Στην άκρη του ματιού: Ένα οδοιπορικό μέσα από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού "Έλα να δεις" της "LAND of GODS"
ο ΕλληνισμόςSince 1996 της Διασποράς
...Αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει... (Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.)
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη σελίδα
Κλικ και πάτε../ Δημοτικό τραγούδι Ο γεωγραφικός Χάρτης της Αρκαδίας / More.. οι Ενότητες της LAND of GODS και άλλα..: Ολη η Ελλάδα ένα πανηγύρι.. Η ζωή των Σερβαίων τσοπάνηδων Μαγούλιανα Αρκαδίας : Ήμουν ο πιό τρανός τσοπάνης Οι τσοπάνηδες και η ζωή τους 'Aγης Θέρος : Το τραγούδι και η Εθνική Ψυχή 'Aγης Θέρος : Ο ποιητής και οι παραλλαγές 'Aγης Θέρος : Η γεωγραφία του τραγουδιού 'Aγης Θέρος : Το χρέος του λαογράφου Ποιμενική ζωή Όνειρο στο κύμα: ένα "ποιμενικό ειδύλλιο"; Παπαδιαμάντης Γιάννης Αποστολάκης: Το κλέφτικο τραγούδι (Το πνεύμα και η Τέχνη του) Δ. ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ : Ποιμενικές κοινωνίες (19ος) ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΑΞΙΑΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ Γαλακτοκομικά προϊόντα ../και πάει ..λέγοντας..
2.500 χρόνια από τη μάχη του Μαραθώνα
Το δημοτικό τραγούδι είναι τα ψηλά βουνά
Κώστας Δουρίδας: durabond.landofgods@gmail.com   /    kostas@douridasliterature.com   /    Greek - English Dictionary (Kypros-Net)  /    Gr-spell-check..   /    Google Μετάφραση   /    Yahoo Translations  /    greeklish youtube.com  /    canada411  /    Reverse Number   /    Reverse Address
  

Γεωγραφικός Χάρτης της Αρκαδίας & More..
(Ο Νομός Αρκαδίας αποτελείται από τις επαρχίες Γορτυνίας -Κυνουρίας-Μαντινείας-Μεγαλοπόλεως.Έχει έκταση 4.419 τχ , 245 δημοτικά διαμερίσματα, 411 οικισμούς και 22 Δήμους) .




Καρδαρίτσι


Μικρό ορεινό χωριό κοντά στην Κοντοβάζαινα και στο Βελημάχι. Στό χωριό μπορεί κανείς να φτάσει είτε από διακλάδωση του οδικού άξονα 111 στα Τριπόταμα της Αχαϊας, μέσω Παραλογγών, είτε από τη Κοντοβάζαινα μετά από μια υπέροχη διαδρομή. Έχει 50 περίπου μονίμους κατοίκους που ασχολούνται με τη γεωργία και κτηνοτροφία.




Μεγαλόπολη


Η Μεγαλοπολη είναι η έδρα ολόκληρης της επαρχίας, αλλά και του ομώνυμου Δήμου. Πρόκειται για μία ζωντανή σύγχρονη πολιτεία, με όλες τις υπηρεσίες. Στην περιοχή υπάρχουν άφθονα αποθέματα λιγνίτη, ο οποίος και χρησιμοποιείται από τη ΔΕΗ για παραγωγή ....

διαβάστε αναλυτικά




'Aγιος Ανδρέας


Στην ευρύτερη περιοχή της Τσακωνιάς βρίσκεται και η γραφική κωμόπολη του Αγ. Ανδρέα, χτισμένη στην άκρη του φαραγγιού της Ζαρμπάνιτσας στις εκβολές του ποταμού Βρασιάτη. Στο δρόμο που ακολουθεί το Βρασιάτη για την παραλία του Αγ. Ανδρέα, σώζεται ....

διαβάστε αναλυτικά




'Aγιος Βασίλειος Κυνουρίας


Καταπράσινο χωριό με πολλές πηγές που αναβλύζουν από κρήνες. Αν και κάηκε από τους Γερμανούς στη διάρκεια της κατοχής, διατηρεί τον γραφικό του χαρακτήρα. Από την όμορφη πλατεία με τα πλατάνια, μπορεί κανείς να επισκεφτεί ένα ....

διαβάστε αναλυτικά




'Aγιος Ιωάννης Κυνουρίας


Σε υψόμετρο 750μ. στο όρος Σαραντάψυχο, βρίσκεται το μικρό χωριό του Αγ. Ιωάννη. Από το 1798 μέχρι το 1826, όταν και καταστράφηκε από τον Ιμπραήμ, στο χωριό λειτουργούσε η σχολή Καρυτσιώτη με μαθητές από όλη την Πελοπόννησο. Σήμερα σώζεται μόνο η ....

διαβάστε αναλυτικά




Καστρί


Σε ένα καταπράσινο τοπίο και σε υψόμετρο 950 μ. βρίσκεται το γραφικό Καστρί, γνωστό και με την παλαιά του ονομασία ως Αγ. Νικόλαος. Πρόκειται για το κεφαλοχώρι μιας ομάδας χωριών (Μεσοράχη, Νέα Χώρα, Ωριά, Έλατος, ....

διαβάστε αναλυτικά




Αγ. Παντελεήμων


Μικρό χωριό στον Πάρνωνα, πάνω από τον ποταμό Βρασιάτη. Το χωριό συνδέεται με την Καστανίτσα με το μονοπάτι Ε4. Επίσης λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό βρίσκεται ....

διαβάστε αναλυτικά




Αγ. Σώστης


Μικρό χωρίο έξω από την Τρίπολη σε σημαντική αρχαιολογική θέση, μιας και εκεί τοποθετείται η αρχαία Τεγέα και συγκεκριμένα η ακρόπολή της. Ειδικότερα στο κέντρο του χωριού έχουν ανακαλυφθεί τμήματα αρχαίου ....

διαβάστε αναλυτικά




Αγ. Πέτρος


Ιδιαίτερα γραφικό χωρίο του 15ου αι. σκαρφαλωμένο στον Πάρνωνα σε υψόμετρο 950 μ. Στο κέντρο του παραδοσιακού οικισμού βρίσκεται η πλατεία και η μητρόπολη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου του 1900. Αξίζει επίσης να επισκεφτείτε τον Πύργο ....

διαβάστε αναλυτικά




Αλωνίσταινα


Παραδοσιακός οικισμός που λόγω των μνημείων του έχει ανακηρυχθεί και διατηρητέος. Η Αλωνίσταινα είναι χτισμένη στο όρος Μαίναλο και σε υψόμετρο 1200μ. Το χωριό βρίσκεται σε εξαιρετική τοποθεσία μέσα σε ελατόδασος. Ως τόπος καταγωγής της μητέρας του Θεόδωρου....

διαβάστε αναλυτικά




'Aνω και Κάτω Δαβιά


Πρόκειται για δύο οικισμούς, την Άνω και την Κάτω Δαβιά, που απέχουν μόλις 1,5 χιλιόμετρο μεταξύ τους. Η περιοχή είναι εύφορη από τα νερά του ποταμού Ελισσώνα. Ο επισκέπτης θα δει πολλά κηπευτικά, βυσσινιές, μηλιές και καρυδιές. Ο οικισμός της Άνω Δαβιάς με τα γραφικά ....

διαβάστε αναλυτικά




'Aνω Δολιανά


Ο παραδοσιακός οικισμός των Άνω Δολιανών είναι χτισμένος σε υπέροχη τοποθεσία, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο. Το υψόμετρο των 1050μ. προσφέρει μοναδική θέα στον επισκέπτη. Τα γραφικά σπίτια και τα πέτρινα δρομάκια είναι χαρακτηριστικά του χωριού. Στο χωριό λειτουργεί ....

διαβάστε αναλυτικά




'Aνω Καρυές


Γνωστές ήδη από τον μεσαίωνα, οι Άνω Καρυές είναι χτισμένες σε μεγάλο υψόμετρο (περίπου 1000μ.) κοντά στους αρχαιολογικούς χώρους του Λυκαίου όρους. Μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, το χωριό παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον με το Μουσείο ....

διαβάστε αναλυτικά




Τυρός


Στο κέντρο της Τσακωνιάς, ο Τυρός αποτελείται από τρεις οικισμούς, τον Άνω Τυρό, τον Κάτω Τυρό και την Παραλία Τυρού. Η περιοχή είναι ιδιαίτερα όμορφη, μιας και ο καταπράσινος Πάρνωνας συναντά τη θάλασσα και τις υπέροχες παραλίες. Η παραλία Τυρού έχει ....

διαβάστε αναλυτικά




Ασέα


Έδρα του Δήμου Βαλτετσίου, η Ασέα αποτελείται από δύο οικισμούς, την Άνω και την Κάτω Ασέα. Η μεταξύ τους απόσταση είναι περίπου 5 χλμ. Στην Ασέα υπάρχουν και τα ερείπια της αρχαίας Ασέας. Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Ασέας είναι προσβάσιμος ....

διαβάστε αναλυτικά




'Aστρος


Έδρα του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας, το Άστρος (Μεσόγειο Άστρος) αποτελεί το κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η προνομιακή του θέση, κοντά στη θάλασσα και στα γραφικά χωριά του Πάρνωνα, το καθιστά ιδανικό κέντρο εξορμίσεων και εκδρομών. Η περιοχή ....

διαβάστε αναλυτικά




Ατσίχολος


Δίπλα στον ποταμό Λούσιο και στα ερείπια της Αρχαίας Γόρτυνας βρίσκεται το γραφικό χωρίο του Ατσίχολου με τα πετρόχτιστα σπίτια. Το χωριό είναι κτισμένο σε προνομιακή θέση και προσφέρει υπέροχη θέα της περιοχής. Λαγκαδινοί μάστορες, φημισμένοι για το ....

διαβάστε αναλυτικά




Βαλτεσινίκο


Μέσα σε πυκνό δάσος από έλατα, πλατάνια και καστανιές, με πανοραμική θέα και υψόμετρο 1150 μ. είναι χτισμένο το Βαλτεσινίκο. Το χωριό με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα άφθονα τρεχούμενα νερά και τις βρύσες, προσφέρει στον επισκέπτη πολλά αξιοθέατα. Τα σημαντικότερα είναι οι ....

διαβάστε αναλυτικά




Βάστα Μεγαλόπολης


Το μικρό χωριό Βάστα Μεγαλόπολης έχει γίνει πανελληνίως γνωστό για το μικρό ξωκλήσι της Αγ. Θεοδώρας που βρίσκεται μόλις λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Το εκκλησάκι που στη στέγη του έχουν ....

διαβάστε αναλυτικά




Βάχλια


Όμορφο και γραφικό χωριό του Δήμου Κοντοβαζαίνης, η Βάχλια χωρίζεται σε δύο οικισμούς, τη Βάχλια και την Πέρα Βάχλια. Το χωριό βρίσκεται μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον με ιδιαίτερο υδάτινο πλούτο. Μέσα στο χωριό βρίσκεται και οχυρωματικό διώροφο ....

διαβάστε αναλυτικά




Βελιγοστή


Η Βελιγοστή σήμερα είναι ένα μικρό χωριό του Δήμου Φαλαισίας σε όμορφο φυσικό περιβάλλον. Λίγα μαρτυρούν το σημαντικό παρελθόν του τόπου, μιας και η Βελιγοστή ιδρύθηκε μάλλον στους Βυζαντινούς χρόνους και κατά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους ....

διαβάστε αναλυτικά




Βέρβενα (Κυνουρίας)


Παραδοσιακός και ιστορικός οικισμός της Κυνουρίας, τα Βέρβενα εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη με το πράσινο τοπίο και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Στο χωριό ο επισκέπτης μπορεί να δει πυργόσπιτα του 18ου αι. με πιο γνωστά αυτά ....

διαβάστε αναλυτικά




Βλαχέρνα


Σε υψόμετρο 950 μ. και σε εντυπωσιακή τοποθεσία, βρίσκεται το όμορφο χωρίο Βλαχέρνα. Το χωριό διαθέτει μία αξιόλογη πετρόχτιστη εκκλησία, τον Αγ. Αθανάσιο. Το μεγαλύτερο αξιοθέατο του χωριού είναι ίσως η ίδια του η τοποθεσία, μέσα σε καταπράσινο ....

διαβάστε αναλυτικά




Μάραθα (Βλαχορράπτη)


Το χωριό Μάραθα, γνωστό και ως Βλαχορράπτη, είναι χτισμένο σε καταπράσινη πλαγιά. Τα πετρόχτιστα σπίτια του είναι θαυμάσια δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Τα περισσότερα είναι ανακαινισμένα και το χωριό έχει χαρακτηριστεί ....

διαβάστε αναλυτικά




Βλόγγος


Σε υψόμετρο πάνω από τα 1000μ., ο Βλόγγος προσφέρει ανεπανάληπτη θέα στον επισκέπτη και θεωρείται το μπαλκόνι της Πελοποννήσου. Χτισμένο στις κορυφές του όρους Εχτίχοβα το χωριό δίνει τη δυνατότητα πανοραμικής θέας της ευρύτερης περιοχής. Σε καθαρή μέρα φαίνονται ....

διαβάστε αναλυτικά




Βυζίκι


Όμορφο χωριό του Δήμου Τροπαίων με παραδοσιακή αρχιτεκτονική και πλούσια ιστορία. Στο κέντρο του χωριού σώζεται ενετικός πύργος, ενώ την εποχή της Φραγκοκρατίας αποτέλεσε το κέντρο της βαρονίας της Άκοβας, μίας από τις σημαντικότερες ....

διαβάστε αναλυτικά




Βυτίνα


Η Βυτίνα είναι η έδρα του ομώνυμου Δήμου και θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Αρκαδίας και ολόκληρης της Ελλάδας. Η Βυτίνα είναι χτισμένη σε υψόμετρο πάνω από τα 1000μ., ανάμεσα σε ελατόδασος και αποτελεί παραδοσιακό οικισμό με υπέροχα πετρόχτιστα σπίτια. Λόγω της τοποθεσίας της,

διαβάστε αναλυτικά




Δημητσάνα


Σε υψόμετρο 1000μ. βρίσκεται η Δημητσάνα, έδρα του ομώνυμου Δήμου. Είναι ένα από τα γραφικότερα χωριά της Αρκαδίας με πλούσια ιστορία και παράδοση.

διαβάστε αναλυτικά




Δήμητρα


Η Δήμητρα είναι ένα μικρό και γραφικό χωριό στους πρόποδες του Αφροδίσιου όρους. Πήρε το όνομά του από τη θεά Δήμητρα, που στην αρχαιότητα λατρευόταν εκεί. Υπήρχε και ιερό αφιερωμένο στη θεά, που .. ..

διαβάστε αναλυτικά




Ελάτη


Η Ελάτη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1220μ. Ο μικρός οικισμός έχει υπέροχα πετρόχτιστα σπίτια και βρίσκεται μέσα στο δάσος του δυτικού Μαίναλου. Αξιόλογη είναι η εκκλησία ....

διαβάστε αναλυτικά




Ελληνικό (Δήμος Βόρειας Κυνουρίας)


Το Ελληνικό είναι σήμερα ένα μικρό χωριό του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας. Ο τόπος αυτός όμως διαθέτει πλούσια ιστορία, αφού στη θέση Τειχιό σώζονται ερείπια κτισμάτων και οχυρωματικών έργων του 3ου, 4ου και 5ου αι. π.Χ. Εκεί τοποθετείται και η αρχαία ....

διαβάστε αναλυτικά




Ελληνικό (Δήμος Τρικολόνων)


Από τα μεγαλύτερα χωριά του Δήμου Τρικολόνων, το Ελληνικό είναι ένα όμορφο χωριό με ωραία θέα στο κάμπο της Μεγαλόπολης. Λόγω της ανάπτυξης των εναλλακτικών μορφών τουρισμού τα τελευταία χρόνια, το χωριό διαθέτει καλές τουριστικές υπηρεσίες και αποτελεί καλή ....

διαβάστε αναλυτικά




Επισκοπή Τεγέας και αρχαιολογικός χώρος


Το μικρό αυτό χωριό της Τεγέας είναι ιδιαίτερα γνωστό για τον εξαιρετικό αρχαιολογικό χώρο που διαθέτει (1χλμ. έξω από το χωριό) και για το μεγάλο πανηγύρι της Τεγέας που γίνεται εκεί τον Δεκαπενταύγουστο. Το χωριό επίσης διαθέτει ....

διαβάστε αναλυτικά




Εύανδρος


Το μικρό χωριό ιδρύθηκε τον 18ο αι. και έχει το όνομα του αρχαίου ηγεμόνα του Παλλαντίου. Σε μικρή απόσταση από το χωριό βρίσκονται τα ερείπια ναού του ....

διαβάστε αναλυτικά




Αλέα


Το μικρό χωριό είναι χτισμένο πάνω στα ερείπια τμήματος της αρχαίας Τεγέας. Έτσι, στο χωριό βρίσκονται τα ερείπια του ναού της Αθηνάς Αλέας, που λατρευόταν στην περιοχή. Στην Αλέα υπάρχει επίσης και το ...

διαβάστε αναλυτικά




Ζάτουνα


Σε καταπληκτική τοποθεσία, με πολλά νερά, μαγευτική θέα και μεγάλο υψόμετρο (πάνω από 1000μ.) είναι χτισμένος ο παραδοσιακός οικισμός με τα γραφικά δρομάκια και τα πετρόχτιστα σπίτια. Το χωριό διαθέτει την παραδοσιακή πλατεία με τον πλάτανο και όμορφες εκκλησίες που ....

διαβάστε αναλυτικά




Ζευγολατιό


Ολόκληρος ο Δήμος Κορυθίου φημίζεται για το εξαιρετικό κρασί που παράγεται εκεί και ειδικότερα για το μοσχοφίλερο. Στο μικρό χωριό διοργανώνεται κάθε χρόνο, την εποχή του ....

διαβάστε αναλυτικά




Θεόκτιστο


Το μικρό χωριό με τα άφθονα νερά και τις παραδοσιακές βρύσες διαθέτει όμορφες εκκλησίες με κεντρική την εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων, καθώς και το Δρακοπούλειο λαογραφικό μουσείο, δωρεά των αδερφών ....

διαβάστε αναλυτικά




Καλτεζές


Οι Καλτεζές είναι ένα ορεινό χωριό της Αρκαδία μέσα σε ένα μαγευτικό καταπράσινο τοπίο. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό βρίσκεται η ιστορική Μονή Καλτεζών, χώρος ....

διαβάστε αναλυτικά




Καμενίτσα


Πάνω από τον ποταμό Μυλάοντα, μέσα στο πράσινο βρίσκεται η Καμενίτσα. Η περιοχή έχει ίχνη κατοίκησης από τους νεολιθικούς χρόνους, καθώς κοντά στο χωριό (λόφος Σακοβούνι) έχει βρεθεί οικισμός αυτής της περιόδου. Ο οικισμός κατοικήθηκε μέχρι τους ύστερους ....

διαβάστε αναλυτικά




Κανδήλα


Γραφικό χωριό στο δρόμο που ενώνει την Αρκαδία με την ορεινή Κορινθία. Η περιοχή είναι ιδιαίτερα εύφορη και ο κάμπος της Κανδήλας παράγει πολλά προϊόντα. Η περιοχή γύρω από το χωριό είναι ....

διαβάστε αναλυτικά




Καρδαράς


Το μικρό χωριό βρίσκεται χωμένο μέσα στις πλαγιές του Μαίναλού και είναι ο πιο κοντινός οικισμός στο χιονοδρομικό κέντρο της Οστρακίνας (περίπου 16χλμ.). Το χωριό είναι χτισμένο σε ....

διαβάστε αναλυτικά




Καρύταινα


Ίσως ένα από τα ωραιότερα χωριά της Αρκαδίας, η Καρύταινα είναι έδρα του Δήμου Γόρτυνος και εμφανίζεται στα ιστορικά αρχεία μετά τον 13ο αι. Η πλούσια ιστορία, η γεωγραφική θέση και τα αρχιτεκτονικά μνημεία καθιστούν την Καρύταινα ένα σημαντικό ....

διαβάστε αναλυτικά




Καστάνιτσα


Ένα από τα ωραιότερα χωριά της Τσακωνιάς και ολόκληρης της Αρκαδίας, η Καστάνιτσα είναι σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του Πάρνωνα σε υψόμετρο 900μ. Το τοπίο γύρω είναι μαγευτικό και καταπράσινο, άλλωστε δεν είναι τυχαία και η ....

διαβάστε αναλυτικά




Κάτω Δολιανά


Ο οικισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τα Άνω Δολιανά, αφού παραδοσιακά αποτελεί το τόπο που οι κάτοικοι των Δολιανών περνούν τους χειμερινούς μήνες. Οι ιδιαίτερες γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες σε πολλά χωριά της Κυνουρίας οδήγησαν ....

διαβάστε αναλυτικά




Κάτω Κοτύλιο


Το Κοτύλιο αποτελείται από δύο οικισμούς, το Άνω και Κάτω Κοτύλι. Είναι χτισμένο στο Λύκαιο όρος και κοντά στους αρχαιολογικούς του χώρους, όπου τα τελευταία χρόνια αναβιώνουν τα Λύκαια. Σε γραπτές μαρτυρίες φαίνεται ....

διαβάστε αναλυτικά




Κάψια


Το χωριό έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστό τα τελευταία χρόνια, λόγω του σπηλαίου που υπάρχει λίγο έξω από αυτό. Βρίσκεται σε υψόμετρο 700μ. και αποτελεί καλή βάση για εξορμήσεις στο ....

διαβάστε αναλυτικά




Κοντοβάζαινα


Η όμορφη, ορεινή Κοντοβάζαινα είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Το τοπίο γύρω από το χωριό είναι καταπράσινο και η περιοχή είναι ιδιαίτερα πλούσια σε νερά. Το χωριό είναι χτισμένο στις πλαγιές του ....

διαβάστε αναλυτικά




Κοσμάς


Ο Κοσμάς είναι η μοναδική κοινότητα της Αρκαδίας. Πρόκειται για έναν πανέμορφο παραδοσιακό οικισμό σε εκπληκτική τοποθεσία και υψόμετρο 1150μ. Η περιοχή αυτή του Πάρνωνα είναι κατάφυτη και ....

διαβάστε αναλυτικά




Κρυονέρι (Γορτυνία)


Το Κρυονέρι είναι μικρό χωριό της Γορτυνίας και αναφέρεται για πρώτη φορά στα τέλη του 17ου αι. μ.Χ. Από την περιοχή περνούσε κάποτε ο αρχαίος δρόμος που ....

διαβάστε αναλυτικά




Λαγκάδια


Το ιστορικό αυτό χωριό της Αρκαδίας είναι χτισμένο σε εντυπωσιακή τοποθεσία, σε χαράδρα, πάνω από το φαράγγι του ποταμού Τουθόα. Αυτό που το κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακό, είναι η μεγάλη ....

διαβάστε αναλυτικά




Χρυσοβίτσι


Το Χρυσοβίτσι βρίσκεται σε υψόμετρο 1100μ. μέσα στις πλαγιές του Μαίναλου και πυκνού ελατοδάσους. Έχει ανακηρυχθεί ...

διαβάστε αναλυτικά




Λάστα


Το μικρό γραφικό χωριό του Δήμου Βυτίνας είναι χτισμένο μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, με πολλά νερά, πλατάνια και όμορφη θέα. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική διατηρείται σε πολλά κτίρια του χωριού. Στην κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται και η ...

διαβάστε αναλυτικά




Λεβίδι


Έδρα του ομώνυμου Δήμου, το Λεβίδι είναι χτισμένο στις πλαγιές του Μαίναλου και σε υψόμετρο 850μ. Στην είσοδο του χωριού που περικλείεται από ελατόδασος, υπάρχει όμορφο άλσος. Η πλούσια ιστορία του τόπου φαίνεται από...

διαβάστε αναλυτικά




Λεοντάρι


Το χωριό είναι έδρα του Δήμου Φαλαισίας. Η περιοχή διαθέτει μία πλούσια βυζαντινή, μεσαιωνική και νεότερη ιστορία. Δείγματα αυτής της ιστορίας είναι μεταξύ άλλων, οι βυζαντινές εκκλησίες. Στην κεντρική πλατεία ο επισκέπτης μπορεί να δει το ....

διαβάστε αναλυτικά




Λευκοχώρι


Το μικρό χωριό του Δήμου Λαγκαδίων είναι χτισμένο στη βόρεια πλευρά του φαραγγιού που σχηματίζει ο ποταμός Τουθόας και είναι πλούσιο σε νερά και πράσινο. Τα τελευταία χρόνια (από το 1967) διοργανώνεται στο χωριό η γιορτή των ....

διαβάστε αναλυτικά




Καλλιάνι


Το χωριό του Δήμου Τροπαίων είναι χτισμένο πάνω από το φαράγγι του ποταμού Τουθόα και έχει άφθονα νερά και πηγές. Στο χωριό υπάρχει η ....

διαβάστε αναλυτικά




Λιμποβίσι


Στο εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο χωριό του Μαινάλου σε υψόμετρο 1200μ., βρίσκεται το αναπαλαιωμένο σπίτι των Κολοκοτρωναίων. Το μέρος είναι κρυμμένο μέσα στο δάσος, γι� αυτό και χρησιμοποιήθηκε από ....

διαβάστε αναλυτικά




Αρκουδόρεμα


Κάποτε το Αρκουδόρεμα ήταν ένα ζωντανό χωριό, τόπος καταγωγής των Κολοκοτρωναίων, που αργότερα μεταφέρθηκαν στο κοντινό Λιμποβίσι. Αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση, από τότε ....

διαβάστε αναλυτικά




Λυκόσουρα


Η Λυκόσουρα σήμερα είναι ένα μικρό χωριό του Δήμου Μεγαλόπολης με μία όμορφη παλιά εκκλησία. Στην αρχαιότητα όμως αποτέλεσε την ιερότερη πόλη των Αρκάδων και κατά τον Παυσανία και την αρχαιότερη πόλη του κόσμου. Η πόλη ήταν χτισμένη κοντά στο σημερινό χωριό, στο όρος Λύκαιο. Εκεί λατρεύονταν ....

διαβάστε αναλυτικά




Μαίναλο


Μικρό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 880μ. Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται η ωραία πετρόχτιστη εκκλησία του Αγ. Δημητρίου. Το παλιό όνομα του χωριού ήταν Ζαράκοβα και υπήρχε εκεί πύργος που χρησιμοποιήθηκε ....

διαβάστε αναλυτικά




Μάναρης


Ο Μάναρης είναι ένα μικρό, ορεινό χωριό του Δήμου Βαλτετσίου. Στα γραφεία της κοινότητας λειτουργεί μικρό λαογραφικό μουσείο με παραδοσιακές ενδυμασίες και ....

διαβάστε αναλυτικά




Μεθύδριο


Το Μεθύδριο είναι μικρό χωριό του Δήμου Βυτίνας. Κοντά στο χωριό βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Μεθύδριου και το Μοναστήρι ....

διαβάστε αναλυτικά




Μουριά


Το μικρό χωριό είναι χτισμένο στις όχθες της τεχνητής λίμνης του Λάδωνα. Η περιοχή γύρω από το χωριό προσφέρεται για πεζοπορία και για δραστηριότητες στη λίμνη. Τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν πέφτει η στάθμη της λίμνης εμφανίζεται ....

διαβάστε αναλυτικά






Νεοχώρι Μαντινείας


Μικρό χωριό του Δήμου Κορυθίου. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό βρίσκεται η Μονή Βαρσών. Στο χωριό κάθε Αύγουστο διοργανώνεται η γιορτή της ....

διαβάστε αναλυτικά






Νυμφασία


Η Νυμφασία είναι ένα όμορφο χωριό, χτισμένο στις πλαγιές του Μαίναλου σε υψόμετρο 840μ. Το μέρος είναι καταπράσινο και υπάρχουν άφθονα νερά από τις πηγές του χωριού, αλλά και του ποταμού Μυλάοντα που κυλά δίπλα στο χωριό. Το χωριό διαθέτει μία όμορφη πλατεία και λίγα μέτρα πιο κάτω βρίσκεται ....

διαβάστε αναλυτικά






Ορχομενός


Ο Ορχομενός είναι ένα μικρό χωριό του Δήμου Λεβιδίου, δίπλα στον Αρχαίο Ορχομενό. Εκεί κοντά πάνω σε λόφο βρίσκονται και τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου. Το πότε ακριβώς χτίστηκε το κάστρο ....

διαβάστε αναλυτικά






Τρίπολη


Η πρωτεύουσα της Αρκαδίας, η ιστορική Τρίπολη, βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Πελοποννήσου, στο οροπέδιο της Μαντινείας. Είναι μία ζωντανή, σύγχρονη πόλη και αποτελεί διοικητικό κέντρο της περιοχής. Μεταξύ άλλων, διαθέτει νοσοκομείο, ....

διαβάστε αναλυτικά






Λεωνίδιο


Υπό κατασκευή

διαβάστε αναλυτικά






Ορεινό Κορακοβούνι


Το ορεινό χωριό είναι η κατοικία των κατοίκων του Κορακοβουνίου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι χτισμένο στις πλαγιές του Πάρνωνα. Η βρύση και τα πλατάνια προσφέρουν ....

διαβάστε αναλυτικά






Παλαιόκαστρο


Το Παλαιόκαστρο είναι σήμερα ένα μικρό ορεινό χωριό με όμορφη θέα. Διαθέτει όμως μία ιδιαίτερα πλούσια ιστορία. Σε λόφο λίγο έξω από το χωριό βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα μυκηναϊκά νεκροταφεία. Το νεκροταφείο είναι σχεδόν ασύλητο και μέχρι στιγμής έχουν έρθει στο φως πολλοί λαξευτοί ....

διαβάστε αναλυτικά





26/02/2008
Στεμνίτσα


....

διαβάστε αναλυτικά






Παλαιοχώρι (Γορτυνία)


Το Παλαιοχώρι βρίσκεται σε ένα εύφορο περιβάλλον με περιβόλια και καλλιέργειες φρούτων και λαχανικών. Κάτω από το χωριό κυλά ο ποταμός Λούσιος. Από το χωριό ξεκινά σηματοδοτημένο μονοπάτι του ....

διαβάστε αναλυτικά






Παλλάντιο


Κοντά στο σημερινό Παλλάντιο βρίσκονται τα λιγοστά ερείπια του αρχαίου Παλλαντίου, κάτοικοι του οποίου λέγεται ότι συνέβαλαν στην ίδρυση της Ρώμης. Την αρχαία πόλη επισκέφτηκε και ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας και αναφέρει η πόλη ήταν τειχισμένη και είχε ναούς διακοσμημένους με αγάλματα. Στην ίδια περιοχή βρίσκονται και ....

διαβάστε αναλυτικά






Παλούμπα


Το χωριό είναι έδρα του δήμου Ηραίας. Από την όμορφη πλατεία ο επισκέπτης έχει υπέροχη θέα σε όλη την περιοχή ως και το Ιόνιο πέλαγος. Στην πλατεία, κάτω από τα πλατάνια, βρίσκεται η προτομή του αγωνιστή της επανάστασης ...

διαβάστε αναλυτικά






Παναγιά


Το μικρό χωριό του Δήμου Δημητσάνας είναι χτισμένο στο λόφο του Προφήτη Ηλία και προσφέρει πανοραμική θέα στην περιοχή. Διαθέτει όμορφα πετρόχτιστα σπίτια και γραφική πλατεία, με ....

διαβάστε αναλυτικά






Παράλιο Άστρος


Το Παράλιο Άστρος αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά παραθεριστικά θέρετρα της Αρκαδίας. Έχει άρτιες τουριστικές υποδομές μεταξύ των οποίων μαρίνα για τα σκάφη και κάμπινγκ. Ο οικισμός είναι χτισμένος αμφιθεατρικά πάνω σε λόφο, όπου τα γραφικά σπίτια βλέπουν στην όμορφη παραλία. Στην κορυφή του λόφου, διατηρούνται ....

διαβάστε αναλυτικά






Παραλογγοί


Οι Παραλογγοί είναι ένα μικρό χωριό του Δήμου Κοντοβαζαίνης, τυπικό δείγμα των παραδοσιακών χωριών της ορεινής Αρκαδίας. Με τα όμορφα πετρόχτιστα σπίτια, τα πλατάνια, την παραδοσιακή ....

διαβάστε αναλυτικά






Πελετά


Τα Πελετά είναι ένα μικρό χωριό της Κυνουρίας με όμορφα γραφικά σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και πολλά πετρόχτιστα αρχοντικά. Η περιοχή παράγει εξαιρετικό κρασί. Κοντά στο χωριό, στη θέση Κάτω Κάμπος, βρίσκεται καταβόθρα ιδιαίτερου σπηλαιολογικού ....

διαβάστε αναλυτικά






Πέρα Μέλανα


Τυπικό χωριό της Τσακωνιάς, τα Πέρα Μέλανα του Δήμου Τυρού διατηρούν ζωντανές τις παραδόσεις τους. Πολλά σπίτια διατηρούν την τοπική αρχιτεκτονική. Το χωριό διαθέτει άφθονα νερά και γι� αυτό είναι καταπράσινο. Υπάρχει παραδοσιακή ....

διαβάστε αναλυτικά






Περδικόβρυση (Κυνουρίας)


Η Περδικόβρυση ανήκει στα Καστριτοχώρια και είναι χτισμένη μέσα σε καταπράσινο φυσικό τοπίο. Στο γραφικό χωριό οργανώνεται πανηγύρι στις 15/8 κάθε χρόνο. Κοντά στην ....

διαβάστε αναλυτικά






Πιάνα


Στις πλαγιές του Μαίναλου είναι χτισμένο το ιστορικό χωριό, Πιάνα. Το χωριό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση και αποτέλεσε καταφύγιο των επαναστατημένων και του Θ. Κολοκοτρώνη. Το χωριό είναι χτισμένο σε υπέροχη φυσική τοποθεσία, μέσα στα έλατα και ....

διαβάστε αναλυτικά






Πλάκα Λεωνιδίου


Σε μικρή απόσταση (4 χιλ.) από το Λεωνίδιο βρίσκεται η όμορφη Πλάκα, το λιμάνι του Λεωνιδίου, μικρός παραθαλάσσιος οικισμός με γραφικό λιμανάκι και ωραία αμμουδιά. Στην ίδια θέση ήταν και το αρχαίο λιμάνι του Λεωνιδίου...

διαβάστε αναλυτικά






Πλάκα Μεγαλόπολης


Μικρό χωριό κοντά στη Μεγαλόπολη, στο δρόμο για την Καρύταινα (υψόμετρο 420 μ.). Σήμερα ανήκει στο Δήμο Μεγαλόπολης...

διαβάστε αναλυτικά






Πούλιθρα


Τα όμορφα Πούλιθρα συνδυάζουν το πράσινο του βουνού με το γαλάζιο της θάλασσας. Η προνομιακή τους τοποθεσία και η όμορφη παραλία, έχει φέρει μία ήπια τουριστική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Τα Πούλιθρα αποτελούνται από δύο οικισμούς, τα Άνω Πούλιθρα στις ....

διαβάστε αναλυτικά






Πλατανάκι (Κυνουρίας)


Το Πλατανάκι είναι ένα μικρό ορεινό χωριό του Πάρνωνα, σε εκπληκτική φυσική τοποθεσία. Εκεί κατά την αρχαιότητα πιστεύεται ότι υπήρχε η αρχαία Γλυππία, τμήματα της οποίας ....

διαβάστε αναλυτικά






Σαπουνακαίικα


Τα Σαπουνακαίικα χωρίζονται σε δύο οικισμούς, έναν παράλιο και έναν ημιορεινό. Ο παράλιο οικισμός είναι ενωμένος με τον παράλιο Τυρό. Η περιοχή είναι ιδιαίτερου φυσικού κάλους, αφού συνδυάζει μοναδικά τις καταπράσινες πλαγιές του Πάρνωνα με τις ....

διαβάστε αναλυτικά






Σέρβου


Μικρό γραφικό χωριό του Δήμου Ηραίας, χτισμένο σε υψόμετρο πάνω από τα 1000μ. Το χωριό με την όμορφη θέα στην περιοχή, διατηρεί πολλά παραδοσιακά πετρόχτιστα σπίτια, πέτρινες βρύσες και αξιόλογες εκκλησίες. Αξίζει να αναφερθούμε στο ναό της ....

διαβάστε αναλυτικά






Σίταινα


Ένα από τα γραφικότερα χωριά της Τσακωνιάς, μέσα σε εκπληκτικό φυσικό τοπίο. Η Σίταινα είναι χτισμένη κάτω από την ψηλότερη κορυφή του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 700μ. και μέσα σε πυκνό δάσος από έλατα. Το χωριό διατηρεί τον παραδοσιακό του χαρακτήρα με τα ....

διαβάστε αναλυτικά






Σκορτσινού


Ο Σκορτσινός είναι ένα όμορφο μικρό χωριό του Δήμου Φαλαισίας. Από εκεί πηγάζει ο ποταμός Ευρώτας. Οι πηγές του ποταμού βρίσκονται σε καταπληκτική τοποθεσία, μέσα στα πλατάνια, μόλις 2 χιλ. έξω από το χωριό. Το σημείο έχει διαμορφωθεί κατάλληλα σε χώρο ....

διαβάστε αναλυτικά






Σταυροδρόμι


Το Σταυροδρόμι δεν έχει τυχαία αποκτήσει το όνομά του. Βρίσκεται στο δρόμο από Λαγκάδια - Ολυμπία, ενώ από εκεί ξεκινά και δρόμος που οδηγεί στο Βυζίκι - Τρόπαια. Στο χωριό διατηρούνται πολλά παραδοσιακά σπίτια και η πετρόχτιστη εκκλησία της ....

διαβάστε αναλυτικά






Στενό


Το Στενό είναι η έδρα του Δήμου Κορυθίου. Το χωριό διαθέτει μία όμορφη πλατεία. Η ευρύτερη περιοχή είναι φημισμένη για το εξαιρετικό κρασί που παράγει. Γύρω από το Στενό υπάρχουν μία σειρά αξιοθέατα, αφού η περιοχή είχε κατοικηθεί από την αρχαιότητα. Πιστεύεται ότι ....

διαβάστε αναλυτικά






Στενό Παγκρατίου


Μικρό χωριό χτισμένο σε πλαγιά υψώματος στη μικρή κοιλάδα του ποταμού Τράγου, κοντά στα όρια με το Νομό Αχαϊας. Αποτελεί οικισμό του χωριού Παγκράτι της Αχαϊα. ....

διαβάστε αναλυτικά






Σύρνα


Η Σύρνα είναι ένα γραφικό χωριό σε υψόμετρο 800μ. στο όρος Μαίναλο. Στο χωριό υπάρχουν πολλά παραδοσιακά σπίτια και όμορφη κεντρική εκκλησία. Στη Σύρνα οργανώνονται παραδοσιακά πανηγύρια στις 25/3, 15/8 και 23/8. Από τις αναφορές του Παυσανία, που ....

διαβάστε αναλυτικά






Τρόπαια


Τα Τρόπαια αποτελούν την έδρα του Δήμου Τροπαίων. Είναι χτισμένα στο ύψωμα του Αγ. Γεωργίου με θέα σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Στην όμορφη πλατεία με τα πλατάνια, υπάρχει ο ναός του Αγ. Γεωργίου (19ος αι.). Αξιόλογος είναι και ο ναός της ....

διαβάστε αναλυτικά






Λουτρά Ηραίας και αρχαία πόλη


Τα Λουτρά Ηραίας αποτελούν ένα γνωστό και δημοφιλή προορισμό, λόγω των ιαματικών νερών της περιοχής. Οι εγκαταστάσεις του Δήμου παρέχουν υψηλές ποιότητας υπηρεσίες ιαματικού τουρισμού, καθώς διαθέτουν σύγχρονο Υδροθεραπευτήριο με καμπίνες ....

διαβάστε αναλυτικά






Φαλαισία


Η Φαλαισία σήμερα είναι ένα μικρό χωριό του ομώνυμου δήμου. Στην εποχή του μεσαίωνα όμως αποτελούσε σημαντικό κέντρο της περιοχής. Η ανακαινισμένη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, λέγεται ότι αποτελούσε το κέντρο της μεσαιωνικής ....

διαβάστε αναλυτικά






Φωκιανός


Αν και ο Φωκιανός αποτελεί ένα μικρό οικισμό της νότιας Κυνουρίας, εντούτοις αξίζει μία αναφορά, λόγω της υπέροχης ....

διαβάστε αναλυτικά






'Aκοβος


Ο Άκοβος είναι ιστορικό χωριό, χτισμένο στις πλαγιές του Ταΰγετου, συνδεδεμένο με τη ζωή του Θ. Κολοκοτρώνη. Εκεί παντρεύτηκε και έζησε για πολλά χρόνια ο οπλαρχηγός. Λίγο έξω από τον Άκοβο, στη θέση Δραμπάλα, έδωσε μάχη ενάντια στα ....

διαβάστε αναλυτικά






Δυρράχι


Το Δυρράχι είναι ένα γραφικό χωριό της Φαλαισίας, χτισμένο στις καταπράσινες πλαγιές του Ταΰγετου, σε υψόμετρο 800μ. Εκεί κάθε Αύγουστο οργανώνονται ενδιαφέρουσες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Πανηγύρια γίνονται στη γιορτή της Πεντηκοστής, στις 15/8 και ....

διαβάστε αναλυτικά






Χάραδρος


Κοντά στο μικρό χωριό του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας, υπάρχει η Μονή Ζωοδόχου Πηγής και το Σπήλαιο Άσουλα. Το σπήλαιο είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, αφού εκεί έχουν βρεθεί διάφορα αρχαία αντικείμενα. Τα αντικείμενα αυτά είναι κυρίως ....

διαβάστε αναλυτικά






Περθώρι


Έξω από την Τρίπολη, βρίσκεται το χωριό μικρό Περθώρι. Από εκεί ο δρόμος συνεχίζει για τη Μονή Επάνω Χρέπας. Στο Περθώρι κάθε χρόνο γίνεται η γιορτή του ....

διαβάστε αναλυτικά






Καμάρα


Η όμορφη Καμάρα του Δήμου Φαλαισίας βρίσκεται μέσα σε καταπράσινο τοπίο από οπωροφόρα δέντρα και καλλιέργειες. Κοντά του βρίσκονται ερείπια μεσαιωνικού πύργου. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, στο δρόμο προς Σκορτσινό υπάρχει και ....

διαβάστε αναλυτικά






Μακρύσι


Το μικρό χωριό του Δήμου Μεγαλόπολης, είναι γνωστό λόγω της Μονής της Παναγίας που βρίσκεται ....

διαβάστε αναλυτικά






Ορεινή Μελιγού


Η Ορεινή Μελιγού αποτελεί τον τόπο διαμονής των κατοίκων της Μελιγούς κατά τους θερινούς μήνες. Το φαινόμενο παρατηρείται σε αρκετά χωριά της Κυνουρίας και έτσι υπάρχει η Μελιγού και η Ορεινή Μελιγού. Κοντά στο χωριό βρίσκεται η ερημωμένη Μονή της ....

διαβάστε αναλυτικά






Σάγκα


Αν και μικρό, το Σάγκα είναι ένα όμορφο χωριό με πετρόχτιστα σπίτια και θέα στον Μαντινειακό κάμπο. Το χωριό είναι πλούσιο σε νερά και διαθέτει πολλές πηγές και βρύσες. Κοντά στην πηγή της Μπουτσέλιζας, υπάρχει και γραφικό, πέτρινο γεφύρι, έργο των ....

διαβάστε αναλυτικά






Πικέρνι


Το χωριό Πικέρνι βρίσκεται χτισμένο σε υψόμετρο 800μ. Το χωριό βρίσκεται κοντά σε δύο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, την αρχαία Μαντίνεια και το Γκορτσούλι. Πιθανολογείται ότι στο σημείο που είναι χτισμένο το χωριό, βρισκόταν η ....

διαβάστε αναλυτικά






Μηλιά


Μικρό χωριό του Δήμου Μαντινείας, πολύ κοντά σε πολύ σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως την

διαβάστε αναλυτικά






Τρίλοφο


Μικρό χωριό του Δήμου Μεγαλόπολης. Εκεί πιστεύεται ότι υπήρχε η αρχαία Χαρισία. Η αρχαία πόλη αναφέρεται από τον Παυσανία, αλλά οι πληροφορίες είναι ελάχιστες. Πάντως η πόλη συμμετείχε ....

διαβάστε αναλυτικά






Ίσωμα Καρυών


Η περιοχή πάνω από το σημερινό χωριό ονομαζόταν στην αρχαιότητα Κρητέα. Εκεί κατά την Αρκαδική παράδοση γεννήθηκε ο Δίας (και όχι στο νησί Κρήτη). Πρόσφατες ανασκαφές από το Λύκαιο όρος, έχουν φέρει στο φως αντικείμενα που δείχνουν ότι η ....

διαβάστε αναλυτικά






Πέλαγος


Το μικρό χωριό του Δήμου Τριπόλεως έχει το ίδιο όνομα με τον αρχαίο οικισμό που υπήρχε κάποτε εκεί. Ο οικισμός ήταν πολύ κοντά στην αρχαία Μαντίνεια και στο ιερό του Ιππίου Ποσειδώνα, όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Από εκεί περνούσε ο δρόμος που ένωνε την ....

διαβάστε αναλυτικά






Παλαιόπυργος


Ο Παλαιόπυργος είναι μικρό χωριό του Δήμου Λεβιδίου. Το χωριό έχει πάρει το όνομά του από τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου που βρίσκονται στην κορυφή του λόφου. το κάστρο πιστεύεται ότι ιδρύθηκε πριν τον 13ο αι. και η εξαιρετική του ....

διαβάστε αναλυτικά






Καστανοχώρι


Το Καστανοχώρι,όπως λέει και το όνομά του βρίσκεται μέσα σε καστανόδασος στο Λύκαιο όρος. Παλαιότερα το χωριό ονομαζόταν Κραμποβός και κοντά στο χωριό βρίσκεται η ερειπωμένη ....

διαβάστε αναλυτικά






Χωτούσσα


Η Χωτούσσα ανήκει στο Δήμο Λεβιδίου και είναι ένα όμορφο χωριό σε όμορφη τοποθεσία. Στην αρχαιότητα η περιοχή ονομαζόταν Καφυατικό πεδίο και εκεί υπήρχαν διάφοροι οικισμοί, όπως η η Άμιλος και οι Καρυές, αλλά και η πόλη των Καφυών. Τις Καφυές τις αναφέρει ....

διαβάστε αναλυτικά






Ποταμιά


Η Ποταμιά είναι μικρό χωριό του Δήμου Φαλαισίας. Εκεί οργανώνονται κάθε Αύγουστο πολιτιστικές εκδηλώσεις, τα Παρράσια. Μία μικρή πεζοπορία οδηγεί στην εγκαταλειμμένη μονή της Παναγίας Χουντάλλου και στα ασκηταριά του Αγ. Νίκωνα και ....

διαβάστε αναλυτικά






Γιανναίοι


Το χωριό χωρίζεται σε δύο οικισμούς, τους Άνω και Κάτω Γιανναίους. Εκεί βρίσκεται και το φαράγγι του Κουβαρά με τις πολλές πηγές και το εντυπωσιακό σπήλαιο. Ο επάνω οικισμός είναι χτισμένος ....

διαβάστε αναλυτικά






Ίσαρης


Γραφικό κεφαλοχώρι του Δήμου Μεγαλόπολης. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 800μ. και προσφέρει εντυπωσιακή θέα στην περιοχή. Στο χωριό αξιόλογη είναι η ....

διαβάστε αναλυτικά






Ξηροπήγαδο


Μικρός παραλιακός οικισμός, κοντά στο παράλιο Άστρος. Διαθέτει όμορφη παραλία και αποτελεί θέρετρο ....

διαβάστε αναλυτικά






Βελιμάχι


Το Βελιμάχι του Δήμου Κοντοβαζαίνης είναι χτισμένο μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον, λόγω των νερών που υπάρχουν στην περιοχή. Το χωριό διαθέτει μία όμορφη πλατεία με την εκκλησία της ....

διαβάστε αναλυτικά






Λιθοβούνια


Τα Λιθοβούνια είναι ένα χωριό του Δήμου Τεγέας με γεωργική παραγωγή, κυρίως σκόρδων και πατάτας. Εκεί στα μέσα Ιουλίου οργανώνεται η γιορτή σκόρδου, όπου γίνεται διαγωνισμός καλύτερης παραγωγής και ....

διαβάστε αναλυτικά






Καλυβάκια


Στο μικρό χωριό του Δήμου Γόρτυνος οργανώνεται στις 16/8 κάθε χρόνο η γιορτή της προβατίνας. Μαγειρεύονται και προφέρονται ντόπια κρέατα και ακολουθεί ....

διαβάστε αναλυτικά






Καρβουνάρι


Ο μικρός οικισμός του Δήμου Γόρτυνος είναι χτισμένος μέσα σε καταπράσινο περιβάλλον με πλατάνια και τρεχούμενα νερά. Ο οικισμός είναι χτισμένος στις όχθες του Αλφειού. Κοντά στον οικισμό υπάρχει ....

διαβάστε αναλυτικά






Κακουραίικα


Το χωριό είναι γνωστό για τα δεχούμενα νερά του. Διαθέτει άφθονες πηγές και εντυπωσιακά κεφαλάρια. Αξιόλογες είναι και οι εκκλησίες του χωριού με σημαντικότερη τον Αγ. Βασίλειο, που έχει χαρακτηριστεί ιστορικό μνημείο, αλλά και τον ναό του Αγ. Ιωάννη, χτισμένο με ....

διαβάστε αναλυτικά






Σύγχρονη και αρχαία Τεγέα


Ο Δήμος Τεγέας με 16 δημοτικά διαμερίσματα και έδρα το Στάδιο, βρίσκεται στην ίδια περίπου περιοχή με την αρχαία Τεγέα, μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Πελοποννήσου. Η περιοχή είχε έντονη παρουσία από την προϊστορική εποχή, όπου Τεγεάτες συμμετείχαν ....

διαβάστε αναλυτικά






Ρούτσι


Όμορφο μικρό χωριό και δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Φαλαισίας χτισμένο πάνω σε λόφο με πανοραμική θέα πρός τον κάμπο της επαρχίας Μεγαλοπόλεως και ανάμεσα σε καταπράσινο τοπίο το Ρούτσι ....

διαβάστε αναλυτικά




Μαρμαριά


Η Μαρμαριά είναι ένα μικρό ορεινό χωριό του Δήμου Βαλτετσίου με πανοραμική θέα πρός το οροπέδιο της Ασέας. Από πολούς πιστέυεται ότι στην περιοχή υπήρξε η αρχαιά ....

διαβάστε αναλυτικά




the LAND of GODS
Ενότητες, Ανθολογίες και άλλα..:


the LAND of GODS :
Ενότητες, Ανθολογίες και άλλα..

   ΠρώτηΣελίδα 
  Τα δικά μου γραψίματα και άλλα..   Γη των πατέρων μου τρισαγαπημένη Αρκαδία   Καινούρια και Παλιά.. (Ιούλιος 2011)   Αλφαβητικό Ευρετήριο και όχι μόνο..   Σελίδες από την Ελλ. Λογοτεχνία   Ανθολογία Έλληνες ποιητές: Οδυσσέας Ελύτης   Αναστασίας Γονέου : Η Ελληνική Γλώσσα τροφός όλων των γλωσσών   Οι Ποιητές στο διαΔίκτυο   Απομνημονεύματα του Γιάννη Μακρυγιάννη   Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη   A Little Bit of Greece.. Newspapers and more...   το ηλεκτρονικό μας περιοδικό "Έλα να δεις"   στην ΑΚΡΗ του ματιού..   Λογοτεχνία τ' Απάνθισμα : Γλυκιά μου πατρίδα η Μεσόγειος..   ποιήματα τα αγαπημένα   ΝεοΕλληνική Πεζογραφία   Ανθολογίες της EELSPH   Κριτικές Αναλύσεις στην Χώρα των Θεών και άλλα...   Δελτίο τύπου   το Ποίημα της ημέρας   ο Στίχος της ημέρας   Αρκαδική Ανθολογία   ο Ελληνισμός της Διασποράς   3624 μικρά κομματάκια για την LAND of GODS (FTP) Ιούλιος 2006   Βιβλία και Αφιερώματα   τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ 1996 - 2006 της LAND of GODS   youTube SlideShows (pps). Μουσική Βιβλιοθήκη. Οι ποιητές απαγγέλλουν και απαγγέλλονται   το Καρδαρίτσι μέσα από τις Φωτογραφίες..   Μηνύματα και επιστολές..   Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι   το Δημοτικό τραγούδι..   Το δημοτικό τραγούδι είναι τα ψηλά βουνά..   Καπνόν Αποθρώσκοντα : Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς
LAND of GODS στο GOOGLE   /  κώσ / δουρ. στο GOOGLE   1,  2,  3,


Γράψε μου αν θέλεις, σαν εύρεις τον καιρό. Το γράμμα σου μου δίνει κείνη την αίσθηση της γλυκιάς επιστροφής στην πατρίδα, όταν ακόμα ζούσαν οι γονείς -που πια δεν ζούνε-, κι' αποκομμένος σήμερα καθώς που είμαι, η πρώτη μου πατρίδα έγινες εσύ! Για τούτο και σε σκέφτομαι αδελφέ μου! Νάσαι καλά!! κδ.








Ελλάς "η Χώρα των Θεών" των ποιητών
και του Καπνόν Αποθρώσκοντα του Κώστα Δουρίδα


Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
από την εφημερίδα τα ΝΕΑ
Ολη η Ελλάδα ένα πανηγύρι

Η ελληνική ύπαιθρος γιορτάζει ακόμη στα πανηγύρια. Διοργανώνονται κυρίως τον Δεκαπενταύγουστο, διατηρούν την παράδοση παρά τις δυσκολίες των καιρών, έχουν τους κανόνες τους, Αριστερά: Ηχαρτούρα (το  φιλοδώρημα) αποτελεί παρελθόν εδώ και πολλά χρόνια. «Πανηγύρια δεν γίνονται  πια όπως παλιότερα, συμφωνούν οι «θρύλοι των παταριών» Σοφία Κολλητήρη (εδώ, με τον Γιάννη Βασιλόπουλο στο κλαρίνο) και ο  Κώστας Σκαφίδας (κάτω)  τους θρύλους και τους αστέρες τους-που έχουν γεμάτο το καρνέ τους μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Αλλωστε, δεν είναι λίγα τα σημαντικά ονόματα του σημερινού ελληνικού τραγουδιού που πέρασαν από τη... μεγάλη των πανηγυριών σχολή, έχουν θητεία στα πατάρια και οδοιπορικά σε όλη την Ελλάδα
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχαν τα πανηγύρια, όπου η μουσική ήταν ταυτισμένη με μια μορφή ιερουργίας. Αφορμή πάντα είχαν τον εορτασμό του εκάστοτε αγίου, η «μάχη» των πανηγυριών κλιμακωνόταν κατά την περίοδο μεταξύ της γιορτής του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, οι τραγουδιστές αμείβονταν με «χαρτούρα» (δηλαδή όχι με μεροκάματο αλλά με φιλοδώρημα) και διοργανώνονταν από τα καφενεία στην πλατεία του χωριού. «Με τη χαρτούρα αναγνωριζόταν ο καλλιτέχνης απ΄ ευθείας απ΄ τον λαό. Αμειβόταν η ικανότητα του οργανοπαίχτη να αγγίξει την ψυχή του χορευτή», εξηγεί ο τραγουδιστής Δημήτρης Κοντογιάννης από τη Δαύλεια Βοιωτίας που έχει θητεύσει στα πανηγύρια από 14 ετών. «Τότε ο πληθυσμός είχε βιωματική σχέση με τον χορό, ο χορευτής απειλούσε τον ατζαμή καλλιτέχνη με τα μάτια, οι Ελληνες ήξεραν τον ρυθμικό κανόνα», προσθέτει χαράζοντας τις γραμμές μιας τοιχογραφίας με αρχή, μέση και τέλος.

Ακόμη και ο χορός είχε τη σημειολογία του. «Ο κόσμος ήξερε να χορεύει ομαδικά, εξ άλλου οι κυκλικοί χοροί γεννήθηκαν στην Ελλάδα και συμβολίζουν μια κοινότητα δημοκρατική. Ο πρώτος χορευτής δείχνει το ταμπεραμέντο του, την ιδιωτική του προσέγγιση. Μετά πηγαίνει τελευταίος και ξαναστηρίζει την ομάδα του χορού, την κοινότητα», σημειώνει ο κ. Κοντογιάννης.

Η «καρδιά» των μεγάλων πανηγυριών χτυπούσε σε Ηπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Παρνασσό.

Οι προπολεμικοί σταρ ήταν οι Γιώργος Παπασιδέρης, Γιώργος Μεϊντανάς, Κώστας Ρούκουνας, Γεωργία Μητάκη και άλλοι, ενώ τα μεγάλα κλαρίνα ήταν οι Γιαούζος, Φουσκομπούκας, Κοκοντίνης, Μπατζής και Βασιλόπουλος. Τη δεκαετία ΄50-΄60 το είδος γνώρισε άνθηση και τα μεγάλα ονόματα στο τραγούδι ήταν οι Τάκης Καρναβάς, Ανδρέας Τσαούσης, Κώστας Σκαφίδας, Αλέκος Κιτσάκης, Δημήτρης Ζάχος, Στάθης Κάβουρας, Σοφία Κολλητήρη, Τασία Βέρρα, Φιλιώ Πυργάκη. Στο κλαρίνο οι Βασίλης Σαλέας, Τάσος Χαλκιάς, Παναγιώτης Κοκοντίνης, Γιάννης Βασιλόπουλος, Βαγγέλης και Βασίλης Σούκας και στο βιολί ο Γιώργος Κόρος. Μάλιστα, η ιεροτελεστία ήταν δεδομένη. «Οι παρέες έπαιρναν νούμερο σειράς για τον χορό», θυμάται η τραγουδίστρια Σοφία Κολλητήρη, ενώ προσθέτει πως τα «δυνατά» πανηγύρια ήταν στην Αττικοβοιωτία αλλά και στην Αιτωλοακαρνανία (και ειδικότερα στα χωριά του Ξηρομέρου, όπου κυριαρχούσε ο τραγουδιστής Τάκης Καρναβάς).

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
«Το �σύστημα" τότε ήθελε μία ζυγιά (κομπανία) σε ένα καφενείο και μία στο απέναντι. Χωρίς μικρόφωνα, μόνο κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο και- λίγο μετά- κιθάρα. Τα πανηγύρια κρατούσαν δύο ημέρες. Την παραμονή παίζαμε στα καφενεία, την άλλη ημέρα αμέσως μετά την εκκλησία και το απόγευμα στην πλατεία (στον «γενικό χορό»), ενώ σχηματίζαμε κοινό ταμείο. Μεροκάματο ήταν η χαρτούρα, αν και υπήρχαν και κόντρες. Οταν μάλιστα δεν συνεννοούμασταν, έβλεπες στην ίδια πλατεία δύο ή και τρεις κομπανίες!», θυμάται χαμογελώντας ένας βετεράνος των πανηγυριών, ο κιθαρίστας Κώστας Πίτσος. «Υπήρχε σειρά χορού, ενώ όπως έλεγε ο Κοκοντίνης: �οι μουσικοί ήταν κατά τόπους". Ο Κοκοντίνης ήταν �θεός" στη Θήβα. Στο Ξηρόμερο λάτρευαν τον Καρναβά και στην Ηπειρο τον Τάσο Χαλκιά και το συγκρότημά του. Σήμερα οι Αρβανίτες λατρεύουν τον Γιώργο Κόρο, τη Βάσω Χατζή, τη Σοφία Κολλητήρη και τον Κώστα Σκαφίδα, ενώ στην Πελοπόννησο τη Φιλιώ Πυργάκη. Ανάλογα με το πού θα πηγαίναμε, παίρναμε τα ανάλογα κλαρίνα και τους τραγουδιστές» εξηγεί ο κ. Πίτσος, ενώ διευκρινίζει ότι ο κάθε τόπος καθόριζε (και εν μέρει ακόμη) τον μουσικό τρόπο. «Οταν παίζεις το �Παπάκι", το πράττεις με άλλη ρυθμική, ανάλογα με το μέρος. Στο Ξηρόμερο, ας πούμε, το παίζεις πιο αργά», προσθέτει.

Κι αν για δεκαετίες τα πανηγύρια είχαν τη θέση της γιορταστικής συνάθροισης ανθρώπων με κώδικες, με τα χρόνια μετασχηματίστηκαν. «Εχει αλλάξει πολύ το πανηγύρι. Το κάποτε ευγενές ποτό (η σαμπάνια) μπήκε στα χωράφια. Σήμερα τα πανηγύρια γίνονται από τα μαγαζιά, τους πολιτιστικούς συλλόγους και τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Τώρα πια είναι ζήτημα να παίξουμε πέντε τσάμικα. Τα υπόλοιπα είναι τσιφτετέλια και συρτορούμπες», αναφέρει ο κ. Πίτσος και τοποθετεί τη μεταβολή κατά την τελευταία εικοσαετία. «Το πανηγύρι έχει υποβιβαστεί σε εκτόνωση, δεν είναι πια πεδίο συγκίνησης. Εχουν χαθεί τα κατά τόπους χορευτικά και μουσικά ιδιώματα. Τώρα πια βλέπεις και κακούς χορευτές. Δεν φταίνε τα σημερινά παιδιά, πάντως. Διακόπηκε η προφορική παράδοση και έπαιξε τον ρόλο της η τηλεόραση και το σταρ σύστεμ», προσθέτει ο κ. Κοντογιάννης. Βεβαίως πανηγύρια συνεχίζουν να γίνονται, ο κόσμος τα προτιμάει (αν και για χαρτούρα ούτε κουβέντα), ο «Σελήμπεης» ή το «Μαραίνομ΄ ο καημένος» συνεχίζουν να συγκινούν στο άκουσμά τους, μουσικοί και τραγουδιστές ακόμη αποθεώνονται, τίποτε όμως δεν είναι όπως παλιά.

«Ο κόσμος είναι πιο συγκρατημένος. Μεγάλη κατανάλωση είχαμε πάντα στα πανηγύρια στα αρβανιτοχώρια της Θήβας. Τώρα λειτουργεί πολύ το �ψαλίδι" (όταν κάνει κάποιος μεγάλο λογαριασμό σε λουλούδια, του γίνεται έκπτωση)» εξηγεί η Δώρα Πετράκη, που διατηρεί επιχείρηση με λουλούδια και προμηθεύει πανηγύρια της υπαίθρου αλλά και κέντρα την τελευταία δεκαετία. Οι κανόνες δεν υπάρχουν πια, όμως η συνταγή για πετυχημένο πανηγύρι τηρείται: «Το πανηγύρι είναι μια αλυσίδα πραγμάτων: σωστό φαγητό (αρνί σούβλας), σέρβις, προσιτές τιμές, σωστά σχήματα καλλιτεχνών», διευκρινίζει ο Βαγγέλης Κασελίμης, που οργανώνει πανηγύρια τα τελευταία 10 χρόνια. «Τα πράγματα είναι δύσκολα με την κρίση. Το σύστημα έχει το �καπάρο" (ένα είδος προκαταβολής που κατατίθεται μέσω τραπεζών, ενώ η εκκαθάριση γίνεται με το πέρας της βραδιάς) ενώ η χαρτούρα έχει εξαλειφθεί (έχει απομείνει σε ελάχιστα, όπως στο Υπατο Θήβας)», λέει.
Ο «Σελήμπεης» ή το «Μαραίνομ΄ ο καημένος» συνεχίζουν να συγκινούν στο άκουσμά τους, μουσικοί και τραγουδιστές ακόμη αποθεώνονται, τίποτε όμως δεν είναι όπως παλιά
Σήμερα, που το σκηνικό του πανηγυριού θυμίζει όλο και περισσότερο απόπειρα να «μετακομίσουν» για μια βραδιά τα σκυλάδικα στην ύπαιθρο (ο μοναδικός δίαυλος ενημέρωσης είναι το ραδιοφωνικός σταθμός του Βlackman και οι αφίσες στην Εθνική Οδό), που η ορχήστρα έχει μετασχηματιστεί και οι καλοί χορευτές λιγοστεύουν, είναι πράξη υψηλής αισθητικής η παρουσία παλιών θρύλων στο πατάρι, η προσήλωση στο δημοτικό ρεπερτόριο, αλλά και οι πρώτες πρωινές ώρες μέσα σε κάποιο οικόπεδο ή στην πλατεία του χωριού (στη Ρούμελη, την Ηπειρο, την Πελοπόννησο), όπου τα λαμπάκια παραμένουν αναμμένα, οι μουσικοί παίζουν πιο αργά, τα κιβώτια της μπίρας έχουν αδειάσει και όλοι έχουν ξορκίσει (έστω και για λίγο) την καθημερινότητα της πόλης.

ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΘΡΥΛΟΙ
«Πανηγύρια δεν γίνονται όπως παλιότερα. Τώρα όλα κινούνται σε διαφορετικό στυλ. Ειδικά με την κρίση, οι δουλειές είναι σπασμένες. Τα διοργανώνουν πλέον οι σύλλογοι και οι δήμοι, ενώ τη θέση τους παίρνουν οι συναυλίες. Εγώ πηγαίνω επιλεκτικά. Η ύπαιθρος πάντως διψάει, με παίρνουν από παντού και με καλούν», διαπιστώνει
ένα όνομα-θρύλος των πανηγυριών και του δημοτικού τραγουδιού, η Σοφία Κολλητήρη, που η διαδρομή της γεμίζει βιβλία αφού γυρίζει την Ελλάδα εδώ και 50 χρόνια. «Θυμάμαι ακόμη το πρώτο μου πανηγύρι. Ηταν στον Αγιο Σπυρίδωνα Φωκίδας, στις 12 Δεκεμβρίου, όπου πήγα για να βγάλω το ψωμί μου αφού ήμασταν πολύτεκνη οικογένεια. Πήγα με έναν θείο μου που έπαιζε σαντούρι, αφού ο πατέρας μου δεν με άφηνε», θυμάται η κ. Κολλητήρη. Ενα άλλο «ιερό» πρόσωπο των πανηγυριών είναι η Τασία Βέρρα. «Δεν πάω πια. Δεν ακούνε οι μουσικοί τον τραγουδιστή, κυριαρχούν τα μηχανήματα. Δεν ακούς τι λες», μου λέει. «Το πατάρι υπήρξε το... ιερό μου. Τα έχω ζήσει όλα. Πριν από 15 χρόνια, σε πανηγύρι στο Αιτωλικό Μεσολογγίου, ήταν μια ωραία παρέα ηλικιωμένων, χόρευαν, πλήρωναν καλά. Ενας από αυτούς, ξαφνικά, όπως χόρευε έχασε το χρώμα του. Πέθανε! Τρελάθηκα», θυμάται η κ. Βέρρα. «Πρώτο μου πανηγύρι ήταν το 1956 στην Ναύπακτο (12 ετών!) με Βασίλη Σαλέα, Φάνη Λαβίδα και την αδελφή μου, τη Φρόσω. Μερικά �ζόρικα" που θυμάμαι ήταν στις Φαρές Αχαΐας (20 Ιουλίου), στην Πεντάλοφο Αγρινίου και στη Ναύ πακτο. Πολλοί γλεντζέδες ήταν στα αρβανιτοχώρια της Θήβας. Εκεί έδινα τον εαυτό μου. Πλήρωναν αδρά και τρελαίνονταν όταν έλεγα τα κλέφτικα. Στον Αγιο Θωμά Θήβας μια φορά πήγε πρωί και δεν έφευγε ο κόσμος. �Ρε παιδιά έχω στούντιο", τίποτε! Τα �τυχερά" πάντως ήταν πολλά. Θυμάμαι 40.000 δρχ. το 1965, στον Αγιο Θωμά Θήβας. Τώρα πια ο χορός είναι ελεύθερος, βλέπεις 1.000 άτομα και είναι μουδιασμένα», προσθέτει. Η Γιώτα Γρίβα, από την άλλη, ανήκει στις νέες δυνάμεις του δημοτικού και των πανηγυριών. Αρχισε το 2002 με τον κλαρινιτζή Πετρολούκα Χαλκιά και τον Αντώνη Κυρίτση. Είναι γεννημένη στη Βουλγαρία και έχει σαρακατσάνικη καταγωγή. «Μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου είμαι κλεισμένη να πηγαίνω σε πανηγύρια. Μπορεί να μην υπάρχει μεγάλη κατανάλωση, αλλά βλέπω καλή ανταπόκριση. Θυμίζουν όλο και περισσότερο συναυλίες, χάνεται η παλιά δομή με τη σειρά του χορού, τώρα η πίστα είναι ελεύθερη. Κάποια κρατάνε πάντως, όπως στα Τριπόταμα Αχαΐας που είναι τριήμερο», εξηγεί στα «ΝΕΑ». «Το πρώτο μου πανηγύρι ήταν στο Κρυεκούκι, του Ευαγγελισμού το 1956 και ήμουν 17 ετών. Δούλευα σε κουρείο και έβγαλα σε εκείνο το πανηγύρι όσα λεφτά έβγαζα στο κουρείο σε δύο μήνες», θυμάται ο τραγουδιστής Κώστας Σκαφίδας, με 55 χρόνια στο τραγούδι και καταγωγή από τη Λαμία.

«ΣΑΝ ΑΡΚΟΥΔΕΣ»
«Παλιά τα πανηγύρια γίνονταν από τα καφενεία του χωριού. Είχαν υποχρέωση να βάλουν ζυγιά (συγκρότημα). Ο κόσμος άκουγε, ζητούσαν σειρά χορού. Χαρτούρα είχαμε πολλή στα Μεσόγεια και στα αρβανιτοχώρια. Μεγάλωσα πέντε παιδιά από τη δουλειά. Τότε αμειβόσουν υλικά και συναισθηματικά. Χαιρόμασταν τον πελάτη. Θυμάμαι εμποροπανήγυρη στη Λιβαδειά ή στην Εύβοια, όπου τραγουδούσαμε ολόκληρες ημέρες. Εγώ κατάργησα το τραγούδι της ημέρας, με ζήτησαν σε ένα πανηγύρι του Αγίου Σεραφείμ στη Λαμία και δέχθηκα να πάω μόνο βράδυ», λέει. Σήμερα; «Πάω επιλεκτικά. Εχουν αλλάξει πολύ. Τώρα σηκώνονται και χορεύουν σαν αρκούδες, σπανίζουν οι μερακλήδες. Φέτος υπάρχει πτώση τουλάχιστον 40% σε μεροκάματα. Οι δήμοι έχουν υποχρέωση να πάρουν πάνω τους τα πανηγύρια».

Αριστερά: Ηχαρτούρα (το φιλοδώρημα) αποτελεί παρελθόν εδώ και πολλά χρόνια. «Πανηγύρια δεν γίνονται πια όπως παλιότερα, συμφωνούν οι «θρύλοι των παταριών» Σοφία Κολλητήρη (εδώ, με τον Γιάννη Βασιλόπουλο στο κλαρίνο) και ο Κώστας Σκαφίδας (κάτω) "

Δημήτρης Ν. Μανιάτης




Από την σελίδα Χωριό Σέρβου Αρκαδίας
Πέμπτη, 8 Ιουλίου 2010
Η ζωή των Σερβαίων τσοπάνηδων
του Γιάννη Κ. Ρουσιά

Με τη γραφή μου αυτή θα προσπαθήσω να περιγράψω τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής των τσοπαναραίων, όπως τις έχω ακούσει από τους γονείς μου αλλά και από προσωπικά βιώματα. Έχω ζήσει πάρα πολλά σαν τσοπανόπουλο, και καλά και άσχημα. Αν και δύσκολα χρόνια τα νοσταλγώ.
Ο πατέρας μου, ο θείος μου ο Στάθης και ο θείος μου ο Μαρίνης ήσαν τσοπάνηδες από μικρά παιδιά, όλοι τους παιδιά του αρχιτσέλιγκα «Ρουσόγιαννη». Κάθε χειμώνα, πριν το 1940, κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα «χειμαδιά», στο τσιφλίκι του Αντωνόπουλου (από τη Δημητσάνα), στο πρώην χωριό Αναζύρι Ηραίας. Ο θείος μου ο Μαρίνης γύρω στο 1955 εγκατέλειψε τα γιδοπρόβατα και έγινε καφετζής. Ο πατέρας μου με το θείο μου το Στάθη, είχαν μαζί πολλά γιδοπρόβατα 400 - 500. Για πολλά χρόνια που τα παιδιά τους ήταν μικρά, είχαν και τσοπανόπουλα ( Σαν παραγιούς ), αλλά και την εποχή του πολέμου και εμφυλίου, που για κάποια χρόνια ήσαν επιστρατευμένοι.Όταν τα παιδιά τους μεγάλωσαν γύρω στα 1950 - 1955, χώρισαν τα κοπάδια τους (μπουλούκια τα έλεγαν) και ο καθένας με την οικογένειά του κατέβαινε το χειμώνα στο Αναζύρι σε χωριστά λειβάδια και το καλοκαίρι ανέβαιναν στον Αρτοζήνο και στο Σερβόβουνο.
Ο πατέρας μου ξεκαλοκαίριαζε στου Πετροκόπου, Μαυρομάτη, 'Aγιο Δημήτρη (1965-1975) επί εποχής Παναγιώτη Τσαντίλη και στην Περδικόβρυση. Εκεί ρίχναμε στανοτόπια. Φτιάχναμε με κλαδιά τη στρούγκα που αρμέγαμε και διαλέγαμε και τόπο απαγκερό (να μην τον πιάνει ο αέρας), που κοιμόμαστε. Στρώναμε κάτω φτέρες και σίκαλη όταν θερίζαμε κ� επάνω σαίσματα. Μας έπαιρνε ο ύπνος παρατηρώντας τ' άστρα (αλετροπόδα, παπά τ' άχυρα κλπ), ακούγοντας τα τρυζόνια.Ο θείος μου ο Στάθης, που είχε πάει σώγαμπρος, ξεκαλοκαίριαζε πάντοτε στην Κρυόβρυση.
Τη δεκαετία 1940 - 1950 στα Αναζύρι πέρασαν δύσκολα χρόνια όπως μου έλεγαν. (Γερμανοί - Εμφύλιος ). Στον εμφύλιο έγινε μάχη στο Αναζύρι και καταστράφηκε το χωριό (σώζονται μερικά ερείπια). Πάνω από τα μαντριά τους πολλοί αντάρτες σκοτωμένοι - πληγωμένοι για αρκετές ημέρες και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν από φόβο (τους το είχαν απαγορεύσει). Έπρεπε να κάνουν το χατήρι σε όλους για να μην τους σκοτώσουν. Η περιοχή ήταν σταυροδρόμι ( Ηλεία - Αρκαδία ). Στον εμφύλιο έφευγαν οι άνδρες το βράδυ από την καλύβα για ασφάλεια και πήγαιναν να διανυχτερεύσουν στα γύρω χωριά, Λιθαρό ( Μερκίνιζα ), Δαρέικα κλπ. Γι' αυτό και στα χωριά αυτά είχαν κάνει κουμπαριές τόσο ο πατέρας μου όσο και ο θείος μου, για να έχουν αποκούμπι όπως έλεγαν.Επικρατούσε φτώχεια, πείνα και τροφοδοτούσαν και όσους αντάρτες περνούσαν κρυφά από την καλύβα τους. Το παρακάτω περιστατικό μου το έλεγε η μάνα μου συνέχεια. Ένα βράδυ που έλειπαν οι άνδρες, πήγαν στην καλύβα αντάρτες. Είχε μείνει μόνο η μάνα μου, η πεθερά του θείου μου του Στάθη ( Παναγούλα Κατσιάπη ) και ένα τσοπανόπουλο.
-Γριά! Βράσε ένα τραχανά να φάμε,
της είπε ένας αντάρτης.
Η γιαγιά Παναγούλα σαν μεγαλύτερη έβρασε τον τραχανά. Από φόβο; Δεν Είχε; ξέχασε ; Δεν έριξε αλάτι στον τραχανά. -Άιντε γριά, ο Τραχανάς ανάλατος. «Σάματις» θα τον φάνε άνθρωποι! αντάρτες θα τον φάνε,
μονολόγησε ο αντάρτης. Αυτό λέει πολλά...
Την ίδια εποχή οι αντάρτες είχαν πάρει τα γίδια του Λιάπη από την Καρύταινα ( έτσι ήταν η κατάσταση τότε...) και πήγαιναν για τα Τρόπαια. Δύσκολα να τα μετακινήσουν. Τ' άφησαν κρυφά στη στάνη του πατέρα μου. Μετά από κάμποσες ημέρες πήγαν και τα πήραν, αφού τα βρήκαν όπως τα άφησαν. Για την εξυπηρέτηση του άφησαν 2-3 γίδες. Για πολλά χρόνια αργότερα ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρό παιδί θυμάμαι που έλεγε ότι αυτές οι γίδες κρατάνε από το σόι του Λιάπη.
Παιδί 6-7 χρονών
Κι' έρχομαι μετά το 1962 - 63 (ηλικία 6 - 7 χρονών), από προσωπική μου πείρα να μολογήσω…
Αρχές Δεκέμβρη, μπορεί και νωρίτερα ανάλογα με τον καιρό, φεύγαμε για τα χειμαδιά. Φορτώναμε όλα τα απαραίτητα (μπαγάδια τα λέγαμε) σε μουλάρια και γαϊδούρια. Κάποτε είχαμε και άλογο. Επειδή ήταν βαρβάτο, το 1965 αν θυμάμαι καλά στο Αναζύρι δάγκωσε τη μάνα μου στο σαγόνι (της έμεινε σημάδι) και το πούλησε ο πατέρας μου. Τα μπαγάδια ήσαν 1-2 σαίσματα, 2 - 3 μαντανίες, χεράμια κλπ. Τα χεράμια ήταν σαν τις μαντανίες, μάλλινα υφάσματα στον αργαλειό, αλλά δεν τα πήγαιναν στη νεροτριβή. Ο τέντζερης, η τέσα, το τσουκάλι, τα ταψιά (τα λέγανε και ταβάδες), που ήσαν όλα χαλκοματένια. Τα ξύλινα πιάτα (καυκιές τα λέγανε), τα ξύλινα κουτάλια (χουλιάρια , το σκαφίδι (ξύλινη σκάφη για ζύμωμα του ψωμιού) και άλλα μικροπράγματα απαραίτητα για το φαγητό. Για το γάλα ξύλινα καρδάρια και καζάνι (λεβέτι ). Λίγες κότες κρεμασμένες από το κολιτσάκι του σαμαριού και στο μισογόμι (επάνω στο σαμάρι ανάμεσα στο φόρτωμα) κάποιο ζωντανό που δεν μπορούσε ν' ακολουθήσει το μπουλούκι η μικρά παιδιά.Ο δρόμος που ακολουθούσαμε, περισσότερο μονοπάτι, ήταν η Γκούρα (Σφυρίδα ) κάτω από του Λυκούρεση, αριστερά από του Ψάρι, Παλούμπα, Σαρλέικα, Αναζύρι. Διάρκεια μια μέρα χειμωνιάτικη. Μπροστά πήγαιναν τα γαϊδουρομούλαρα, ακολουθούσαν τα γιδοπρόβατα, τσοπανόσκυλα, τσοπάνηδες, τσοπανόπουλα.
Η ζωή στα χειμαδιά (Αναζύρι)
Μέχρι το 1980 μέναμε σε καλύβα (μετά φτιάξαμε ένα μικρό καλύβι). Ήταν φτιαγμένη γύρω - γύρω με καλαμιές από αραποσίτι (καλαμπόκι ) και σουσαμιές (καλλιεργούσαν εκείνη την εποχή σουσαμιές στον κάμπο). Μόνο στη μια μεριά είχε μια ξερόμανδρα που ανάβαμε τη φωτιά. Η φωτιά καιγόταν μέρα-νύχτα. Χρησίμευε για φωτισμό, για θέρμανση και για μαγείρεμα. Επάνω η καλύβα ήταν σκεπασμένη με τέντα. Την τέντα την ύφαιναν στον αργαλειό με μαλλί από γίδια (κοζιά) Μαρία Ρουσιά, Αναζύρι 1972 με φόντο τα μαντριά και περασμένη από τη νεροτριβή. Ένα είδος σαϊσματος, αλλά πολύ μεγαλύτερο. Όταν έβρεχε δυνατή βροχή, έπεφταν επάνω μας ψιλές - ψιλές σταγόνες (δροσιά ). Μέσα στη καλύβα, όπως ανέφερα πιο πάνω, προς την ξερόμανδρα ανάβαμε τη φωτιά και η υπόλοιπη ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι φτιαγμένο από καλάμια, στρωμένο με σαϊσματα και σε μια άκρη μια μεγάλη κοφίνα (φτιαγμένη από καλάμια), όπου βάζαμε το ψωμί και αν υπήρχε και κάτι άλλο. Στο κρεβάτι κοιμόμαστε όλοι μαζί, γονείς, παιδιά και ξένοι πολλές φορές, που περνούσαν από εκεί και έπρεπε κάπου να ξενυχτήσουν. Δεν υπήρχε χωριό κοντά, παρά μόνο καλύβες με άλλους τσοπάνηδες. ( Βαλτεσινιώτες, Δημητσανίτες, Λυκουρεσαίους). Η κύρια τροφή ήταν το γάλα. Σπάνια μαγειρεύαμε τραχανά, χυλοπίτες, φασόλια, τριφτιάδες φτιαγμένες με νερό και αλεύρι, που τις έκανε η μάννα μου τρίματα και τις έβραζε με νερό. Από τα παραπάνω φαίνεται ποια ήταν η κύρια τροφή του τσοπάνη.
Δίπλα από εμάς, σε άλλο λιβάδι, έμενε ένας γεροτσέλιγκας από το Βαλτεσινίκου. Τον λέγανε Γιωργίκο Παναγούλια και φορούσε πάντοτε φουστανέλα. Όταν τον ρωτούσαμε τι μαγείρεψες μπαρμπα - Γιωργίκο η απάντησή του ήταν "ότι μαγειρέψανε τα πρόβατα παιδάκι μου". Αυτός ο μπαρμα-Γιωργίκος όταν πρωτοξεκίνησε ο διαγωνισμός δημοτικού τραγουδιού στην Αγία Παρασκευή Λαγκαδίων (δεν ήταν Πανελλήνιος τότε) είχε πάρει βραβείο καλύτερης ενδυμασίας (Φουστανέλα).
Κι' επιστρέφουμε στη ζωή στην καλύβα. Για καθαριότητα δεν το συζητάμε… Το νερό το μεταφέραμε με τα καρδάρια από μακριά!.. Όταν ο καιρός ήταν καλός, η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη, όταν όμως έβρεχε η κατάσταση γινόταν δραματική. Λάσπη και βρωμιά παντού. Η αδελφή μου η Άννα, 4 χρονών κοριτσάκι, καθώς χοροπηδούσε επάνω στο κρεβάτι έπεσε κάτω στη φωτιά, που έβραζε νερό μέσα σε ένα τέτζερη. Το χέρι της μπήκε μέσα στον τέντζερη με το βραστό νερό και κάηκε. Έπαθε μεγάλη ζημιά. Δεν υπήρχε γιατρός. Η θεραπεία έγινε με πρακτική αλοιφή! Της έμεινε ένα μεγάλο σημάδι.
Τα μαντριά για τα ζώα ήταν κάτι σαν υπόστεγο φτιαγμένο με ξιφάρες. Η ξιφάρα είναι χόρτο με 1-1,5μ ύψος που φυτρώνει στα βαλτόνερα και κόβει τα χέρια σαν ξυράφι. Το στρώναμε στην οροφή και ήταν αδιαπέραστο από το νερό. Συνήθως μες στα μαντριά βάζαμε τα μικρά αρνοκάτσικα. Τα μεγάλα ζώα πιο πολύ έμεναν κάτω από τα δένδρα. Στα χειμαδιά ο καιρός ήταν ζεστός, δεν έριχνε ποτέ χιόνι και υπήρχε άφθονο χορτάρι για τα ζώα. Μέχρι το 1970 περίπου, επειδή ο τόπος ήταν πολύ δασωμένος, υπήρχαν πολλά τσακάλια στην περιοχή. Παθαίναμε πολλές ζημιές. Χρειαζόντουσαν δυνατά τσοπανόσκυλα και προσέχαμε τα ζώα ολημερίς και ολονυχτίς. Δάγκωναν τα ζώα στο λαιμό, τους ροφούσαν το αίμα μέχρι που ψοφούσαν. Το ουρλιαχτό τους ήταν σαν κλαψούρισμα-ανατριχιαστικό.
Η ζωή πολύ σκληρή και το κέρδος τίποτα. Πωλούσαμε το γάλα στο τυροκομείο που ήταν εκεί κοντά και με τα χρήματα που παίρναμε πολλές φορές δεν έφταναν να πληρώσουμε το λιβάδι στ' αφεντικό. Το λιβάδι αυτό ανήκε στον Αντωνόπουλο από τη Δημητσάνα, όπως ανέφερα και πιο πάνω. Ήταν ένα τεράστιο τσιφλίκι χωρισμένο σε 3 - 4 λιβάδια. Στο κέντρο περίπου υπήρχε το χωριό Αναζύρι. Είχε έναν απέραντο κάμπο δίπλα στον Αλφειό ποταμό. Εκτός από τα χρήματα έπαιρνε και τυριά, μυζήθρες και το Πάσχα 5-6 σακούλες γιαούρτι και το καλύτερο αρνί.
Ανέβασμα στα βουνά
Καθώς περνούσε ο χειμώνας κι' ερχόταν η άνοιξη, οι τσοπάνηδες στα χειμαδιά άρχιζαν να νοσταλγούν τα βουνά. Στους κάμπους η ζέστη δεν υποφέρεται. Ιδιαίτερα τα παλαιότερα χρόνια που υπήρχαν πολλά κουνούπια. Μετά τ' Αγιωργιού μέχρι του Αγίου Κωνσταντίνου έφευγαν όλοι από τα χειμαδιά. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι της Φροσύνης. Το άκουσα που το τραγουδούσαν το 1970 στ' αλώνι στου Μαυρομάτη, καθώς αλώνιζαν (εγώ τσοπανόπουλο τότε) η θειά Κανέλλα και η θειά Γκόλφω, κόρες του Μαρίνη Στρίκου και της γρια-Σταματούλας, με φωνή αηδονιού.

«Γρήγορα νάρθεις 'Aνοιξη
κι όμορφο καλοκαίρι.
Να βγούν οι Βλάχοι στα βουνά
να ξεκαλοκαιριάσουν.
Να βγούν τα πρόβατα μ' αρνιά
τα γίδια με κατσίκια.
Να βγεί η Φροσύνη στα βουνά
να ξεκαλοκαιριάσει.
Να πιεί νερό απ' τον Αγιολιά
κι' απ' τον Αγιοδημήτρη.
Να της περάσει η αρρωστιά
να της κοπεί και η θέρμη.
Κι' ήπιε νερό απ' τον Αγιολιά
κι' απ' τον Αγιοδημήτρη .
Και η αρρώστια πέρασε
κι' η θέρμη της εκόπη».

(Βλάχους έλεγαν παλαιότερα τους κατοίκους της πεδινής Ηραίας και όσους πήγαιναν στα κατώμερα για να ξεχειμωνιάσουν από τα βουνά). Αρχίζουν να ετοιμάζονται για τα βουνά. Το είχαν καμάρι και λεβεντιά να «κουρντίζουν» τα γιδοπρόβατα όπως λέει και το τραγούδι.

Καμάρι που είν' τα πρόβατα
και λεβεντιά τα γίδια.
Καμάρι που ειν' και ο τσέλιγκας
Με τα' άλογο καβάλα...

Έβαζαν στα πρόβατα τροκάκια, στα γίδια τσιοκάνια, κουδούνια στα γκεσέμια (τραγιά μουνουχισμένα), μπουζούκες (μεγάλα τροκάκια ) και κυπριά (μεγάλα κουδούνια) για να οδηγούν τα γιδοπρόβατα. Ήταν η μόνη διασκέδαση ακούγοντας τη μελωδία απ' όλους αυτούς τους ήχους. Αν και υπήρχε φτώχεια, συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι τσελιγκάδες ποιος θα έχει τα περισσότερα και με τους καλύτερους ήχους (σιδερικά όπως τα έλεγαν) στο μπουλούκι. Όταν πήγαιναν στα πανηγύρια οι τσοπάνηδες (Αγία Παρασκευή Λαγκαδίων, Λουτρά Ηραίας τη Μεγάλη Πέμπτη κλπ), πρώτα ψώνιζαν κουδούνια για τα γιδοπρόβατα και μετά τσαρούχια για τα πόδια τους. Κι' εγώ προσωπικά είχα μεγάλη τρέλα με τα τροκανοκούδουνα από μικρό παιδί. Ήταν το παιχνίδι μου, η διασκέδασή μου. Τώρα τα έχω βαρεθεί από τη στιγμή που δεν ακούς γύρω σου άλλο μπουλούκι, απογοητεύεσαι... Παντού επικρατεί η ερημιά.
Ήρθε η ώρα για αναχώρηση. Έπρεπε να είναι όλα έτοιμα αποβραδίς. Πολύ πρωί με τα χαράματα ξεκινούσαμε με όλα τα υπάρχοντα. Προτού πιάσει η ζέστη έπρεπε να έχουμε περάσει του Παλούμπα. Τα γιδοπρόβατα και περισσότερο τα πρόβατα δεν προχωράνε με τη ζέστη. Με το κίνημα γινόταν μια οχλοβοή ανεπανάληπτη. Τροκάνια, τσιοκάνια, κουδούνια, κυπριά, μπουζούκες, σκυλιά να γαυγίζουν, γιδοπρόβατα να βελάζουν. Έβλεπαν τη μάζωξη όλα τα ζώα μαζί, γιατί συνήθως πήγαιναν χώρια τα πρόβατα, χώρια τα γίδια, χώρια τα γαλάρια (όσα είχαν γεννήσει), χώρια τα στέρφα (αυτά που δεν είχαν γεννήσει) και αισθάνονταν ότι κάτι διαφορετικό θα συμβεί. Μεγάλος μπελάς ήταν τ' αρνοκάτσικα, δεν ήθελαν ν' ακολουθήσουν το μπουλούκι στο καινούριο ξεκίνημα, είχαν συνηθίσει εκεί που γεννήθηκαν και γυρνούσαν πίσω. Άϊντε να βάλεις σε δρόμο όλα αυτά τα ζωντόβολα. Συνήθως βοηθούσε και κάποιος άλλος τσοπάνης που δεν είχε φύγει ακόμη για τα βουνά. Μπροστά πήγαιναν τ' αλογομούλαρα φορτωμένα τα μπαγάδια (σαϊσματα, μπατανίες, καρδάρια, λεβέτια, κότες κρεμασμένες από τα κολιτσάκια των σαμαριών και μικρά κατσικάκια στα μισογόμια. Ακολουθούσαν τα γίδια με τα γκεσέμια μπροστά και πίσω τα πρόβατα. Έτσι γίνεται πάντοτε. Τα γίδια πηγαίνουν πάντα μπροστά από τα πρόβατα. Από κοντά και τα τσοπανόσκυλα. Ένας από τους τσοπάνηδες, ο πιο έμπειρος, και πάντοτε άνδρας, ξεκόβει τα γκεσέμια μπροστά που γνωρίζουν το δρόμο και ακολουθούν τα υπόλοιπα. Στο τέλος πάντοτε μια γυναίκα τραβούσε ένα γουρούνι που αγοράζαμε τη Μεγάλη Πέμπτη που γινόταν η ζωοπανήγυρη στα Λουτρά της Ηραίας. Στο δρόμο ο τόπος σειόταν από τα τροκάκια και τα κουδούνια. Τ' ανέβασμα στα βουνά από τα χειμαδιά ήταν πολύ χαρούμενο, ήταν κάτι το διαφορετικό, είχε λεβεντιά είχε καμάρι. Αντίθετα το κατέβασμα από τα βουνά στα χειμαδιάείχε μια μελαγχολία. Οι εποχές (καλοκαίρι - χειμώνας) επηρέαζαν τη διάθεση ανθρώπων και ζώων. Φτάνοντας στα βουνά ξεμεσημεριάζαμε στη Γκούρα (Σφυρίδα). Η Γκούρα ήταν πέρασμα για όλους τους τσοπάνηδες που πήγαιναν από τα χειμαδιά στα βουνά (Μαγουλιανίτες, Βαλτεσινιώτες, Βυτηναίους, Λασταίους, Ραδαίους κλπ).
Στη συνέχεια, τα πρώτα χρόνια που τα χωράφια σπέρνονταν και στον Αρτοζήνο και στο Σερβόβουνο, ρίχναμε στανοτόπι για λίγο καιρό στης Γριάς το Σορό, στο Διάσελο όπως λέμε. Τότε δεν υπήρχαν καστανιές εκεί. Είχαμε και «Σμίχτες» (σμίγαμε δηλαδή το γάλα μια εβδομάδα ό ένας την άλλη ο άλλος) τους Κουτσανδραίους, Στρικαίους, Καγιουλαίους. Μετά από εκεί ακολουθούσαμε τις αποστασιές. Δηλ. μια χρονιά όλα τα χωράφια στο Σερβόβουνο σπέρνονταν αραποσίτια και ρόβεςκαι στον Αρτοζήνο κριθάρια, σιτάρια και φακές. Την άλλη χρονιά το αντίθετο. Υπήρχε κανόνας και κανένας ιδιοκτήτης δεν έκανε του κεφαλιού του. Τα γιδοπρόβατα τα πηγαίναμε εκεί που ήταν σπαρμένα κριθάρια, μόλις άρχιζαν και τα θέριζαν, στις καλαμιές και περνούσαμε όλο το καλοκαίρι. Όπως ανέφερα παραπάνω στον Αρτοζήνο είχαμε στανοτόπι στις περιοχές Πετροκόπου, Μαυρομάτι, Περδικόβρυση και το 1965-75 στον Άγιο Δημήτρη. Τα ζώα εκτός από τροφή θέλουν και άλλες φροντίδες. Στα χειμαδιά είχε γίνει το κολοκούρεμα των προβάτων (κούρεμα γύρω από την ουρά τους για να αρμέγονται). Μόνο τα πρόβατα κολοκουρεύουν. Στα βουνά γίνεται το κανονικό κούρεμα. Μαζεύονταν και άλλοι τσοπάνηδες και κουρεύαμε με μεγάλα ψαλίδια (προβατοψάλιδα) το ένα κοπάδι τη μια μέρα και το άλλο κοπάδι την άλλη μέρα. Τα γίδια τα κουρεύαμε μετά από τα πρόβατα και με διαφορετικό τρόπο. Τους αφήναμε στη Ράχη σέλα όπως τη λέμε. Τα τραγιά τα γκεσέμια τα φτιάχναμε όμορφα. Τους αφήναμε μπροστελίνες, δηλ.μαλλί στα μπροστινά πόδια.
Με τα μαλλιά των προβάτων, αφού τα πλέναμε, τα ξέναμε (τα κάναμε αφράτα) τα κάναμε τουλούπες, τα έγνεθαν οι γυναίκες με τις ρόκες και τα έκαναν νήματα. Με τα νήματα φτιάχναμε τα υφαντά του αργαλειού, όπως μπατανίες, χεράμια κλπ. Με το νήμα έπλεκαν μάλλινες κάλτσες, μάλλινες φανέλες, μάλλινα μισοφόρια. Με το μαλλί των γιδιών (κοζιά) αφού την χτυπούσαν (την έκοβαν όπως λέγανε) με τριχιές στο πάτωμα, έκαναν τις τουλούπες και με το νήμα ύφαιναν σαϊσματα και κάπες. Τα κόζινα υφαντά ήταν αδιαπέραστα από το νερό.
Στα βουνά η ζωή του τσοπάνη, μετά το θερισμό στα χωράφια, γινόταν ξένοιαστη. Κυρίως για μας τα τσοπανόπουλα που τα φυλάγαμε το καλοκαίρι, γιατί οι μεγάλοι είχαν και άλλες δουλειές. Στο Σερβόβουνο έμεναν ελεύθερα (μπέσικα όπως λέγαμε) μετά το θερισμό όλων των χωραφιών και ξέβγαζαν για βοσκή και τα γαϊδουρομούλαρα όλοι οι χωριάτες. Στον Αρτοζήνο ήσαν μπόσικα μόνο στου Πετροκόπου. Εκεί στην Κοκκινιά (στο επάνω μέρος των χωραφιών Ευθ. Ζαχαρόπουλου και Ι.Ν.Μαραγκού ) μαζευόμαστε όλα τα τσοπανόπουλα (Ρουσόπουλα, Μπραβόπουλα από Μαλάσοβα, Καγιουλόπουλα από Λαγκάδια, Μαγουλιανίτικα από Δημητσάνα, και κάποια εποχή θυμάμαι και το Γιώρη το Λιατσόπουλο-Ζευκιλή) και κάναμε παρέα. Μαζί με τ' αστεία τα μεγαλύτερα πείραζαν και τις τσιούπες (κορίτσια).
Όπου έβγαζε νερό στον Αρτοζήνο υπήρχε και ένα περιβόλι και το φυλάγαμε όλο το καλοκαίρι. Περδικόβρυση (Μ. Ρουσιά ). Μαυρομάτι ( Ηλ. Κουτσανδριά, Φωτεινής Αναστασοπούλου, Γεωργάκη Σχίζα, Γιώρη Τρουπή-Γκράβαρη). Ο μπάρμπα Γιώρης είχε και πολλές μηλιές μέχρι και το 1982 . Είχα περάσει πολλά βάσανα μ αυτές τις μηλιές. Ποτέ δεν είχα πάρει ένα μήλο. Τα ράντιζε με φάρμακο για ασθένειες και μας έλεγε ότι θα φαρμακωθούμε άμα φάμε. Προτιμούσαμε τα κορόμηλα και τα γκόρτσα. Στου Μοσχονά είχαν περιβόλι οι Ν. Τρουπής (Αλούπης) και ο Φώτης Δημόπουλος (Σκορδής), μέχρι που τα πούλησαν στους Καγιουλαίους. Στη Βρωμήστρα οι Κουτσανδραίοι. Στον Αγιοδημήτρη ο Τσαντίλης και ο Θανάσης ( Θωμάς ) Σχίζας. Στις Βρύσες ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος ( Μουργάκος ) και αργότερα ο Γ.Τρουπής που το αγόρασε.
Στη μνήμη του πατέρα μου γράφω το παρακάτω, γιατί πιστεύω ότι ελάχιστοι το γνωρίζουν η το θυμούνται.
"Το Σεπτέμβριο του 1956 (δεν είχα γεννηθεί, όπως μού έλεγε η μάνα μου) ο πατέρας μου στάλιζε τα γιδοπρόβατα (ήτανε μεσημέρι ) στις Βρύσες. Είχε περιβόλι ο Χρ. Κωνσταντόπουλος φραγμένο με μάνδρα και φράχτη από πουρνάρια. Το περιβόλι είχε και πόρτα (μποριά) μια μεγάλη κλάρα από πουρνάρι. Μια γίδα μπήκε στο περιβόλι. Ο πατέρας μου τράβηξε την μποριά να μπεί μέσα για να βγάλει τη γίδα. Κάποιοι (δεν αναφέρω ονόματα ούτε το λόγο που το έκαναν αν και γνωρίζω, γιατί ζουν ακόμη), για να σκοτώσουν το Χρ. Κωνσταντόπουλο , είχαν δέσει μια χειροβομβίδα στην κλάρα που έκλεινε το περιβόλι. Ο πατέρας μου τραβώντας την κλάρα εξερράγη η χειροβομβίδα και τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο της Τρίπολης για αρκετούς μήνες (έχω και φωτογραφία από το Νοσοκομείο). Θυμάμαι από το σώμα του για αρκετά χρόνια μετά έβγαιναν θραύσματα από τη χειροβομβίδα. Την πλήρωσε ο πατέρας μου τη νύφη, γιατί περί νύφης επρόκειτο. Κανένας δεν μαρτύραγε τότε. Αν και έγινε δικαστήριο όλοι έλεγαν ψέματα. Μετά από χρόνια κάποιος, κινδυνεύοντας η ζωή του, το μαρτύρησε".
Ξέφυγα από το θέμα και επιστρέφω.Στην Περδικόβρυση που ρίχναμε στανοτόπι φτιάχναμε τη στρούγκα. Ένα φράχτη κυκλικό και μέσα βάζαμε τα γιδοπρόβατα και τα αρμέγαμε. Τα ζώα έμπαιναν από το πίσω μέρος της Στρούγκας και μπροστά καθόμαστε οι τσοπάνηδες επάνω σε μεγάλες πέτρες (στρουγκολίθια) και περνούσαν ένα - ένα και τ' αρμέγαμε. Πίσω υπήρχε ένα άτομο και λέγοντας στα γίδια -οστ- και στα πρόβατα -ιστ-, αυτά έβγαιναν από τη στρούγκα. Δίπλα υπήρχαν οι φούρκες. Ψηλά ξύλα με διχάλες μπηγμένες στο χώμα. Στις διχάλες στερεωνόταν το λεβετόξυλο και κρεμάγαμε το λεβέτι και τις τσαντίλες με το τυρί. Το άρμεγμα γινόταν πρωί και βράδυ. Το καλοκαίρι με τη ζέστη τα γιδοπρόβατα σταλίζουν (στάλος = μεσημεριανός ύπνος ), συνήθως κοντά σε νερό κάτω από πλατάνια. Στον Αρτοζήνο «ποτισιώνες» είχαμε στην Περδικόβρυση και στο ρέμα στη Βρωμήστρα. Στο Σερβόβουνο τα ποτίζαμε στο Λαφοβούνι στο ρέμα, πιο κάτω από της Γριάς το Σωρό που αρχίζει η Γκούρα. Η Γκούρα παλαιότερα ήταν ο δρόμος απ' όπου περνούσαν ζώα και άνθρωποι από τα χειμαδιά προς τα ορεινά χωριά και το αντίστροφο.
Η μάνα μου που είχε γενηθεί στη Μπερτσιά, περιοχή της Γκούρας (ήταν κόρη του Κουτσαντρόγιαννη) απ' ότι θυμάται η ίδια και είχε ακούσει από τον πατέρα της, έλεγε πολλά για τη Γκούρα. Από εκεί περνούσαν πολλοί τσοπάνηδες από τα χωριά Μαγούλιανα, Βαλτεσινίκο, Λάστα, Βυτίνα, Ράδου και πήγαιναν το χειμώνα στα χειμαδιά, κυρίως στην Ηλεία και το καλοκαίρι επέστρεφαν στα βουνά. Είχαν πολλά γιδοπρόβατα και γελάδια. Από το ποδοβολητό τους είχε σχηματισθεί μεγάλο μονοπάτι και το έλεγαν «Δεμοσιά». Καθώς τα ζώα ανηφόριζαν προς της Γριάς το Σωρό, σκορπούσαν μέσα στο δάσος να βοσκήσουν. Οι Κουτσανδραίοι και Στρικαίοι, κάτοικοι της Σφυρίδας, άνοιγαν λάκκους μέσα στο δάσος και τοποθετούσαν επάνω στο λάκκο κλαδιά. Τα ζώα ανυποψίαστα έπεφταν μέσα και οι δράστες που παραφύλαγαν τα έπαιρναν. Από το μονοπάτι αυτό περνούσαμε κι' εμείς μέχρι το 1985 και πηγαίναμε στον Αρτοζήνο από τα χειμαδιά. Το μονοπάτι αυτό με υπόδειξή μου καθαρίστηκε από τον Όμιλο «Η Γκούρα» όπου κόπηκαν μερικά κλαδιά για να περνά πεζός άνθρωπος. Ζώο φορτωμένο δεν μπορεί να περάσει. Δεν έγινε καμία οικολογική καταστροφή όπως ισχυρίσθηκαν κάποιοι. Τα κλαδιά, τα περισσότερα σπάρτα, κόπηκαν με αλυσοπρίονο. Και τι έγινε; Το σπάρτο αναπτύσσεται πολύ γρήγορα. Φέτος το μονοπάτι έκλεισε και πάλι.
Μετά το 1985 περίπου, η ζωή των τσοπάνηδων άλλαξε. Ο πατέρας μου πήγε στα χειμαδιά μέχρι το 1985 που πουλήθηκε το τσιφλίκι του Αντωνόπουλου σ' έναν Ελληνοαμερικανό. Ο θείος μου ο Στάθης είχε σταματήσει νωρίτερα, το 1980.
Αφιερώνω τα παραπάνω στη μνήμη του πατέρα μου Κώστα, της μάνας μου Μαρίας (Κώσταινα τη φώναζαν), του θείου μου Στάθη Ρουσιά από τους τελευταίους Σερβαίους τσοπάνηδες στον Αρτοζήνο και στο Σερβόβουνο και στον ξάδελφό μου Γιάννη Ευστ. Ρουσιά ( 1948 - 1970 ). Ο ξαδελφός μου ο Γιάννης ήταν πολύ μερακλής άνθρωπος. Ήταν λεβέντης. Σφύραγε τα γιδοπρόβατα κάπως τραγουδιστά και αχοβολούσε η Κρυάβρυση. Πριν φύγει για στρατιώτης το Γενάρη του 1968 είχε το καλύτερο μπουλούκι στον Αρτοζήνο. Είχε τόσα τροκάνια και κουδούνια στα γιδοπρόβατα που σειότανε ο Αρτοζήνος. Με το θάνατό του το Γενάρη του 1970 έπεσε βαρύ το πένθος σε ανθρώπους και γιδοπρόβατα. Όταν υπήρχε πένθος στην οικογένεια τα γιδοπρόβατα ήταν κουφά, δηλ. δεν έβαζαν τροκάνια και κουδούνια. Στα γκεσέμια δεν έβαζαν «Κυπριά» και «μπουζούκες» για πολλά χρόνια. Γράφω παρακάτω κάποια περιστατικά από τη ζωή μου κοντά στα γιδοπρόβατα, τα οποία δεν βγαίνουν ποτέ από το μυαλό μου και συνέβησαν πριν το 1980. Φανερώνουν τις άθλιες συνθήκες μέσα στην καλύβα, στην ερημιά και την αδικαιολόγητη οργή κάποιων ανθρώπων εναντίον των τσοπάνηδων.
Α)Το πουλί του γαϊδάρου.
Το 1963 (6 χρονών), Μάης μήνας στα χειμαδιά, πολύ ζέστηκαι πολλές μύγες. Τα γαϊδούρια «μυγιάζονται» αυτή την εποχή. Το μοναδικό μου παιχνίδι τα ζώα. Θέλοντας να εξερευνήσω -να παίξω- με το πουλί του γαϊδουριού, που κρεμόταν ένα χεροπήχη κάτω από την κοιλιά του, μου τραβάει μια κλωτσιά στο κεφάλι και μ' άφησε αναίσθητο. Θυμάμαι μετά που συνήλθα, τα μούτρα μου, τα χέρια μου ήταν κοκκινόμαυρα και δεν υπήρχε νερό για πλύσιμο. Κόκκινα από τα αίματα και μαύρα από την «καπνιά» που μου έβαλαν στην πληγή για να σταματήσουν τα αίματα. ( Η καπνιά ήταν παλαιότερα το φάρμακο για τις πληγές).
Β) Η οργή του Δία
Στις 15 Ιουλίου 1972 έριξε τόσο χαλάζι στον Αρτοζήνο που κατέστρεψε τα πάντα. Εγώ με τον πατέρα μου φυλάγαμε τα γιδοπρόβατα στο χωράφι του Μαραγκόγιαννη στου Πετροκόπου, που ήταν χέρσο. Για να προφυλαχτούμε τα πήγαμε κάτω από ένα βράχο στην τοποθεσία Πόρτες, που είναι τα χωράφια τα Κατσιαπαίικα. Τα' αστροπελέκια έσκαγαν επάνω στο βράχο, γινόταν κοσμοχαλασιά! Τα κριθάρια που ήσαν έτοιμα για θέρο καταστράφηκαν ολοσχερώς. Τα σιτάρια έπαθαν λιγότερη ζημιά. Όλο το καλοκαίρι φυλάγαμε τα χωράφια που ήταν κριθάρια σπαρμένα να πάνε εκτιμητές να εκτιμήσουν τη ζημιά (δεν θυμάμαι αν πήγαν ). Στα περβόλια στη Βρωμήστρα είχαν οι Κουτσανδραίοι τριφύλλια . Καταστράφηκαν ολοσχερώς. Την άλλη μέρα ήρθε μια από τις Κουτσανδρονυφάδες να κόψει το τριφύλλι με το δρεπάνι. Μόλις είδε το τριφύλλι «αλώνι όπως λέμε» και νομίζοντας ότι το είχαν χαλάσει τα πρόβατα, άρχισε να φωνάζει, να καταράει, να φοβερίζει. Σείστηκε ο Αρτοζήνος. Εγώ με τον πατέρα μου είμαστε στην Περδικόβρυση. Έφτασε από κάτω ξυπόλυτη, το μαντίλι και οι πλεξούδες της στην πλάτη, σαν νεράιδα… Με το δρεπάνι στο χέρι ορμάει επάνω στον πατέρα μου να του κόψει το κεφάλι. Εγώ φοβήθηκα (15 χρονών) και κρύφτηκα πίσω από μια «τούφα». Πάντοτε την φοβόμουνα αυτή τη γυναίκα όταν ήμουν παιδί. Με είχε φοβερίσει ότι αν με έπιανε στα χέρια της θα μου έβαζε το κεφάλι μέσα στη στέρνα με το νερό, επειδή κάποτε της είχα ανοίξει τη στέρνα για να παίξω. Τελικά ήρθε επιτροπή (τρείς αγροφύλακες: Λυκουρεσαίος Σερβαίος και Δημητσανίτης) για εκτίμηση της ζημιάς. Είδαν την αιτία της καταστροφής (το χαλάζι) και ηρέμησε η γυναίκα.
Γ) Το θαύμα του Αγιοθανάση
Τελειώνω με ένα σοβαρό τραυματισμό που μου συνέβη το 1980, του Αγίου Αθανασίου. Βρισκόμουν στο Αναζύρι με άδεια απολύσεως από το Στρατό. Απολύθηκα μετά 10 ημέρες στις 28 Γενάρη. Προσπαθώντας, ήταν πρωί, να πιάσω μια γίδα να την αρμέξω, εκτύπησα στο κεφάλι σε ένα μυτερό ξύλο, στην κυριολεξία το ζούφλιασα. Γύρω ερημιά. Ο κοντινότερος γείτονας μισή ώρα απόσταση. Αναίσθητος για 24 ώρες. Το κοντινότερο χωριό που είχε αγροτικό γιατρό ήταν απέναντι στο Νομό Ηλείας, στο χωριό Σέκουλα. Μια ώρα δρόμο με τα πόδια. Τηλέφωνο, αυτοκίνητο ανύπαρκτα. Πήγε ο πατέρας μου και έφερε το γιατρό μ' ένα τρακτέρ. Συνήλθα την άλλη μέρα με φοβερούς πόνους. Το μισό κεφάλι μου τυλιγμένο και με πολλά ράμματα. Ο γιατρός αν και ήμουν βαριά τραυματισμένος, υπηρετούσα και στρατιώτης, δεν έκανε ενέργειες να με διώξουν, να με στείλουν σε ένα Νοσοκομείο. Ο πατέρας μου και η μάνα μου από το φόβο τους τα είχαν χαμένα. Δεν ήξεραν τι έκαναν. Έμεινα εκεί μες την καλύβα στην τύχη μου. Ακίνητος 3-4 ημέρες με άθλιες συνθήκες υγιεινής. Η μάνα μου απέδωσε τη σωτηρία μου σε θαύμα του Αγίου Αθανασίου. Μόλις έγινα κάπως καλά πήγα στο στρατόπεδο και πήρα το απολυτήριο. Είχα και το φόβο μήπως δε με αφήσουν να φύγω που είχα τραυματισθεί, αλλά δεν μου έδωσαν καθόλου σημασία. Οι καιροί άλλαξαν και τώρα οι τσοπάνηδες πηγαίνουν στον Αρτοζήνο και στο Χαλασμένο βουνό με αυτοκίνητα, με τα κινητά τους τηλέφωνα και όλες τις ανέσεις. Το χειμώνα ας είναι καλά οι ζωοτροφές και ας λείπουν τα χειμαδιά.

Γιάννης Κώστα Ρουσιάς
Ιούνιος 2010


Από την σελίδα : Μαγούλιανα Αρκαδίας
Καλώς ήρθατε στο ψηλότερο χωριό της Πελοποννήσου...
Ήμουν ο πιό τρανός τσοπάνης
Γράφει ο Στάθης Κόλλιας

Από τη δεκαετία του '40 στο χωριό


Είχε απλώσει η μητέρα τ' αραποσίτι μας για να λιαστεί και μας είχε αφήσει μένα και τον αδελφό μου το Τηλέμαχο να το φυλάμε. Το' χε απλωμένο σπυρί, σπυρί, σε στρωμένες απλάδες και κουρελούδες, στο κομμάτι της πλατείας που' ναι πάνω απ' τη βρύση και στη μικρή αυλίτσα του φούρνου του μπάρμπα Φώτη του Φούκα. Το' χε κουβαλημένο ίσαμε κεί, στον ώμο, με σακιά.

Τ' αραποσίτι, ήτανε η σοδειά μας κείνης της χρονιάς, απ' το χωράφι μας της Ζερβούς και θα μας χρησίμευε για τα σπιτικά παρασκευάσματα -το χυλό και τη μπομπότα-, για τις μπαμπακούλες μας και για να ταϊζουμε καμμιά φορά τις κότες, το γουρούνι και το μουλάρι μας, όταν θα' χε κάνει σκληρή δουλειά την άλλη μέρα. Να κουβαλήσει μισάδια απ' το λόγγο, να φορτωθεί σανίδια για τη Στρέζοβα και τα Μαζέϊκα, να πάει το πατέρα μέσα από διάσελα και από χάνια στο Πύργο και στη Μεσηνία, για να δουλέψει στο σκάψιμο της σταφίδας και στο μάζωμα της ελιάς ή για να τραβήξει τ' αλέτρι στ' όργωμα, μαζί με τ' άλλο, του σέμπρου μας, του μπάρμπα Γιώργη του Καρρά.

Θα' τανε η ώρα γύρω στις οκτώ με εννιά το πρωί κείνης της μέρας του Οκτώβρη μήνα, κι όλο το χωριό ήτανε ορθό. Κει κάτω στης Βομπογιαννούς και στης Τζαφαρούς, το μεγάλο κοπάδι του Πάϊκου, με τα κυπροκούδουνά του που γλυκοχτυπάγανε και με τα σκυλιά του, τράβαγε κατά το Καμάρι και τη Δέση και στα έβγα του χωριού, οι χωριανοί με τ' άλογά τους, τα μουλάρια τους και τις φοράδες τους, με τα πουλαρόπουλα συνταιριασμένα και τα μαρτίνια ξωπίσω τους, τραβάγανε για τα χωράφια τους. Τα σκυλιά γαυγίζανε, οι γίδες βελάζανε, η καμπάνα του Αγιο Δημήτρη χτύπησε για το σχολείο, τα γαϊδούρια ξεφωνούσαν, τα κοκόρια λαλάγανε, οι κόπανοι των γυναικών πέφτανε με δύναμη πάνω σ' απλάδες, σε σαίσματα και σε μπαντανίες. Όλα κείνο το φθινοπωριάτικο πρωί άνθρωποι, ζωντανά και φτερωτά, λες κι' χανε βαλθεί να φανερώσουνε πόσο γιομάτο ήτανε το χωριό
μας και το διαλαλάγανε για ν' ακουστεί ίσαμε τις Παρπανίτσες και τα παν' αλώνια. Κει που χανόσαντε οι δρόμοι, κατά τη Βυτίνα και το Βαλτεσινίκο. Ο ουρανός ήτανε ξάστερος και η μικρή πλατεία με την αγορά, λουσεμένη στον ήλιο και στο φώς, είχε μπεί στο ρυθμό της.

Ο Θανάσης ο Γόντικας είχε ανοίξει το χασάπικό του, ο Ρήγας ο Κόλλιας το κουρείο του κι ο μπάρμπα Γιώργης ο Μπρούκλης, το καφενείο του. Ανοιχτά ήσαντε και τα παντοπωλεία "Η Ειλικρίνια" του Γιώργη του Κόλλιας και "Ο Πάν" του μπάρμπα Βασίλη του Κουμπούρη. Το ίδιο και του Πάνου του Κόλλια, και του Αποστόλη του Μπράμη, και τα καφενεία του Πλάτανου, και του Μιμίκου του Γόντικα.

Ανοιχτό και το μικρό Καπνοπωλείο του Γιώργη του Φούκα. Στην ώρα του κι ο μπάρμπα Μήτσος ο Στρατηγός, με τα τσαρούχια του και με τη σκούφια του κατεβασμένη ίσμαμε τα φρύδια του, τράβαγε το γέρικο μουλάρι του κατά τη βρύση για να ποτίσει. Στην ώρα της και η κουφ' Αγγέλω, ζαλωμένη το βαρέλι της και η μητέρα, που' χε μπαμπακιάσει η γλώσσα της, για να μας λέει, όλο τις ίδιες και τις ίδιες ορμήνειες.

- Να' χουτε τα μάτια σας τέσσερα γιατί περνάνε οι γύφτισσες. Ο νούς σας να' ναι δω και όχι στο παιχνίδι, να μη σας το τρώνε τα πουλιά, να μη μας το σηκώσουνε τα μυρμήγγια, για φαί να πηγαίνετε ένα σας - ένα σας, ο ίδιο και πρός νερού σας...

- Ρε, παίζουμε τους τσοπάνηδες, μου λέει ο αδελφός μου, που στεκότανε στη σκάλα. Απ' τη πλατεία και τη μεριά του καμπαναριού, ξεκίναγε μια φαρδειά πέτρινη σκάλα, με κάμποσα πελεκητά σκαλοπάτια που κατέβαζε στη βρύση κι απ' τα ριζά της σκάλας, και δεξιά όπως τη κατεβαίναμε, ορθονώτανε μια μεγάλη μπουρνελιά.

- Τι λες ρε, αφού μείς δεν έχουμε πρόβατα.

- Στα ψέμματα ρε χαζέ σου λέω· έλα να δείς.

Στις δύο άκρες κάποιου σκαλοπατιού, ήσαντε αντικρυνές, δυό μεγάλες μερμηγγοφωλιές και τα μερμήγια, είχανε βγεί κι' χανε πλημμυρίσει το σκαλοπάτι.

- Να ρε, θα' χουμε για πρόβατα τα μυρμήγγια. Τούτη η φωλιά, θα' ναι η στρούγκα η δική μου, και κείνη η φωλιά, θα' ναι η στρούγγα η δική σου. Γώ θα' μαι ο Μπουρνά, και συ θα' σαι ο Καραβίδας.

- Τι λες ρε, ο Καραβίδας έχει μονάχα γίδια, και γώ θέλω μα' χω μονάχα πρόβατα.

- Καλά ρε, τότενες, θα' μαι ο Μπουρνάς και συ ο Καραφουστάνας

***

Το παράπονο της μεγάλης μπουρνελιάς, φαντάζομαι πώς θα' τανε, που δεν μπόρεσε ποτέ της, απ' τη νοιότη της και σ' όλο το καιρό της, να μεγαλώσει και να γλυκάνει τους καρπούς της. Τι κι αν το' λεγε στο πλάτανο και στις γειτονιές της ακακίες. Όλα μεις τα παιδιά της γειτονιάς, της τα τρώγαμε άγουρα.

- Αφήστε τα παιδιά να γίνουνε πρώτα, να τα φάτε γλυκά, μας έλεγε ο Παπαγιάννης, που' πινε το καφέ του στο καφενείο. Το ίδιο και της ψηλής κορομηλιάς, που' τανε στη πίσω αυλή της γιαγιάς μου της Νικόλαινας. Τη πετροβολάγαμε όλη μέρα.

- Αφήτε τα παιζιάκια μου να γεννούνε πρώτα, μας έλεγε η γιαγιά.

Δεν προλαβαίνανε να σχηματιστούνε τα μύγδαλα, ίσα που ξεχωρίζανε πάνω στη μυγδαλιά. Μια πράσινη κοκιδίτσα μεσ' τα φύλλα. Είχαμε βρεί μια μυγδαλιά, που αν θυμάμαι καλά, θα πρέπει να' τανε κοντά στο λεύκο του Μάλιαρη ή σ' ένα χωράφι, στο δρόμο προς το Κάστρο.

- Ρε, πάμε για τσίγδαλα;

Και πηγαίναμε, και, γράτς, γράτς, τρώγαμε τα ξυνόγευστα μυγδαλάκια.

- Ρε, πάμε και στη μυγδαλιά, που' ναι μεσ' το χωράφι σας στις Κορφές;

- Τι λες ρε, αυτή' ναι πικρομυγδαλιά σου λέω...

Εκεί, κάτω απ' το δικό μας ήλιο και το δικό μας σύννεφο, κάτω απ' τη δική μας βροχή και το δικό μας αγιάζι και το χιόνι και στη δική μας γη, ένα ένα μας, πίσω απ' το πατέρα και τη μητέρα, που μας πέρνανε κοντά τους στο χωράφι μας και στ' αμπέλι ή με τη παρέα μας, τρώγαμε τα βατόμουρα και τα μαμούκαλα τα πλυμένα με τις δροσοσταλιές, τα τρυφερά βλαστάρια που τα μαζεύαμε μεσ' τη χλόη, στα χαμομήλια και στ' αγριολούλουδα, τ' αγριασέλινα που φυτρώνανε μεσ' τους διαγούς, τ΄ άγουρα φιρίκια και τα πετροκέρασα της Κουτσοπανούλας στη Κορφοξυλιά, τα γλυκά χλωρά μπιζέλια και ρεβύθια, τα ψημένα αραποσίτια, τα γουλιά.

Τρώγαμε όμως, κι έτσι όπως τις βρίσκαμε, μεσ' τα χώματα και δίπλα στις κουτσουλιές, τις μούρες της μουριάς του μπάρμπ' Ανδρέα του Φυσούνη, και τα κιτρινισμένα αγριοκορόμηλα και τα λυωμένα γκόρτσα, τα πεσμένα πλάι στις κοπριές και στις καρβαλίνες, στους παπουτζήδες που σπρώχναμε το σβώλο, και στους αβαδέλους και στα τσιμπούρια, που ψάχνανε για να βρούνε και να κολλήσουνε, στα μαλακά και στα κορμιά και στα ρουθούνια των ζωντανών.

- Μη τα τρως παιδάκι μου γιατί θα σε πονέσει η κοιλίτσα σου, θα πάθεις ταινία και θα πεθάνεις, μου' λεγε η μητέρα.

Η κοιλίτσα μας πόναγε και ταινία πάθαμε, αλλά κανένα μας δε πέθανε από μόλυνση, από τέτανο ή ασητεία, γιατί το καθένα μας είχε και το φύλακα άγγελό του. Ναί! το κάθε παιδάκι, όπου στη γη, της κάθε φυλής και της όποιας πίστης, έχει και από ένα δικό του άγγελο φύλακα προστάτη.

Είχαμε πάει κάμποσα παιδιά παρέα στο Σανατόριο, κι αναβαίναμε για παιχνίδι στη ψηλή του μάντρα. Γώ που' μουνα το πιό μικρό και δειλό, όταν έφτασα στη μέση της και κοίταξα κάτω, φοβήθηκα κι αρχίνησα να τρέμω, και να κλαίω. Δεν θυμάμαι, ο άγγελος φύλακάς μου, μ' ανέβασε πάνω ή με κατέβαση κάτω;

Αγγελε φύλακα προστάτη

με τα πλατιά σου τα φτερά

έλα στον ύπνο μου και στάσου

στο κρεβατάκι μου μπροστά

λέγαμε στη προσευχούλα μας και πηγαίναμε να κοιμηθούμε. Και με ρωτάς. Γιατί τα τρώγαμε ολ' αυτά; Από παιδιάστικη ζαβολιά, από λαιμαργία, από περιέργεια, από άγνοια των κινδύνων υγείας, από έλλειψη και στέρηση, από πείνα και λίμα; Για ολ' αυτά, αλλά και από πείνα και λίμα, άλλα μας λιγώτερο και άλλα μας περισσότερο.

Και σε ρωτάω και γώ. Θα' δινες, αν είχες, όλους τους καρπούς και τους χυμούς του Κήπου της Εδέμ, για να ζήσεις και πάλι κεί και όπως τότε, τ' άγουρά σου χρόνια; Θα' θελες να ξαναζήσεις το τότε, για λίγες στιγμούλες μοναχά; Στ' αλήθεια, σκέπτομαι, πόσο τυχεροί πρέπει να' σαντε οι αρχαίοι μας θεοί, που' χανε το δικό τους νέκταρ και τη δύναμη, να πισωγυρίζουνε στο χρόνο!

***

Όχι όμως πώς δεν είχαμε πια και τίποτα.

- Απίδια και κοντούλες, διαλαλούσε ένας Παλιοχωρίτης κάτω απ΄ το σπίτι μας.

- Φέγα πηλάλα να τονε προκάνεις πρωτού μάς φύγει και να του πείς, να περάσει κι από μας, μου' πε η μητέρα. Τρέχω και γω ένα φουσέκι και τονε προλαβαίνω μπροστά στη σκάλα της Ντεμερούκαινας. Ήτανε ένας ψηλός, σκιαδερός άντρας, που' χε δύο μεγάλες κοφίνες γεμάτες μ' αχλάδια φορτωμένες στο μουλάρι του, και μία παλάτζα.

- Μπάρμα μου' πε η μητέρα μου να περάσεις κι απο μας.

- Ποιανής είσαι παιδάκι μου;

- Της θειά Μουτζούραινας.

- Α..

- Καλημέρα κυρά Μαρία.

- Καλώς τονε· σήμερα δεν έχω λεφτά, θα σε πλερώσω μ' αραποσίτι.

- Δε μου δίνεις κυρα Μαρία καλύτερα σιτάρι;

Το σιτάρι μας τελείωσε, προχθές και ο Κωστής σμιγάδι πήγε κι άλεσε.

- Καλά, δώσε μου και μένα σμιγάδι.

Και του' δωσε η μητέρα ένα τσουκάλι σιτάρι κι ένα αραποσίτι, και κείνος έδωσε κάμποσα αχλάδια.

Όποτε οι μηλιές μας που' χαμε στ' αμπέλι μας στα Βουναρέϊκα και κάναμε μήλα, η μητέρα τα' φτιαχνε πλεξίδες και τις κρέμαγε κοντά κοντά, στο ταβάνι της σάλας μας. Ήσαντε κάτι μικρά, κοκκινωπά,νόστιμα μήλα. Το ταβάνι έμοιαζε με κληματαριά και μείς από κάτω, κοιτάζαμε τα μήλα, σαν αλεπουδάκια. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, άμα αναβαίνανε στο τραπέζι, τα φτάνανε, εγω οχι και γι' αυτό τους πέταγα το παπούτσι. Χρου... σκορπάγανε τα μήλα και κυλάγανε στο πάτωμα και κατ' απ΄ τα κρεβάτια.

- Αφήστε και κανένα ρε λιμαριασμένα, για να το βρει ο χειμώνας, μας έλεγε η μητέρα και μας γέμιζε με κείνες τις στριφτές της τσιμπιές.

Το πορτοκάλι, ήτανε ένα σπάνιο είδος, κι αν κάποιοι το βρίσκανε, το φυλάγανε καλά στο ντουλάπι σα φάρμακο, για τον άρρωστο ή το γέρο παππούλη και τη γιαγιά. Κάποιες θύμησές μου ξεχωρίζουνε. Είχα πάει στη γιαγιά μου τη Νικόλαινα, κει κάτω στου Κολόκα. Η γιαγιά ήτανε άρρωστη και στο κρεβάτι.

- Έλα ζιώ παιζιάκι μου, μου' πε, και μου' δωσε το πορτοκάλι της, μέσ' απ' το ντουλάπι. Μικρή, αλλά και μεγάλη ανθρώπινη ιστορία, που με συγκινεί βαθιά μέχρι σήμερα.

Καμμιά φορά ο πατέρας μας έπερνε καρπούζι, αν τύχαινε και το' βρισκε στην αγορά. Το βάναμε το πρωί μέσ' το σωληνάρι της βρύσης και το πέρναμε το μεσημέρι μπούζι. Δεν μας το' κλεφτε κανένας. Τότε τη πόρτα του σπιτιού τη κλείναμε μονάχα για να μη μπαίνουνε μέσα τα μαρτίνια, οι κότες και το γουρούνι.

- Ρε, γιατί δε το τρως σα κύριος;

- Έχω γω ρε σουγιά;

- Και γιατί ρε δε παίρνεις ένα μαχαίρι;

- Έχουμε ρε μείς τόσα μαχαίρια;

Το μεγάλο μας γιορτάσι όμως, ήτανε με τα σταφύλια, που αρχινάγανε να κοκκινίζουνε, απ' το πανηγύρι μας στο Πετροβούνι και μετά, στο γεννέσιο της Παναγίας, στις οκτώ τπυ Σεπτέμβρη μήνα.

Κρυφά κρυφά και πονηρά, δυό δυό ή τρία μαζί, πέφταμε στ' αμπέλια, σα τα σπουργίτια στη ρόγα. Πέρναμε τους μακρυνούς δρόμους, άλλα ξυπόλητα κι άλλα μισοποδεμένα, και φτάνε ίσαμε τα Βουναρέϊκα και τις Φτέρες και τις Κηφωτίας, για να γεμίσουμε τη κοιλίτσα μας μ' άσπρα και κόκκινα σταφύλια.

Τι κι αν μας σφυράγανε με τις χοντρές σφυρίχτρες τους, απ' το υψωματάκι του Αγιο Νικόλα οπου' χανε στημένη τη βεργασούρα τους, οι αγροφύλακες, ο μπάρμπα Θοδωρής ο Κολοκοτρώνης και ο μπάρμπα Κώστας ο Μουτζούρης. Μεις κρυβόμαστε μεσ' τα βάτα και στα κλαριά.

Του Αγιο Νικόλα! Αλήθεια, γιατί αυτό το μικρό ξωκκλησάκι, μου μιλάει λίγο περισσότερο απ' όλα τ' άλλα μας; Λαχτάρα μου είναι να βρεθώ μια μέρα μεσ' την Αγια Σοφιά της Πόλης μας, κι όταν είμαι στο χωριό μας μεσ' στα σκόρπια ξωκκλήσια του. Από κει θαρρείς πώς φθάνει γρηγορώτερα η προσευχή σου στο Θεό.

Και το γιορτάσι μας καλά κρατεί. Βαστάει ίσαμε που τα σταφύλια θα γίνουνε μούστες και τσαμπίδες, ίσαμε που ο λίγος μούστος θα γίνει μουσταλευριά, πετιμέζι και τζουτζούκι, και ίσαμε που ο πολύς ο μούστος θα γίνει κρασί. Και το κρασί, πόσο μάς άρεσε!

- Παιδιά σύρτε να πιάσετε κρασί, και μη πιείτε στο βαγένι γιατί θα σας μυρίσω όταν ανεβείτε, μας έλεγε ο πατέρας.

Παίρναμε ο αδελφός μου ο Τάσης και γώ το φανάρι και τη μποτίλια και κατεβαίναμε στο κατώι. Κεί, είχαμε κρυμμένο ένα ποτήρι και πίναμε κρασί, όλο αφρό, ίσα απ' τη κάνουλα.

- Ρε... να μη μαρτυρήσεις ότι έχουμε ποτήρι, ούτε ότι είπιαμε κρασί, τ' ακούς;

- Κι άμα ρε μάς μυρίσει ο πατέρας;

- Δε θα μας μυρίσει, άκου που σου λέω γώ, αλλά άμα μας μυρίσει, θα πούμε ότι μάς
ξεχείλισε η μποτίλια, κι' πιαμε λιγουλάκι, για να μπεί το βούλωμα.

Και δε μας μύριζε ποτέ ο πατέρας, παρά καμμιά φορά μονάχα γι' αστεία. Γιατί τάχα;
Ποιές σκέψεις έκανε, και πια λύπη έκρυβε μέσα του για μας, τα παιδιά του;

Παρασύρθηκα και ξεμάκρυνα απ' αυτό που ξεκίνησα να γράψω, αλλά δε με νοιάζει πιά. Μου φτάνει που πέρασα μέσα σ' αυτό το κείμενο, κι όπως το μπόρεσα, βιώματα και εικόνες της ζωής μας, των δέκα πρώτων χρόνων μας στο χωριό μας. Της ζωής των δέκα πρώτων χρόνων μας, που με τη λογική μας ήσαντε πέτρινα, αλλα που με το συναίσθημά μας, ήσαντε μαλαματένια κι ελαφριά σαν το πούπουλου του περιστεριού.

***

Θα κόντευε μεσημέρι πια και μείς, ο αδελφός μου κι γώ, με τα κοντά ντρίλινα παντελονάκια μας και με τις τιραντίτσες μας πεσμένες ίσαμε τους αγκώνες μας, με τις μπλουζίτσες μας και με τις αρβυλίτσες μας, μέναμε κει γονατιστά μπροστά στο σκαλοπάτι και παίζαμε ακόμα τους τσοπάνηδες. Τα μερμήγγια, πολλά μερμήγγια, άλλα πηγαίνανε φορτωμένα κατά τη φωλιά τους κι άλλα γυρίζανε και ψάχναμε για εν' αχυράκι ή για ένα σπόρο, διπλό και τριπλό της δύναμής τους.

Γρήγορα, σταμάτητα, εργατικά, δουλευτιάρικα. Είχε ήλιο πολύ και ησυχία πολλή και γαλήνη και ηρεμία. Τα μερμήγγια δε κινδυνεύανε από καμμιά ανθρώπινη μπότα!! Κινδύνεψε όμως τ' αυτί το δικό μας, και να γιατί.

- Ρε, αυτό το πρόβατο είναι δικό μου.

- Τι λες ρε...

- Ναι ρε σου λέω, δε βλέπεις; αφού' ναι φορτωμένο και πήγαινε κατά μένα νε.

Ναι ρε, πήγαινε κατά σένα νε, αλλά τώρα πάει κατά μένα νε. Κατά σένα νε πήγαινε μοναχά για να γυρίσει. Αφού γω ρε, είμαι πιό τρανός τσοπάνης από σένα νε.

- Πρίτς... γω' μαι ο τρανότερος.

Και κει στις διαφορές μας, με βάνει κάτω ο αδελφός μου και μου δαγκώνει με δύναμη τ' αυτί. Απ' τα κλάματά μου, έβγαλε μια φωνή μεγάλη η θειά Κατερίνα η Αλεξοπουλίνα, που κατηφόριζε απ' το σοκκάκι μας και ξεπρόβαινε από τ' αγκωνάρι της εκκλησίας, στη πλατεία.

- Παιδιά, τι πάθατε χάδια μου;

Βγήκε κι ο μπάρμπα Γιώργης απ' το καφενεί, κι έφθασε και μας χώρησε. Ο αδελφός μου ξέφυγε τρεχάτος κατά τη βρύση για να κρυφτεί. Μένα μ' έπιασε και με σήκωσε πάνω.

- Τι πάθανε Γιώργη τα παιδιά; Γιατί τσακωθήκατε χάδι μου;

- Δε στακωθήκανε Κατερίνα τα παιδιά, μοναχά παίζανε...

Έλα παιδάκο μου, μου' λεγε, σώνει πιά, μη κλαίς άλλο, και με πήγαινε πιασμένο απ' το χέρι, κατά το καφενείο.

- Μένα νε μ' έβαλε χάμου και μου' φαγε τ' αυτί μου και μου πονεί.

- Για να δώ, έχει αίματα. Δεν έχει...

- Όμως μένα νε μ' έβαλε χάμου...

- Σένα νε σ' έβαλε χάμου, όμως συ το νε νίκησες...

- Όχι, κείνος νίκησε μένα νε, γιατί' ναι ο τρανότερος, όμως γω' μαι ο πιό τρανός
τσοπάνης από κείνο νε.

- Καλά, συ' σαι ο Καραφουστάνας. Τώρα θα σου δώκω κι ένα λουκούμι, για να μη το νε μαρτυρήσεις στο πατερα σου το βράδυ που θα ρθεί.

- Γω θα τονε μαρτυρήσω.

- Θα τονε βαρέσει το κακομοίρη.

- Ε, τότε νες και γώ, δε θα τόνε μαρτυρήσω.

Φαίνεται όμως, πώς ο μπάρμπα Γιώργης ο χωρατατζής, δε κράτησε το λόγο του, γιατί κατάλαβα το πατέρα, μια μέρα που μ' είχε στα γόνατά του, να μου ψάχνει με προσοχή τ' αυτί, που' χει ακόμα τα σημάδια, απ' τη δαγκωνιά, του μασκαρά τ' αδελφού μου.

Στάθης Κόλλιας


Από την σελίδα Ο Σερβιτόρος της Εύβοιας
Οι τσοπάνηδες και η ζωή τους
γράφει ο Γιάννης Γιαννούκος

Όσοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία λέγονται τσοπάνηδες. Με το ίδιο όμως όνομα λένε και τον ψυχογιό που τυχόν έχουν για να φυλάει τα πρόβατα ή τα γίδια. Αν αυτός είναι σε πολύ νεαρή ηλικία τον λένε και τσοπανόπουλο.


Μερικοί κτηνοτρόφοι που έχουν λίγα πρόβατα ή γίδια τα δίνουν «μισακά» σε άλλους τσοπαναίους.


Αυτός που φιλοξενεί τα πρόβατα λέγεται μισακάρης και αυτός που τα έχει δώσει για φύλαξη λέγεται αφεντικό. Από τα πρόβατα ή γίδια που φιλοξενεί ο μισακάρης, πρέπει να δώσει το μισό γάλα, μαλλί, νεογέννητα αρνιά ή κατσίκια στο αφεντικό, ενώ συνυπολογίζει και κρατάει τα ανάλογα έξοδα που έχει κάνει για τη διατροφή τους.


Υπάρχει όμως και η συμφωνία με τα λεγόμενα «κεφαλιακά». Σ' αυτή την περίπτωση, ο μισακάρης δίνει στ' αφεντικό, καθορισμένες ποσότητες γάλα, τυρί, αυγά και μαλλιά κάθε χρόνο, ανάλογα με τον αριθμό καφαλιακών προβάτων ή γιδιών και στο τέλος του συμβολαίου είναι υποχρεωμένος να παραδώσει όσα κεφάλια (ζώα) είχε πάρει στην αρχή και της ίδιας περίπου ηλικίας (πρέπει δηλαδή να κρατάει μικρά για ανανέωση κατά τη διάρκεια της κολιγιάς).


Μεγάλοι τσελιγκάδες ελάχιστοι υπήρξαν στο χωριό μας, οι πιο μεγάλοι έφταναν τα 500 με 600 ζώα και μερικοί ελάχιστα παραπάνω.


Όσοι έτρεφαν γίδια λέγονταν γιδαραίοι ή γιδάρηδες και όσοι είχαν πρόβατα προβαταραίοι.


Οι μισές περίπου οικογένειες του χωριού ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και πολλοί απ' αυτούς και με τη γεωργία, αν τα ζώα που έτρεφαν ήταν λίγα και μπορούσαν να εξοικονομήσουν χρόνο.


Η ζωή τους ήταν πάρα πολύ σκληρή. Το χειμώνα οι περισσότεροι κατέβαιναν στα χειμαδιά και ζούσαν εκεί οικογενειακώς. Τα χειμαδιά που κατέφευγαν οι Στενιώτες ήταν στην Παναγίτσα, στον Βατώντα, στο Πέι, στη Ριτσώνα και στα αρβανιτοχώρια.


Όσοι δεν πήγαιναν στα χειμαδιά ξεχειμώνιαζαν κυρίως στον Πύργο (Σκουντέρι)


Η απομάκρυνση τους απ' το χωριό τους επιβάλει ζωή χωρίς καθόλου ανέσεις. Στην εποχή που τα ζώα γεννούν, τότε υποφέρουν κυριολεκτικά, γιατί δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το κοπάδι τους ακόμα και τη νύχτα. Η ζωή τους είναι λιτή, τα φαγητά τους περιορισμένα. Τα ρούχα τους χοντρά (κάπες, καπότια, πατατούκες, μάλλινα χοντρά παντελόνια και τα παπούτσια τους βαριά με πολλές πρόκες καρφωμένες στο κάτω μέρος της σόλας (προκιασμένα).


Κάθε στάνη χωρίζεται σε πολλά κομμάτια. Έτσι στα γίδια έχουμε στέρφα, γαλάρια, βιτούλια και κατσίκια, ενώ στα πρόβατα έχουμε στέρφα, γαλάρια, ζυγούρια και αρνιά. Γι' αυτό χρειάζονται πολλοί άνθρωποι για να τα «γυρίζουν». Παίρνουν μέρος σ' αυτή τη δουλειά ακόμα και τα παιδιά. Αλά και οι γυναίκες έχουν πολλές δουλειές πέρα απ' το νοικοκυριό τους. Πρέπει να καθαρίσουν το μαντρί και να φέρουν κλαρί (τρυφερούς βλαστούς) για τροφή του κοπαδιού το βράδυ.


Λιβάδια στην περιοχή του χωριού δεν υπάρχουν. Τέλος Απριλίου με αρχές Μαΐου που έρχονται τα πρόβατα από τα χειμαδιά ανεβαίνουν στο βουνό, στις Αλαταρές και στην ευρύτερη περιοχή τους (λειρί, λιβαδάκια κ.λ.π).. Όταν μαζεύουν το βίκο και τη φάβα κατεβαίνουν κάποιοι στα θερισμένα χωράφια και μετά από καμιά εικοσαριά μέρες που θερίζουν και το σιτάρι και αργότερα τα ρεβίθια τα ζώα βοσκούν ελεύθερα στις καλαμιές.


Σε μερικά σημεία όμως «αμποδάνε» (απαγορεύουν τη βοσκή) σε άσπαρτες περιοχές, οπότε πρέπει να τα νοικιάσει ο τσοπάνης, δίνοντας στον ιδιοκτήτη του χωραφιού σαν ενοίκιο, χρήματα ή συνήθως τυρί ή μαλλί.


Η περιοχή που απαγορευόταν η ελεύθερη βοσκή στη Στενή ήταν στην περιοχή του Πύργου (Παλιοχώρι), από το ποτάμι μέχρι Βαθερή, Μπαχούνες κλ.π. Τροφή για τα ζώα τους, εκτός απ' τη βοσκή, προμηθεύονται βαμβακόπιτα και καλαμπόκι απ' το εμπόριο και μερικοί από το γαλατά τους, που τους δίνει με πίστωση και παίρνει το γάλα τους την άνοιξη.


Το μαντρί και η καλύβα
Το μαντρί των τσοπάνηδων είναι το δεύτερο σπίτι τους. Σ' αυτό περνούν το μισό χρόνο. Γι' αυτό εκτός από τα κτίσματα για τα ζώα τους έχουν και το καλύβι που ζουν οι ίδιοι.


Το μαντρί φτιάχνεται σε μέρος που το έδαφος έχει λίγη κλίση και δεν είναι υγρό. Επίσης πρέπει να είναι σε μέρος που δεν το πιάνουν πολύ οι αέρηδες (παγκιάνεμο).


Στήνουν γύρω - γύρω, βαθιά μπηγμένα στη γη διχάλες ξύλινες (φούρκες), οι οποίες είναι στηριγμένες με ψαλίδια και από πάνω μπαίνουν τα πατερόξυλα, διάφορα ψιλά ξύλα, αλλά κυρίως μεγάλα κλαριά από πεύκο (πευκαρούδια). Η οροφή στο κέντρο του μαντριού είναι ανοιχτή, μιας και τα πευκαρούδια σκεπάζουν ελάχιστα το χώρο περιμετρικά. Στο κέντρο του μαντριού ή κάποιες φορές και σε κάποια άκρη του υπάρχει περιφραγμένος και στεγασμένος χώρος για τα αρνιά ή τα κατσίκια που το λέμε «τσάρκο» ή «μπλετς». Όλο αυτό το συγκρότημα αποτελεί το μαντρί και πρέπει να είναι τόσο μεγάλο ώστε να χωράει όλο το κοπάδι. Είσοδο έχει στο φράχτη την «αμπουριά», που είναι κι αυτή φτιαγμένη μα κλαδιά. Έξω από το μαντρί ή συνήθως μέσα σ' αυτό είναι τα» «κουρίτια» που ρίχνουν την τροφή για τα ζώα. Η καλύβα (το καλύβι) στο οποίο μένουν οι τσοπάνηδες είναι λίγο πιο πέρα από το μαντρί. Το καλύβι είναι κι αυτό φτιαγμένο από κλαριά, αλλά τις περισσότερες φορές είναι με ξερολιθιά, ενώ για σκεπή έχει κλαριά δεμένα με σύρμα που ακουμπάνε πάνω στα δοκάρια που είναι στερεωμένα από τοίχο σε τοίχο. Παράθυρο δεν υπάρχει παρά μόνο η πόρτα που κι αυτή τις περισσότερες φορές δεν κλείνει γιατί πρέπει να φεύγει ο καπνός από τη φωτιά που καίει νύχτα μέρα μέσα στο καλύβι. Ο χώρος της είναι τόσος, όσο χρειάζεται για να μπορούν να κοιμηθούν όλα τα άτομα της οικογένειας στη σειρά και να περισσεύει μια γωνιά για τη φωτιά.. Σκεύη σχεδόν δεν υπάρχουν εδώ. Είναι φυλαγμένα στο χωριό και μεταφέρονται όταν αρχίζει το πολύ γάλα ή όταν πρόκειται να μεταφερθούν στο χειμαδιό ή στα ψηλώματα την άνοιξη.

Γιάννης Γιαννούκος


Όνειρο στο κύμα:
ένα "ποιμενικό ειδύλλιο"; Παπαδιαμάντης

Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει αυτό το διήγημα του Παπαδιαμάντη "αρκαδικό", "βουκολικό" ή "ποιμενικό". Ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά του αρκαδισμού, για να μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε το χαρακτηρισμό αυτό.

Βουκολική είναι η ποίηση που περιγράφει και εξυμνεί την ειρηνική και απλή ζωή των βοσκών με πολλά συναισθήματα από το φυσικό περιβάλλον. Πατέρας της βουκολικής ποίησης θεωρείται ο Έλληνας ποιητής Θεόκριτος (310-250 π.Χ.) από τις Συρακούσες. Οι ιδεατοί ποιμένες που χρησιμοποιεί στα τριάντα "Ειδύλλιά" του αφηγούνται τις ερωτικές τους περιπέτειες και εξυμνούν την αγαπημένη τους ποίηση και τους τραγουδιστές που θαυμάζουν. Τη νέα αυτή τεχνοτροπία του Θεόκριτου ακολούθησαν και οι ποιητές Μόσχος και Βίωνας που ζήσανε μετά το δεύτερο π.Χ. αιώνα.

Τρεις αιώνες αργότερα ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια" για να γράψει στα Λατινικά δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης, γνωστά σαν "Eclogues" ή "Βουκολικά" ("Bucolics"). Αντίθετα από τον Θεόκριτο, ο οποίος είχε τοποθετήσει τους ποιμένες του στη Σικελία, ο Βιργίλιος τους επανέφερε στην Αρκαδία, μια Αρκαδία όμως που έμοιαζε εντυπωσιακά με την Βόρεια Ιταλία, όπου ο ίδιος γεννήθηκε.

Kατά την Αναγέννηση η Αρκαδία νοήθηκε σαν μια ιδεατή χώρα όπου βασιλεύει η επίγεια ευτυχία και κυριαρχούν οι αρχές του ουμανισμού, η γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα. Έτσι, καθ� όλη την πορεία ανάπτυξης του κινήματος του ευρωπαϊκού ουμανισμού η (ιδεατή) Αρκαδία έμελλε να εξυμνηθεί σε μια πληθώρα ποιητικών και πεζών έργων βουκολικής έμπνευσης, τα ποιμενικά ειδύλλια (pastoral romance), ορισμένα από τα οποία έφεραν ομώνυμο τίτλο. Επικράτησε το ρεύμα αυτό να ονομασθεί "αρκαδισμός" (arcadianism).

Ήδη από τις αρχές του 14ου αι. οι Δάντης, Πετράρχης και Βοκκάκιος, επηρεασμένοι από τον Βιργίλιο, έγραψαν βουκολικά ειδύλλια, προσαρμόζοντάς τα στο πνεύμα της αναγεννησιακής Ιταλίας

Τον 19ο αιώνα ο Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, 1749-1832) έρχεται να υμνήσει την Αρκαδία στο μνημειώδες του έργο Φάουστ (Faust).

Παράλληλα με την λογοτεχνική τάση της βουκολικής ποίησης, ήκμασε κατά την ίδια περίοδο ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο ζωγραφικοί πίνακες και σχέδια αναπαριστούσαν ποιμένες μέσα σε ένα βουκολικό και ειδυλλιακό τοπίο με φόντο δάση και λόφους. Ειδικότερα μάλιστα, τον 17ο αιώνα ο Γάλλος ζωγράφος Νικόλας Πουσέν (Nicolas Poussin, 1594-1665) στηριζόμενος στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα ζωγράφισε ένα από τους σημαντικότερους πίνακές του, γνωστό σαν "Οι ποιμένες της Αρκαδίας" ή "ET IN ARCADIA EGO" (1647), που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.

Μέχρι τις μέρες μας, το Αρκαδικό ιδεώδες βασιλεύει και παραπέμπει σε μια νοσταλγική ενατένιση. Ο "Αρκαδισμός" εκφράζει ένα όνειρο φυγής από τον ταραγμένο κόσμο της βίας και της αδικίας και τον πόθο της επιστροφής στην αθωότητα, την παιδικότητα, τη γαλήνη, τη συνεργασία, την αγάπη και την ευγενική άμιλλα.

πηγη: http://eirinipax.wordpress.com/


Από την σελίδα www.myriobiblos.gr

Γιάννης Αποστολάκης

Το κλέφτικο τραγούδι
(Το πνεύμα και η Τέχνη του)


Από το περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, έτος 1983, Νο 76 σσ. Ι71-2� και Νο 80 σσ. 543-51.


Και τώρα ας δείξω πιο είναι το έργο μου. Αν για μας τώρα το δημοτικό τραγούδι όχι μονάχα δεν ζη πια στο σύνολό του παρά και τα συστατικά του ακόμα, η λέξη και η φράση, κινδυνεύουν να νεκρωθούν, για τους πατέρες μας θυμόμαστε τα τελευταία τουλάχιστο να σπαρτάριζαν ακόμη ζωντανά, ακόμη και το σύνολο του τραγουδιού αναδευότανε τότε κάπως ζωηρότερα. Βέβαια δεν άλλαξε απ' έξω η γλώσσα, φωνητική, γραμματική, συνταχτικό μείνανε τα ίδια καθώς πριν, άλλαξε όμως κι άλλαξε αρκετά ο συμβολισμός της γλώσσας. Ο κόσμος, που θεμελίωνε πριν τις λέξεις, ολοένα χάνεται, αν δεν έχει χαθεί κιόλας, και η λέξη, μπορώ να ειπώ, τώρα αναπνέει και ζη από το άτομο μονάχα, εκεί όπου είχε και δεύτερη ρίζα ζωής, το αντικείμενο. Θολά κινήματα του ατόμου παρά ακέριο το πράμα φανερώνει τώρα η λέξη, δεν υψώνεται πια μπροστά μας ο κόσμος, παρά βλέπουμε το άτομο να σαλεύη, να σφαδάζη στη μοναξιά του. Φέρνω παράδειγμα. Η λέξη κατάρα στο συμβολισμό της από καιρό τώρα έχει καταντήσει το ερείπιο της ίδιας της λέξης που διαβάζουμε στο δημοτικό τραγούδι. Το αντικείμενο έχει ξεθωριάσει, έχει σβήσει: έλειψε ο κόσμος, που ανάσταινε η λέξη στην ψυχή των πατέρων μας. Αλλιώς, με τον κόσμο εκείνο γερό, πώς θα μπορούσαν ο Tommaseo και ο Πολίτης (Εκλογές αρ. 128 Α) να τελειώσουν το τραγούδι, την "Κατάρα της Απαρνημένης", με το στίχο:

κι α θέλη γαίμα γιατρικό, πάρετε οχ την καρδιά μου.

Θα το βρίσκανε πολύ άπρεπο να ξαναφουντώνει πάλι ο έρωτας της κόρης ύστερα από την κατάρα της(1). Ή θα έφτανε ποτέ ο Χρηστοβασίλης, με τον κόσμο εκείνο γερό, όσο πρόστυχο εσωτερικό και να είχε, να γράψηι: "γλυκειά κατάρα" μόνο και μόνο για να καμαρώση τον πατριωτισμό του;(2) Ο συμβολισμός αυτός της λέξης κατάρα δεν έχει σβήσει μονομιάς από τις ψυχές όλου του κόσμου, επειδή ακόμη θυμούμαι τον τρόμο, που είχε πάρει η παιδική ψυχή από το στόμα της μάννας στη λέξη "κατάρα" . Δεν ήταν η βαρειά αγανάχτηση του ανθρώπου, σαν καταριότανε, ή το τρομερό κακό που θα εύρισκε τον καταραμένο, που φέρνανε την ανατριχίλα στην ψυχή του παιδιού παρά η ασάλευτη πεποίθηση, πως όλα αυτά τα κακά θα γίνουνταν, πως γίνανε κιόλας --ίσα ίσα ό,τι είναι το συμβολικό νόημα της λέξης στις γνήσιες παραλλαγές του τραγουδιού.
[...]
Ο κόσμος λοιπόν αυτός που ανασταίνει η γλώσσα δεν έχει λείψει ολότελα. Ξεθώριασε, είναι αλήθεια, αλλά ζη ακόμη εδώ κι εκεί. Έτσι, όσο είναι καιρός ακόμη, ας κοιτάξουμε να τον ζωηρέψουμε στη μνήμη μας, στη συνείδησή μας. Η μελέτη του δημοτικού τραγουδιού σημαίνει φροντίδα και δυνάμωμα της ίδιας μας της ζωής. Να ζωηρέψουμε τη θύμηση των πατέρων μας, να νοιώσουμε το στήθος μας «όλο ψυχές γεμάτο» δεν θα πάρη τέλος έτσι απάνω του το ελεεινό απομεινάρι της ύπαρξής μας, που στέγνωσε και ξεράθηκε σ' άρρωστον εγωισμό. Όμως κι άλλο καλό μπορεί να βγη από το δημοτικό τραγούδι. Καθώς αυτό μαζί με το έργο του Σολωμού είναι η μόνη ποίηση, όπου υπάρχει ό,τι λέμε κόσμος, μπορεί το ξαναζωντάνεμά του στην ψυχή να μας γεννήση την υποψία για τους σφαδασμούς και τις φωνές του ποιητικού ατόμου της εποχής και του τόπου (3). Τη μελέτη όμως και το ξαναζωντάνεμα δεν θα το κάνη ο προσκυνητής του δελτίου και της βιβλιογραφίας, παρά ο άνθρωπος, που γυμνάστηκε ενωρίς στη μνήμη και τη λήθη --έχει κιόλας να ξεχάση τη λέξη της εποχής του και να θυμηθή τη λέξη των πατέρων του--, ο άνθρωπος που έμαθε να σκύβη και να σκάβη το εσωτερικό του, τέλος ο άνθρωπος, που συνήθισε να στέκεται και καμμιά φορά μονάχος με την ψυχή του χωρίς καμμιά συντροφιά, ας είναι κι από δεφτέρια και χαρτιά. Τέτοια όμως συνήθεια είναι σπάνια και δύσκολη στον καιρό μας και στον τόπο μας, όπου ο ομαδισμός δεν έμεινε στα φυσικά του όρια παρά πάτησε και την περιοχή της ψυχής, του πνεύματος. Όμως από τη συζήτηση καλύτερη είναι η πράξη.Το παράδειγμα μπορεί εύκολα ν'ανοίξη την όρεξη και σ' άλλον να πάρη τον ίδιο δρόμο μαζί μου. Σταματώ λοιπόν τον πρόλογο και μπαίνω ευθύς στο θέμα μου. Μια φορά το θεμέλιο το ψυχικό νομίζω να γίνηκε. Έγνοια ζωής και όχι μεθόδου γέννησε τη μελέτη μου. Περισσότερο λοιπόν από κάθε λογικό δεσμό, που μπορεί και πρέπει να έχουν ανάμεσό τους τα μέρη της μελέτης, τα ενώνει το όραμα πλούσιας ζωής, που γλήγορα έρχεται και γληγορώτερα ακόμη χάνεται απ' εμπρός μου με το άκουσμα δημοτικού τραγουδιού. Εκείνο κυνηγώντας άρχισα να εξετάζω τη γλώσσα, το πνεύμα, την τέχνη του τραγουδιού και να μου φανή το όραμα να βάσταξε μια στιγμή περισσότερο, αν κάνω από τον άλλον να δοκιμάση τα ίδια μαζί του. Μήπως αν ζούσε το δημοτικό τραγούδι, όλοι όσοι το τραγουδούσαμε δεν θα είχαμε γίνει ένα τη στιγμή εκείνη;
[...]
Με τον καινούργιο σκοπό, που μπαίνει τώρα στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, δεν αλλάζει στο βάθος διόλου ο τρόπος της εργασίας, αυτός μένει πάντα ο ίδιος. Όπως στο πρώτο κεφάλαιο το ξεκαθάρισμα από τα νόθα τραγούδια έγινε με τη βοήθεια, που έδινε το κάθε τραγούδι με τη σύνθεσή του, και όχι με καμμιά ειδική επιστημονικά εξέταση του θέματος του τραγουδιού ή της ιστορίας της συλλογής κτλ., κριτήριο πάλι της αξίας των τραγουδιών στάθηκε η συγκίνηση της ψυχής, και όχι η συνταγή της επιστήμης για λαϊκή τέχνη ή για πρωτόγονη ποίηση, έτσι και τώρα που μελετάω το πνεύμα δεν θα βγω παραέξω από το τραγούδι. Για βοηθό έχω μονάχα τη μνήμη, όσο και όπου μπορώ να την πλησιάσω ή να την βρω, επειδή αληθινά στις μέρες μας η μνήμη κατάντησε το σπανιώτερο πράμα του κόσμου. Αλίμονο --τι να το κρύψουμε-- η στεριά που χρειάζεται απαραίτητα ο άνθρωπος για το έργο του και που γενιές και γενιές περασμένες δούλεψαν να τη θεμελιώσουν, πάει τον τελευταίο καιρό ολότελα να λείψη κάτω από τα πόδια μας και μεις ολοένα και περισσότερο βουλιάζουμε στην ταραγμένη θάλασσα του χρόνου. Χάσαμε το γερό πάτημα, που δίνει το παρελθόν στον άνθρωπο, χάσαμε τη μνήμη και απροφύλαχτοι τρεκλίζουμε μέσα σε σκοτεινή και στοιχειωμένη περιοχή, στο μέλλον. Ποιός στην εποχή μας θέλει πια να ζήση τη ζωή του συνέχεια με τη ζωή των πατέρων του; [...]

Όσοι όμως δεν είναι πρωτοπόροι παρά μείναμε τα παλιά πλάσματα του Θεού, κοινοί άνθρωποι, αυτοί βλέπουν με τρόμο σιγά σιγά ν' αφανίζεται η στεριά και οι ίδιοι να βουλιάζουν ολοένα και παραμέσα στη γλίτσα και τη λάσπη, που έχει σωριάσει η κατεβασιά του καιρού και η ανεμελιά του ανθρώπου. Τι τους μένει τότε να κάμουν; Να κλείσουν τα μάτια στη φρίκη του πραγματικού, όπως η στρουθοκάμηλος, και να πλάθουν, από τη βιβλιοθήκη τους μέσα, μεγαλόπνοα σχέδια; να διαβάζουν λ.χ. Kant(4) και, αντί να ξεθυμαίνουν κάνοντας περήφανα βήματα στο δωμάτιό τους μέσα, να πλάθουν στη στιγμή ένα σχέδιο για την αισθητική μόρφωση του ελληνικού λαού σύμφωνα με το Καντιανό σύστημα; ή να ριχτούν, τέλος, κι εκείνοι στη δράση, για να μη μείνη πια τότε άκρη κι άκρη της ζωής καθαρή από το σιχαμερό μόλεμα της εξυπνάδας, και ύστερα αηδιασμένοι να λαχταρούνε ταξίδια Ευρώπης και Αμερικής για να ζήσουν τάχατες πια εκεί σαν άνθρωποι; Υπάρχει βέβαια και η πολιτική, αλλά εδώ πια σταματώ, επειδή αληθινά από μαγεία δεν καταλαβαίνω(5). Δεν θέλει καν ρώτημα, ο κοινός άνθρωπος δεν θα γίνη ούτε ο διανοούμενος του γραφείου ούτε ο έξυπνος του κόσμου. Ένας μονάχα είναι ο δρόμος του, να δοκιμάση με κάθε τρόπο να ξαναβρή πάλι τη στεριά, που θεμέλιωσαν στη ζωή οι πατέρες του. Ποια τότε ανάσα ψυχής! Το αντίκρυσμα της στεριάς και πολύ περισσότερο ακόμη το περπάτημα απάνω σ' αυτή δεν είναι λυτρωμός μονάχα της στιγμής παρά και άσβηστη δημιουργική φλόγα στο σκοτάδι του μέλλοντος. Λαμπαδιάζει και φέγγει το μέλλον, εκεί όπου υπάρχει ζωντανό το περασμένο, όπου όμως χάνεται , πίσσα σκοτάδι η κάθε στιγμή του χρόνου και τοίχος απέραστος. Μερικά παραδείγματα από την ίδια μου τη μελέτη θα ξεκαθαρίσουν καλύτερα το νόημα, επειδή από πουθενά αλλού δεν φαίνεται καθαρώτερα ο στερεός δρόμος των πατέρων μας, όσο και το κλέφτικο τραγούδι. Χρειάζεται βέβαια κόπος να τον βρης, φτασμένος όμως μια φορά εκεί, δε θαμπώνεις βέβαια τον κόσμο με την πράξη σου --δεν είσαι πρωτοπόρος, είσαι μονάχα συνεχιστής-- γλυτώνεις όμως από το ζωντανό θάψιμο στο πνεύμα του καιρού σου. Ποιος λοιπόν, που κατάφερε να ξεφύγη από την κατεβασιά του χρόνου και με τη βοήθεια της μνήμης πήρε τον ανήφορο προς τα περασμένα και προς το δρόμο των πατέρων του, δεν αναγαλλιάζει με τους ηρωικούς στίχους του τραγουδιού του Νικοτσάρα:

Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν. (Fauriel I, 192)

Τρεις μέρες κάνει πόλεμο κ.τ.λ.,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι. (Passow 80

Πού ν΄ακουστή εκεί ψηλά το τραγούδι του λιμασμένου της ζωής καπετάνιου(6) «Παιδιά σαν θέλτε λεβεντιά κ.τ.π.»; Αυτό δεν είναι τραγούδι της κορφής παρά της γλίιτσας και του βάλτου.- Ποιος πάλι παίρνοντας το στέρεο μονοπάτι των πατέρων μας πέτυχε να βγη στ' ανοιχτά της ζωής, όπου όλα κινδυνεύουν, όλα σαλεύουν, και στη βαρειά εκείνη μοναξιά μπόρεσε ν' ακροαστή το στέρεο χτύπημα της καρδιάς του κλέφτη, και θα έχη ποτέ όρεξη να ξαναγυρίση σ' όλους τους χώρους ασφαλείας, είτε έχουν κεραμίδια είτε όχι (ιδανικά κ.τ.λ.); Ξαναδιαβάζεις τότε το "Φοβερό Κλέφτη" της "Συλλογής" του Αραβαντινού(7) και δε βλέπεις αίμα να τρέχει στις φλέβες του, μυρίζει όλος το γάλα της μάννας του. Μονάχα κλέφτης 'φοβερός' όπως του Αραβαντινού, θα ντρόπιαζε το φυσικό του άντρα --πεθαίνοντας δηλαδή θα έβαζε τα κλάματα για την κακοριζικιά της ζωής και θα έστελνε στη μάννα του το ειρωνικό εκείνο μήνυμα του γάμου του με τη 'μαύρη γης' (8). Ο γνήσιος όμως κλέφτης του δημοτικού τραγουδιού είχε αίμα στις φλέβες του και πέθαινε με ασάλευτη πίστη στη ζωή. Ό,τι φλόγιζε την καρδιά του, ζωντανός που ήτανε, τη φλόγίζει ακόμη στα τελευταία της ζωής του, ό,τι τον μόλευε ζωντανό, ο Τούρκος, δεν θέλει και πεθαμένο να τον μολεύη. Παρά να πέση ζωντανός στα χέρια του εχτρού καλύτερα να τον σκοτώσουν οι δικοί του και να του πάρουν το κεφάλι (9). Ποιος τέλος έφτασε ν' αντικρύση την απόλυτη ενότητα του κλέφτη στα λόγια και στα έργα, --γεμάτη η καρδιά, και η λέξη όπως και η πράξη ξεσπούσε το ίδιο βαρειά, το ίδιο φωτεινή η μια και η άλλη (10)-- ποιος λοιπόν έφτασε ν' αντικρύση την ακέρια και μονοκόμματη ψυχή του κλέφτη και δε θα στρίψη με αηδία το πρόσωπό του από την κομματιασμένη ψυχή του ανθρώπου της εποχής; Θάλασσα τα λόγια και πνίξανε αίσθημα και πράξη.
***
Όσο λίγο κι αν διάβασε κανείς κλέφτικα τραγούδια, θα πρόσεξε, δεν γίνεται, πως ξεχωρίζουν σε δυο: σε τραγούδια, που αναφέρονται σ' ορισμένο άτομο και μοιάζουν να ιστορίζουν τα περιστατικά του, και σε τραγούδια λυρικού πιο πολύ περιεχομένου, που έχουν ήρωα όχι ορισμένο πρόσωπο παρά γενικά τον Κλέφτη. Ο χωρισμός βέβαια αυτός, πρόχειρος στον καθένα, φαίνεται στην αρχή αδιάφορος και χωρίς σημασία, κι όμως στο τέλος αποδείχτηκε χρήσιμος για το σκοπό μου --άνοιξε από κάθε τι άλλο ευκολώτερα το δρόμο μου προς το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού. Εξωτερικός μου φάνηκε, αλήθεια, στην αρχή ο χωρισμός, όσο όμως περισσότερο μελετούσα τα τραγούδια, τον έβλεπα σιγά σιγά να βαθαίνη και να γίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμα της ουσίας και της αξίας των τραγουδιών, ως που στο τέλος υψώθηκε σε κύριο κριτήριο της αλήθειας τους. Μ' ένα λόγο ο χωρισμός αυτός, καθώς σκεφτόμουνα το νόημά του, αυτός πρώτος μου τάραξε την αθώα πίστη στην αλήθεια του κάθε τραγουδιού της συλλογής, μου κίνησε την υποψία, για να φθάσω τέλος στο συμπέρασμα πως τα δύο αυτά είδη του κλέφτικου τραγουδιού δεν είναι πνευματικά δημιουργήματα ίσης ποιητικής αξίας και όμοιας καταγωγής. Το συμπέρασμα βέβαια δεν βγήκε χωρίς δυσκολία. Η εξέταση ως τώρα, σπάνια καθώς ήτανε, στον τόπο μας, γινότανε στο υλικό μονάχα του τραγουδιού και όχι, όπως στις σχετικές μελέτες μου, στον εσωτερικό οργανισμό του, στη λέξη, στη γλώσσα,στη σύλληψη. Φυσικό λοιπόν να βρεθώ αβοήθητος και στην αρχή να δυσκολευθώ και να ξεχωρίσω πού βρισκότανε η αλήθεια, στα τραγούδια άραγε με τα περιστατικά ή στα λυρικά τραγούδια; Ο πρωτόπειρος χωρίς άλλο βέβαια τραβιέται περισσότερο από το λυρικό τραγούδι, θαρρεί πως έχει μπροστά του γυμνή την καρδιά του κλέφτη και ακούει καθαρά τους χτύπους της. Διόλου παράξενο. Ζούμε και μεγαλώνουμε όλοι με άκρο σεβασμό στη γενική έννοια και στα παράγωγά της. Σπάνια βρίσκουνται οι άνθρωποι με ανοιχτά, από νωρίς, το νου, τα μάτια και την ψυχή στο ατομικό και στο γεγονός. Μην πάμε μακρυά από την εποχή μας. Τι θόρυβος, Τι λιγομάρες για την αράχνη του μυαλού, για τον πανάνθρωπο, και ποια παγωνιά ψυχής και ποια τύφλα για το θερμότατο γεγονός, για τον διπλανό άνθρωπο! Όσο, όμως, κανείς κερδίζει τη σημαντική πνευματική νίκη και λυτρώνεται από την τυραννία της γενικής έννοιας, η σχετική αξία των τραγουδιών παρευθύς αλλάζει. Την πρώτη θέση, και σε λόγο τέχνης και σε λόγο πρωτοτυπίας, παίρνει τώρα το τραγούδι που έχει ήρωα το ορισμένο άτομο, ενώ το λυρικό τραγούδι αποδείχνεται νόθο και στη γέννηση, νόθο και στην αξία, δεν φανερώνει ούτε καρδιά ήρωα ούτε καρδιά ποιητή. Τα τραγούδια αυτά με το λυρικό περιεχόμενο, καθώς έγραφα και στη μελέτη μου για τη "Συλλογή του Αραβαντινού" (σ.11 κ.ε.) «δεν δείχνουν το κλέφτικο τραγούδι στην πρωταρχική και σημαντική μορφή του, που είναι τραγούδι σ' ορισμένο άτομο, ξακουστό απ' ό,τι έκαμε και απ' ό,τι έπαθε πολεμώντας, παρά έχουν πλαστή αργότερα, όταν πια ο 'Κλέφτης' πάει να γίνει ιδανικό ζωής και η ηρωική μορφή του αρχίζει να υποφέρη από τα όνειρα και τους πόθους ανθρώπων, που δεν είναι καθόλου ηρωικοί». Μ' ένα λόγο τα τραγούδια αυτά έχουν γεννηθή σ' εποχή, όπου έχει λείψει και από τη ζωή και από το πνεύμα η άμεση αίσθηση του ηρωισμού κι είναι κατασκευάσματα λογίων, των ανθρώπων δηλαδή με την έτοιμη φαντασία. Η φύση, κοντά στη γνώση, λείπει ολότελα. Στη θέση της μπήκε η ακροβασία της έτοιμης φαντασίας, της έτοιμης καρδιάς. 'Αφοβα λοιπόν και οι δύο αυτές ξεκλειδώνουνται. Φόβος δεν υπάρχει κανένας. Ο ήρωας δεν είναι ζωντανό πλάσμα, είναι κατασκεύασμα της γενικής έννοιας --τίποτε στον κόσμο δεν τον πιάνει εύκολα παίρνει ό,τι σχήμα θέλεις.
[...]
Ο χτύπος της ατομικής καρδιάς ζωντάνευε. το δημοτικό μοτίβο στην αρχική θέση, το φιλολογικό όμως κατασκεύασμα είχε ήρωα τη γενική έννοια του Κλέφτη κι η γενική έννοια δεν έχει καρδιά. Τα κυριώτερα τραγούδια λυρικού τύπου (βλ. Π.Ε. 20,21, 26,27,28, 30,31,32, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 42,43, 61 Β', 61 Γ') τα έχω σχεδόν όλα εξετάσει σε περασμένες μελέτες (11), όπου έχω πει καθαρά για το καθένα τους τις υποψίες μου και τους λόγους της ψευτιάς του. Έτσι δεν έχω πια εδώ να σταθώ περισσότερο (12) και πηγαίνω στο άλλο είδος του κλέφτικου τραγουδιού.

Αλλά και τα τραγούδια για ορισμένα πρόσωπα, που μένουνε πια η μοναδική πηγή της μελέτης μου, δεν τα λογάριασα όλα το ίδιο στη σύνταξή της. Έκαμα και σ' αυτά κάποιο ξεκαθάρισμα, που τα λιγόστεψε αρκετά. Δεν πήρα δηλαδή από πίσω κάθε ξυλένιο στιχούργημα, ας ήτανε και του πιο ηρωικού κλέφτη, ούτε γύρισα μια στιγμή να κοιτάξω τραγούδια με βάναυσο ή με κοινό περιεχόμενο ζωής --δε γράφω το βίο των κλεφτών-- παρά οδηγός μου και κριτής μου στάθηκε ό,τι ανώτερο σε ψυχική συγκίνηση και σ' αισθητική έκφραση βρήκα να παρουσιάζη η κλέφτικη ποίηση.

Δύο βρίσκει ο μελετητής σταθερά συστατικά του γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού: το ορισμένο άτομο και το ορισμένο περιστατικό της ζωής του, καλό ή κακό, νίκη ή θάνατο. Το τραγούδι λ.χ. του Μπουκουβάλα ιστορίζει τη μάχη του αρματωλού στο Κεράσοβο, το τραγούδι του Σταθά τη ναυμαχία έξω από την Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, το τραγούδι του Μηλιόνη τη μονομαχία του με τον Σουλεϊμάνη και το θάνατό του, το τραγούδι του Κίτσου τη σύλληψή του και την καταδίκη του σε θάνατο. Έλλειψη του ενός ή του άλλου συστατικού ή ελαττωματικό μεταχείρισμα δεν είδα να βγήκε ποτέ σε καλό του τραγουδιού. Μπροστά μου είχα τότε άτεχνο στιχούργημα ή νόθο κατασκεύασμα. Το τραγούδι λ.χ. του Ανδρούτσου (Passow 46), με τα πολλά περιστατικά της ζωής του αρματωλού, ξέπεσε σε πεζό βιογραφικό στιχούργημα. Το ίδιο και το τραγούδι του Νικοτσάρα Passow 82). Από το τραγούδι πάλι (Passow 37) , όπου ο κατασκευαστής δεν αποφάσισε καλά καλά ποιος νάναι ο ήρωάς του, ο Βλαχοθανάσης ή ο Ανδρούτσος, ακούεται μονάχα θόρυβος, Άλλα τέλος τραγούδια , που παρασταίνουν τα προ ή μετά από ένα περιστατικό (Passow 44, 45: του Μητρομιχάλη) κόβουν την όρεξη και το ενδιαφέρον του ανθρώπου. Τέλος τραγούδια με ήρωα γενικά τους Κλέφτες ή αόριστα τον Κλέφτη αποδείχνονται νεώτερα κατασκευάσματα (βλ. Passow 39: τραγούδι του Ντελή Αχμέτη). Ζητώντας λοιπόν σύντομον ορισμό, θα μπορούσε κανείς να ειπή πως το κλέφτικο τραγούδι είναι τραγούδι περιστατικών, επειδή αληθινά ο δημοτικός ποιητής χωρίς το περιστατικό εμπρός του δε θ' αποφάσιζε να τραγουδήση. Θα έλειπε η βεβαίωση του κόσμου για την αξία του ήρωά του. Για τους πατέρες μας ό,τι γινότανε μπροστά στον κόσμο έπαιρνε ψηλότερη σημασία: δεν το βλέπανε μονάχα τα μάτια του ανθρώπου παρά «πνεύμα Θεού επεφέρετο» ακόμη απάνω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος ζούσε τη ζωή θαυμαστό και ανεξιχνίαστο γεγονός, η κάθε στιγμή ανοίγματα ατέλειωτα σε μάκρος και σε θέα --δε ζούσε ούτε πέθαινε κλεισμένος στην εξήγηση της ζωής, σε μια τρύπα. Οι σίχλιες πνοές της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας δεν είχαν αρχίσει να φυσούνε, να μολύνουνε τον αέρα και να στενεύουνε τη θέα και την άπλα. Ασφυξία τώρα από παντού και μονάχα ο θάνατος μένει ανοιχτός, να μπαίνη από καιρό σε καιρό η κρύα πνοή του θαυμασμού. Μας ανατριχιάζει η παγωνιά, είναι όμως και η μοναδική δροσιά της ζωής. Εδώ πια η εξήγηση δεν αξίζει και ο άνθρωπος στέκεται μια φορά πραγματικά συλλοϊσμένος.

Περισσότερη ωστόσο προσοχήσε κάνει γρήγορα να ξεχωρίσης την αφορμή της δημιουργίας του κλέφτικου τραγουδιού από την ουσία του. Το περιστατικό βέβαια γεννάει το κλέφτικο τραγούδι, δε θέλει όμως ρώτημα πως στην τελειότερη μορφή του το τραγούδι δεν είναι μια φορά η διήγηση του περιστατικού. Ούτε το τραγικό τέλος του κλέφτη, ούτε τα έργα του, όσο ξακουστά κι αν είναι, και πολύ λιγότερο τα αισθήματα και οι ιδέες του για τη φύση και για τον κόσμο κάνουν την ουσία του κλέφτικου τραγουδιού. Το κλέφτικο τραγούδι δεν είναι διήγηση υπερφυσικού ή μυθικού περιστατικού, ούτε λυρική διάχυση λεπτών ή παραδόξων αισθημάτων, ούτε περιγραφή και θεωρία της Φύσης. Το κλέφτικο τραγούδι εξωτερικά μοιάζει να είναι έκφραση του θαυμασμού για το εξαιρετικό άτομο, ο ύμνος του, στην ουσία του όμως είναι το πρώτο αδρό σχεδίασμα της καινούργιας Μορφής του Έλληνα. Αίσθημα, λοιπόν, θεωρία, δράση μπορεί να μη λείπουν και δε λείπουν, όμως όλα αυτά βρίσκουνται στο τραγούδι, επειδή ο δημοτικός ποιητής τα νομίζει απαραίτητα για να φθάση στον πόθο του, που είναι σύλληψη του ανθρώπου. Η μεγάλη αξία και πρωτοτυπία του κλέφτικου τραγουδιού βρίσκεται στον καινούργιο πόθο, που γεμίζει την ψυχή του δημοτικού ποιητή, στον πόθο για το σύνολο και όχι για το μέρος, στον πόθο για τον άνθρωπο και όχι για το μερικό φανέρωμά του είτε σε λόγο είτε σε έργο, όσο κι αν είναι αυτό εξαιρετικό. Παραβολή με τα Κρητικά και τα Μανιάτικα τραγούδια, που έχουν γεννηθεί κι εκείνα από περιστατικά ξακουστά στον κύκλο τους, θα καθαρίση περισσότερο τον χαρακτηρισμό του κλέφτικου τραγουδιού.

Η έγνοια του Κρητικού τραγουδιστή πηγαίνει όλη στο περιστατικό και όχι στον άνθρωπο. Κύριο μέλημά του είναι πώς να συνθέση ιστορία, όπου τα πρόσωπα, ο άνθρωπος, δεν ορίζει παρά έχει κι εκείνος την ορισμένη θέση του. Η αξία των τραγουδιών δεν μου φαίνεται μεγάλη. Αρχάριος της τέχνης ο Κρητικός ποιητάρης νομίζει τις περισσότερες φορές ίδιο πράμα άθροισμα και σύνολο. Αραδιάζει λοιπόν πλήθος λεπτομέρειες τόπου, χρόνου, ψυχολογίας μ' αισθηματικά διάφορα σχόλια δικά του. Σύγχρονος πάνω κάτω με τα περιστατικά ο ποιητάρης τα τραγουδάει στους συγχρόνους του, που τα έχουν κι εκείνοι το ίδιο ιδεί και δοκιμάσει, το ίδιο αισθανθή όπως κι αυτός. Τους λέει καθέκαστα και λεπτομέρειες γνωστές και άγνωστες, που συγκινούν, καθώς ξαναφέρνει στη θύμηση την αρχική συγκίνηση κι εντύπωση, που δοκίμασαν και οι ίδιοι με το περιστατικό. Ό,τι όμως πραγματικά δοκίμασαν μένει θολό κι αόριστο στη συνείδηση ποιητή και ακροατή --έλειψε ο νους να το συλλάβη και να το εκφράση. Ο Κρητικός δουλεύει εξωτερικά και κομματιαστά --μαζεύοντας δεξιά κι αριστερά το υλικό του, το πραγματικό δεν έφτασε να μετουσιωθή στην ψυχή του σε πρωταρχικόν πνευματικό σπόρο, απ' όπου να βγη φυσικά το τραγούδι. Πνευματικός πυρήνας δεν υπάρχει --ο ποιητής κολάει δίστιχα στη σειρά. Στο τέλος ενός διστίχου πλάθεται ευθύς το άλλο. Η εξωτερική συνέχεια δεν υπάρχει φόβος να λείψη ποτέ --καμιά ανησυχία μήπως σταθή στη μέση ο ποιητής, ανοίγει λίγο τα μάτια του, ξεντώνει την καρδιά του και τα αισθήματα και οι εντύπωσες τρέχουν νερό-- βοηθάει στο τέλος και η μνήμη από άλλα τραγούδια. Υπάρχουν αρκετοί κοινοί τόποι και στο Κρητικό τραγούδι. Εσωτερική όμως συνέχεια δεν υπάρχει καμιά. Το τραγούδι βέβαια μεγαλώνει αρκετά και πιάνει εξωτερικά πολύν τόπο, ο εσωτερικός του όμως χώρος είναι μια σταλιά, λείπει το ανάλογο θεμέλιο, η ανάλογη σύλληψη. Η καινούργια λεπτομέρεια δεν εμψυχώνει αρχικό χώρο, ούτε κάνει ορατόν το δικό της χώρο παρά η μια λεπτομέρεια σωριάζεται απάνω στην άλλη και μεγαλώνει τη θολούρα και την αοριστία (13).

Αν τα Μανιάτικα τραγούδια του 'γδικιωμού' αναφέρουνται στην κοινωνική ζωή και όχι σ' αγώνες με τους Τούρκους, όπως τα κλέφτικα και τα Κρητικά, όμως, γεννημένα κι εκείνα τα περιστατικά, δεν νόμισα σωστό να τ' αφήσω απ' έξω από τη συγκριτική εξέταση, που κάνω εδώ για να ορίσω τι θέση έχει το περιστατικό στη σύλληψη του τραγουδιού. Τα Μανιάτικα τραγούδια δεν μοιάζουν τα Κρητικά. Δεν πάνε, όπως αυτά, να περιγράψουν τα περιστατικά ή να συνθέσουν με τον ίδιο τρόπο ιστορία. Κάποια βέβαια ιστορία πλάθεται, όμως ποιος την προσέχει μπρος στη φλόγα, που βγαίνει από το εσωτερικό του Μανιάτη; Κάποια περιγραφή γίνεται, όμως πολύ εντονώτερα από τα εξωτερικά περιστατικά ζωντανεύει ο ψυχικός βίος του ατόμου και της κοινωνίας --η ψυχική δηλαδή σύσταση του Μανιάτη. Η επιτυχία φυσικά δεν είναι σ' όλα τα τραγούδια η ίδια, το ζωντάνεμα πετυχαίνει αλλού περισσότερο κι αλλού λιγώτερο. Σε μερικά λ.χ. το περιστατικό έρχεται σα φυσικό αποτέλεσμα από έθιμα κοινωνικά, που με τον καιρό και με την παράδοση χάσανε τον ψυχικό χαρακτήρα και ενεργούν τώρα με την τυφλή δύναμη της φυσικής αιτίας. Το κοινωνικό έθιμο της γεροντικής, 'που κάμασι'
Σαρανταπέντε σερνικοί
στο Πεταλίδι στο σταυρί (14)
προκειμένου να διαλέξουν τον εκδικητή, μοιάζει αυτονόητη και φυσική λεπτομέρεια, απαράλλαχτα όπως και το βάψιμο του προσώπου, που έκαμε να μοιάζει Αράπης ο εκδικητής, για να μην τον γνωρίση το θύμα, εκεί που δούλευε στην Αίγυπτο (Μπαβαριά). Σ' άλλα πάλι φαίνεται καθαρώτερα ο ψυχικός χαραχτήρας, όπως στο τραγούδι της Ληγορούς («Πανδώρα» Τομ. ΙΗ' σ. 438). Εδώ παρασταίνεται το σπαρτάρημα της ψυχής του ατόμου κάτω από την άκρα κυριαρχία των κοινωνικών εθίμων. Τα κοροϊδευτικά λόγια του φονιά του άντρα της(15) ερεθίζουν τη Ληγορού κι εκείνη πάλι με τα λόγια της ερεθίζει τον κουνιάδο της να σκοτώση τον φονιά(16). Υπάρχουν τέλος κι ένα δυο τραγούδια, όπου ο ποιητής πάει να υψωθή παραπάνω από την ψυχολογία και να συλλάβη Μορφή, καθώς στο περίφημο μοιρολόγι 'Το αίμα' (Πασαγιάννη σ.85, 146). Ό,τι στ' άλλα τραγούδια μένει έθιμο και κοινωνική συνήθεια, παράδοση και ιδέα τυραννική, στο τραγούδι αυτό έχει γίνει σάρκα κι αίμα της Μανιάτισας μάννας(17). Μ' όλο που λύπη και χαρά, πόνος και μίσος δεν κυλούν σα νερό από πάνω της παρά σκάβουν βαθιά μέσα την καρδιά και έχουν αυλακώσει πρόσωπο και ψυχή όμως εκείνη ζη και ανασαίνει λεύτερα. Η φωνή βγαίνει εκ βαθέων και σε βάθη πάλι πέφτει --από την ψυχή της μάννας στην ψυχή των παιδιών. Είναι η δική της φωνή που έχει ποτίσει την καρδιά των παιδιών και τώρα ξαναγυρίζει φρικιαστική με τα λόγια του στερνού της παιδιού, καθώς ρίχνει με τ' άλλα του τ' αδέρφια και σκοτώνει τον φονιά του πατέρα του:

«Πάρ' τα τα χρωστουμέϊκα,
να βγάλουμε το μπόρτζι μας»

Οι ήρωες των τραγουδιών του γδικιωμού ζουν και ανασαίνουν σε κόσμο ολότελα δικό τους θα έλεγα εσωτερικό κόσμο, αν δεν φοβόμουνα πως θάρθη στο μυαλό του ανθρώπου μαζί και ο αντίθετος κόσμος, ο εξωτερικός, πραγματικά όμως τέτοιο ξεχώρισμα δεν υπάρχει. Από Μανιάτικο τραγούδι μη ζητήσης σκέψη, αίσθημα, εντύπωση από τη φύση, δε θα βρης. Μ' όλο που ο σκοπός του Μανιάτη βρίσκεται έξω απ' αυτόν, στον εξωτερικό κόσμο, ( η εκδίκηση), η πράξη παρουσιάζεται συνέχεια του ψυχικού κόσμου. Το πάθος έχει ρίξει τα σύνορα εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου και κρατάει δεμένον το Μανιάτη, του κλείνει μάτια και αυτιά, κι αν λάχει στο δρόμο του τίποτε από τον εξωτερικό κόσμο, ούτε το αυτί ούτε το μάτι το παίρνει παρά το αδράχνει η ψυχή και βαθαίνει περισσότερο την έγνοια της. Το χάλασμα λ.χ. από τις τυρόπητες στο περίφημο τραγούδι 'Η αδελφή του Καλαπόθου' το παίρνει η ηρωίδα για κακό σημάδι, ενώ πάλι σ' άλλο μοιρολόγι το βέλασμα του κατσικιού το ξηγάει ο Μανιάγτης για τη φωνή του ίδιου του Σατανά, που έρχεται βοηθός στον εκδικητή. Το Μανιάτικο τραγούδι μοιάζει στο τέλος μονόλογο ψυχής, λες και μονάχα η πράξη δε φτάνει να τελειώση το σκοπό --δε φτάνει να ξεκαθαρίση τον κατάμαυρο ουρανό της ψυχής παρά χρειάζεται τραγούδι για ν' ανασάνη λεύτερα ο Μανιάτης. Ό,τι όμως ξεχωρίζει το Μανιάτικο μοιρολόγι και κάνει το παράξενο φυσικό του είναι η πλημμύρα από αίσθημα και η έλλειψη από φαντασία, για κείνο είναι και το βαρύτερο από τα δημοτικά μας τραγούδια. Το βάρος του πραγματικού το λυγίζει, η φαντασία δεν το ξαλαφρώνει. Όσο δυσάρεστο κι αποκρουστικό να είναι το πραγματικό, ο Μανιάτης το κοιτάζει κατάματα, το αίσθημα και το πάθος του δίνει αυτή τη δύναμη. Εκεί όπου άλλος θα δίσταζε, θα σιχαινότανε, θ' ανατρίχιαζε, θα γύρευε να ξεφύγη, ο Μανιάτης δε θα σταματήση, αν δε φτάση στην άκρη --ο Μανιάτης μιλάει και πορεύεται στη ζωή του με τα γεγονότα γυμνά και αστόλιστα και η ωμή, θα έλεγα υλιστική, έκφρασή του είναι το φυσικό ξεθύμασμα. Η χαρά και η λύπη το πάθος μ' ένα λόγο βγαίνει από κάθε όριο, καθώς όμως δεν βοηθάει η φαντασία, το τραγούδι φανερώνεται βαρύ(18) και ωμό.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σχετικά με την κατάρα γράφω στον Α' τόμο των "Δημοτικών Τραγουδιών". (σελ. 329) «η κατάρα ... δεν ήτανε ένα από τα ψυχρά και άψυχα σύμβολα, που τα βρίσκει κανείς παραπεταμένα εδώ κι εκεί στην έρημη και φυλακισμένη εποχή μας παρά είχε ζωή. Δεν ήτανε λόγια μονάχα, χτυπητότερα βέβαια από τ' άλλα, πάντα όμως λόγια, παρά ήτανε επίσημη και συμβολική πράξη, που έφερνε στη μέση τη θεία δύναμη. Όποιος καταριότανε, πίστευε πως παίρνει πια ο Θεός απάνω του την τιμωρία του φταίχτη, του ανθρώπου δηλαδή που τον αδίκησε. Φυσικό λοιπόν οι άνθρωποι να μην την έχουν την κατάρα κάθε λίγο και στιγμή στο στόμα τους, να νοιώθουν κάποιο δισταγμό προτού καταραστούνε, όμως ακόμη φυσικώτερο, μια και ξεστόμισαν την κατάρα, να μη μετανοιώνουν εύκολα την άλλη στιγμή, γιατί η μετάνοιά τους θα έμοιαζε κάπως και μ' εμπαιγμό στο Θεό, που λίγο πριν τον φώναξες να σε βοηθήση στη σκληρότερη ανάγκη σου».

2. Χ. Χρηστοβασίλη, "Εθνικά 'Ασματα" 1452-1821, σ. 113, αρ. 17. "Η γλυκειά κατάρα":

Μάννα με καταράστηκες, γλυκειά κατάρα μου είπες,
κλέφτης να βγης παιδάκι μου
κτλ.

Βλ. και τη μελέτη μου: "Η Συλλογή του Αραβαντινού κτλ." σ. 14 Κωμική γίνεται και η επίδειξη πατριωτισμού στο τραγούδι της Λάστας, Λασκάρη, σ. 351, 12:

Κάμποσες μάννες τα παιδιά ούλο τα καταριόνται
και μια μάννα έχει ένα παιδί, ούλο ευκές του δίνει,
του λέει κλέφτης να γενή, κλέφτης να γεραντίση κτλ.


3. Το βασίλειο των "Μορφών" είναι ο καινούργιος κόσμος, που φανερώθηκε στον Σόλωμό και τον γλύτωσε από την ασφυξία και από το θεατρισμό του ατόμου. Οι άλλοι λόγιοι όχι μονάχα δε λαχτάρησαν ποτέ για κόσμο, αλλά και δουλεύουν μ' όλη την καρδιά τους να γκρεμισθή κάθε κόσμος κληρονομημένος από τους πατέρες τους. Μόλις βρεθούνε μονάχοι --και η ποίηση τους φαίνεται η καλύτερη ερημιά-- χειρονομούν, φωνάζουν,μεθούνε με τις ίδιες τους τις φωνές. Ας παραβάλη όποιος θέλει για δείγμα το προοίμιο από το Γ' Σχεδίασμα των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" με τον "Ασπασμό στη Μητέρα Ελλάδα του Βαλαωρίτη κι ευθύς από τη γλώσσα θα καταλάβη σε ποιο έργο υπάρχει κόσμος και σε ποιο λείπει.

4. Η φιλοσοφία δεν καρποφόρησε στον τόπο μας ούτε μπήκε στη ζωή, επειδή τάχατες έλειπε η πίστη στο φιλοσοφικό σύστημα. Αλλά, όπως παντού, δεν άργησαν κι εδώ να παρουσιαστούν οι αθλητές της καινούργιας πίστης. Συστηματικοί φιλόσοφοι φθάσανε αρκετοί τα τελευταία χρόνια από την Ευρώπη, στήσανε τα σύνεργά τους και δοκιμάζουν να ποτίσουν με πνεύμα τη φρυμένη ζωή του τόπου. Νερό βέβαια ως τώρα δε βγήκε, επιβλητικές όμως είναι οι μηχανές και ξεκουφαίνουν από το θόρυβο. Τις βλέπεις στο στείρο μεγαλείο τους και συλλογίζεσαι μήπως δεν έχει στο τέλος δίκηο το γερμανικό ρητό «Aberglaube ist besser als Systemglaube». Μας ζεσταίνει περισσότερο την παγωνιά μια σπίθα από τη χωνεμένη πια θράκα της δίκης μας ζωής παρά η φωταψία του ξένου σπιτιού.

5. Πάνε σαράντα χρόνια πάνου κάτου που βλέπω στην εσωτερική πολιτική τον θρίαμβο της μαγείας. Εδώ πια δίνει και παίρνει η μαγική λέξη. Θυμάστε την κατάντια μας τότε. δεν πρόφτασε όμως ν' ακουστή η μαγική λέξη 'Ανόρθωση' και το θαύμα έγινε, χώρισαν ευθύς τα σκεύη «εις τιμήν» από τα σκεύη «εις ατιμίαν», οι εκλεχτοί από τους φαύλους. Γίνεται ή δεν γίνεται έτσι παρευθύς αγνώριστος ο τόπος; --Μουχλιασμένος ο αγέρας του σχολείου από το πολύ κλείσιμο και το παιδί πνιγότανε εκεί μέσα. Καινούργια τότε μαγική λέξη, 'Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση', ακούστηκε από την ίδια μεριά με την 'Ανόρθωση' και το παιδί γλύτωσε από το μαρασμό. Πόρτες και παράθυρα άνοιξαν διάπλατα και καθαρός αγέρας μπήκε. Ανάσανε παιδί και δάσκαλος. Κρίμα όμως, κανείς δε θυμήθηκε να τα κλείση πάλι και τώρα όλοι οι άνεμοι δέρνουνε το κεφάλι του δασκάλου και του παιδιού. Ή πέφτει πολύ παρακάτω η άλλη μαγική λέξη, ο 'Τρίτος πολιτισμός'; Είναι βέβαια η λέξη προστυχότερη από τις άλλες δύο, αλλά τι πειράζει, το θαύμα της το έκαμε κι αυτή. Τεράστια πνευματική φλόγα άναψε και άφοβα τότε μπήκαμε στα καράβια, ταξιδέψαμε στην Αγγλία και στη Γερμανία, να μάθουμε τους Άγγλους τον Σαίξπηρ και τους Γερμανούς και αρχαίους τραγικούς.

6. Ο καπετάνιος με τη λίμα για ζεστό ψωμί και γλυκό κρασί ζωντανεύει περισσότερο το Φτωχοπρόδρομο παρά τον αγωνιστή της λευτεριάς. Ο χυδαίος αυτός πρόγονος βρυκολακιάζει συχνά γύρω μας, ακόμη κι εκεί που δεν το περιμένεις. Θυμούμαι πόσο τρόμαξα που είδα τον Πολίτη να διαλέγη στίχο του Φτωχοπρόδρομου, βλαστήμια πραγματική του πνεύματος, για την κατάλληλη έκφραση να τελειώση τον πρόλογο της 'Νεοελληνικής Μυθολογίας' , βιβλίου πίστης κι ενθουσιασμού: «Δυστυχώς όμως εισέτι διά την Ελλάδα δεν παρήλθεν η εποχή του Πτωχοπροδρόμου, και έκαστος λόγιος δύναται ευλόγως να εκφωνήση μετά του Βυζαντινού μοναχού.

Ανάθεμα τα γράμματα! Χριστέ και που τα θέλει!»

Και να σκέφτεσαι πόσο σπάνιοι γίνανε τώρα οι άνθρωποι με την ίδια του Πολίτη υπερηφάνεια ψυχής, με την ίδια τη δική του πίστη στο πνεύμα και ακόμα περισσότερο να σκέφτεσαι πόσο άλλαξε γύρω η ατμόσφαιρα από την εποχή που βγήκε το νεανικό βιβλίο του Πολίτη. Ο αγέρας της λευτεριάς, που σηκώθηκε με τον αγώνα του Εικοσιένα και ξεκαθάριζε και το μέσα και το έξω του ανθρώπου από τα μολέματα του ξεπεσμού και της σκλαβιάς, δεν έχει πια την ίδια ορμή, αν δεν έχει κι ολότελα σταματήσει εδώ κι εκεί. Πώς λοιπόν να μην έχει πέραση το τραγούδι της λίμας; Πλήθυναν οι απόγονοι του Φτωχοπρόδρομου.

7. Μάννα με καταράστηκες, μου είπες βαριά κατάρα:
«Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχης,
ολημερίς να πολεμάς, τη νύχτα καραούλι».
Να ήσουνα πετροπέρδικα, να πέταγες ταψήλου,
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παληκάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί στο χέρι
κι απ' η φωνή του την ψιλή αχολογάει ο τόπος:
«Βαρείτε, παληκάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω»
(Αραβαντ. 112, 136)

8. Βλ. ανωτ. σ. 36 κε.

9. «Πού είσαι καλέ μου αδερφέ και πολυαγαπημένε;
γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου το κεφάλι,
να μην το παρ' η παγανιά και ο Ισούφ Αράπης
και μου το πάη στα Γιάννινα, τ' Αλή-πασά του σκύλου».
(Fauriel I, 20: τραγούδι του Γυφτάκη)

10. «Χρήστο σε θέλ' ο βασιλιάς, σε θέλουν οι αγάδες.
-Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει».
Με τα τουφέκια έτρεξαν ο ένας προς τον άλλον,
φωτιά εδόσαν στη φωτιά, κι έπεσαν εις τον τόπο.
(Fauriel Ι, 4: τραγούδι του Μηλιόνη)

11. Βλ. «Δημοτικά Τραγούδια» Μέρος Α'. Οι Συλλογές, Αθήναι 1929. «Η Συλλογή του Αραβαντινού», Αθήναι 1941.

12. Υπάρχει, καταλαβαίνω, κάποια σύγχυση για το νόημα και για τη σχετική αξία δυο τραγουδιών (Π.Ε. 27):

Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύουνε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κ ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν.
«Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια,
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και στο δικό μου το γυαλί, ρίξε σπειρί φαρμάκι,
για να το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτση ο σεβντάς, σεβντάς πούχω για σένα».

είναι ερωτικό και όχι κλέφτικο. Την ουσία τη δίνουν οι στίχοι 7-11, ενώ το συμπόσιο κλεφτών στη αρχή (στ. 1-6) είναι το ρωμαντικό βάθος, ο τυπικός ιδανισμός που δεν αφήνει το τραγούδι να ξεπέση στο ρεαλισμό. Οι ίδιοι στίχοι χρησιμεύουν για τον ίδιο σκοπό σ' άλλο τραγούδι (Π.Ε. 29). Ο στιχοπλόκος και ο λόγιος χρειάζεται να φορέση μάσκα για να τραγουδήση, μονάχα ο γνήσιος ποιητής γλυτώνει γρήγορα από τη φανταχτερή μεταμφίεση και βρίσκει το δρόμο προς το ΄λυρικό εγώ'. Ο ερωτικός πάλι τόνος των στίχων φανερώνει άνθρωπο ερωτόπαθο, άνθρωπο απορροφημένο μονάχα από το πάθος του. Στο τραγούδι του Σκυλοδήμου, που το νομίζω πρότυπο των συμποσιακών τραγουδιών κλεφτών με γυναίκα, υπάρχει πάθος, που δε σβήνει όμως διόλου το χαραχτήρα του κλέφτη:

Ο Σκυλοδήμος έτρωγε στα έλατ' αποκάτου
και την Ειρήνη στο πλευρό είχε να τον κεράση.
«Κέρνα μ', Ειρήνη μ' έμορφη, κέρνα μ' όσο να φέξη,
όσο να έβγη ο αυγερινός, να παγ' η πούλια γιόμα,
κι απέ σε στέλνω σπίτι σου με δέκα παληκάρια,
-Δήμο, δεν είμαι δούλα σου, κρασί να σε κεράσω,
εγώ μαι νύφη προεστών κι αρχόντων θυγατέρα κτλ. (Fauriel Ι, 150)

Αλλά και το τραγούδι 28 των «Εκλογών» έχω πολλές αμφιβολίες, αν είναι πρωταρχικό δημιούργημα και όχι νεώτερο κατασκεύασμα:

Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν' ανταμωθούμε
στον Άγιο Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πόχουν οι κλέφτες σύνοδο κι οι καπεταναρέοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα,
όπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι
κι έχουν την Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Κι ο καπετάνιος τους μιλάει κι ο καπετάνιος λέει:
«Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε, να χαρούμε
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλον ποιος το ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλον κόσμο πάμε».

Πρώτα πρώτα το τραγούδι δε μοιάζει κλέφτικο. Οι δυο πρώτοι στίχοι το δείχνουν συμποσιακό όχι κλεφτών παρά φίλων συντρόφων, που εύχουνται και την άλλη χρονιά ν' ανταμωθούνε και να διασκεδάσουνε. Η κλέφτικη διασκέδαση χρησιμεύει να ρίξη το μαγικό φως της φαντασίας στην πραγματική στιγμή, αποπκορυφώνει δηλαδή το γλέντι της φιλικής συντροφιάς και είναι συνθεμένη από θύμησες δημοτικών τραγουδιών και ξεχωριστά του τραγουδιού του Σκυλοδήμου. Το επεισόδιο της Ρήνας (Γκόλφως κτλ.) σε πολλές παραλλαγές μπαίνει ατόφιο και αποκορυφώνει το γλέντι. Έχει γίνει πια τυπική έκφραση του συμποσίου των κλεφτών με γυναίκα --αδιάφορο αν ήρωας του τραγουδιού δεν είναι πια ορισμένο άτομο, όπως στην αρχική σύλληψη του τραγουδιού του Σκυλοδήμου, παρά γενικά οι κλέφτες. Η παραλλαγή του 'Λελέκου' (Επιδόρπιο σ.29), που τη έχει ξεσηλώσει απείραχτη ο Πολίτης στο τραγούδι αυτό των «Εκλογών» δεν αποκορυφώνει τη διασκέδαση με το επεισόδιο της Γκόλφως, όπως άλλαξε το όνομα της Ρήνας, παρά με τυπικές ορμήνειες του καπετάνιου στα παλληκάρια, και αυτό νομίζω ξεμπροστίζει τον κατασκευαστή. Η γυναίκα στα κλέφτικα λημέρια δε βρισκότανε κάθε μέρα, για να παρατρέξη ή να μνημονέψη ξερά την παρουσία της ο ποιητής, παρά, σαν ασυνήθιστο πράμα, έπαιρνε την ανάλογη θέση στην εσωτερική σύσταση του τραγουδιού. Με την περίσταση αυτή μου έρχεται στο νου το τέλος της παραλλαγής του Αραβαντινού (113,137):

Κέρνα μας, κόρη, κέρνα μας για να πιούμε
κι εμείς θα σ' απολύσωμε να πας στα γονικά σου.
-Τόσες βολές σας κέρασα και λευτεριά δεν είδα».

Αυθαίρετα ο κατασκευαστής άλλαξε τους σχετικούς στίχους του τραγουδιού του Σκυλοδήμου, για να ταιριάξη η καινούργια απόκριση της σκλάβας, που έχει σχεδιασθή χοντρά και κακότεχνα απάνω στην απόκριση του σκλάβου του Ακριτικού τραγουδιού «η Αρπαγή της γυναίκας του Ακρίτη»:

Πόσες φορές τραγούδησα και λευτεριά δεν είδα. (Passow 448. Tommaseo σ.152)
Με την απόκριση του Αραβαντινού άδειασε η συγκίνηση της ψυχής και πεζότατη ομιλία αναπλήρωσε την ποίηση του επεισοδίου.

13. Βάζω εδώ ένα δείγμα του Κρητικού τραγουδιού (Κριάρη, Κρητικά τραγούδια, σ.44 κ.ε. Β' έκδοση, σ. 46 κ.ε.): Αντώνιος Γιώργακας.

Πέρδικα πού 'σαι στο βουνό, πάνω στο κορφοβούνι,
αφρουγκαστήτε να σας πω του Βέργερη τραγούδι.
Απού τη χώρα ξεκινά και βάνει δυο πατρόνες,
και φέγγανε στη μέση του σαν τσι καρνάδες βιόλες.
Βάνει το σιλακλίκιν του τ' ασημωτό μαχαίρι,
Θέ μου μεγαλοδύναμε, του σκύλου σαν του στέκει.
Σέρνει και τον φαμέγιο του, τον κακαποδομένο,
και λέργια τον εφόρτωσε το μαύρο κουρασμένο.
Εις τα σφαχτάν του πήγαινε, λέργια να τα στολίση.
Παιδιά, και να το λόγιαζε έρημα να τ' αφήση;
Στον Ομαλόν επήγαινε, στο ρημοκούραδό του.
Παιδιά, και να το λόγιαζε πως εί ν' ο θάνατός του;
Πάνω στα νερατζόπορτα πούχουνε τη μπροσκάδα,
μια μπαλωθιά του ρίξανε εις τη ζερβή κουτάλα.
Μια μπαλωθιά του ρίξανε κι έκοψε την καρδιά του
κι εφώναζε ο Βέργερης αμάνι τα παιδιάν του.
Για τα παιδιάν του φώναζε, να μην του τ' αρφανέψουν
και για το χανουμάκιν του να μην του το ρωμιέψουν.
Κι' ορτάκης τού τονε μακριά, τα λέργια φορτωμένος,
κι ώστε να πα να τόνε δη, τον είχανε σφαμμένο,
κι ώστε να πάη εκειδά, του παίρνουν το μουλάρι,
σουσούμι και δε του βρήκε παρά στο σαλιβάρι.
Κι ώστε να πάη εκειδά, του παίρνουν το τσιφτέν του,
σουσούμι και δε του βρήκε παρά 'που τον μπερτσέν του.
Κι εφώναζέν του ο φονιάς, να πάρη ίσχια κάτω
και να φωνιάζ' αδυνατά τ' αγάν του το μαντάτο.
Κι εφώναζέν του ο φονιάς, δούδει του και παράδες,
για να το λέη όπου κι αν πα κι ως τσι ψηλές μαδάρες.
Λέει του, πάρε το στρατί κι άμε στην πολιτεία
και πέ τωνε πως έσφαξα τον πρώτο στη Τουρκία.
Κι αν σε ρωτήξη και κιανείς ποιος είναι ο παιγνιώτης,
πε του απού το Σέλινο πως ειν' Αγερηνιώτης
και τ' όνομά του λένε το ο Γιώργακας Αντώνης,
το χάρο δε φοβήθηκε τσ' αλλόπιστους σκοτώνει.
Στα γλένδια, τσι ξεφάντωσες σα 'να θεριό εγροικάτο
κι είχαν κουράγιο οι χρισιανοί σα νάχανε φουσάτο.
Και παίρνει το στρατί στρατί, τσι Λάκκους κατεβαίνει.
«Αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας τα πω, καημένοι,
αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας επώ χαμπέρι,
το Βέργερη εσφάξανε τσης νερατζιάς τα μέρη.
Αρφουγκαστήτε, χωριανοί, να σας επώ μαντάτο,
το Βέργερη εσφάξανε τσης νερατζιάς το λάκκο.
-Ώφου κακόν το πάθαμε κι εμείς και τα παιδιά μας,
μα τούτο να το φονικό θα κάψη την καρδιά μας».
Αιφνίδιο το πήγανε στη χώρα το χαμπέρι
κι ένας 'που τσι Βεργέρηδες ήτανε σερασκέρης.
Ντύνει τσι κι αρματώνει τσι τσι γενιτσαραγάδες,
στη στρατ' απού πορίζανε, ρωτούν για τσι φονιάδες.
Παιδιά, και ποιος τον έσφαξε το τέθοιο παλληκάρι;
σ' ούλες τσι χώρες τση Τουρκιάς το νάμιν του χε πάει.
Μαχαίρια να δουλέψουνε, τουφέκια να βρουντήξου
κι οπού διαβούμε σήμερο, λούθρα να μην αφήσου.
Αν θέλετε να μάθετε και ποια ναι η γαιτία,
που σκότωσε το Βέργερη, τ' αμμάθια τση Τουρκίας,
ο Γιώργιακας τον έσφαξε και έσφαξε 'που την Αγίαν Ειρήνη,
γιατί δεν ήθελ' ανθρωπιά και μούιδε δικιοσύνη.
Ο Γιώργιακας τον σκότωσε γιατί κακά ελάλειε,
τσι χριστιανές ατίμαζε και τσ' άντρες των κατάλυε.
Ο Γιώργιακας τον έσφαξε και εμπλέκαν οι Λακκιώτες
κι οι Βέργεροι σκοτώσανε όσους εβρήσταν τότες.
Οι Βέργεροι εφτάξανε τον Γιώργιακα στο πλάι,
γύρω τον εκυκλώσανε, δεν είχε πλιο κολάι.
Εβάστα κι αντραπάλεβε ένας με σκύλους δέκα
και του πουλιού νάχε φτερά, και πάλι δεν επέτα.
Τρεις μαχαιριές του δώκανε οι Βέργεροι στον μπέτη,
ετσά του τόχε η μοίρα του γραφτό και κισιμέτι.
Δυο μπαλαθιές του ρίχνουνε πάνω σε μια την άλλη
κι ύστερις τον εσφάξανε, δεν είχε πλιο κεφάλι.
(Βλ. και τραγούδια Δασκαλογιάννη, Χατζημιχάλη κτλ.)

14. Πασαγιάννη, Μανιάτικα Μοιρολόγια 95,152.

