Καινούρια   και    Παλιά..  (Ιούλιος 2011)
ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη σελίδα
...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
   
LAND of GODS:
Ενότητες, Ανθολογίες
και άλλα..

  •  ΠρώτηΣελίδα 

  • Τα δικά μου γραψίματα και άλλα..

  • τρισαγαπημένη Αρκαδία

  • Αλφαβητικό Ευρετήριο

  • Ελληνική Λογοτεχνία

  • Οδυσσέας Ελύτης

  • Οι Ποιητές στο διαΔίκτυο

  • Γιάννης Μακρυγιάννης

  • Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

  • Newspapers and more...

  • το περιοδικό "Έλα να δεις"

  • στην ΑΚΡΗ του ματιού..

  • ποιήματα τα αγαπημένα

  • Νεοελληνική Πεζογραφία

  • Ανθολογίες της EELSPH

  • Κριτικές Αναλύσεις

  • Δελτίο τύπου

  • το Ποίημα της ημέρας

  • ο Στίχος της ημέρας

  • Αρκαδική Ανθολογία

  • ο Ελληνισμός της Διασποράς

  • LAND of GODS ...FTP... κ.α.

  • Βιβλία και Αφιερώματα

  • τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ 1996 - 2006

  • youTube SlideShows

  • Καρδαρίτσι / Φωτογραφίες

  • Μηνύματα και επιστολές..

  • Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι

  • το Δημοτικό τραγούδι..

  • Καπνόν Αποθρώσκοντα


  • 'Aγγελος Σικελιανός

    Βιογραφία Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού αποτέλεσε ο γάμος του, το 1907, με την Αμερικανίδα Eva Palmer, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Ο γάμος τους τελέστηκε στην Αμερική, ενώ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης. που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της περιόδου 1917 - 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.

    Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά το Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για το σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και την «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.

    Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
    Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά το 1943.

    Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ. Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

    Από την σελίδα
    http://www.greekvillage.com/kazantzakis/6aggelos.htm

    ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ -ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ



    Μουσείο 'Aγγελος Σικελιανός - Φανερωμένη Σαλαμίνας

     

    Το σπίτι του 'Aγγελου Σικελιανού στην παραλία της Φανερωμένης, Σαλαμίνα.


     Στη θέση όπου σήμερα υπάρχει το σπιτάκι, υπήρχε ένας από τους δέκα ανεμόμυλους του νησιού.
    Το 1878 με τη μεταφορά του Ναυστάθμου από τον Πόρο, στον όρμο της Φανερωμένης, έφτιαξαν ένα μικρό οίκημα από τις πέτρες του ανεμόμυλου, το οποίο χρησίμευσε ως Διοικητήριο, μέχρι το 1881, όπου ο Ναύσταθμος μεταφέρθηκε στον Όρμο Παλουκίων, σημερινή του θέση. Στη συνέχεια ο κάτω χώρος του μικρού οικίσκου χρησιμοποιήθηκε από το μοναστήρι ως αρσανάς και ο επάνω χώρος ως ησυχαστήριο ενός μοναχού της μονής.

    Όταν το 1933 ο Άγγελος Σικελιανός ήρθε στη Σαλαμίνα και επισκέφτηκε το μοναστήρι, εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του τοπίου και εξέφρασε την επιθυμία, να του παραχωρηθεί ένας χώρος για να μείνει. Έτσι του παραχωρήθηκε το σπιτάκι στην παραλία της μονής όπου έμελλε να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του και να δημιουργήσει εκεί το σημαντικότερο μέρος του έργου του. Το σπίτι αυτό στέγασε επίσης την αγάπη και την ευτυχία του Άγγελου και της Άννας Καμπανάρη από το 1938 έως το τέλος του 1949. Το 1951 με το θάνατο του Άγγελου το σπιτάκι ερήμωσε.

    Μετά από σαράντα χρόνια, το 1991, σε εκδήλωση προς τιμήν του ΄Αγγελου Σικελιανού που πραγματοποίησε ο Δήμος Σαλαμίνας, η

    Άννα σύζυγος του Άγγελου, εξέφρασε την επιθυμία να αναστηλωθεί

    το σπιτάκι και να δώσει προσωπικά τους αντικείμενα για να γίνει ένα μικρό μουσείο.

    Η επιθυμία της αυτή έγινε πραγματικότητα. Η ίδια δεν πρόλαβε να το δει τελειωμένο γιατί πέθανε λίγες ημέρες πριν τελειώσει η αναστήλωση. Ήταν όμως η πρωτεργάτης, αφού αυτή έδωσε τα στοιχεία καθώς και φωτογραφικό υλικό στους αρχιτέκτονες για την αποκατάσταση του σπιτιού.

    Η αποκατάσταση του σπιτιού ξεκίνησε το 2003, σε συνεργασία της Εφορείας Νεοτέρων Μνημείων Αττικής με τον Δήμο της Σαλαμίνας και τελείωσε το καλοκαίρι του 2006 όπου και εγκαινιάστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου.

    Στο σπιτάκι υπάρχουν διάφορα εκθέματα όπως: έπιπλα, φωτογραφίες, επιστολές, καθώς και άλλα αντικείμενα του ζευγαριού.

    Στέκει εκεί ορθό ανάμεσα στη μαγεία της φεγγαρόλουστης θάλασσας και στο γαλάζιο του ουρανού, για να θυμίζει στους ανθρώπους του νησιού τον Άγγελο και την Άννα που τόσο αγάπησαν και λάτρεψαν και τους έκλεισαν για πάντα μέσα στις καρδιές τους.

     

      Από την σελίδα
    http://www.salamina-online.com/aggelos_sikelianos.htm

    Αγγελος Σικελιανος (1884-1951) Ο Αγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα όπου πέρασε τα παιδικά και γυμνασιακά του χρόνια. Αποφοίτησε σε ηλικία 16 χρονών και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1901) χωρίς ποτέ να περατώσει τις σπουδές του. Στράφηκε για ένα διάστημα προς το θέατρο, ταξίδευε και έγραφε ποιήματα.

    1907-1921. Σταθμός στη ζωή του στάθηκε η γνωριμία του με την Eva Parlmer, νεαρή Αμερικανίδα που σπούδαζε στο Παρίσι Ελληνική αρχαιολογια και χορεογραφία, με την οποία παντρεύτηκε το 1907, στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα (1908) όπου ο Σικελιανός γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους. Tο 1909 δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων, τον "Αλαφροϊσκιωτο", που προκάλεσε γενικό ενδιαφέρον και απετέλεσε το φιλολογικό γεγονός της χρονιάς, και σταθμό στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων για τον έξοχο λυρισμό του, τον πλούτο της γλώσσας του, τη λαμπρότητα των εικόνων του και την υψηλή σύλληψη της ζωής. Αρχιζε έτσι η περίοδος της αναζήτησης. Tο 1910 συλλαμβάνει την ιδεα των Συνειδήσεων" και όταν γνωρίστηκαν με τον Νίκο Kαζαντζάκη ξεκίνησαν μαζί (1914-1915,1917) να πραγματοποιήσουν την περιήγηση της Ελλάδας "αναζητώντας τη συνείδηση της γης και της φυλής τους". Από το 1915 ως το 1917 δημοσίευσε τους τέσσερεις τόμους της συλλογής ποιημάτων πρόλογος στη ζωή: η συνείδηση της Γης μου" (1915), η Συνείδηση της Φυλής μου" (1915), η "Συνείδηση της γυναίκας" (1916), η "Συνείδηση της Πίστης" (1917). Λιγο πιο ύστερα (1917-1920) γράφει τα πιο χαρακτηριστικά ίσως ποιήματά του, την ευρύτερη σύνθεση "Tο Πάσχα των Ελλήνων", και το "Μήτηρ Θεού". Συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, περιηγείται την ελληνική ύπαιθρο, σχεδιάζει και εκτελεί ένα ταξίδι στους Αγίους 'όπους, ένα προσκύνημα που πάντα το ονειρευόταν.

    1922-1939. Tην περίοδο αυτή ο Σικελιανός είναι ολόκληρος δοσμένος στην πραγματοποίηση της ιδέας που είχε συλλάβει από το 1910 και που, με τα μεγάλα εθνικά και διεθνή γεγονότα και τις επιπτώσεις τους για τον άνθρωπο, είχε ωριμάσει μέσα του: να δημιουργηθεί ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας που να ενώσει τους πνευματικούς ανθρώπους μέσα σε μια νέα πίστη ικανή να συνθέσει τις αντιθέσεις και να αδελφώσει τους λαούς, όπως αδελφώθηκαν στους Δελφούς "ο Διόνυσος με τον Απόλλωνα, το γόνιμο πάθος με το φωτεινό λόγο". Αυτή ήταν η Δελφική Ιδέα. Για την πραγματοποίηση της ιδέας αυτής ο Σικελιανός, με σύντροφο και βοηθό του την Εύα, δε λογάριασε καμιά θυσία. Tο πρακτικό αποτέλεσμα ήταν "ένα πλήθος άρθρα, μελέτες και διαλέξεις που έκαμε ο ποιητής σ΄ όλη την Ελλάδα, και οι δυο παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη και των Ικέτιδων του Αισχύλου, στα 1927 και στα 1930 μπροστά στο καταπληκτικό από θαυμασμό κοινό που είχε έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου". Tο 1929 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος Σικελιανού αργυρά μετάλλια "δια την γενναίαν προσπάθειαν προς ανασύστασιν των δελφικών αγώνων". Tο 1932 ο Σικελιανός έγραψε μέσα σε μια εβδομάδα τον "Διθύραμβο του Ρόδου", την πρωτη από τις τραγωδίες του. Tο 1934 δημοσίευσε το πρώτο απόσπασμα απο τον "Πρόλογο στο Λυρικό Βίο", το 1935 έγραψε τα ποιήματα "Ιερά Οδός" και ""του Οσίου Λουκά το Μοναστήρι", το 1939 τα ποιήματα "Μελέτη Θανάτου" και "Στυγός Ορκος", και συνέχισε το γράψιμο της τραγωδίας του ""ίβυλλα". Tο τμήμα αυτό του έργου του αποτελεί συνέχεια αδιάσπαστη της πορείας του, αλλά και προμήνυμα νέων αναζητήσεων και νέων εξελίξεων.

    1940-1951. Η ιδεολογία του Σικελιανού μεταβάλλεται σε αμφίσημη πνευματική πράξη. Από το ένα μέρος, ο ποιητής οδηγούμενος από την προφητική διαίσθηση και φαντασία του αναζητάει τη μεταφυσική και την ποίηση ενός προλογικού και χθόνιου ουμανισμού που θα ξανατοποθετήσει τον άνθρωπο στην καρδιά του σύμπαντος, και από το άλλο μέρος, βαθύτατα συγκλονισμένος από τα γεγονότα της δεκαετίας αυτής, εντάσσεται "στο στρατόπεδο της ελευθερίας-δικαιοσύνης" και προσπαθεί εναγώνια να συμβιβάσει και να βρει τον ενιαίο ρυθμό του εθνικισμού, του σοσιαλισμού και του Ανατολισμού. Μαρτυρία της "μεταβολής που είχε συντελεστεί μέσα του" είναι τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα της περιόδου αυτής. Ορόσημο της περιόδου αποτελεί η τραγωδία ο "Χριστός στη Ρώμη" (1946). Tο 1946 ο Σικελιανός εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, και το 1949 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.

    Από την σελίδα
    http://www.greekvillage.com/kazantzakis/6aggelos.htm

                  Στον Παλαμά

    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!

    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
    με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
    κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
    ποιόν κλει, τί κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

    Μα συ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
    ήρως τη πήρε και την ύψωσε στ' αστέρια,
    μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
    της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

    γιγάντιο φλάμπουρο κι επάνω από μας
    που τον ύμνούμε με καρδιά αναμμένη,
    πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
    ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη!

    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!

    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
    σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
    κι ακέριος φλέγεται ως μες στ' άδυτο ο Ναός,
    κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.

    Τί πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
    της αιωνιότητας, αστράφτει αυτή την ώρα.
    Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
    την 'Αγια δέχονται ψυχή τη τροπαιοφόρα,

    που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
    στη γην αυτή με μίαν ισόθεη Σκέψη,
    τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
    με τους αθάνατους θεους για να χορέψει.

    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
    της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!

              Ζευγάρια

    Κάτου ζευγάρια αλάτρευαν
    τ' άτια τ' ανεμόποδα,
    στ' αλώνι από το πέταλο
    και το στουρνάρι ευώδα,
    σπιθοβολώντας έλαμπαν,
    οι αθημωνιές εβάραιναν,
    να ξαναμπούνε πάλευαν
    στους σβώλους τα σκουλήκια.
    Ανακοχλάαν στις ελιές
    μια βράση τα τζιτζίκια,
    το λυγερόν αγέρι
    εσήμαινε αιθερόηχον,
    ψηλά το μεσημέρι,
    στις λαγκαδιές εσειόντανε
    σαν ποταμός η φτέρη.

