τις κακές συννυφάδες.
  • Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
  • Σαν τη γίδα το ψαλίδι.
  • Σαν της Λαμπρής τ' αυγά.
  • Σαν τη γελάδα την κοπριά.
  • Σε σάπιο σανίδι μην πατάς.
  • Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
  • Σκόρπισαν σαν του λαγού τα πουλιά.
  • Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
  • Σόι πάει το βασίλειο.
  • Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
  • Στην αναβροχιά, καλό είν' και το χαλάζι.
  • Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι.
  • Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' το σπίτι.
  • Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
  • Στο μπόι σου βρίσκεις, στην γνώμη σου δε βρίσκεις.
  • Στολίστει η νύφη κι απόμεινε.
  • Στου κασιδιάρη το κεφάλι.
  • Στους στραβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος.
  • Στραβός βελόνι εγύρευε μέσα στην αχυρώνα.
  • Στραβός στραβό οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυό το βράχο.
  • Συμπέθεροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη.
  • Τ� Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας.
  • Τ� αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
  • Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.
  • Τα κουκουλώνει σαν τη γάτα.
  • Τα λόγια γυρίζουν το ποτάμι.
  • Τα στερνά νικούν τα πρώτα
  • Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.
  • Τη μία Πάσχα και την άλλη χάσκα.
  • Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι.
  • Της ελιάς το βάσανο.
  • Της νύχτας τη δουλειά τη βλέπει η μέρα και γελά.
  • Της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε.
  • Τι είν' ο κάβουρας τι είν' το ζουμί του.
  • Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
  • Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
  • Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
  • Τι ράσο δεν κάνει τον παπά.
  • Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια.
  • Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει.
  • Το έξυπνο πουλί πιάνεται από τα τέσσερα.
  • Το ραβδί έχει δύο άκρες.
  • Το λύκο του κουρεύανε, πούθε παν' τα πρόβατα.
  • Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
  • Το χορεύει στο ταψί.
  • Το μυρμήγκι σαν είναι να χαθεί βγάζει φτερά.
  • Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.
  • Το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
  • Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω.
  • Το αίμα νερό δε γίνεται.
  • Το φαϊ και το ξύσιμο ώσπου ν' αρχίσουν θέλει.
  • Το κατσίκι έφαγε χορτάρι, λύκος να φάει τη μάννα του.
  • Το γουρούνι το κράζουν για μαχτό και κείνο πάει για σκατό.
  • Το σόι σώζεται.
  • Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.
  • Το μάτι σπάει την πέτρα.
  • Το ινάτι βγάζει μάτι.
  • Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
  • Το 'να παιδί καλό παιδί και τ' άλλο γαμώ τη μάνα του.
  • Το πολύ νταμάχι τρώει το στομάχι.
  • Το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται.
  • Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
  • Το γουδί το γουδοχέρι.
  • Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
  • Τον τραβάει απ' το καπίστρι.
  • Τον φτωχό και το χωριάτη ξένη έγνοια το γερνάει.
  • Τον έφτυσε στο στόμα.
  • Του φτωχού το εύρημα, ή καρφί ή πέταλο.
  • Του ' βαλε χαβιά.
  • Του παιδιού μου το παιδί, μου είναι δυό φορές παιδί.
  • Του σχοινιού και του παλουκιού.
  • Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι, θέλει να φάει και να πάρει.
  • Τού ταξε λαγούς με πετραχήλια.
  • Τούρκο φίλευε και τον κώλο φύλαγε.
  • Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο.
  • Τρέμει σαν το φύλλο.
  • Τρέμει σαν το σκύλο κάτω απ' το ρέχτι.
  • Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
  • Φαει κουμπάρε ελιές, καλό είν' και το χαβιάρι.
  • Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά λιθάρια.
  • Φούρνος να μην καπνίσει.
  • Φτωχό τ' αρνί πλατιά ουρά.
  • Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
  • Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
  • Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
  • Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
  • Ψάλε δεσπότη, με πονεί το δάχτυλο μου.
  • Ψάχνει ψύλλους στ' άχυρα.
  • Ψωμί δεν έχουμε τυρί ζητάμε.


Tα επαγγέλματα που χανονται

2ΘΕΣΙΟ ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ BΕΡΒΕΝΩΝ Σχολικό έτος 2015-2016
Τα επαγγέλματα που χάθηκαν στο χρόνο….

  1. Όλα μέλι γάλα. γαλατάς
  2. Δουλεύω σα χαμάλης… Χαμάλης
  3. Αλογάριαστος πραματευτής, καθάριος διακονιάρης. Πραματευτής
  4. Καθόλου νέα …καλά νέα. εφημεριδοπώλης
  5. Το έβγαλε τελάλη.. Ντελάλης
  6. Μπακαλίστικες δουλειές. Μπακάλης
  7. Τ’ άδεια βαρέλια και τ’ άδεια κεφάλια κάνουν πιο πολύ θόρυβο. Βαρελάς
  8. Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι. Καρεκλάς
  9. Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι. Καλαθάς
  10. Παπούτσι απ τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο Λούστρος
  11. Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Γανωματής
  12. Τσαγκάρης Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος
  13. Ποιος θα βγάλει τα κάστανα απ τη φωτιά; Καστανάς
  14. Τοκιστής - σουλατσαδόρος.
  15. Το αγώγι ξυπνά τον αγωγιάτη. Αγωγιάτης
  16. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Πεταλωτής
  17. Έχε τα πόδια σου ζεστά Την κεφαλή σου κρύα Πρακτικός γιατρός Και το στομάχι αδειανό Γιατρού δεν έχεις χρεία
  18. Σαν δεν ξέρεις να υφαίνεις τα μασούρια τι τα βάνεις; Υφάντρα
  19. Ο ράφτης όταν κόβει τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα. Μοδίστρα
  20. Όλοι κλαίνε τον πόνο τους και ο μυλωνάς τα’ αυλάκι Μυλωνάς
  21. Πάει σαν λατέρνα Λατερνατζής
  22. Στου κασίδη το κεφάλι μαθαίνουν οι μπαρμπέρηδες Κουρέας
  23. Φούρνος μη καπνίσει.. Ο μικρός του φούρνου…
  24. Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό μια πάει και δε γυρίζει. Νερουλάς
  25. Έφαγε το ξύλο της αρκούδας. Αρκουδιάρης
  26. Η καλή φοράδα στην καβάλα φαίνεται τσαμπάσης
  27. Όποιος έχει αμπέλι ας βρει δραγάτη. Δραγάτης
  28. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση. παγωτατζής
  29. Χτυπάει το σαμάρι να ακούσει ο γάιδαρος Σαμαρτζής
  30. Να’ λείπαν τα πιπέρια σου να δω τα μαγειριά σου… Ο κάπελας
  31. Mια εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις φωτογράφος


Από την σελίδα τα Βικιφθέγματα :

Ελληνικές παροιμίες/Α

* Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω