|
ο Επισκέπτης του Σπύρου Δαρσυνού
Δημήτρης Καραλης
Λάκης Φουρουκλάς
Βιβλία και διαφήμιση
η Παρέλασης στη Ν. Υόρκη
Αρκάδες εσμέν..
Ίων Δραγούμης: ο πατέρας του Ελληνικού εθνικισμού
Χαιρετισμούς από τον Καναδά
Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου
Κώστας Κρυστάλλης
Ένα ακόμη εξώφυλλο
Ο Γιώργος Ιωάννου
Ελευθερία Μπέλμπα
Ο πατέρας του παππού μου...
Χωρίς ίσκιο του Γιώργου Δουατζή
Σαν γυρίσει ο μπαμπάς του Βασίλη Κουτούζη
Η Μαρία Θανοπούλου αυτοβιογραφείται
Μιά γιορτή αλλοιώτικη! του Διονύση Κονταρίνη
Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
του Σπύρου Δαρσυνού Νέσβιλ Τενεσί Η.Π.Α.
13-11-2007
Χθες ήταν Κυριακή και η μέρα ήταν πολύ όμορφη ! μα πολύ όμορφη σας λέω για χειμωνιάτικη μέρα. Μόλις βγήκα το πρωί στο πίσω μπαλκόνι μου που κοιτάζει την ανατολή είδα τον ήλιο που χε ανέβει κιόλας μία οργιά πάνω από τους λόφους της ανατολής. Και έμοιαζε σαν χρυσαφένιο σιντριβάνι στο καταγάλανο ορίζοντα και μου ήταν τόσο, μα τόσο επιθυμητός μέσ' την ψυχρούλα του Νοέμβρη......
Και όπως τον κοίταζα λαχταριστά και ρούφαγα την πρωινή του ομορφιά άκουσα θαρρείς ένα ψίθυρο απ' την μεριά του, τέντωσα τ' αφτιά μου να δω αν ήταν φαντασία μου η ήταν η μιλιά του. Και βεβαιώθηκα, ναι βεβαιώθηκα, πως μου μιλούσε.
Μα τι λες ήλιε, του είπα, και δεν σε ακούω καλά εκεί ψηλά που είσαι.
Θέλω, μου είπε τώρα πιο δυνατά, τ' απόγευμα που θα κουραστώ να έρθω στο μπαλκόνι σου να πάρω μία μπουκιά ψωμί και μία γουλιά κρασί μαζί με όλη την οικογένειά σου, ξέρω πως μιλάτε μία γλώσσα μαγική που μιλάει στην ψυχή μου κι αυτή καλύτερα θέλω να μάθω.
Θεέ μου, φώναξα με δύναμη, ο ήλιος μου μιλάει και θέλει στο μπαλκόνι μου να αρθεί. Όρμησα σαν σίφουνας μέσα στο σπίτι και είπα δυνατά <<τ' ακούς γυναίκα; ο ήλιος μου μιλάει>>
Ναι, εσύ όλο κάτι τέτοια παιδικά μου λες και όλο με φοβίζεις, μου είπε θυμωμένα εκείνη από την κάμαρά μας.
Μα εγω δεν της απλογήθηκα, άρπαξα αμέσως το τηλέφωνο και τηλεφώνησα στα δύο παιδιά μας να 'ρθούνε τ' απόγευμα στο σπίτι μαζί με τις νύφες μας και τα εγγόνια μας. Τηλεφώνησα και στα δυο ανίψια μας να 'ρθουν και κείνα, γιατί τους είπα θα είναι και ένας επισκέπτης που μιλάει όλες τις γλώσσες του κόσμου και θέλει, λέει, το απόγευμα μόνο Ελληνικά ν' ακούει, και προσέξτε καλά, τους τόνισα, όση ώρα ο επισκέπτης θα είναι εδώ μόνο Ελληνικά να μιλάτε.
Ναι ναι, θα 'ρθούμε μου είπαν και τα τέσσερα ειρωνικά που ξέρουν το <ψώνιο μου> για την γλώσσα μας.
Και ήξερα ότι θα 'ρθούνε γιατί τους φτιάχνω κάτι μπριτζόλες που γλύφουνε τα δάχτυλά τους.
Το απόγευμα ήρθαν με όλα τα παιδιά τους, με τις κουκούλες στα κεφαλάκια τους Φωνές και αγκαλιές Ελληνικές στην πόρτα και ύστερα τους έσπρωξα στο πίσω το μπαλκόνι.
Που είναι ο επισκέπτης, μου φώναξαν όλοι μαζί .
Μωρέ καθίστε σεις στο τραπέζι και δω είναι ο επισκέπτης.
Εν τω μεταξύ μοσχοβόλαγε ο τόπος από τις μπριτζόλες που είχα βάλει κιόλας στην ψησταριά. Η γυναίκα μου είχε στρώσει ένα μπλε τραπεζομάντιλο στο μεγάλο σιδερένιο τραπέζι του μπαλκονιού με μια μεγάλη πιατέλα γεμάτη ελληνική σαλάτα με μπόλικο μοσχοβολητό λάδι από το χωριό μου, ρίγανη, φρέσκο κρεμμυδάκι, πατάτες ψητές και τηγανιτές, ελιές Ελληνικές θρούμπες, φέτα και κρασί κόκκινο Νεμέας. Κι' ήταν γεμάτο Ελλάδα το μπαλκόνι μας.....
Κάτσανε όλοι γύρω γύρω στο τραπέζι, με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά δίπλα στις μανάδες τους, τ' άλλα δύο μικρά με τις σκουφίτσες τους και τις κόκκινες μυτούλες τους από τον ήλιο στις φορητές κουνίτσες τους δίπλα σ' ένα άλλο τραπέζι ανάμεσα σε δυο βασιλικούς που τους βγάζω έξω μέρες σαν κι' αυτές, κι εγώ ακόμη όρθιος να βάζω τις μπριτζόλες στα πιάτα μία μία κι' Οππιανού του ξέφευγε καμιά κουβέντα αμερικάνικη τον φοβέριζα με την τσιμπίδα πως θα μείνει νηστικός.
Και όπως τρώγαμε, μιλάγαμε και πίναμε ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει στους ώμους μας και βούταγε τα χρυσά του δάχτυλα στα φαγητά μας. Ακούμπαγε τα χείλη του στα ποτήρια μας. Να γίνει κι' αυτός Ελληνας μέσα από το σώμα μας και την ψυχή μας .
Που είναι ο επισκέπτης; με ρώτησαν ομαδικά και ειρωνικά παιδιά και ανίψια, μόλις μισο χόρτασαν .
Μα δεν τον βλέπετε μωρέ; στην αγκαλιά σας είναι, τους είπα με μιά θεαματική τροχιά των χεριών μου από τον ήλιο ως το τραπέζι. Αυτός είναι, ο ήλιος και θέλει Έλληνας να είναι.Γέλασαν τα μπάσταρδα κοροϊδευτικά
Γιατί μωρέ τι γελάτε; τους είπα θυμωμένος.
Που θα έβρισκε το φως καλύτερη γλώσσα να μιλήσει;
Που θα έβρισκε ζεστότερη αγκαλιά ν' αγαπηθεί;
Που θα έβρισκε νου πιο ανοιχτό για να γεννήσει;
Κορμό πιο ζουμερό να μπολιαστεί ;
Αυτά τους είπα και σοβάρεψαν όλοι
Και ήταν Χθες η μέρα ΚΥΡΙΑΚΗ
Σπύρος Β.Δαρσινός
Νέσβιλ Τενεσί Η.Π.Α.
13-11-2007
Δημήτρης Καραλης
Παλιέ μου φίλε,
Πάντα σε σκέπτομαι
κι' αδημονώ να πάρω σου νέα.
Κλείνω τα μάτια μου και σε βλέπω παρέα
κάπου σε κάποιο ακρογιάλι μακρινό
στην Νότιο Αφρική με το χαρτί
-λέξη την λέξη-
να διαλογίζεσαι τον ΠΛάτωνα
και τον Αριστοτέλη κι΄ εγώ που ζηλεύω
να ήμουνα το μαθητούδι -..κάπου πιο πέρα..-
Σου στέλνω για χαιρετισμό μια καλημέρα
και την ευχή να'σαι καλά! κδ.
|
Αγαπητέ Κώστα
Ναι πράγματι, καιρό έχουμε να ανταλλάξουμε σκέψεις. Μα έτσι είναι ζωή του ανθρώπου. σαν το μακρύ ποτάμι που αλλάζει συνέχεια μορφή πριν σμίξει με τη θάλασσα. Κάποτε κυλάει ορμητικό, κάποτε φιλήσυχο, κάποτε βαθύ, κάποτε ρηχό, κάποτε θολό και κάποτε γάργαρο.
Το ίδιο και ο άνθρωπος, ταξιδεύοντας για την δική του θάλασσα, μεταμορφώνει τις σκέψεις του ανάλογα με το περιβάλλον και την ψυχονοητική ανάπτυξή του. Απ' τη βουνοκορφή βλέπει κανείς πολλές άλλες βουνοκορφές, λέει ο Νίτσε, αλλά για να πηδήσει όμως γρήγορα από τη μια στην άλλη χρειάζεται μακριά πόδια. Φίλε μου, δεν θέλω να σε κουράσω σήμερα με αφηρημένους στοχασμούς, αλλά απλώς να σου αναγγείλω πως είμαι πολύ καλά και μ΄ αρέσουν πολύ οι Αφρικάνικες ακρογιαλιές. Εύχομαι και εσύ να είσαι πολύ καλά αυτού και να περπατάς πάντα όρθιος και όχι μπουσουλώντας που έλεγε και ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη. Να προσέχεις τον εαυτό σου
Δημήτρης Καραλης Κειπ Ταουν Νότιος Αφρική
24/11/2004 |
|
|
|
|
|
ο Λάκης Φουρουκλάς
Στα δεκάξι της η Ιωάννα,
ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι.
Χαρά θεού να την βλέπεις, η πιο
όμορφη και η πιο γλυκιά μες στο χωριό,
μα και σ' όλη την επαρχία. Τα προξενιά έπεφταν
βροχή, αλλά η μάνα της η κυρά Γωγώ, όλα τα αρνιόταν.
Περίμενε να 'ρθει το κατάλληλο, δηλαδή εκείνο που θα
σήμαινε λεφτά για την ίδια και την κόρη της. Η τελευταία,
όμως, επέμενε πως ήτανε μικρή για παντρειές, πως ήθε-
λε να σπουδάσει και να γίνει δασκάλα. «Δεν είν' αυτά για
μας» έλεγε η Γωγώ, «καλά βάλ' το στο νου σου. Αρκετά
χρόνια ξόδεψα, μια γυναίκα μοναχή, για να σε αναστήσω...»
Πείσμωνε η Ιωάννα, μα πείσμωνε κι η μάνα της. «Δεν είναι
καιρός για όνειρα, σαν είναι άδειο το στομάχι». Κάποια μέρα
ήρθε και το προξενιό, που τόσο η μάνα καρτερούσε. Αφού
έμαθε για τα πλούτη του γαμπρού, σύντομα τον κάλεσε και
του έδωσε την ευχή της, την Ιωάννα για να πάρει. Η μικρή,
σαν το έμαθε, κλείστηκε στο ανώι, κι έχυσε
μαύρο δάκρυ. Ως κι οι τοίχοι, θα 'λεγε
κανείς, απ' το θρήνο της ραγίσαν.
Μόνο της μάνας της η ψυχή δε συγκινήθηκε καθόλου. Και κάλεσε φίλες της Ιωάννας γκαρδιακές, με το καλό έξω να την βγάλουν. Και τα κατάφεραν. Όλες, μα όλες τους, την τύχη της την ευλογούσαν. «Πλούσιος άνθρωπος, καλός και νοικοκύρης ο Βαγγέλης» της έλεγαν, «κοντά του θα ζεις αρχόντισσα κι όλες θα σε ζηλεύουν».
περισσότερα ->
η Παρέλασης στη Ν. Υόρκη
Οι Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α., θα αναζητήσουν, αρκετά νωρίς,
πολλούς τρόπους για να κρατήσουν στη νέα τους πατρίδα κάθε εθνικό και πολιτιστικό
στοιχείο, το οποίο θα συντηρούσε το πολιτιστικό και εθνικό κεφάλαιο της ελληνικής τους καταγωγής
και ταυτότητας.
Οι εκδηλώσεις των εθνικοτοπικών σωματείων, οι σχολικές γιορτές κατά τις εθνικές επετείους,
οι ετήσιοι χοροί των συλλόγων , σωματείων, οργανισμών κ.λ.π., αλλά κυρίως οι οργανούμενες εθνικές
παρελάσεις για την επέτειο της 25ης Μαρτίου, στοχεύουν στη διατήρηση των εθνικών και πολιτιστικών
στοιχείων της ταυτότητάς τους. Κορωνίδα των εκδηλώσεων αυτών αποτελεί η εθνική παρέλαση που
οργανώνεται από ομογενειακούς φορείς, στις διάφορες μεγαλουπόλεις των Η.Π.Α. Η πλέον γνωστή,
παναμερικανικά, ομογενειακή παρέλαση, είναι αυτή της Ν. Υόρκης, η οποία τα τελευταία 67 χρόνια
έχει αναδειχθεί σε κορυφαία εκδήλωση εθνικής υπερηφάνειας, ομοψυχίας και ανάτασης αλλά και
ευκαιρία μοναδικής προβολής των δυνάμεων του Ελληνισμού της ευρύτερης περιοχής της Ν. Υόρκης.
Η παρέλαση αυτή όπως άλλωστε προκύπτει από ένα πλούσιο ιστορικό υλικό, αποτελεί όχι μόνο το
εφαλτήριο έκφρασης του δυναμισμού της ομογένειας , αλλά ταυτόχρονα και την κολυμβήθρα
αναβαπτισμού της εθνικής της συνείδησης των ομογενών.
Αρκάδες εσμέν..
Μεγάλο Παζάρι για ¶δειες Αιολικών Πάρκων
SOS !!! Ο Λούσιος κινδυνεύει
Μελισσοκομία - από την Αρχαιότητα έως και Σήμερα
Η ανάγκη του "Κοινωνικού ελέγχου" στα Οικολογικά προβλήματα
Μελισσοκομία
Το Μέλι του Μαινάλου
Αιολικά Πάρκα κ Περιβάλλον
Ο Αγριόχοιρος της Αρκαδίας
Πάρνωνας
Ξυλογλυπτική στο Μαίναλο
Μαίναλο..Ώρα Μηδέν
Το Καλοκαίρι στη Λαική μας Παράδοση
Το Μετάξι της Αρκαδίας
Μαίναλο
Λυκόσουρα-Αγία Θεοδώρα
Οδοιπορικό στο Λύκαιο
Οδοιπορικό στη Γορτυνία
Λούσιος Ποταμός
Λαφότραφος Κοντοβάζαινας
Καταβόθρα Πελετών
Η ..Επιστροφή
Η Φύση και τα Έμορφα Τραγούδια της
Η Καθημερινότητα του Αγρότη
Αρκαδικό Χωριό
Κτήμα Σμυρνή
Λάδων Πόταμός
Αλφειός Ποταμός
Τα Χάνια
Η Γεωργία στην Αρχαιότητα
Καταφύγιο άγριας ζωής στο Λάδωνα
Πεζοπορία στο Λούσιο
Η Κτηνοτροφία
Η Πανίδα
Η Χλωρίδα
Ίων Δραγούμης: ο πατέρας του Ελληνικού εθνικισμού
του Γιώργου Πισσαλίδη
Στις 30 Ιουλίου του 1920 γίνεται στο Παρίσι δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι φήμες ότι ο Βενιζέλος είναι νεκρός κυκλοφορούν στην Αθήνα. Το απόγευμα της επομένης, ο βουλευτής και μακεδονολάτρης Ίων Δραγούμης, που πήγαινε από το σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη στην Κηφισιά στα γραφεία του περιοδικού του «Πολιτική Επιθεώρηση», συλλαμβάνεται από τα βενιζελικά τάγματα χωροφυλακής του Γρυπάρη και εκτελείται. Η πολιτική δολοφονία του σοκάρει τον πολιτικό κόσμο και στερεί την Ελλάδα ένα λαμπρό υποψήφιο αρχηγό του Έθνους. Όμως ποιος υπήρξε ο Ίων Δραγούμης και γιατί είναι σημαντικός σήμερα για τους Έλληνες Εθνικιστές;
Ο Ιωάννης ή Ίων Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 1878. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός και μετέπειτα Πρωθυπουργός της Επανάστασης στο Γουδί, Στέφανος Δραγούμης. Ο νεαρός Ίων μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που πίστευε στα εθνικά ιδεώδη και εμπνεόταν από ένθερμο πατριωτισμό. Οι ρίζες της εθνικιστικής ιδεολογίας του θα πρέπει να αναζητηθούν στο οικογενειακό του περιβάλλον και την ελληνοκεντρική του ανατροφή. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα εδονείτο από την Μεγάλη Ιδέα, την απελευθέρωση των αλύτρωτων πατρίδων και των υποδούλων Ελλήνων, ενώ υψωνόταν η απειλή της Μεγάλης Βουλγαρίας και του Πανσλαβισμού. Την ίδια εποχή επηρεάζεται από τη σκέψη του Νίτσε και του Μπαρρές. Θα σπουδάσει νομικά και θα καταταγεί εθελοντής στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου
Ανοιγόκλεισε τα μάτια ξανά και ξανά. Στην προσπάθειά της να ξυπνήσει, τα βλέφαρα έπεφταν βαριά και κου- ρασμένα. Νύσταζε.Είχε περάσει δύσκολη νύχτα. Παρακολουθούσε τους μεγάλους που ήσαν ανήσυχοι, σκυφτοί, σκυθρωποί.
Τους άκουγε που κρυφομιλούσαν. Μαζεύονταν στις βεράντες της γειτονιάς - πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο - κι έλεγαν, έλεγαν... δεν ήξερε τι, μα σίγουρα γύρω από κάτι πολύ σοβαρό περιστρεφόταν η συζήτηση. Οι γυναίκες της φάνηκαν όλες γριές εκείνο το βράδυ. Τα πρόσωπα τους ήταν ζαρωμένα, ρυτιδωμένα, και το βλέμμα τους είχε μια έκφραση που λες κι ερχόταν από το σκοτάδι. Κάθονταν στα ξωπόρτια. Όλες με τον ίδιο τρόπο. Το σώμα διπλωμένο, οι αγκώνες ακουμπισμένες στα γόνατα και τα χέρια να βαστάζουν το κεφάλι.
Όλα ετούτα τα παρακολουθούσε από παράθυρο του δωματίου της και δεν την άφηναν να κλείσει μάτι. Στην αρχή αισθάνθηκε περιέργεια - τι να λένε; - που σταδιακά μετατράπηκε σε ανησυχία ώσπου όλα μέσα της έγιναν μια φουρ- τουνιασμένη θάλασσα. Ήθελε να τρέξει έξω, να ρωτήσει, να μάθει τι επιτέλους συνέβαινε. Έκανε να σηκωθεί, μα στη στιγμή μετάνιωσε. Ήξερε πως κανείς δε θα της έλεγε αυτό που ήθελε να μάθει. Εν όψει δε του κινδύνου να την αναγκάσουν να κλείσει και το παράθυρο της, ξαναμετάνιωσε. Έτσι όπως ήταν, μπορούσε τουλάχιστον να παρακολουθεί τις κινήσεις των μεγάλων χωρίς να την αντιληφθεί ή να την ενοχλήσει κανείς. Μα έλα πάλι, που η ανησυχία της όλο και μεγάλωνε... Πρέπει να ήταν πολύ αργά όταν αποκαμωμένη πια αποκοιμήθηκε.
'Aνοιξε τα μάτια αλαφιασμένη προσπαθώντας να καθορίσει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει. Οι ήχοι ανα- κατεύονταν ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο της. Της φάνηκε πως άκουσε ήχο καμπάνας και φωνές ανάμειχτες με κλάματα και μοιρολόγια. Σιγά-σιγά άρχισε να συνέρχεται. Ναι, ήταν η καμπάνα της εκκλησίας που χτυπούσε. Ο ήχος της ακουγόταν αργός και λυπητερός, όπως όταν καλούσε τους ανθρώπους σε κηδεία. Νταν, νταν, νταν. Έπειτα άκουσε και τα κλάματα. Μέσα στο μοιρολόι ξεχώρισε και τα λόγια.
- Εκρεμάσαν τον Καραολή...
- Εκρεμάσαν το Δημητρίου...
- Ας όψονται... ας όψονται οι τύραννοι... Πετάχτηκε από το κρεβάτι.
Ρούλα
Ιωαννίδου - Σταύρου
|
|
Αρχική σελίδα
ο Πρόλογος
Από τον Κάπνόν Αποθρώσκοντα Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς Κώστα Δουρίδα
Αγαπητέ μου φίλε,
'Ηθελα να πάρω εδώ την αφορμή
και να σου παρουσιάσω αυτόν τον μεγάλο μου
ήρωα αλλά και θύμα των τελευταίων χρόνων της ελληνικής μας
ιστορίας: τον 'Ελληνα της Διασποράς. Καθώς που τον βλέπω, στις καινούριες
γενιές, απ' άκρη σ' άκρη, στην δραματική πλειοψηφία του, να έχει βαρέσει ντουγρού
στην αφομοίωση. Με θλίβει.. Είναι βλέπεις κι' αυτός θύμα της νέας θεάς που λέγεται
παγκοσμιοποίηση και αφομοίωση? 'Ισως. Και 'ισως από την καινούρια αυτή
θεά, τα τελευταία χρόνια, η ίδια η πατρίδα μας μαζί και ολάκερος
ο ελληνικός πολιτισμός μας να κινδυνεύουν.
Καθώς το Ιντερνέτ μπήκε πια στη ζωή μας
και οι αποστάσεις μίκρυναν.. Τώρα στο σπίτι μας,
μπορούμε και διαβάζουμε τα νέα απ' την πατρίδα, προτού
ακόμα οι εφημερίδες στην Αθήνα, προλάβουν να φτάσουν στα περίπτερα!
Λεω εγώ κι' εσύ από άκρη σε άκρη στη γη της Διασποράς, μπορούμε
να μιλήσουμε με μια φωνή για την καινούρια μας πατρίδα.
Πριν τέσσερα χρόνια πήρα ένα e-mail
από έναν πολύ σπουδαίο φίλο κι' αδελφό μου,
συνελληνά μου, μετανάστης κι' αυτός στην Μελβούρνη.
Είναι δυναμικός ποιητής και ανήκει στην Εταιρεία Ελλήνων
Λογοτεχνών της Αυστραλίας, πονετικός και καλός πατριώτης. Ηγετικό
στέλεχος και από εκείνους τους 'Ελληνες, που αναμφίβολα τιμούν τον Ελληνισμό
της Διασποράς. Το όνομά του είναι Ιάκωβος Γαριβάλδης, και μεταξύ άλλων
μου έγραφε τούτα τα λόγια: «Οι δίοδοι του απανταχού Ελληνισμού
έχουν σίγουρα ανοίξει και είναι απαράδεκτο αν δεν επιτύχουμε
με την τεχνολογία που έχουμε».
Τα απλά ετούτα λόγια, σταθήκανε
για μένα θαρρείς, η αρχή μαζί και το
«προσκλητήριο» του άλλοτε Ρήγα! Καθώς
που στους δρόμους της διασποράς, βλέπω τον
'Ελληνα αδελφό μου μετανάστη, να κινδυνεύει περισσότερο
από τα χρόνια του Ρήγα! Και γίνεται αυτό, επειδή τότες ο εχθρός
του 'Ελληνα.. ήταν ορατός μαζί δυνατός και βάρβαρος! Ο σκλαβωμένος
-τότες- 'Ελληνας, το γνώριζε καλά με τι είχε να κάνει και για τούτο ήτανε θέμα
χρόνου και σωστής οργάνωσης να βρει την λευτεριά του από τον τύραννο. Και αφού
πολέμησε μαζί και θυσιάστηκε την βρήκε(!) γιατί αυτό ποθούσε και είχε στο μυαλό του.
Σήμερα ο εχθρός του 'Ελληνα δεν είναι ορατός, γιατί δεν έχει πρόσωπο ούτε σάρκα..
αλλά βρίσκεται παντού σαν τον αγέρα!. Μερικοί τον είπαν καλοπέραση. 'Αλλοι
..πολιτισμό και παγκοσμιοποίηση.. Οι πιο τολμηροί τον είπαν αφομοίωση.
Και ο 'Ελληνας μετανάστης σαν τον προπάτορά του Οδυσσέα αφημένος
στο «μαγευτικό» τραγούδι των σειρήνων δεν αντιστάθηκε καθώς
εκείνος!..... Επειδή κουρασμένος όλα αυτά τα χρόνια..
θαρρείς κι' ...αποξεχάστηκε?
Καλέ μου φίλε, Σε ένα τραπέζι στρογγυλό καθόμαστε σήμερα εγώ κι' εσύ.
το λένε ο πλανήτης γη. Με το «Καπνόν Απoθρώσκοντα» θα σου μιλήσω
για τα δικά μου προβλήματα που είναι και δικά σου. Την αγωνία μου
λεω να σου αποδώσω.. Μαζί την αλήθεια μου παραστατικά
και όπως την ζω, την βλέπω και μαζί την αισθάνομαι.
Δεν θα σου κρύψω τίποτα!
Μπορεί κάποια στιγμή να σου φανώ
κουραστικός στην λεπτομέρεια. Μεροληπτικός στα
κοινότυπα. Κι' επειδή κάπου - αφαιρούμαι: Αντί να σου μιλήσω
για ΣΕΝΑ! Συγχώρεσέ με!!! Ξεχνάω να επαναλαμβάνω το ΕΜΕΙΣ!
που είναι και η βάση της θείας εντολής που ΕΓΩ κι' ΕΣΥ, έχουμε πάρει ΕΥΧΗ
μαζί και ΚΑΤΑΡΑ απ' τον παππού μας τον ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, όπου μας λεει:
Σαν 'Ελληνες, δεν πρέπει ποτές(!!!) να λησμονούμε την γη της πατρίδας,
αλλά και κείνη που έγινε δεύτερη μάνα μας κι' απροκάλυπτα εδώ εγώ
τώρα, σου την αποκαλώ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΗ της ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ!!
Και σου το λεω αυτό επειδή ΕΔΩ, εγώ κι' εσύ ΡΙΖΩΣΑΜΕ πια,
με τα παιδιά μαζί και τα εγγόνια μας και οι ρίζες μας είναι τα παιδιά μας!!.
Για τα παιδιά μας παλέψαμε μια ολάκερη ζωή και φύγαμε απ' την πατρίδα μας
Ο αγώνας μας ήταν μαζί και ο σκοπός, για ένα καλύτερο αύριο στα παιδιά μας:
Να συνεχίσουν δηλ. την ζωή τους με βάση την ελληνική παράδοση μαζί και την
ιστορία των: Με αξιοπρέπεια και σεβασμό και όχι φανατισμό, στις κοινωνίες
και μέσα στους χώρους της διασποράς όπου κι' αν βρίσκονται. Και γιατί
όχι;; 12 χιλιάδες χρόνια λένε οι ειδικοί κρατάει η ιστορία του 'Ελληνα!!
'Ομως σήμερα, υπάρχει παντού και γίνεται μια «προσεγμένη» προσπάθεια,
να κρύψουμε ή μάλλον να σκεπάσουμε την αλήθεια και αυτό θα το δεις στα λόγια
του πρώτου επίσημου που έρχεται από την πατρίδα, που αφού τον υποδέχονται
και τον χειροκροτούν, ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΠΑΝΤΑ -τελευταία μάλιστα και ..λιγοστεύουν-
Εκείνος, θα πει στον «πανηγυρικό του» όλα και όσα δεν έχουν σχέση
με τα παιδιά και τις καινούριες γενιές που χάνονται στην αφομοίωση.
'Ολα και όσα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα του
μετανάστη: δηλ. ΕΜΕΝΑ και ΕΣΕΝΑ αδελφέ μου.
..Και με αυτά και άλλα τέτοια, κυνηγήσαμε τον κόσμο
από τις εκκλησίες, τα παιδιά από τα ελληνικά σχολεία.. Δεν
σου κρύβω πως σε αυτό βοήθησε και η δολερή πολιτική όλων
εκείνων όπου ποτέ δεν είδαν τον 'Ελληνα παρά με τη θεωρεία του
γλοιώδη Κισινγκερ** Σκέψου ότι από αυτούς ακόμη πληρώνονται οι
Ελληνοδάσκαλοι για να διδάσκουν τα ελληνικά στα παιδιά του μετανάστη..
Για ετούτο και σου λέγω στο άγριο αυτό παιγνίδι που γίνεται εις βάρος μας,
εάν θέλουμε να επιβιώσουμε πρέπει να σμίξουμε την φωνή μας σε μια φωνή
ΕΙΣΑΙ το πρώτο μόριο από το σώμα μου
και στην δική σου πνοή αναπνέω!. Υπάρχω κι' ευρίσκομαι
ζωντανός και θριαμβεύω ή εξαφανίζομαι, ή απλώς ζω κι' αργοπεθαίνω.... '
Ομως εγώ επιμένοντας σου λεω: Στην αγωνία σου ΣΕ ζω και για τούτο τις νύχτες
πετάγομαι απ' τον ύπνο μου, καθώς που ζητώ και θέλω, σαν μάνα στο πληγωμένο
της παιδί να σκύψω και να ράνω την πληγή σου, επειδή ΑΥΤΟΣ είναι ο μόνος
τρόπος να κρατηθώ στη δική μου ζωή. ΕΙΣΑΙ το δέντρο που βαθιά ριζώθηκε
μες την ψυχή μου και θα υπάρχω αφού κι εφόσον θα υπάρχεις.. Σου λέγω
ακόμη και τούτο: 'Οσο που ζω και όπου και αν ευρίσκομαι, ΠΡΩΤΑ
θα μιλάω για ΕΣΕΝΑ και μετά για εμένα.
*** «Ο Ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι' αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των Η.Π.Α.». HENRY KISSINGER
|
Δεν σου κρύβω πως έχω πρόβλημα (με το "Καπνόν
Αποθρώσκοντα") να συνταιριάξω στο ίδιο "πανί", τα γεγονότα
μαζί με τα συναισθήματα: Μπερδεύομαι λεω να βρω τον δρόμο τον σωστό
επειδή ζητάω να ωφελήσω και όχι να ζημιώσω. Να επουλώσω -πληγές-
και όχι να σκοτώσω. Να δώσω θάρρος και όχι να απογοητεύσω. Μα πάνω
απ' όλα με το «Καπνόν Αποθρώσκοντα» ζητάω και θέλω να κτίσω το σπίτι μου
όχι με τα υλικά που θα ήθελα να έχω αλλά με αυτά που έχω! Δεν παραιτούμαι
απ' τον αγώνα, το όνειρο ήθελα να πω. Αλλά δεν θέλω να παραμείνω στο
όνειρο μονάχα, παρά να προχωρήσω στην πράξη... Κι' έχω τα «εργαλεία
μου πολύ φθαρμένα» και τα υλικά μου αδύνατα πολύ. Θαρρείς και μόλις
ξύπνησα στα ξαφνικά σε τούτο ξεροχώραφο που ήταν παλιά περιβόλι;;
Ο κόσμος του «Καπνόν ποθρώσκοντα» δεν είναι μύθος και ιστορία αδελφέ μου,
παρά μικρά σπασμένα γυαλιά από καθρέφτη που μέσα εκεί παραστατικά,
θα με βρεις αποσπασματικά και με
εξουθενωμένη φωνή, να σου δίνω την
αναφορά μου με λόγια απλά να καταλάβεις: 'Οτι η μικρή και τεθλασμένη
γραμμή που εσύ και εγώ ακολουθήσαμε στην ξένη γης δεν ήταν εύκολος δρόμος...
Νάσαι καλά!..
Ο Γιώργος Ιωάννου
|
(1927-1985) ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 1 Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη)
γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος του Ιωάννη Σορολόπη, υπαλλήλου των σιδηροδρόμων και της γυναίκας
του Αθανασίας. Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη μετά από
οικονομική καταστροφή της, και μετά από τον Γιώργο απέκτησε τρία ακόμη παιδιά. Ο Ιωάννου πέρασε
τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη
Χαλκιδική και την Αθήνα....
| |
|
| |
|
| |
|
|
Τα παρατσούκλια:
Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν γερασμένο,
που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν τον χαιρετάω. Τον άκουσα
για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα ν' αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα
αρχύτερα. Σαν χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν' ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. Αυτό το τέρας που είχε τώρα το θράσος να μου κάνει και παράπονα, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους διώκτες
και βασανιστές μου, όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο. Κυρίως αυτός διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια
μου, παριστάνοντας μάλιστα, όσο μπορούσε πιο γελοία, και τον τρόπο που μιλούσα. Η αληθεια είναι: ότι νέα
παρατσούκλια δεν μου έβγαζε γιατί δεν ήταν σε θέση, έδειχνε όμως ιδιαίτερο ζήλο για τη διάδοση των ήδη γνωστών.
Αυτός επίσης ο ουραγκοτάγκος ήταν που μετέφερνε τα παρατσούκλια του σχολείου στη γειτονιά μου και το αντίστροφο,
κι αυτός πάλι με την παρέα του μου τα φώναζαν ακόμα και μέσα στο δρόμο, όταν πήγαινα βόλτα με τους γονείς μου.
Νομίζει το χαϊβάνι πως δεν τα θυμάμαι πια ή ότι έχω ψυχή επιπόλαια σαν τη δικιά του. Ξεχνάει όμως ή συγχωρεί ποτέ ένας
άνθρωπος με σώες τις φρένες τα βασανιστήρια που του κάνανε; Πώς λοιπόν να ξεχάσω κι εγώ αυτά που τράβηξα
απ' την πρώτη ακόμα τάξη του δημοτικού σχολείου; συνέχεια
Ελευθερία Μπέλμπα
|
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ: πεζολογικά ποιήματα |
Ι
Στη δυνατότητά μας να επιτυγχάνουμε ένα είδος ομοιομορφίας δεν υποβοηθά καθόλου η καθεστώσα άποψη της πλειοψηφίας για την εδραίωση του καπιταλιστικού σκεπτικού. 'Aλλωστε όλοι μας δεν αποποιούμαστε ένα σκεπτικό διαδεδομένο σε ευρεία κλίμακα; Στο βάθος επιδιώκουμε την κατάκτηση της ατομικότητας τόσο στην οδό του συλλογισμού όσο και στις μεθόδους δράσης. Η κύρια επιδίωξή μας τελικά γίνεται η επίτευξη της εκδήλωσης εξουσίας κάποιας μορφής (έστω, επιβεβαιώνουμε, μη αυταρχικής, ώστε να μην περιχαρακώνει τις ελευθερίες των άλλων). Μόνο που υποκριτικά υπολογίζουμε την ύπαρξη μιας εξουσίας που θα υπερασπίζεται κάθε ελευθερία των συμπολιτών μας, διότι αυτό είναι ανέφικτο εξαιτίας της αντιφατικής του φύσης.
II
Eπιτυγχάνεται καμιά φορά αυτό που χαρακτηρίζουμε αποστασιοποίηση των διανοουμένων από τα κοινά, πράγμα που πασχίζουμε να ερμηνεύσουμε πολλαπλώς. Ίσως τελικά αυτές οι συνθήκες να είναι απλούστερες όλων και η κοινή γνώμη να' χει πάλι τον πρώτο λόγο` με άλλα λόγια ουσιαστικά η κοινή γνώμη απορρίπτει τους διανοούμενους και αποφαίνεται ότι οι διακηρύξεις τους είναι ανεδαφικές ή άχρηστες ακόμα για τα δεδομένα του καιρού. Τέτοια αντίληψη δεν είναι πεσιμιστική, αλλά απλώς αποτελεί μια προσπάθεια κατάθεσης της αντικειμενικότητας. Θα βρούμε την άκρη κάποια στιγμή .
ΙΙΙ
Σχετικά με την αποστασιοποίηση των διανοουμένων καλύτερα να μην κάνουμε περαιτέρω ανάλυση, επειδή θα μιλήσουμε για "άσχημα" πράγματα που θα καταλήξουν γενικευμένα συμπεράσματα ικανά να επηρεάσουν οδηγώντας σε συμπεράσματα εσφαλμένα. Η πολιτικοποίηση είναι τρόπος σκέψης και μια συμπεριφορά που φανερώνεται ιδιαίτερα στις αρχές αυτού του αιώνα ως αναμενόμενη συνθήκη μετά από διάχυτη, γενική ανεκτικότητα. Κυρίως είναι εύλογη σήμερα η στάση αυτή, επειδή κυριάρχησε το πιστεύω ότι η πολιτική "μετριοπάθεια" είναι ένδειξη νεοφιλελευθερισμού και καλλιέργειας, κουλτούρας ας το πούμε.
ΙV
Ύστερα πως θα είμαστε σε θέση αναπάντεχα να προφασιζόμαστε τόσα, προκειμένου να δώσουμε μια εξήγηση (από εκείνες τις ατέλειωτες βαρετές που μόνο τις κουβέντες του εραστή μας που εγκαταλείπουμε ξαφνικά μπορούμε να θυμόμαστε με απέχθεια και άνοια) για την απολιτική μας στάση την τελευταία δεκαετία; Εξαπατώμεθα και το καταλαβαίνουμε, μα θα πρέπει προφανώς οι μέρες μας να διαπνέονται από κάποιες θεωρητικές σημάνσεις, ώστε η δράση μας να αποκτήσει ένα υπόβαθρο κουλτούρας ή καλύτερα πολιτισμού (που επιτρέπεται για όλες τις κοινωικοπνευματικές ομάδες σήμερα). Πάντως προφασίζομαι ως συλλογική οντότητα άλλη μια φορά τη δυνατότητά μου να υπεκφεύγω προασπιζόμενη την πνευματική μου υπόσταση (αυτή που μόνη μου- ίσως κι αυθαίρετα- σμίλευα σ' έναν περίγυρο που ποτέ δεν με αμφισβήτησε). Θα ωριμάσουμε σοβαροί; συνέχεια
Ο πατέρας του παππού μου...
'Aρτος του Δία
Παππούς της μάνας μου και σε μένα προπάππος. Πατέρας δηλαδή του παππού μου. Γεννήθηκε το 1859 και πέθανε το 1964, χρόνια 105!!
Τον θυμάμαι ελάχιστα αλλά καλά. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για την ζωή του, η μορφή του όμως αποτυπώθηκε στο παιδικό μυαλό μου σε ηλικία 5 - 6 χρόνων. Ξέρω καλά αυτά που είπαν και έγραψαν γι' αυτόν: «με την βαριά, τον κασμά και το λοστάρι, γύρισε τη γης τ' ανάποδα». Έτσι πρέπει να ήταν.
Πάντα κάτι έκανε, από το πρωί που ξύπναγε η οικογένεια, πρώτος πέρναγε το παραπόρτι και έβγαινε στη σκάλα. Ίσιωνε την τραγιάσκα του και κατέβαινε ανάλαφρος όπως ήταν, τα σκαλοπάτια, για να χαθεί από τα μάτια μου. Που πήγαινε σε ηλικία 102, 103, 104 χρόνων κάθε πρωί?
Αργότερα, σαν μεγάλωσα έμαθα ότι πήγαινε στα χωράφια να συντηρήσει τις μάντρες από ξερολιθιές. Έχετε σταματήσει να δείτε το Γορτυνιακό τοπίο? Γεμάτο από τέτοιες πεζούλες είναι που φτάνουν πολλές φορές στην κορφή του βουνού. Έτσι ζούσαν οι άνθρωποι τότε, καλλιεργούσαν και τον ελάχιστο τόπο που μπορούσαν να ξεχερσώσουν. Και για να σταματήσουν τις κατολισθήσεις έχτιζαν αυτές τις περίφημες μάντρες που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Πραγματικά άλλη εποχή, που σε πολλούς μας φαντάζει σαν παλαιολιθική. Και μάλλον ήταν. Οι καλλιέργειες, το θέρισμα, το αλώνισμα, οι μεταφορές, η καθημερινή περιποίηση στο αμπέλι και τόσες άλλες δουλειές, δεν είχαν καμία διαφορά από την αρχαία εποχή.
Είμαι τυχερός που πρόλαβα τον πατέρα του παππού μου. Έτσι τουλάχιστον νιώθω. Πιστεύω, με μια γρήγορη ματιά προς τα πίσω, βρίσκομαι στις απαρχές του κόσμου μας. Και δεν χρειάζεται να πάω τόσο μακριά, μόνο κάπου τριανταπέντε με σαράντα χρόνια. Μα καλά, τόσο σύντομα άλλαξε ο κόσμος?
Θυμάμαι τον προπάππο να γυρίζει νωχελικά και μπαίνοντας στο σπίτι, να βγάζει την σκούφια του και να σκουπίζει με το χέρι το μέτωπό του. Αμέσως μετά πήγαινε στην βαρέλα και έπιανε μια κούπα δροσερό νερό. Ξέρετε, η μυρωδιά του νερού μοσχοβολούσε. Ίσως αιτία να ήταν η δρύινη βαρέλα που έδινε την ιδιαίτερη γεύση και τα αρώματα που γέμιζαν τον χώρο. Δεν ξέρω.
Στο χειμωνιάτικο, εκεί που η οικογένεια είχε την εστία της, το τζάκι χειμώνα - καλοκαίρι να καίει για τις ανάγκες της νοικοκυράς, ο προπάππος είχε και το κρεβάτι του. Ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι και καθόταν σε αυτό σαν έμπαινε στο χειμωνιάτικο. Καρέκλες ελάχιστες υπήρχαν, λίγα επίσης σκαμνιά, φτιαγμένα στο χέρι από κορμούς πουρναριού. Υπήρχαν όμως σε μόνιμη βάση τα σαίσματα και καθόμασταν σταυροπόδι σε αυτά τα παιδιά. Ο σοφράς ερχόταν στο ύψος μας και μεγάλος όπως ήταν σε διάμετρο, αγκάλιαζε ολόκληρη σχεδόν την οικογένεια όταν καθόταν για το βραδινό γεύμα.
Πάντα ένα από τα παιδιά (εγγόνια κ δισέγγονα όπως εγώ), πηγαίναμε στο κατώι να φέρουμε κρασί. Το σπίτι, είχε τρία επίπεδα σε κατώγια. Στο πρώτο επίπεδο έμπαιναν τα άλογα και τα μουλάρια τους κρύους μήνες του χειμώνα και στις δυνατές βροχές του καλοκαιριού. Σε δύσκολες καιρικές συνθήκες έβαζε η οικογένεια και τα γιδοπρόβατα. Στο δεύτερο κατώι υπήρχαν οι τροφές, τα γεννήματα που αποθηκεύονταν σε κασόνια για τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας. Στο τρίτο κατώι υπήρχε το κρασί. Δυό τεράστια δρύινα βαρέλια 500σάρια, Ο χώρος ήταν πολύ σκοτεινός και για τον λόγο αυτό μαζί μας είχαμε και την λάμπα θυέλης που έκαιγε πετρέλαιο. Τα μεγάλα βαρέλια βρισκόντουσαν στους δύο ξεχωριστούς θόλους. Μέχρι να γεμίσει η κανάτα με το κρασί, μεθούσα με την εκπληκτική μυρωδιά του χώρου. Το κρασί - που ποτέ πάλι στην ζωή μου δεν γεύτηκα καλύτερο, κοκκινόμαυρο και δυνατό, το έβαζε στις κούπες ο παππούς. Σε μας που ήμασταν μικρά παιδιά δεν έβαζε. Εμείς πίναμε κρυφά όταν το φέρναμε από το κατώι.
Ο προπάππος στα 103 χρόνια του τυφλώθηκε. Καταρράχτη είχε αλλά τότε ήταν αλλιώς η επιστήμη. Οι βόλτες του μετριάστηκαν στους χώρους γύρω από το σπίτι. Η γιαγιά μου που τον αγαπούσε πολύ (η νύφη του) μας φώναζε συνέχεια: προσέξτε τον «γέρο». Και εμείς τον προσέχαμε. Τον αγαπούσαμε και νιώθαμε ένα δέος απέναντί του. Μας φαινόταν πάρα πολύ μεγάλος και πάρα πολύ γέρος. Όλοι στην οικογένεια αγαπούσαν πολύ τον «γέρο Αλεξούλη», στο χωριό επίσης όλοι οι συγχωριανοί μιλούσαν γι' αυτόν με σεβασμό. Ήταν καλός νοικοκύρης ο προπάππος μου. Και καλός άνθρωπος.
Στα 104 χρόνια του ο προπάππος έπεσε από το πλατύσκαλο στο καλντερίμι. Ύψος, περίπου τρία μέτρα. Καθόταν στο πλατύσκαλο
πάνω στην καρέκλα του και έβλεπε με τα μάτια του μυαλού εμάς που παίζαμε και φωνάζαμε, μύριζε της ευωδιές που έφερνε η ρεματιά που ήταν κοντά στο σπίτι, άκουγε τον σκύλο να γαυγίζει και τον φώναζε να πάει κοντά του. Ο σκύλος, κουνώντας της ουρά του - που ο προπάππος έβλεπε, πήγαινε και κούρνιαζε στα πόδια του. Σηκώθηκε από την καρέκλα ο προπάππος και έχασε τον προσανατολισμό του. Έπεσε. Φοβηθήκαμε, τρομάξαμε, μαζευτήκαμε γρήγορα κοντά του. Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι. Τον σηκώσαμε - ήταν σαν πούπουλο ελαφρύς, και τον ανεβάσαμε στο σπίτι, στο κρεβάτι του. Συνήλθε γρήγορα ο προπάππος, έκανε μερικούς μορφασμούς πόνου και ζήτησε από την γιαγιά μου τσίπουρο!
Το επόμενο καλοκαίρι, όταν πήγαμε στο χωριό με το κλείσιμο του σχολείου, ο προπάππος δεν υπήρχε. Το μεγάλο σπίτι φαινόταν άδειο. Δεν το γέμιζαν οι παιδικές μας φωνές. Εκεί, στα 105 χρόνια του, ένα βράδυ χειμωνιάτικο, έφαγε καλά όπως συνήθιζε, ήπιε το κρασί του, έστριψε ένα τσιγάρο και αποκοιμήθηκε. Το πρωί δεν ξύπνησε πρώτος όπως έκανε τόσες δεκαετίες στην ζωή του. Τέτοιο ταξίδι έπρεπε στον «γέρο Αλεξούλη», στον προπάππο μου, ανάλαφρο.
ΧΩΡΙΣ ΙΣΚΙΟ
του Γιώργου Δουατζή
Νομίζεις ότι δεν κατάφερα να σε εκδικηθώ; Νομίζεις ότι ξέχασα ποτέ τα χρόνια που περάσαμε μαζί; Εγώ τα θυμάμαι όλα. Όλα κάθαρμα.
Και δεν έπαψα ούτε στιγμή, όσο και όποτε μπορούσα, να σε εκδικούμαι. Γιατί μου έχεις κάνει ουκ ολίγα. Και μου κάνεις ακόμα. Ως και η ανυπαρξία σου μου κάνει κακό. Για αυτό άλλωστε σε εκδικούμαι. Δεν είμαι τρελός φυσικά. Ο κύκλος είναι δεδομένος. Μου έκανες κακό, σε μισώ, σε εκδικούμαι. Φυσιολογικότατο.
Είμαστε πολύ μικρά παιδιά και άκουγα τη μάνα μου να λέει: Σαν τον Κωστάκη έπρεπε να είσαι, που είναι καλό παιδί. Είδες τον Κωστάκη πόσο καλά έκανε το μάθημα του; Είδες ο Κωστάκης καθαρός που είναι; Είδες ο Κωστάκης που δεν χαλάει τα παπούτσια του; Ο Κωστάκης κοιμάται στην ώρα του το βράδυ. Είδες ο Κωστάκης; Είδες ο Κωστάκης; Ακόμα ακούω τη φωνή της να λέει το όνομά σου και τρελαίνομαι. Με ακολουθεί η φωνή της και η εικόνα σου. Με ένα απλωμένο χέρι - που ποτέ δεν ζήτησε κάτι - να μου προσφέρεις, δεκαετίες τώρα. Κι αν άσπρισαν τα μαλλιά μου, να ξέρεις ότι το περισσότερο του χρόνου μου, ήταν για να σε μισώ και να μηχανεύομαι τρόπους να σου κάνω κακό.
Λοιπόν εγώ τα θυμάμαι όλα. Θυμάμαι, πού ήσουν αρχηγός στην ομάδα ποδοσφαίρου της γειτονιάς και ήσουν αήττητος. Θυμάμαι πολύ καλά, που είχες πέντε δραχμές και μου έδινε τις δυόμισι. Θυμάμαι, πώς ότι είχες το μοιραζόσουν με μένα. Όσο μου έδινες, τόσο και σε μισούσα. Δεν θυμάμαι να έχω μισήσει κανέναν περισσότερο. Όταν μου έδινες, χαμογελούσα, σε ευχαριστούσα και φούντωνε το μίσος μέσα μου. Φωτιά, πάθος που με έκαιγε. Και βέβαια δεν πρόσεξες ποτέ την τρεμούλα μου, τη σύγχυση που μου προκαλούσες κάθε φορά, όταν έπαιρνα κάτι από σένα και έκρυβα το μίσος μου, με πολύ μεγάλη προσπάθεια, σε ένα χαμόγελο.
Θυμάσαι, που για να βγάλουμε λεφτά πιτσιρικάδες είχες σκεφτεί να φτιάξουμε ένα ξύλινο καρότσι; Εσύ πάλι σχεδίασες την κατασκευή του και το έφτιαξες με τα χέρια σου. Πηγαίναμε στη Λαϊκή Αγορά και μεταφέραμε τις τσάντες με τα ψώνια των γυναικών σπίτι τους. Μας έδιναν ότι ήθελαν οι νοικοκυρές, δεν είχαμε ορίσει κόμιστρο, αλλά αρκετά για να βγει ένα αξιοπρεπές χαρτζιλίκι. Μάλιστα η ιδέα σου αντιγράφηκε από μεγάλους, ολόκληρους άντρες, που έκαναν τον αγωγιάτη καθώς εμείς και έβγαζαν μεροκάματο. Η πρώτη αυτή κοινή μας επιχείρηση βούλιαξε με τη δεύτερη Δευτέρα, αφού την πήραν είδηση οι γονείς σου, οι οποίοι αντέδρασαν απαγορευτικά. Αλλά εσύ και πάλι με προκάλεσες, χαρίζοντάς μου όλη την είσπραξη, κάθαρμα.
Όταν συναντιόμαστε το πρωί για να πάμε στο σχολείο, εγώ έκλεβα από το ισόγειο της πολυκατοικίας
το μπουκάλι με το γάλα που άφηνε ο γαλατάς στην πόρτα του γείτονα, γιατί δεν είχαμε γάλα αληθινό στο σπίτι. Και το ζήλευα αυτό το αληθινό, το φρέσκο γάλα, γιατί η μάνα μου, μου έδινε ένα γάλα που έφτιαχνε από σκόνη και από όσο θυμάμαι της το έδιναν στην εκκλησία ως βοήθεια. Εσύ μου είπες να μην ξανακλέψω και μου έδωσες χρήματα για να αγοράσω. Και τι κακό δεν μου έκανες… Κάθε σου κίνηση προσφοράς με μείωνε. Σε αναδείκνυε ως πλουσιότερο, ισχυρότερο - άλλωστε πώς θα μπορούσες να βοηθήσεις ως πιο αδύνατος από μένα; - ως ικανότερο και αυτό ήταν το μεγαλύτερο κακό που μου έκανες. Κακό σε διάρκεια…
Τα Χριστούγεννα τα μισούσα. Και την Πρωτοχρονιά. Και πάλι έφταιγες εσύ. Λέγαμε μαζί τα κάλαντα. Εσύ ήξερες όλα τα στιχάκια απέξω, εσύ χτυπούσες με θάρρος τις πόρτες για "να τα πούμε", εσύ εισέπραττες και μετά μου έδινες τα περισσότερα από τα έσοδα του εθίμου. Θυμάμαι ότι με έπνιγε η αδυναμία να "τα πω" μόνος μου και ήμουν απόλυτα εξαρτημένος από σένα. Ήθελα να φύγω, αλλά από την άλλη ήθελα τα χρήματα που θα μαζεύαμε. Και ζούσα ένα μαρτύριο, ασφυκτιώντας ανάμεσα στην παρουσία σου και στην ανάγκη μου να πάρω τα λεφτά.
Ζούσα στη σκιά σου... ποια σκιά όμως; Εσύ δεν είχες ίσκιο. Ποτέ δεν είχες...
Το μίσος συσσωρεύονταν μέσα μου, με έπνιγε. Πόσες φορές είδα στον ύπνο μου να πεθαίνεις με φρικτά βασανιστήρια που σου έκανα εγώ και απολάμβανα τον αργό σου θάνατο! Νάξερες πόσα όνειρα έκανα να πέθαινες το συντομότερο... Κι όμως εσύ συνέχιζες αγέρωχος να ζεις και να με ξεπερνάς σε όλα. Στη γυμναστική πρώτος, στα μαθήματα πρώτος χωρίς να διαβάζεις ιδιαίτερα, στα κορίτσια πρώτος. Έλεος κάθαρμα, που δε σκέφτηκες ποτέ το κακό που μου έκανε η παρουσία σου. Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα ιδιαίτερο. Και μόνο ότι υπήρχες με τρέλαινε. Ήσουν ψηλότερος, ομορφότερος, ικανότερος. Σε όλα έβαζα τον πήχη ψηλά και ποτέ δεν σε έφτανα, κάθαρμα. Μισούσα και μόνο ότι υπήρχες, ανεξάρτητα από το τι έκανες.
Δεν υπήρχε κορίτσι, στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο, παντού, δεν υπήρχε κορίτσι να μη σε θέλει. Ήσουν το άπιαστο όνειρό τους. Κι εγώ εκλιπαρούσα να με προσέξει έστω μια κοπέλα από την τάξη. Καμία όμως. Όλες να ασχολούνται με σένα… Όλες. Βέβαια δεν θυμάσαι ότι σε εγκατέλειψαν η Μαρία και η Ελένη χωρίς εξήγηση. Πού να θυμάσαι με τόσες κατακτήσεις. Όμως ήμουν εγώ, κάθαρμα μισητό, που δεν έδωσα το γράμμα που μου είχες δώσει και τους είχα πει μύρια ψέματα, υπονομεύοντας τη σχέση σας.
Θεωρείς τυχαίο ότι φωτογράφιζα γυμνές τις γυναίκες που σχετιζόμουν και βιντεοσκοπούσα κάθε λεπτομέρεια από το κορμί τους; Το έκανα για να σου αποδείξω τι κατάφερνα εγώ και πόσο ικανός ήμουν. Κι ας αποστρεφόσουν τις εικόνες αυτές, το έβλεπα στο βλέμμα σου, εγώ συνέχιζα να φωτογραφίζω και να βιντεοσκοπώ για να στις δείχνω όλες. Περιμένοντας την υπέροχη στιγμή, όπου κατά λάθος τάχα θα σου έδειχνα δύο από τις πρώην σχέσεις σου, να εκστασιάζονται υποταγμένες στις ερωτικές μου επιδόσεις.
Δυστυχώς δεν κατάφερα ποτέ να ρίξω στο κρεβάτι τη γυναίκα σου. Αντιστεκόταν η βρώμα μέχρις απελπισίας και παράλληλα δε σου αποκάλύψε ποτέ ότι τη φλέρταρα μανιωδώς.
Δεν μπήκες στον κόπο βέβαια ποτέ να σκεφτείς ότι ο πατέρας σου ήταν πάντα το είδωλο μου και ευχόμουν να ήταν δικός μου πατέρας. Δεν σκέφτηκες ποτέ ότι ο πατέρας μου ήταν ένας απλοϊκός τεχνίτης κι εσένα αστός διανοούμενος. Δεν σκέφτηκες ότι εσύ μεγάλωνες ακούγοντας υπέροχες μουσικές, κλασική, τζαζ και άλλες, ενώ εγώ άκουγα λαϊκούς αμανέδες. Ούτε ότι ξυπνώντας εγώ τα πρωινά, πατούσα ξυπόλητος στο παγωμένο μωσαϊκό και αντίκριζα ένα δωμάτιο με άδειους τοίχους. Ενώ εσύ πατούσες στο ζεστό ξύλινο πάτωμα και αντίκριζες, πίνακες, γλυπτά, βιβλία, χρώματα…
Δεν σου πέρασε από το νου ότι όταν ερχόμουν σπίτι σου κι έβγαζα τα παπούτσια δεν ήταν για να μη λερώσω το πάτωμα, αλλά για να εισπράξω λίγη από τη θαλπωρή που έβγαζε το ξύλινο πάτωμα. Και όσο εισέπραττα τη ζέστη της φιλοξενίας σου, τόσο και φούντωνε το μίσος μου. Γιατί να τα έχεις εσύ αυτά και όχι εγώ και γιατί να μου δίνεις τα πάντα απλόχερα… Όσο μου έδινες, τόσο μου θύμιζες ότι είμαι κατώτερος σου. Να τι μου έκανες και δεν είχαν τελειωμό οι προκλήσεις σου.
Δεν προσπάθησες να σκεφτείς τι κόπο έκανα να διατηρώ τα παπούτσια μου άφθαρτα, για να μοιάζουν καινούργια σαν τα δικά σου. Ούτε πόσο παιδευόμουν καθημερινά, κάνοντας πρόβες μοναχός μου στον καθρέφτη χρησιμοποιώντας δικούς σου μορφασμούς, για να εμφανίζομαι ισάξιος σου στις παρέες.
Δε σκέφτηκες ποτέ, πώς ένιωθα εγώ με μια άσχημη καχεκτική μάνα, ενώ η δική σου μάνα ήταν όμορφη πολύ και τη θαύμαζα και την ήθελα δική μου μάνα.
Ήσουν αιτία να μισήσω τους γονείς μου. Να μη θέλω να τους ακούω, ούτε να τους βλέπω. Ήθελα να είχα τους δικούς σου γονείς, κάθαρμα μέγα και τρισάθλιο. Δε θα ξεχάσω ποτέ πως σε κοίταζε η μάνα σου και πως άπλωνε το χέρι να σε χαϊδέψει. Και μόνο ότι δεν είχα ποτέ γευτεί αυτή την τρυφεράδα, αυτό το χάδι, με σκότωνε. Αλλά πού και γιατί να καταλάβεις εσύ ο… μακράν, ο πέραν…
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φορές βρέθηκα μπροστά σου δημιουργώντας σου εμπόδια χωρίς να το ξέρεις. Δεν μπορείς, πόσες φορές χαιρόμουν ανέκφραστος τις επιτυχίες μου, να σε βλέπω να υποφέρεις εξ αιτίας μου χωρίς να το ξέρεις. Η μόνη χαρά που μου έδωσες ήταν μόνο αυτή. Όταν κατάφερνα να σε κάνω να υποφέρεις. Μάλιστα υποκρινόμουν ότι συμπάσχω μαζί σου. Διότι ήσουν τόσο αφελής, που δεν πήγαινε το μυαλό σου σε μένα ως αιτία των δεινών σου. Η απόλαυση μου ήταν ακριβώς σε τέτοιες στιγμές. Τότε ήμουν σαφώς ισχυρότερος. Καθόριζα έστω για στιγμές τη συναισθηματική σου κατάσταση. Και όταν οι επεμβάσεις μου σε έβλαπταν επαγγελματικά, χαιρόμουν διπλά διότι επενέβαινα και στα οικονομικά σου.
Εξ αιτίας σου μπήκα στο πανεπιστήμιο, διότι λύσσαξα να σε φτάσω και διάβαζα μανιωδώς για να πετύχω στις εισαγωγικές. Όταν μετακινηθήκαμε οι δύο μας σε κοινό σπίτι ως φοιτητές στη Θεσσαλονίκη, εκεί με πότισες περισσότερο μίσος. Διότι έβλεπα τις καθημερινές σου συνήθειες από κοντά, στο κάθε μέρα. Και τρελαινόμουν με το πόσο προικισμένος ήσουν, πόσο επί της ουσίας αριστοκράτης στη σκέψη, στις κινήσεις. Ξαφνιαζόμουν συνεχώς με τις ικανότητες σου και πάσχιζα συνέχεια να σε μιμηθώ, να γίνω τουλάχιστον όμοιος, αφού δε μπορούσα να σε ξεπεράσω.
Ως και στην Αριστερά πέρασα ως κακέκτυπό σου. Κι ενώ εσύ ήσουν ο αστός, σε άκουγαν με ανοιχτό στόμα οι ομοϊδεάτες σύντροφοι κι εγώ που εξ αντικειμένου ήμουν προλετάριος, βρισκόμουν πάλι στο περιθώριο. Διότι η παρουσία σου ήταν πάντα καταλύτης. Και όταν σε συνέλαβαν επί χούντας, εμένα με αγνόησαν τα περίφημα Σώματα Ασφαλείας. Τόσο με αγνοούσαν, που ένα βράδυ μεθυσμένος πήγα έξω από το αστυνομικό τμήμα και τους έβρισα με το χειρότερο τρόπο και αυτοί δεν έκαναν τον κόπο καν να με συλλάβουν. Ακόμα και γι αυτούς, ανύπαρκτος ήμουν.
Εξ αιτίας σου. Είμαι βέβαιος ότι εσύ ήσουν αιτία που με αγνόησαν, ως και αυτοί. Οι άχρηστοι, οι χαφιέδες, οι μηδαμινοί. Συνέλαβαν εσένα και αγνόησαν εμένα. Τα σκουλήκια.
Έπινα. Θυμάσαι; Έπινα πολύ. Με κατάντησες αλκοολικό τότε κάθαρμα και μόνο επειδή υπήρχες. Στην αρχή έπινα για να φτιάχνομαι τάχα και να μπω σε κατάσταση δημιουργικής μέθης, αλλά ούτε εκεί τα κατάφερα,. Ήμουν ανίκανος ως και… παραγωγικός μέθυσος να γίνω. Και πάλι, εσύ με βοήθησες να απεμπλακώ από την εξάρτηση, με χρήμα και γνωριμίες. Όταν γύρισα στον κόσμο υποτίθεται υγιής, πάλι εσύ μου βρήκες δουλειά κάθαρμα και μου έδωσες υπόσταση.
Θυμάσαι ηλίθιε αφελή… μάλλον δεν ήσουν αφελής. Όχι δεν ήσουν. Είμαι σίγουρος. Απλά δεν καταδεχόσουν να σκεφτείς μικρόψυχα όπως οι γύρω σου και η ενσυνείδητη αυτή απαξιωτική στάση σου για τα μικρά πράγματα, εκλαμβάνονταν ως αφέλεια. Και αυτό λειτουργούσε προσθετικά στο μίσος μου. Ναι τώρα το καταλαβαίνω καλά αυτό που είχες. Μόνο αφέλεια δεν ήταν.
Ήσουν ένα πράγμα, λες και δεν είχες ίσκιο. Ναι αυτό είναι. Δεν είχες ίσκιο, όπου και να στεκόσουν, από όπου και να ερχόταν το φως. Αυτή την αίσθηση είχα τότε. Ακόμα την έχω. Ήσουν ο μοναδικός άνθρωπος στη γη, που δεν είχε ίσκιο. Αλήθεια σου λέω .Μη γελάς. Μη με ειρωνεύεσαι ηλίθιε. Ποτέ δεν είχες ίσκιο σου λέω!
συνέχεια
ΣΑΝ ΓΥΡΙΣΕΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ
του Βασίλη Κουτούζη
Κάθε Ανοιξη, κοντά την Ανάσταση του Χριστού μας, ξαναγυρίζουν τα χελιδόνια! Οι φτερωτοί αυτοί επισκέπτες με το μαύρο φράκο και το κατάλευκο πουκάμισο, που σπαθίζοντας τον αέρα μας φέρνουν ένα χαρμόσυνο μήνυμα:
Ανοιξη - Ανάσταση - Φως - Χαρά!
Μαζί με τα χελιδόνια, γυρίζουν και πολλά «θαλασσοπούλια» μας, πολλοί ναυτικοί μας. Οι περισσότεροι πατεράδες μικρών παιδιών, που τους προσμένουν με λαχτάρα, για να ζήσουν μια εντονότερη πραγματικότητα : Ανοιξη - Ανάσταση - Πατέρας - Ευτυχία- Χαρά!
Σαν γυρίσει ο μπαμπάς λοιπόν, μαζί με τα χελιδόνια, την Ανοιξη, κοντά το Πάσχα, τι ευτυχία στο σπιτικό του ναυτικού!
Γιατί είναι εκείνος που λείπει μήνες, χρόνια ίσως, αυλακώνοντας με το καράβι του τις θάλασσες και τους ωκεανούς, για τα καλό όλης της οικογένειας. Γι αυτό και η οικογένεια, τον αποζητάει πολύ;
- Πότε θάρθει ο μπαμπάς;
Μα και εκείνος όσα μέρη κι αν βλέπει, όποια χαρά και αν γνωρίσει ταξιδεύοντας, μήπως δεν αποζητάει το σπίτι του, τα παιδιά του;
Μήπως πάντα δεν γράφει στη σύζυγο του: «γράψε μου τί κάνει το παιδί, και στείλε μου και μια φωτογραφία του, από την παρέλαση……»
Υπάρχει, σίγουρα, μια ιδιόμορφη πνευματική επικοινωνία μεταξύ του ναυτικού και της οικογενείας του, των παιδιών του, του παιδιού του!
Στην τιμονιέρα, στον ασύρματο, στο γραφείο, στην κουκέτα, στο πορτοφόλι, κάπου τέλος πάντων, βρίσκονται μια ή και περισσότερες φωτογραφίες με τα παιδιά, τη σύζυγο, στεριανές στιγμές, ελπίδα και κουράγιο για τη δουλειά και πάνω στην δουλειά.
Πόσο απλώνεται, αλήθεια μια οικογένεια;
Από ένα μέτρο, ως πολλές χιλιάδες μίλια. Κι' είναι η οικογένεια του ναυτικού! Είναι αυτός που σαν θαλασσοπούλι αφήνει τη φωλιά, τη σύζυγο και τα παιδιά και πάει να δουλέψει στο καράβι, ταξιδεύοντας εδώ κι εκεί σ' άγριες θάλασσες, να φτιάξει το μέλλον της οικογένειας. Είναι η μάνα που μένει πίσω με τα παιδιά, να φροντίσει το μεγάλωμά τους, τις σπουδές τους, το σπιτικό τους.
Γέφυρα σ' αυτό το χωρισμό, το τηλέφωνο, τα γράμματα κι ο αέρας γεμάτος από ελπιδοφόρες σκέψεις: Να γυρίσω να δω τα παιδιά!
Νάρθει ο μπαμπάς να δει πως μεγαλώσατε!..
Νάρθει.. Μπορεί ο δικός σας νάρθει αυτό το Πάσχα, μαζί με τα χελιδόνια! Αν δε μπόρεσε τώρα, θάρθει αργότερα, όταν τον αναπληρώσει άλλος στο βαπόρι. Πάντα η σκέψη είναι να γυρίσει!
Να γυρίσει κοντά σ' αγαπημένα πρόσωπα, που τα στερήθηκε μήνες, σε φωνούλες που τις άκουσε μόνο στ' όνειρά του, ταξιδεύοντας, που τις θύμισαν τα κύματα, τ' αστέρια, οι γλάροι!..
Σαν γυρίσει ο μπαμπάς! Σαν γυρίσει ο μπαμπάς, τι χαρά στο σπιτικό του ναυτικού : Ανοιξη - Ανάσταση - Ευτυχία!
Μεγάλη ευτυχία. Κι' ότι και να φέρει δεν έχει τόση σημασία όση το ότι ήρθε εκείνος, για να πουν εδώ στην πατρίδα το «Χριστός Ανέστη». Μα αν πάλι δεν μπόρεσε νάρθει ακριβώς το Πάσχα, σίγουρα το βράδυ της Ανάστασης, οι σκέψεις στεριανών - μανάδων και παιδιών - και ναυτικών, θ' ανταμωθούν καταμεσής στο πέλαγο, και θα ευχηθούν ο ένας στον άλλο: Χρόνια πολλά!
Βασίλης Κουτούζης
Ιστοσελίδα
Η Μαρία Θανοπούλου αυτοβιογραφείται:
Γεννήθηκα στη Σαλονίκι στο κέντρο της, στη Δημητρίου Γούναρη. Σήμερα ζω σε προάστιο της Θεσσαλονίκης, λόγω του ότι την πόλη που γεννήθηκα τη λατρεύω, αλλά δεν αντέχω να βιώνω τον εξωφρενικό της ρυθμό.
Από παλιά τον ελεύθερο μου χρόνο τον πέρναγα γράφοντας, παρακολουθώντας τις παραστάσεις του Κρατικού θεάτρου και τις ταινίες του παλιού καλού κινηματογράφου «Διονύσια». Η αδελφή της μητέρας μου ήταν ηθοποιός, ιδρύτρια της πρώτης θεατρικής σκηνής στην πόλη μας και καθηγήτρια δραματικής σχολής. Μιλώ για την αξέχαστη Αγγελική Τριανταφυλλίδη. Είναι καλό να αναφερόμαστε στους ανθρώπους που πρόσφεραν τα μέγιστα στην πόλη που ζούμε (ετοιμάζω μία έκθεση φωτογραφίας προς τιμήν της, από τις παραστάσεις που συμμετείχε Κ.Θ.Β.Ε.-Αυλαία, Βασιλικό θέατρο, Θάσος-Φιλίππους). Γράφω από τα εφηβικά μου χρόνια. Για πρώτη φορά συμμετείχα με μια μικρή προσπάθεια στιχογραφής το 1985 στο Τριγώνιο, περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης με τίτλο «Θεσσαλονίκη Σελίδες λόγου και τέχνης από 23 αιώνες ζωής» που επιμελήθηκε ο συντοπίτης μας ποιητής Γιάννης Σφακιανάκης.
Αρθρογραφώ σε τοπικές εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο.
Συμμετείχα σε ανθολόγια ποίησης και πεζού λόγου. Έχω εκδώσει 2 βιβλία: «Το αλκοολούχο ύδωρ», με ποίηση χρονογράφημα και ρήσεις και το μυθιστόρημα με τίτλο «μη σβήσεις το φως» εκδόσεις Μαλλιάρη, που θα παρουσιαστεί στις 22 Νοέμβρη 2007 στο βιβλιοπωλείο Public στο Κόσμος, στις 5 Δεκεμβρίου στην αίθουσα «Ανατόλια» στο Μαλλιάρη και στο Πολιτιστικό Κέντρο Δ. Συκεών, επίσης το Δεκέμβριο.
Με τον νεαρό ποιητή και ιδιαίτερα ταλαντούχο στην σύνταξη της γλώσσας μας Αλέξανδρο Τανασκίδη ιδρύσαμε μια λογοτεχνική ομάδα, «την ανοικτή σκηνή ποιητών», με την οποία έχουμε πραγματοποιήσει στην κοντινή Ελλάδα ποιητικά βράδια, Λάρισα, Βόλο, Πτολεμαΐδα, Ξάνθη, Θάσο, Αθήνα, Κιλκίς, Θεσσαλονίκη, Θάσο και εκδώσαμε τρία ανθολόγια ποίησης εκδόσεις Μαλλιάρη. Έτσι άνοιξε για δεύτερη φορά μετά από είκοσι χρόνια απομόνωσης το κεφάλαιο της γνωριμίας μου με τους πιο παράξενους ανθρώπους της γης. Τους συγγραφείς. Τα κυάλια της ψυχής, τους ευνοούμενους πρίγκιπες των λέξεων, μα και τους περιθωριακούς αθάνατους παίκτες μιας ζωογόνου, οργισμένης τεχνοτροπίας.
Στην πορεία σκέφθηκα να συνθέσουμε μια δική μας λογοτεχνική εφημερίδα σε τριμηνιαία βάση, που τη βαφτίσαμε «Γραφή Βουστροφηδόν». Τώρα είναι στη φάση να σταλεί στο Υπουργείο Τύπου, ώστε να διανέμεται δωρεάν στους φίλους που μένουν μακριά, όρα Αθήνα, Κρήτη, Κύπρο, Αλεξανδρούπολη, Θάσο, Κέρκυρα.
Πήρα μέρος σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς για να «θρέψω» την αιματηρή μου ματαιοδοξία. Η εξαθλίωση των βραβείων που διανέμονται δωρεάν και με τη σέσουλα, ενίοτε δύνανται να διαβρώσουν το ύφος του όποιου συγγραφέα.
Γράφω, διορθώνω και επιμελούμαι την τοπική εφημερίδα του Πολιτιστικού Οικολογικού Συλλόγου Περαίας «ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ», όπου είμαι και διοικητικό μέλος.
Σηκώνομαι στις 6.00 το πρωί πάντα με μουσική συντροφιά, την αγαπημένη μου παρέα Καραίνδρου, Χατζιδάκι και Ρεμπούτσικα, (εμπνεύσεις ζωής) και προσπαθώ να γράψω τα της εποχής μου. Έχω συγγράψει δοκίμια, χρονογραφήματα, ελεύθερη ποίηση και τώρα τελειώνω μια μικρή σειρά παραμυθιών.
Παρακολουθώ πολύ κινηματογράφο, φύση Μπεργκμανική με μόνιμο ψάξιμο για το θάνατο. Την ελπίδα τη θεωρώ δείγμα γέννησης, έναν πολύτιμο θησαυρό που σκουριάζει στην πλεύση της ζωής και εξαλείφεται στο μεταίχμιο ύπαρξης και χαμού. Θεωρώ τον εαυτό μου μια θλιβερά μοναχική παρουσία, που δεν αντέχει την έπαρση και την ανοησία.Διακωμωδώ την ύπαρξή μου και διαχέομαι στην αλήθεια επιστρέφοντας εντός της ψυχής, του πιο στενού μου φίλου που δεν διαβρώνεται από τίποτε. Μένω πολλές ώρες μόνη «διασκεδάζοντας» με το ιδιαίτερο μου χάρισμα, τη μοναξιά. Απέχω από κοινωνικές, διαστροφικές συναναστροφές, (εκτός των ποιητικών διανοουμενίστικων συνδιαλλαγών), διότι ο Έλληνας πληγώνει πάντα με το δαχτυλάκι, που του αρέσει να καλλωπίζει προς μεγάλη του χαρά. Αντί να ξύνει τη δική του πλάτη, γδέρνει του διπλανού.
Ασχολούμαι χρόνια με τη φωτογραφία, ερασιτεχνικά πάντα, αλλά εδώ και λίγο διάστημα συγχρόνως με τα ποιητικά βράδια της «Ανοικτής σκηνής ποιητών» αποφάσισα να εκθέσω και «μερικά τοπία της αρεσκείας μου».
Έτσι στις 22 Οκτώβρη παράλληλα με την β΄ παρουσίαση του Γ΄ Ανθολογίου της «Ανοικτής σκηνής ποιητών» υλοποιήθηκαν και τα εγκαίνια της τρίτης έκθεσης φωτογραφίας μου με τίτλο «Θερμαϊκού Νεροδιαβάσεις». Διορθώνω και επιμελούμαι βιβλία.
Από το 2004 με το συνιδρυτή και εμπνευστή του οράματός μου για μια «καλύτερη ημερομηνία λήξης» επιστήθιο φίλο και ποιητή Αλέξανδρο Τανασκίδη διοργανώνουμε μουσικά ποιητικά βράδια. Εδώ και 2 χρόνια λαμβάνουμε μέρος το Μάιο, στην έκθεση βιβλίου του ΣΕΚΒΕ και στη διεθνή έκθεση βιβλίου SCRIPTA. Είμαι μέλος της ΕΛΒΕ και της ΕΕΛ.
Οργάνωσα ραδιοφωνικές εκπομπές λόγου, έγραψα και διάβασα ραδιοφ. σποτάκια.
Το ραδιόφωνο είναι μια καθ’ όλα ποιητική συντροφιά που ενημερώνει από την πιο κοντινή απόσταση, δίχως να παθαίνεις άνοια.. Επίσης έχει γίνει θεσμός στην παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου η εκπομπή στο δημοτικό ραδιόφωνο Λόγου και Τέχνης 100,6 «τα παιδιά παρουσιάζουν παιδιά» με τη συνεργασία των αγαπητών δημοσιογράφων Ζωής Αγαθοπούλου και του Θανάση Παπαδερού.
Οι δημόσιες σχέσεις τονώνουν την καθημερινότητά μου αφού αφιερώνω κάποιες ώρες στο «νεογνό τρόπο επικοινωνίας».
Για το 2008 ετοιμάζω με τους φίλους ποιητές απ’ όλη την Ελλάδα, ποιητική βραδιά για πρώτη φορά στα Γιάννενα, για τέταρτη χρονιά στο Φεστιβάλ της Θάσου στην αρχαία αγορά, στην Κέρκυρα, ραδιοφωνικές εκπομπές κι ένα νέο ανθολόγιο με τίτλο «Στιγμές που κρέμονται από την επόμενη λέξη». Για πρώτη φορά η «Ανοικτή σκηνή ποιητών» θα πάρει μέρος στα «Δημήτρια» 2008.
Διοργανώνω ομιλίες και παρουσιάσεις βιβλίων. Στις 3 Νοεμβρίου θα έχουμε μια φιλική συζήτηση στο ζεστό καφέ Lupo di mare στις 6.00 μ.μ στην παραλία της Αγίας Τριάδας με τη γνωστή ψυχολόγο Αναστασία Βαρσαμοπούλου περί κοινωνικών προβληματισμών, δηλαδή :Νεαρές μαμάδες, παιδικός σταθμός, εμμηνόπαυση, εφηβεία, ασθένειες, φροντίδα ηλικιωμένων, συζυγικά προβλήματα, μαθησιακές δυσκολίες, χόμπυ και ενδιαφέροντα, γέμισμα ζωής, σπορ και πνευματική αναζήτηση είναι οι «γείτονες» που σημαδεύουν και καθορίζουν τις συνήθειες μας.
επίσης στις 11 Νοεμβρίου η ίδια φιλικά συζήτηση θα πραγματοποιηθεί στο καφέ Piazza di cafe , στις 6.00μ.μ στο Πλαγιάρι.
Στις 9 Νοεμβρίου διοργανώνουμε τον Γ΄ κατά σειρά Μαραθώνιο Ποίησης από τις 4.30μ.μ –τις 8.00 μ.μ. στο Μαλλιάρη στην αίθουσα Ανατόλια με συμμετοχές απ’ όλη την Ελλάδα. Η εκδήλωση μας αυτή σκοπό έχει να μεταλαμπαδεύσει το πνεύμα και όπως πάντα υποστηρίζω να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας κατά το είθισται.
Ο κάθε συγγραφέας διαθέτει ένα προσωπικό τρόπο γραφής. Οι εποχές αλλάζουν μέσω του γραπτού λόγου. Οι άνθρωποι παραμένουν νέοι μέσω του γραπτού λόγου. Ολόκληρη η ύπαρξή μας στηρίζεται στο ενωτικό γραπτό μέσον.
Διαφεύγοντας της σκληρής πραγματικότητας μέσω της νόησης ιχνηλατείται η χαρά της μέθεξης και η πορεία ελαφρύνει τον καημό του αφόρητα σημερινού ευ ζειν.
Μαρία Θανοπούλου
Μιά γιορτή αλλοιώτικη!
Γράφει ο Διονύσης Κονταρίνης Νέα Υόρκη Νοέμβριος 2007 denniskontarinis@yahoo.com
Απόγιομα Κυριακής 18 του Νοέμβρη. Στην ισόγεια αίθουσα του Σταθάκειου Κέντρου μιά παρέα κάποιων, ίσως, ρομαντικών γιά την εποχή μας, είχαν μιά γιορτή αλλοιώτικη.
Μιά γιορτή δική τους. Ξεχωριστή από όλες τις άλλες, που την ίδια ώρα σε μεγάλο αριθμό, γέμιζαν κάποιους χώρους εκεί γύρω.
Στην ισόγεια αίθουσα του Σταθάκειου η γιορτή, αυτή η αλλοιώτικη γιορτή, ήταν αφιερωμένη στο ελληνικό πνεύμα, στα ελληνικά γράμματα. Ιδιαίτερα, θα μπορούσε να πει κανείς, στο ελληνοαμερικάνικο βιβλίο.
Μιά συντροφιά από ομογενείς που ασχολούνται με την συγγραφή ελληνικών βιβλίων παρουσίαζε μιά πρόσφατη ομαδική δουλιά τους. Μιά ανθολογία. "Οι στάλες που γίνανε βροχή"ο τίτλος της.
Απλή η ιστορία αυτού του βιβλίου. Ξεκίνησε σε μιά συγκέντρωση εννέα φίλων σε κάποια γωνιά της Αστόριας, με ένα ποτηράκι κρασί, ένα βράδυ που πάνω στα τζάμια κυλούσαν αργά οι νερένιες στάλες. Οι στάλες που σιγά-σιγά έγιναν βροχή. Κι΄εκεί, με συντροφιά τον ήχο της βροχής, η ιδέα άρχισε να παίρνει σχήμα. Και το σχήμα πήρε μορφή. Τη μορφή του βιβλίου. Οι στάλες που γίνανε βροχή.
Άνθρωποι απλοί όλοι τους, που μέσα τους κλείνουν την αγάπη τους γιά τον λόγο, έμμετρο και πεζό, άπλωσαν στις σελίδες του βιβλίου μιά κατάθεση ψυχής. Κι΄αυτή την κατάθεσή τους θέλησαν να την κάμουν γνωστή και στην Ομογένεια κείνο το απόγιομα της Κυριακής 18 του Νοέμβρη. Πρόθεσή τους, μέσα από τις στάλες που γίνανε βροχή αλλά και από άλλα βιβλία τους, που θα φιλοξενούσε η έκθεση ομογενειακού βιβλίου, που λειτουργούσε παράλληλα, να προσφέρουν στην Ομογένεια νοσταλγίες, όνειρα, οράματα.
"...Είναι βιώματα από χαρακτήρες ανήσυχους, που αναζητούν μιά καινούργια ταυτότητα, έργα εμπνευσμένα από τον αγώνα της επιβίωσης στα ξένα, έργα σύνθετα μιάς λογοτεχνίας στην Αμερική. Έργα εμπνευσμένα σε ποίηση αγάπης, με φόντο έναν γαλάζιο ορίζοντα...." έγραφαν στις ανακοινώσεις γιά την εκδήλωσή τους. Και περίμεναν τον κόσμο, τους επισκέπτες, τους ενδιαφερόμενους, τους περίεργους τέλος πάντων.
Φαίνεται όμως πως μιά γιορτή γιά τα γράμματα, γιά το πνεύμα, γιά το βιβλίο, δυστυχώς δεν πουλάει, όπως λένε και οι πραματευτάδες. Πουλάνε όμως οι χοροεσπερίδες που υπόσχονται πλούσιο φαγητό, άφθονο ποτό, ατέλειωτο γλέντι και ξεφάντωμα μέχρι τις πρωινές ώρες. Και τέτοιες κείνο το απόγιομα της Κυριακής υπήρχαν πάρα πολλές στην κατά τα άλλα ελληνική Αστόρια.
Λίγο πάρα πάνω από το Σταθάκειο Κέντρο υπάρχει το καφεζαχαροπλαστείο που το λένε το στέκι της Ομογένειας. Ήταν γεμάτο από Ομογενείς που απολάμβαναν τον καπουτσίνο τους συντροφιά με τα πύτουρα, που προσφέρει στην ομογένεια η επί πληρωμή ελληνική τηλεόραση. Κανείς τους δεν αποφάσισε να περπατήσει λίγα βήματα πιό κάυω, γιά να γνωρίσει μιά γιορτή αλλοιώτικη.
Σ΄αυτή την αλλοιώτικη γιορτή οι άνθρωποι μετρημένοι. Πολύ λίγοι. Η Ομογένεια απουσίαζε. Όμως πιό έντονη ήταν η απουσία αυτών, που υποτίθεται είναι η οδηγοί μας, εδώ στην ξενητιά μας. Οι προξενικές αρχές, η Αρχιεπισκοπή, οι εκκλησίες, οι εκπαιδευτικοί, οι επιστήμονες, οι βαρύγδουποι φορείς, οι σύλλογοι. Δεν μπήκαν στον κόπο να δούν τι είναι αυτή η αλλοιώτικη γιορτή. Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι που την οργάνωσαν. Τι μηνύματα θέλουν να περάσουν στην Ομογένεια, στον ελληνισμό. Έλαμψαν με την απουσία τους όλοι αυτοί, που πρώτοι θα έπρεπε να δώσουν το παρών.
Η αλλοιώτικη γιορτή είχε ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γι΄αυτούς που μπήκαν στο κόπο να πάνε, να δούνε, ν΄ακούσουν. Σ΄αυτούς που μπόρεσαν να κατανοήσουν τα μηνύματα. Και την απόλαυσαν.
Όλοι οι συγγραφείς της ανθολογίας, ένας ένας διάβασαν ένα μικρό μέρος από την κατάθεσή τους που φιλοξενούσε στις σελίδες του αυτό το αξιόλογο βιβλίο. Πεζά και έμμετρα. Αποσπάσματα που μέσα τους έκλειναν το μεγαλείο της προσφοράς τους. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ σε έναν-έναν χωριστά. Δεν βρίσκω να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος . Ήσαν όλοι τους υπέροχοι. Θα σταθώ μόνο γιά λίγο στον ένα από όλους τους, και ζητώ συγνώμη γι΄αυτή την εξαίρεση. Σ΄αυτόν που κατά την ταπεινή μου γνώμη έκλεψε τις εντυπώσεις.
Χαιρετισμούς και αφιερώματα
Η Ελληνικότητά μου Κύριε,
στην ξενιτιά μου, είναι η εκκλησιά μου!
Kαι η Εκκλησία Σου, η Μεγαλουργία Σου,
Απεραντοσύνη.. και Μεγαλοσύνη στους αιώνας!..
Στήνω Ναό στο κάθε μου κύτταρο Κύριε,
και πέφτω και προσεύχομαι στης γαλανής μου πατρίδας
και στης δικής Σου την Θεία ύπαρξη για να υπάρξω Κύριε!
'Οτι ΕΣΥ ο Θεός μου ο Μεγαλοδύναμος,
θα διαφυλάξεις την μακρινή μου πατρίδα,
τον μετανάστη και τις μελλούμενες γενιές
από την αφομοίωση, την παγκοσμιοποίηση
και τον εξευτελισμό που φέρνει την άγνοια
των ιερών μας προγόνων! κδ.
η Προσευχή του μετανάστη
| |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Τον Ηλία Χατζημιχάλη. Τον νεαρό των εννενήντα χρόνων – ναι, καλά διαβάσατε, εννενήτα χρόνων – που εντυπωσίασε με το πνεύμα του, την φρεσκάδα στο πνεύμα του, την αγάπη του γιά τα ελληνικά γράμματα αλλά και την λατρεία του γιά την Ελλάδα, αφού έκλεισε την σύντομη ομιλία του αναφωνώντας Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.
Κι΄είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα ποτέ δεν θα πεθάνει όσο υπάρχουν Χατζημιχάληδες, όσο υπάρχουν αυτοί οι υπέροχοι εννέα συγγραφείς της Ανθολογίας και όσο υπάρχουν αυτοί οι λίγοι, που με την παρουσία τους στην αλλοιώτικη γιορτή την έκαμαν να υψωθεί στο μεγαλείο που της άξιζε.
Διονύσης Κονταρίνης
|