    Ωδή Σ' Ένα Χαμένον Έρωτα

    Ένας χλωμός ήλιος εφάνηκες
    και σκόρπισες θαμπήν αυγή
    ανάμεσα απ' τ' αχνά σύννεφα
    που το κορμάκι σου είχε βγει.

    Τα φτερουγάκια σου ανασήκωσες,
    τ' αλαφροκίνησες λευκά,
    σα για να διώξεις κάποιον όνειρο
    κι έπειτα πάνω τους γλυκά

    τα ολόξανθα μαλλάκια ακούμπησες.
    Μα πριν αρχίσει να φυσά,
    απ' τα ματάκια σου όπως τα 'κλεισες
    η πρώτη στάλαξε δροσιά.

    Κι όπως τα σύννεφα σε ζώσανε
    πυκνά, με αργότατη σιωπή
    εχάθηκες τη πρώτη χύνοντας
    με το φτερούγισμα, αστραπή.

              Ο Γέρος

    Ο γέρος ο εκατοχρονίτης,
    οπού εγνώρισα στο ίδιο νησί μου, τη Λευκάδα,
    αφού πέρασε βοσκός σαράντα χρόνια
    στη βουνοκορφή, στα Σταυρωτά,
    κατέβηκε να παντρευτεί μια μέρα
    στο γιαλό, στο Μεγανήσι
    κι από τότε γίνηκε ψαράς
    κι απόχτησε τρεις θυγατέρες
    κι όσο ήτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
    το ψαροκάϊκο, το πεζόβολο, τα παραγάδια και τα δίχτυα
    κι άμα η πρώτη θυγατέρα ήρθε στο χνούδι της
    τη πήρε στα κουπιά να δέσει το κορμί της,
    έπειτα τη πάντρεψε και πήρε τη κατοπινή
    κι αφού έδεσε και τούτη,
    κράτησε λίγο καιρό τη τρίτη στα κουπιά
    και σα τη πάντρεψε κι αυτήν,
    έμεινε πάλι μες στη βάρκα μοναχός,
    προσμένοντας το θάνατο, ήσυχα να τον 'γγίξει,
    καθώς σβει στρωτά ο αγέρας
    στο νερό τα δειλινά...

                                 Αναδυομένη

    Στο ρόδινα μάκαριο φως, να με, ανεβαίνω της αυγής,
                         με σηκωμένα χέρια,
    η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
                         προς τα γαλάζια αιθέρια,
    μα ω άξαφνες πνοές της γης που μες στα στήθια μου χυμάν
                         κι ακέρια με κλονίζουν!
    Ω Δία, το πέλαγο είν' βαρύ και τα λυτά μου τα μαλλιά
                         σα πέτρες με βυθίζουν!
    Αύρες τρεχάτε -ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη,- ελάτε πιάστε μου
                         τα χέρια απ' τη μασκάλη.
    Δε πρόσμενα έτσι μονομιάς παραδομένη να βρεθώ
                         μες στου ήλιου την αγκάλη...

              Από Τις "Ραψωδίες Του Ιονίου"

    Το διπλοπόδι ο γέροντας, μπροστά μας ετραγούδα
    τα λυγερά και τα πλατιά τραγούδια της Ηπείρου.
    Τα εκατό χρόνια δείχνονταν σοφά στο σάλεμά του,
    αργό σα το ξεκούρασμα του αϊτού σε δυο φτερούγες.
    Πλάκα το χέρι το ζερβί και χάραζε με τ' άλλο,
    στορώντας πως εξόμπλιασεν η κόρη το μαντίλι,
    αργόν-αργό, τον άγραφον αλαφρωμένο νόμο,
    κατά πως γράφει η θάλασσα με το φτερό τ' ανέμου
    απάνω σ' απλωτό γιαλό που 'χει ψιλό τον άμμο...

                    Τρεχαντήρα

    Καταμεσίς ανέμου η τρεχαντήρα,
    με τα πανιά της τόξα τεντωμένα,
    του διακιού τη στερνήν επήρε γύρα
    στα γαλανά βουνά τα γυμνωμένα...

    Κι ο αιθεροδρόμος βόγγος που 'πλημμύρα
    στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
    -δελφίνια παρατρέχαν ολοένα-
    την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!

    Δίκοπη σπάθα ξέσκιζε η καρίνα...
    Κι ο αφρός στη πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,
    των σταλιών ανατίναζε το σείστρο...

    Σαν μ' ένα "λάσκα!" -ο ήλιος μεσουράνει-
    στων Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι
    με τον καταμεσήμερον μαΐστρο!

      Ύμνος Στον Εωσφόρο Το 'Αστρο

    Ήρτε γυναίκα απ' τα βουνά, σκιρτώντας
    σαν αλαφίνα, σειώντας τα μαλλιά της
    σα νέο λιοντάρι και στην αγκαλιά της,
    σα με ψηλό κρατώντας τη ζωνάρι,
    σε μυστικό κανίσκι, τη καρδιά της,
    ήρτε γυναίκα που 'χε στη ποδιά της,
    σα το μαυροαίματο λαγό που τρέμει
    κι από 'να φύλλο, την αποθυμιά της
    κι ήρτε σ' εμέ ολόϊσα, σαν οι ανέμοι
    στο μοναχό το δέντρο, που βιγλίζει
    τεράστιο σε κορφή και συνορίζει
    τα σύμπαντα και ξάφνου βοή να γέμει
    προφητική τον ουρανόν αρχίζει
    κι ήρτε και μ' ηύρε κι όταν πλημμυρίζει
    ποτάμι, στην οχτιά του, το πλατάνι
    το δυνατό και γύρα του, αφρισμένο,
    μετράει τη δύναμή του και το κάνει
    να σαλεύει απ' τη ρίζα, ευτυχισμένο,
    ήρτε η γυναίκα που προσδόκαα τώρα
    -κι ανήξερα- καιρό, κρυφά, μονάχος,
    στη κορυφή του πόθου μου σα βράχος
    κι ήρτε για πάντα κι ήρτε σαν η μπόρα...

           Ο Διθύραμβος Του Ρόδου

    ΟΡΦΕΑΣ
    Είπα, κανείς μη, μ' ακλουθήσει, μόνος
    Θα πάω κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος.
    Μ' αν δε ξανάρθω πίσω, τ' όνομά μου
    Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για ναστε
    Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι,
    Σαν τα παιδιά που χάσανε πατέρα
    Φτωχό κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα
    Τριγύρα απ' τη φωτιά βουβά κι ο νους τους,
    Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα Του νεκρού τους,
    κοιτάει και μεγαλώνει βαθιά του ό,τι τους άφηκε:
    εν' αλέτρι, λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα
    Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι-αγάλι.
    Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους,
    Πιάνει τ' αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι
    Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει:
    Όλη τη γη μ' αυτά να οργώσω θέλω
    Να σπείρω όλο τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη,
    Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της
    Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα,
    Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα
    Στο σπίτι κι ο νεκρός μας να μη λήψει
    Ποτέ απ' ανάμεσό μας. Και τα πλούτη
    Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του
    Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι
    Μπρος στ' άλετρι, το στάρι και τη φλόγα,
    Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που ίσως
    Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν
    Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια
    Γιγαντώνονται κι αύριο, λες, θα θρέψουν
    Την πείνα ενός λαού.
    Όμοια θα νάναι
    Λίγον καιρό κι η ορφάνια σας, αν φύγω.
    Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω
    Σε σας, είν' άλλη κι άλλη στράτα ο νους σας
    Θα πάρει σύντομα απ' αυτή μ' ακούτε;

    Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
    Κύριε, Σ' ακούμε. Εσύ μας τόπες πάντα:
    Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι,
    Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις,
    Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει
    Ο πατρικός βυθός και πως στ' αφτί μας
    Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις,
    Κύριε, Σ' ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας,
    Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης
    Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει
    Βράδι κι αυγή με λάδι, για να ρίχνει
    Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι
    Ν' αντιλαλεί από τ' άγγιγμα, δονείται
    Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις.
    Μα τί είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος
    Θα πας κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος,
    Και πως μπορεί να μη ξανάρθεις, τί είναι;
    Ποιός ειν' εδώ από μας, που τη ζωή του
    Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε
    Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας
    Τ' άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα,
    Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες
    Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη,
    Ενώ εμείς την καρδιά μας μες στα στήθη
    Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει
    Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τ' άστρα;
    Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα,
    Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου,
    Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους,
    Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες
    Σ' άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος,
    Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα
    Ή με το χέρι έδειχνες που είν’ το δίκιο
    Και που είν' η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι
    Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα;

    ΟΡΦΕΑΣ
    Ποιός μίλησ' έτσι; Κι είναι δικά σου
    Τα λόγια, απ' τη καρδιά, που σώχω πλάσει;
    Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη
    Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις
    Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας!
    Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε
    Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους
    Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον!
    Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους
    Του μυστικού, φανερωμένο μόνο
    Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου
    Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες
    Φορές του τόχεις άξαφνα δροσίσει!
    Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο,
    Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας
    Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια
    Τη νουθετώ; «Του χωρισμού όποιος σκίσει
    Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα
    Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη,
    Δε θα να σμίξει μόνο αυτός με κείνους
    Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι,
    Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους
    Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους,
    Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
    Με τους αιώνες
    ». Και συ, μόλις που είπες,
    Πως μες στα φρένα σου φώτα ολοένα
    Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα
    Στο χωρισμό;

    Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
    Κύριε, το ξαίρω, σφάλλω.
    Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει
    Ν' αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο.
    Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω.
    Μα πώς να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου,
    Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο
    Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται,
    Στ' άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου,
    Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω;

    ΟΡΦΕΑΣ
    Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου
    Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου
    Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε
    Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο
    Ν' ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου!
    Ελάτε ακόμα πιο σιμά.
    Κοιτάχτε
    Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε,
    Πως Σας εδιάλεξα μαζί κι έναν-έναν;
    Μύριοι μ' ακλούθααν το γιατί, δε ξαίραν
    Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ' ως, όταν
    Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος ν' αναλιώνει
    Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια
    Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα
    Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια,
    Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου
    Μες στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου
    Πλήθη πολλα ως ποτάμια κι ως ετούτα,
    Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε
    Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε,
    Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν.
    Μα ήταν κάποιοι
    Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει
    Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μες στο ρέμα
    Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι,
    Που τ' αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ' όλους,
    Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,
    Σα να ρωτιώνταν: Τί γυρεύει ετούτος
    Να κάμει; Είν' άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι;
    Κι απ' όλους εφαινόντανε σα νάταν
    Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη
    Την καλή σαν κρυφά ν' αντιστεκόνταν
    Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο,
    Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου,
    Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι,
    Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο,
    Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει
    Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα,
    Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν
    Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν
    Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν
    Απ' τον αγώνα μια πληγή σα δώρο,
    Να ξαλαφρώνει το δικό τους.
    Τάχα για ποιούς μιλώ;

    Β' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
    Κύριε, για μας. Κι αν είναι
    Η θελησή Σου, άφησε μένα τώρα
    Να ξακολουθήσω.

    ΟΡΦΕΑΣ
    Λέγε, είν' η ψυχή σου
    Ψυχή μου.

    Από την σελίδα
    http://www.greekvillage.com/kazantzakis/6aggelos.htm

    Από την σελίδα
    http://logomnimon.wordpress.com/a-σικελιανός/


    "Ο Καστανάκης, ο Καζαντζάκης
    και ο θάνατος του Σικελιανού"


    Όταν τέλειωσε ο τελευταίος πόλεμος, με κάλεσαν να με φιλοξενήσουν στην ιδιόκτητη βίλα τους στην Αντίμπ. Εκεί για τελευταία φορά είδα και το Νίκο Καζαντζάκη. Κατοικούσε τότε με τη γυναίκα του στη βίλα Μανολίτα (ένα παλιό διώροφο σπίτι). Έκανε πολύ μεγάλη χαρά που με είδε. «Η Ελένη, μου λέει, έφυγε λίγο πριν με το ποδήλατο. Πάει στο βουνό να μαζέψει χόρτα. Μα δε θ' αργήσει να 'ρθει». Η Ελπίδα στο μεταξύ γυρίζει και μου λέει σιγαλόφωνα: «Αυτά τα χόρτα που μαζεύει η Ελένη είναι η βασική τροφή τους, και κανένα αυγό, τυρί ή ελιές που τους στέλνουν απ' την Ελλάδα. Τα οικονομικά των Καζαντζάκηδων ήτανε τότε πολύ σφιγμένα. Ο Καζαντζάκης μου έδειξε μεγάλη λύπη γιατί το πρωί ήτανε υποχρεωμένος να αφήσει τη βίλα Μανολίτα και να τραβήξει με τη γυναίκα του για κάποιο μικρό ισπανικό χωριό που η ζωή εκεί ήτανε πολύ φτηνότερη. Το σπίτι τους στην Αντίμπ το είχανε νοικιάσει για τους καλοκαιρινούς μήνες στον καθηγητή Αγγελόπουλο, που την επόμενη μέρα θα 'ρχονταν με την οικογένειά του να εγκατασταθεί. Ο Καζαντζάκης άρχισε με πολύ ενδιαφέρον να με ρωτάει για πρόσωπα και για καταστάσεις του τόπου μας. Μα σαν έφτασε στο «θέμα» Σικελιανού, πήρε την καρέκλα του, κάθισε πολύ κοντά μου και, μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του, μου λέει:
    -Μα πώς; Πες μου, σε παρακαλώ. Εσύ και ο Σκαζίκης ήσαστε σχεδόν κάθε μέρα κοντά του. Πώς βρέθηκε ένας Άγγελος Σικελιανός μόνος; Πώς μέσα σε μια ολόκληρη πρωτεύουσα πέθανε αβοήθητος; Πώς; Ποιοι βρέθηκαν πλάι του κείνη την καταραμένη ώρα που πήρε το δηλητήριο αντίς το φάρμακο; Ποιοι; Πες μου. Κανένας δεν τον βοήθησε; Θέλω να μου τα πεις όλα.
    Ο Καστανάκης μου έκανε νόημα να σταματήσω. Ήρθε ο ίδιος κοντά μας και άλλαξε την κουβέντα γιατί ο Καζαντζάκης δεν είχε ακόμα καλοσυνέλθει από την πάρεση του προσώπου του και ήτανε φόβος με τη συγκίνηση την έντονη να είχαμε πάλι καμιά νέα ιστορία. Έτσι τα εναγώνια ερωτήματα του Καζαντζάκη για το θάνατο του μεγάλου ποιητή έμειναν αναπάντητα.

    ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ απόσπασμα από το άρθρο της «ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ» περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.106, 1/8/1973

    Τα Χριστούγεννα του 1969 ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκτοπισμένος από τη χούντα των συνταγματαρχών στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Εκεί μελοποίησε το "Πνευματικό Εμβατήριο" του Άγγελου Σικελιανού σε συνθήκες που περιγράφει παρακάτω:

    Ο Σικελιανός είναι ένας θεός που κατέβηκε από τον Παρνασσό και ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας για να μας πει αυτά τα οποία δεν τ' ακούσαμε τότε· ότι, αυτή είναι η ουσία σου, Έλληνα· μην κοιτάζεις την τραγική ζωή σου, την πείνα σου, την ασχήμια σου, που είναι αποτέλεσμα των στερήσεων που άλλοι σου έχουν επιβάλει· μέσα σου είσαι ωραίος, είσαι μεγάλος, είσαι κληρονόμος αυτής της ομορφιάς, κι εγώ την παίρνω και στη δίνω. Είχε αυτό το τεράστιο όραμα μέσα του. Δεν μπόρεσε φυσικά να το ολοκληρώσει… Εγώ, όταν ήμουν στη Ζάτουνα και διάβαζα στίχους του, νόμιζα ότι είχαν γραφτεί για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα το "Πνευματικό Εμβατήριο", είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου μου έλεγε "τελείωσέ το γρήγορα να το στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες".

    Πνευματικό Εμβατήριο (μέρος 5) του Α. Σικελιανού – Μουσική Μ. Θεοδωράκης

    Ήταν Χριστούγεννα και η γυναίκα μου μαζί με τα παιδιά έφυγαν για την Αθήνα κι έμεινα μόνος – απομονώθηκα γιατί έγραφα το "Πνευματικό Εμβατήριο". Έξω είχε ενάμισι μέτρο χιόνι. Κάποιος καλός χωρικός εκεί, ο Λάμπρος Μπιτούνης, μου έφερνε με την άδεια της Χωροφυλακής σούπα και φαγητό. Οι φρουροί απ' έξω κρύωναν και φώναζαν "Κύριε Μίκη, δεν θα βγείτε για βόλτα;"· λέω "γράφω μουσική". Τελικά, σε μια άγρια καταιγίδα μπήκαν κι αυτοί μέσα -που ήταν απαγορευμένο μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια, λέω "παιδιά, φάτε, πιείτε, αλλά αφήστε με να τελειώσω". Έγραφα λοιπόν το Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα… Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες, το τραγουδούσα στο πιάνο· αυτοί πίνανε τσικουδιά· κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι αυτοί μαζί μου. Τέλειωσα, γιατί ήταν στο τέλος του αυτό. Σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές, λέει "πάμε στο καφενείο". Λέω "είναι ώρα απαγορευμένη", "δε μας νοιάζει", λένε, "πάμε. Τώρα εδώ εμείς έχουμε απογειωθεί!" Κι όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο. Ήταν γεμάτο χωροφύλακες -είχα 18 φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς- και χωρικούς, γεμάτο καπνούς, μία σόμπα, πίνανε όλοι, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν. Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας χωροφύλακας -καλή του ώρα- άρχισε να λέει: "Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα". Του λέω "τρελάθηκες;" λέει "πάμε σπίτι όλοι, να σας παίξει ο Μίκης το καινούργιο του τραγούδι". Κι όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι απάνω, κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου…
    Αυτός ο στίχος έβλεπα ότι περνούσε μέσα από το πετσί τους, μέσα από τα σπλάχνα τους και τα αναστάτωνε και γούρλωναν τα μάτια… Εκεί πάνω φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα πράγμα· ήμασταν Έλληνες όλοι. Η Ελλάδα· αυτός ο πόνος αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας, που όλοι την αγαπούν…


    ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
    (στην εκπομπή "Εστιν ουν" του Ηλία Μαλανδρή, στο κανάλι Seven X, το Δεκέμβριο του 1996)
    από άρθρο του Βασίλη Αγγελικόπουλου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ΕΦΤΑ ΗΜΕΡΕΣ – 6/7/1997)


    Πνευματικό Εμβατήριο (μέρη 7-8) του Α. Σικελιανού – Μουσική Μ. Θεοδωράκης)

    Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
    ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
    Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
    κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ' αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
    Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν' ανέβει ο ήλιος,
    σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη,
    σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα.
    Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
    Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
    ομπρός, ομπρός κ' η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
    απόσπασμα από το "Πνευματικό Εμβατήριο" του Άγγελου Σικελιανού
    από το http://www.sarantakos.com/kibwtos/elgr/sikelianos_pneumemb.html
    Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

    τα Κείμενα
  • Χαλίλ Γκιμπράν

  • Σόνια Ζαχαράτου

  • Ελλάς 1821 - 2011 190 χρόνια απόλυτης δανειακής τρέλλας!

  • Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ένα περιστατικό με τον Θανάση Κυριαζή

  • 'Aγγελος Σικελιανός

  • Κριτικές Αναλύσεις πάνω στο Καπνόν Αποθρώσκοντα, την Χώρα των Θεών και άλλα...

  • Wonderful photos! YOU'VE BEEN MOONED!!!!

  • Παγκόσμια υπόκλιση σε Ελληνίδα βιολόγο!

  • Από την Σελίδα του Στράτου Δουκάκη: Σοφά κι Ανώνυμα...

  • Όταν..

  • 500 YEARS OF FOREIGN RULE IN GREECE

  • Το μυστικό που κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα πατατάκι

  • Η Ελλάδα του μπαρμπα-Κώστα φεύγει...

  • Γιάννης Καλπούζος: «Γι' αλλού ξεκίνησα κι αλλού κατέληξα»

  • Αρχαία Ελληνική Επιγραφή ..του 267 π.Χ

  • Φανή Αθανασιάδου Λογοτέχνης-Ποιήτρια

  • Ο Βιολιστής χωρίς ετικέτα

  • Νίκος Καλογερόπουλος "Ο τρελός του σινεμά

  • Γιάννης Μετζικώφ: Χάζευα επί ώρες το πανωφόρι ενός ζητιάνου

  • Ελένη Καραΐνδρου - Η Ωραία Ελένη της μουσικής

  • Ρούλα Ιωαννίδου Σταύρου: STAGIONI IN CHAI-KU

  • Με τη Χρυσή Πένα τιμήθηκε ο Οδυσσέας Πλατύρραχος

  • Τσιφόρος Νίκος: Το Μεγάλο Παιδί Της Πιάτσας

  • Athanasiadis Sakis Ποίηση-Στίχοι για Μελοποίηση

  • Rock Wonders of the World

  • Στην Αναζήτηση Ενός Ποιήματος Μετά 40 Τόσα Χρόνια..

  • Το μήνυμα του GEORGE CARLIN

  • Η δασκάλα που έβαλε την ελληνική γλώσσα στο Μπρονξ

  • Hans van de Vorst

  • το Φαρμακείο του Θεού