15. Μωρή καλό στη Ληγορού,
καλό στη, καλώς όρισες,
Μωρή τζ' αν πάης στ' Άλικα,
να πης των ανθρωπούνε μας,
να μάςε κάμουσι καλά
τζαι μεις τους τον πλερώνουμε
τζείνον τον ψουρο-Βέτουλα
νη έξη γρόσια νη εφτά
τζαι στην ακρίβεια του τζ' εννιά.
Βεργάτη τον εβάλαμε,
φυλάει την αρμαλακιά.


16. «... Μωρή καλό στην Ληγουρού
καλό στην την μπεΐκενα.
Μωρή τζαι τ' εν η πίκρα ζου
τζαι δε μας εχαιρέτησες;
Να μη ζ' εμίλησε κανείς,
να μηζ' εκτύπησε κανείς;
-Σα με ρωτάς, θα σε το ειπού:
Πέρασ' από τους Μπολαριούς
τζ' από τα τα Σπηλιωτιάνικα
τζαι τους εκαλημέρισα.
Κανείς δεν με εμίλησε.
Μον' ο φονιάς του Βέτουλα
με διπλοκαλαδέκτηκε:
Καλό στηνε την Ληγορού,
καλό στην την μπεΐκενα.
Μωρή τζ' αν πάης στ' Άλικα,
τζ' αν πας στων ανθρωπούνε μας
πες τους να κάμουσι καλά
τζαι μεις τους τον πλερώνουμε
τζείνον τον ψουρο-Βέτουλα
νη έξη γρόσια νη εφτά
μη στην ακρίβεια του τζ' εννιά.
Ε! Γιαννακά, συ με ρωτάς.
δεν έχ' ο Βέτουλας καφό,
δεν έχ' ο Βέτουλας γενιά
τσαι ούτε πρωτοξάδεφρους,
ήθα να ήμουν σερνικός.

17. Μία Λαμπρή πρωί πρωί,
που γύρισα απ' την εκκλησιά,
μούρθε ο Νικόλας στο μυαλό,
πόλειπ' από το σπίτι μας
χρόνους κλειστούς δεκαοχτώ
κι ήταν ακόμη αγδίκιωτος.
Γιατί ήταν τα παιδιά μικρά
κι εγώ τα χαϊδανάσταινα,
να μεγαλώσουν γλήγορα,
να πάρουνε το δίκιο τους,
το δίκιο του πατέρα τους,
όπου τον εσκοτώσασι
άδικα και παράλογα.
Είχενα πάντα την ντροπή
και δε συναναστρέφομου
μ' αθρώπους να με βλέπουσι.
Τόμου τραπέζιν έστρωσα,
έβαλα χάμου πιάτα εφτά,
και τόνα που περίσσευε,
ήτανε για τον άντρα μου.
Κάτσασι χάμου τα παιδιά
και το σταυρό τους κάμασι,
απέκει με ρωτήσασι:
«Μάννα, το πιάτο που είν' εδώ
το βλέπουμε σαν περισσό...»
Κι' εγώ τους αποκρίθηκα:
«Είχε τον τόπο μια φορά,
γιατ' ήταν του πατέρα σας,
οπ' είναι ακόμα αγδίκιωτος,
γιατ' ήσασταν εσείς μικρά...
Τώρα που μεγαλώσατε
κι ο καιρός είναι βολικός,
να πάρτε τα ντουφέκια σας,
να κυνηγήστε τους οχτρούς.
Μα σαν ξεχωριστότερα
τον Παύλο να σκοτώσετε,
τον Κουταλίδη τον τρανό,
που είναι κι ο καπετάνιος τους
και περπατεί με τ' άλογο,
στην πόρτα μας περνάει συχνά
χωρίς να συλλογίζεται.
Τι επέρασε πολύς καιρός
κι όλο περηφανεύεται.
Αλλιώς και δεν το κάμετε,
χαΐρι να μην έχετε
κι η μαύρη νη κατάρα μου
να σας ακολουθάη παντού».
Και τα παιδιά δακρύσασι
και είπασι στη μάννα τους:
«Έλα, μάννα, κάτσε κοντά,
να φάης απ' το ψητό τ' αρνί
και να μας δώσης την ευκή
από καρδιά και από ψυχή.
Κι εμείς θε να το πάρουμε
το δίκιο του πατέρα μας
γοργά γοργά και γλήγορα.
Ε! τώρα τα Λαμπρόσκολα,
που ο Παύλος με το πεσελί,
με τη χρυσή τη φέρμελη
θε νάρτη μες στου Κούμπαρη
να χαιρετίση τις γιορτές,
γιατί τον έχει συγγενή».
Ακόμη ο λόγος έστεκε,
οπού ο Παύλος μπρόβαλε
κι επήγαινε στου Κούμπαρη.
Επήραν τα τουφέκια τους
κι επήγανε στο δίστρατο
κι εκεί τον καρτερέσασι.
Όντας εκοντοζύγωσε,
του φώναξε ο μικρότερος:
«Πάρ' τα τα χρωστουμέικα,
να βγάλουμε το μπόρτζι μας»,
Τρεις τουφεκιές του ρίξασι
κι ο Παύλος εγκρεμίστηκε,
νεκρός πέφτει από τ' άλογο.
Αμέσως επιαστήκασι
και πόλεμο ανοίξασι
με τους ανθρώπους πόσερνε.
Η νύχτα τους εμπρόλαβε
κι επάψασι τον πόλεμο.
Επήγασι στο σπίτι τους,
που αγνάντευε νη μάννα τους
από την πόρτα του λιακού.
«Μάννα, τα συχαρήκια μας!
Το πήραμε το δίκιο μας
με το κεσέμι το παχύ,
τον Κουταλίδη τον τρανό,
που ήταν στον τόπο φόβητρο».
Η μάννα τους τ' αγκάλιασε
και σταυρωτά τα φίλησε.
«Δόξα στην τύχη» κι ίχι τα.
Τώρα είμαι μάννα με παιδιά
και δεν είμαι πεντάκληρη».


18. Ας παραβάλη κανείς την έκφραση του σκοτωμού στο κλέφτικο και στο Μανιάτικο τραγούδι, και βλέπεις ευθύς τη διαφορά. Το μοτίβο των τριών τουφεκιών και η σύγκριση ανάμεσό τους, εφεύρημα της φαντασίας, δίνει καιρό στον άνθρωπο να μαζέψη όλη τη δύναμή του για ν' αντικρύση τη φρίκη του πραγματικού.

Τρία τουφέκια τούδωκαν, τα τρία αράδα αράδα.
Τόνα τον παίρνει ξώπλατα και τ' άλλο μες στη μέση,
το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε μεσ στ' αστήθι.


Ακόμη καλύτερα, με την εικόνα του σκοτωμού στο τραγούδι του Γυφτάκη, δείχνεται η δύναμη της φαντασίας ν' αλαφρώση το πραγματικό.

μόνο το Γύφτη λάβωσαν στο γόνα και στο χέρι.
Σαν δέντρο ν'εραγίστηκε, σαν κυπαρίσσι πέφτει.
(Fauriel I, 20)

Αντίθετα, η σχετικιή έκφραση του μανιάτικου μοιρολογιού σε πνίγει με το ωμό πραγματικό, που το φέρνει απότομα εμπρός στα μάτια και αναγκάζει τον άνθρωπο, θέλοντας και μη να το κοιτάξη:

Τούριξε μια μπαταϊρά,
τούφαε σκότια και καϊρδά
(Πετρούνια, Μαν.Μοιρ. 37,2)

Τούριξε μία ντουφεκιά
τούφαε πλάτες και νεφρά.
(αυτ. 45,10)

Του ρίξανε μια μπαταϊρά,
πάει κι ο Δημαρόγγονος,
γέμισ' ο τρόχαλος μυαλά
και το λαγκάδι άντερα.
(αυτ. 73,2)

Τέλος η αδελφή του Καλαπόθου, στο σχετικό τραγούδι, διηγιέται για τους φονιάδες του αδερφού της, τον άντρα της και τον κουνιάδο της, που τους φαρμάκωσε με το «σουλιμά»:

Πρώτη μπουκιά που πήρασι,
τα μάτια ξεστριλώσασι,
τα χέρια της τεντώσασι.
(αυτ. 43, 8)
Γιάννης Αποστολάκης



Τετάρτη, 4 Φεβρουαρίου 2009 Από την σελίδα : Δ. ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ
Παραγωγικές δραστηριότητες και μορφές συγγενικής και κοινωνικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου (19ος)
Γράφει ο Δημήτρης Μερκούρης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Είναι προφανώς αδύνατο να παρουσιάσουμε εδώ στο πλαίσιο μίας εργασίας, το σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων και της μορφές συγγενικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου από την περίοδο που προηγήθηκε της Επανάστασης του 1821 μέχρι σήμερα. Έτσι αυτό που θα επιχειρήσουμε να κάνουμε, είναι να σκιαγραφήσουμε την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής ποιμενικής ζωής, ανοίγοντας περισσότερο το ζήτημα για παραπέρα έρευνα και συζήτηση.


Παραγωγικές δραστηριότητες και μορφές συγγενικής και κοινωνικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου (19ος – 20ος αι.).

Η ελληνική κοινωνία στηριζόταν ανέκαθεν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στάνες και βοσκούς συναντούμε στα ελληνικά κείμενα από την εποχή του Ομήρου ως τις μέρες μας, ενώ συνένωση διαφορετικών οικογενειών προκειμένου να οργανώσουν την απασχόληση τους τεκμηριώνεται στον ελληνικό χώρο την εποχή του Βυζαντίου και της Οθωμανικής κυριαρχίας. Από τον Μεσαίωνα ήδη παρατηρούμε να αναπτύσσεται ένα συντεχνιακό πνεύμα σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες που άρχισαν να δημιουργούν ενώσεις και να συνεταιρίζονται, κατά κάποιο τρόπο, για να προστατεύσουν την εργασία από την ανασφάλεια και τον ανταγωνισμό.
Οι συντεχνίες είναι ενώσεις που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα από λειτουργίες σχετικά με την προστασία και την παραγωγή του επαγγέλματος και του συμφέροντος των μελών. Τόσο απέναντι σε τρίτους ανταγωνιστές, όσο και απέναντι στις κρατικές και κοινοτικές αρχές. Η συνεταιρική, συνεργατική ή συντροφική, όπως ονομάζονταν, οργάνωση αποτελούσε ένα γενικό φαινόμενο στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο της τουρκοκρατίας. Οι λόγοι που επέβαλαν τη συμμετοχική αυτή σχέση ήταν η στενότητα του κεφαλαίου και η ανάγκη πρόσθετης εργασίας, η οποία όμως δεν προσφέρονταν κάτω από τις συνθήκες της προαστικής κοινωνίας της εποχής εκείνης με βάση μισθωτική. Γι΄ αυτό και αποτέλεσε ένα καθολικό φαινόμενο στην περίοδο της τουρκοκρατίας που κάλυψε με διάφορες μορφές τόσο την καλλιέργεια της γης, λ.χ. το τσιφλίκι και την κτηνοτροφία (τσελιγκάτο), όσο και τις εμπορικές, ναυτικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Τέτοιες συντροφικές ενώσεις ήταν: Οι τεκτονικές ενώσεις (χτίστες – μαραγκοί), τα καραβάνια (αγωγιάτες), οι ενώσεις των κτηνοτρόφων, των ψαράδων κλπ. Ειδικότερα οι κτηνοτρόφοι δημιούργησαν από παλιά ένα είδος άτυπου συνεταιρισμού, το τσελιγκάτο, όπως επικράτησε να λέγεται , οργάνωση που διακρίθηκε για το δυναμισμό και την αντοχή της. Στη γέννηση του τσελιγκάτου συνέβαλε, μεταξύ άλλων, η ανάγκη των ποιμένων για κοινή χρήση μεγάλων εκτάσεων βοσκοτόπων, η ανασφάλεια που επικρατούσε στην ύπαιθρο, αλλά και η ανυπαρξία πιστωτικών οργανισμών τους ανάγκασε να συμπράξουν με τους ισχυρούς. Συνέπεια αυτής της αναγκαιότητας ήταν να υπάρχει εξάρτιση του τσελιγκάτου από το τσιφλίκι όπως αναφέρει ο Βασίλης Νιτσιάκος: «Η εξάρτηση λοιπόν της κτηνοτροφίας από το τσιφλίκι για την εξασφάλιση χώρων διαχείμασης των κοπαδιών στάθηκε αποφα¬σιστικός παράγοντας για τη συγκρότηση και λειτουργία του τσε¬λιγκάτου με τη μορφή που το γνωρίζουμε. Και για να φτάσουμε πάλι εκεί από όπου ξεκινήσαμε, η πιο τρανή απόδειξη αυτής της εξάρτησης είναι η τύχη του τσελιγκάτου μετά την κατάργηση του τσιφλικιού. Μερικοί μόνο αριθμοί από τα στατιστικά δεδομένα της εποχής είναι αρκετοί να τεκμηριώσουν αυτό το γεγονός: Στη Θεσσαλία το 1930 απόμειναν μόνο 274.000 κεφάλια ζώων από το σύνολο των 443.000 που διέθετε η ημινομαδική κτηνοτροφία το 1923, μόνο 1652 ημινομαδικά νοικοκυριά από τα 2.919. Η μείωση σε ζώα ήταν 38,5% και σε νοικοκυριά 43%."'» .

Εμβαθύνοντας στο ζητούμενο θα δούμε ότι δέκα, είκοσι ίσως και περισσότερες οικογένειες ποιμένων, συνδεόμενες συχνά με συγγενικό δεσμό αυτό που ονομάζουμε «πολυπυρηνική οικογένεια», «σμίγουν» το κοπάδι τους σε κοινό ποίμνιο, το τσελιγκάτο. Η ενώσει αυτή αφορούσε την συνεργασία για την από κοινού συντήρηση των ζώων και για την από κοινού επίσης παραγωγή, επεξεργασία και διάθεση των προϊόντων. Η συνεργασία αυτή, διαρκεί όσο καθορίζουν τα μέλη του τσελιγκάτου και διαλύεται επίσης όταν το αποφασίσουν αυτά. Δεν υπάρχει εποπτεύουσα ή άλλη αρχή που να διατάζει την σύσταση αυτού του συνεταιρισμού ή να ορίζει τους κανόνες λειτουργίας του. Αυτά τα αποφασίζουν μεταξύ τους οι ποιμένες με κανόνες εθιμοτυπικούς, μεταδιδόμενους από γενιά σε γενιά.
Σύμφωνα μ΄ αυτούς τους άγραφους κανόνες, κάθε ποιμένας μπορεί να μετέχει σε όποιο τσελιγκάτο θέλει και μπορεί, επίσης να αποχωρεί από αυτό όποτε θέλει ο ίδιος. Ο ποιμένας που μετέχει σε τσελιγκάτο διατηρεί πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των ζώων του. Και για να τα ξεχωρίζει από τα άλλα, τα «σημαδεύει» με ένα μαχαίρι στο αυτί. Π.χ. ένας ποιμένας κάνει μια κοψιά στο αριστερό αυτί, άλλος στο δεξί κ.λπ. Έτσι κάθε ποιμένας έχει το δικό του «σημάδι». Το σημάδι αποτελεί το «εμπορικό σήμα κατατεθέν» κάθε ποιμένα, ενώ η ποσότητα των «σημαδιών» εκφράζει την δυναμικότητα του. Έτσι, υπήρχαν τσελιγκάτα με δέκα ή είκοσι διαφορετικά «σημάδια», ανάλογα με τον αριθμό των ποιμένων που μετείχαν σ΄αυτό.
Οι συμμετέχοντες σε τσελιγκάτο ποιμένες ανήκουν σε κατηγορίες, ανάλογα με τον αριθμό των προβάτων τους. Οι έχοντες περισσότερα από διακόσια είναι «σμίχτες», ενώ οι έχοντες εκατό περίπου είναι «τσοπάνοι».
Σε κάθε τσελιγκάτο υπήρχε ένας αρχηγός, ο τσέλιγκας. Από αυτόν έπαιρνε και την ονομασία του π.χ. Τσελιγκάτο του Γεώργιου Σουφλιά, παππού του γνωστού πολιτικού Γεωργίου Σουφλιά. Συνήθως τσέλιγκας ήταν και ο αρχηγός της πατριάς δηλαδή της πολυπληθέστερης πατροπλευρικής πολυπυρηνικής οικογένειας. Το αξίωμα του τσέλιγκα ήταν κληρονομικό, εκτός αν αυτός που θα τον κληρονομούσε ήταν ακατάλληλος να το ασκήσει. Στην σπάνια αυτή περίπτωση προτιμούνταν ως τσέλιγκας εκείνος που είχε τα περισσότερα πρόβατα. Συνήθως, όμως αναλάμβανε τσέλιγκας εκείνος που κατά κοινή αναγνώριση ήταν ικανότερος. Η διαφορά στην ιδιοκτησία προβάτων δεν δημιουργούσε διακρίσεις ούτε περισσότερα δικαιώματα για τους ποιμένες. Άπαντα τα μέλη του τσελιγκάτου, σμίχτες ή τσοπάνοι, μετείχαν σε όλες τις εργασίες: φύλαξη του κοπαδιού, βόσκηση, άρμεγμα, τυροκόμηση, κούρεμα, περιποίηση των ζώων κ.α. Επιπλέον μετείχαν βοηθητικά χωρίς αμοιβή στις εργασίες αυτές και τα μέλη των οικογενειών τους, γυναίκες και παιδιά, που τις γνώριζαν καλά όσο και οι άντρες .

Ο τσέλιγκας διοικούσε το τσελιγκάτο. Διέμενε και αυτός οικογενειακός σε καλύβες, στο κονάκι, αλλά ήταν απαλλαγμένος από τις εργασίες του ποιμνίου που προαναφέρθηκαν. Φρόντιζε για την ενοικίαση κατάλληλου βοσκότοπου, χειμερινού ή θερινού. Πηγαινοέρχονταν σε πόλεις ή χωρία για να διαπραγματεύεται την ενοικίαση των βοσκοτόπων, την προμήθεια των ζωοτροφών, καθώς και πρόσθετών ειδών διατροφής των οικογενειών του τσελιγκάτου. Διαπραγματεύονταν τις πωλήσεις αρνιών, μαλλιών, τυριών και άλλων προϊόντων για λογαριασμό του τσελιγκάτου. Ο τσέλιγκας συζητούσε με τους σμίχτες και με τα άλλα μέλη του τσελιγκάτου για σοβαρά θέματα που ανέκυπταν. Το τσέλιγκα στις συχνές απουσίες του, τον αναπλήρωναν οι σμίχτες. Αυτοί παρέμειναν συνεχώς στο κοπάδι και ρύθμιζαν τις καθημερινές εργασίες του. Ποιοι π.χ. θα πάνε στη βοσκή, ποιοι στο άρμεγμα, στην περιποίηση και υγιεινή του κοπαδιού κ.λπ. Έτσι, οι σμίχτες αποτελούσαν τα βασικά στελέχη του τσελιγκάτου και βοηθούσαν τον τσέλιγκα στην διοίκηση. Ο ίδιος, πέρα των άλλων καθηκόντων του, πηγαινοέρχονταν στις πόλεις για επαφές με τις αρχές, για περεταίρω ανάπτυξη των γνωριμιών με υπηρεσιακούς παράγοντες και πολιτικούς προς όφελος του τσελιγκάτου.
Όπως είδαμε παραπάνω το τσελιγκάτο συνήθως αποτελούνταν από μία πατριά. Ο αρχηγός της ήταν ο τσέλιγκας. Οι μετακινήσεις του δύο φορές τον χρόνο επέβαλαν ν΄ αποφεύγονται τα περιττά και γενικά το «βαρύ νοικοκυριό» για να μην προκαλούν δυσκολίες στις μεταφορές. Αυτό κατά έναν τρόπο έβαζε στην ζωή των τσελιγκάτων την φιλοσοφία του απλού, απορρίπτοντας το περιττό. Και να μην κτίζουν σπίτια. Έτσι, διέμεναν χειμώνα καλοκαίρι σε καλύβες θολωτές, τουρλωτές -περίπτωση Σαρακατσάνων- όπως τις λένε, που τις κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Κάθε τσελιγκάτο επιδίωκε να ενοικιάζει τον ίδιο βοσκότοπο, για να χρησιμοποιεί τις ίδιες καλύβες. Εκεί δημιουργούσε δικό του οικισμό κοντά στον βοσκότοπο του ποιμνίου του, αλλά σε αρκετή απόσταση από αυτόν για λόγους καθαριότητας. Κάθε τέτοιος οικισμός, αποτελούσε χωριστή οικιστική μονάδα, το κονάκι, όπως ονομάζεται. Κάθε κονάκι έπαιρνε το όνομα του εκάστοτε τσέλιγκα. Κονάκι ονομάζονταν και η οικογενειακή καλύβα κατοικίας.

Κάθε οικογένεια που μετείχε στο τσελιγκάτο συντηρούσε δική της εστία, χωριστό νοικοκυριό και μόνη της έστηνε την δική της καλύβα. Με το στήσιμο δε του σκελετού της καλύβας έληγε ο ρόλος του άνδρα και αναλάμβανε η γυναίκα η οποία νωρίτερα είχε πάει στο δάσος να κόψει τις φυλλωσιές για να σκεπαστεί το κονάκι. Το κονάκι κατά κανόνα κατασκευάζονταν σε προσήλια, απάνεμα ισιώματα ή εδάφη με την μικρότερη δυνατή κλίση. Κάθε οικογένεια έστηνε δύο και τρείς καλύβες, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της. Ο τσέλιγκας και άλλα μέλη μπορούσαν να διατηρούν κάποια καλύβα για διασκεδάσεις, φιλοξενία κ.λπ.
Συνεχίζοντας θα λέγαμε ότι η ζωή των κτηνοτρόφων ήταν τραχιά. Απαιτούσε κορμί γερό, νεύρα ατσαλένια και γαλήνη ψυχή, ιδίως από τις γυναίκες. Η γυναίκα αποτελούσε τον στυλοβάτη της ποιμενικής ζωής. Ανάμεσα στο ανδρόγυνο υπάρχει καταμερισμός της εργασίας. Η γυναίκα διευθύνει το νοικοκυριό , παρασκευάζει τα αποθέματα τροφίμων, μαγειρεύει, κεντάει, υφαίνει και ράβει τα ρούχα και τα εσώρουχα όλων, αρρένων και θηλέων, χωρίς να αναμιγνύεται ο άντρας. Αν κάποιος άντρας επιχειρήσει να βοηθήσει την γυναίκα του, αυτή θα τον εμποδίσει αμέσως, από φόβο μήπως θεωρηθεί ανάξια ή καχεκτική. Αντίθετα, η γυναίκα ξέρει όλες τις εργασίες των ανδρών και τις εκτελεί μάλιστα με τόση επιτηδειότητα, ώστε μπορεί να τον αντικαθιστά εξ ολοκλήρου στην βοσκή, στο κούρεμα και στο άρμεγμα προβάτων ή στην τυροκόμηση.

Την αξία τους γυναίκες την δείχνουν και στην χειροτεχνία. Οι Σαρακατσάνες για παράδειγμα έχουν μείνει ανυπέρβλητες στην ύφανση, στο γνέσημο και στο κέντημα. Το μάλλινο δίμητο το υφαίνουν μόνο αυτές, και το δικό τους μάλλινο είναι μοναδικό. Ξεχωρίζει από το σκουτί που υφαίνουν όλες οι άλλες γυναίκες και είναι το μόνο μάλλινο που δεν χρειάζεται να υποβληθεί στην κατεργασία της νεροτριβής ή ντριστέλας, όπως είναι γνωστή στην ύπαιθρο. Και αυτό γιατί το σαρακατσάνικο δίμητο βγαίνει κατά την ύφανση «γινωμένο». Μερικά δε είδη ρουχισμού είναι όμοια για άνδρες και για γυναίκες εκφράζοντας κατά τον καλύτερο τρόπο την ισότητα των δύο φύλλων. Η κοντόκαπα π.χ. είναι ίδια για άνδρα και για γυναίκα. Τα τσαρούχια επίσης είναι τα ίδια. Ακόμα και η επιβλητική φούστα με τις πτυχές της αποτελεί αντιγραφή της φουστανέλας των ανδρών ή αντίστροφα.
Λόγο της απομόνωσης οι κοινωνίες αυτές των τσελιγκάτων διατήρησαν αναλύοτα τα ήθη και τα έθιμα τους. Για παράδειγμα η Σαρακατσάνικη οικογένεια θεμελιώνεται πάντα με το γάμο. Η παράνομη συμβίωση ή όποιες άλλες μορφές σχέσεων είναι απαράδεκτες. Ένα σύστημα κανόνων και αρχών ρυθμίζουν τη δημιουργία της και την πορεία της. Εκτός από τους κανόνες του εκκλησιαστικού και του αστικού δικαίου, ο γάμος ρυθμίζεται από κανόνες του εθιμικού δικαίου όπως: α) Ο γάμος δεν επιτρέπεται παρά μόνο μεταξύ Σαρακατσαναίων. Κυρίως γάμος με άλλους νομάδες της χώρας, και μάλιστα Κουτσόβλαχους, απαγορεύεται αυστηρά. β) Απαγόρευση γάμου μεταξύ συγγενών. Η συγγένεια εξ αίματος από τον πατέρα απαγορεύει το γάμο μέχρι και τον όγδοο βαθμό ( τρίτα ξαδέρφια ). Η συγγένεια όμως από τη μητέρα δεν είναι κώλυμα γάμου παρά μόνο ως τον έκτο βαθμό, δηλαδή επιτρέπεται ο γάμος μετά την Τρίτη γενιά. Αυτό δείχνει ότι η πατρογονική συγγένεια θεωρείται ανώτερη από τη μητρογονική. γ) Ο γάμος από έρωτα αποκλείεται. Ένας δεοντολογικός κανόνας στους Σαρακατσαναίους βεβαιώνει ότι είναι αναξιοπρεπές να παντρεύεται κανείς σύμφωνα με τα αισθήματά του. Γιατί ο γάμος είναι υπόθεση των γονιών και όχι των ενδιαφερόμαενων. δ) Το διαζύγιο είναι άγνωστο στους Σαρακατσαναίους. Ένας δεύτερος γάμος σε περίπτωση θανάτου του ενός από τους συζύγους είναι ασύλληπτος. Οι σαρακατσάνισες όταν πήγαιναν σε κηδεία, έδεναν μία κόκκινη κλωστή σε γωνία χερομάτηλου ή στα μαλλιά τους από πρόληψη: να εμποδιστεί ο θάνατος και στις οικογένειές τους. Ενώ τραγουδούσαν τραγούδια της καθημερινής ζωής, αλλάζοντας, όμως σε λυπηρετό τον χαρούμενο τόνο τους. Η εκπαίδευση των νέων θα πρέπει να ήταν στοιχειώδης, ή να στηρίζονταν στην οικονομική ευρωστία της κάθε οικογένειας. Για παράδειγμα υπάρχουν αναφορές ότι η εκπαίδευση των νέων γίνονταν το καλοκαίρι όταν το τσελιγκάτο ήταν στα πεδινά. Αλλά και ο τσέλιγκας δεν θα μπορούσε να χειρίζεται όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής των συνεργαζόμενων ομάδων με επιτυχία χωρίς να έχει την στοιχειώδης εκπαίδευση.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι οι γνώσεις μας, έως σήμερα για την ελληνική οικογένεια, εκτός από περιορισμένες, ήταν και αποσπασματικές. Για παράδειγμα αγνοούσαμε την παρουσία και την πολυτυπία της λεγόμενης πολυπύρηνης οικογένειας στον ελληνικό ηπειρωτικό χώρο, ή είχαμε την άποψη ότι επρόκειτο για ένα σποραδικό και σπάνιο φαινόμενο που το συναντούσαμε συνήθως στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές και κυρίως στους νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφους. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, γιατί την πολυπυρηνική οικογένεια την συναντούμε και σε περιοχές όπου η βασική απασχόληση δεν είναι ούτε η γεωργία ούτε και η κτηνοτροφία, π.χ. στα Μαστοχώρια της Κόνιτσας και άλλων περιοχών της Ηπείρου. Όπως και να έχει, η πολυπυρηνηκή οικογένεια στηρίζονταν ή συνδέονταν κυρίως με την νομαδική κτηνοτροφία που είδαμε συνοπτικά παραπάνω. Το φαινόμενο όμως αυτό «έπαψε να υπάρχει» μετά την αγροτική μεταρρύθμιση που ήταν μία μεγάλη τομή στην ελληνική αγροτική κοινωνία, όχι μόνο γιατί άλλαξε τις σχέσεις παραγωγής, αλλά και γιατί επέφερε μια διαφορετική οργάνωση των αγροτικών κοινωνιών.
Το τσιφλίκι διαλύθηκε και κατατμήθηκε σε πολλούς μικρούς κλήρους που δόθηκαν σε ακτήμονες. Ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα να κρατήσει 300 στρέμματα γεωργικής γης και 1000 στρέμματα βοσκοτόπων.
Το τσελιγκάτο δέχτηκε το πρώτο πλήγμα μετά την ίδρυση των βαλκανικών κρατών – εθνών (βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13), που όρθωσαν σοβαρά εμπόδια στις μετακινήσεις των κοπαδιών. Η αγροτική μεταρρύθμιση επέφερε το μεγαλύτερο πλήγμα, διότι με τη διάλυση των τσιφλικιών και το μοίρασμα της γης που ακολούθησε την αγροτική μεταρρύθμιση δεν υπήρχε πλέον διαθέσιμη γι για βοσκή. Οι μετακινήσεις των ζώων δυσκόλεψαν, λόγω του ότι οι εκτάσεις που ήταν βοσκότοποι καλλιεργούνταν και τα περάσματα περιορίστηκαν, γεγονός που σε πολλές φορές έφερε σε αντιπαράθεση γεωργούς κι κτηνοτρόφους. Οι διαδρομές των ζώων περιορίστηκαν και σε αρκετές περιπτώσεις οι κτηνοτρόφοι είχαν πλέον δύο έδρες μία για το χυμένα και μία για το καλοκαίρι. Τα τσελιγκάτα σιγά – σιγά διαλύθηκαν και πολλοί νομάδες κτηνοτρόφοι εγκαταστάθηκαν προκειμένου να τους δοθεί γη από την αγροτική μεταρρύθμιση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στην εξαφάνιση του τσελιγκάτου και τη μετεξέλιξη της νομαδικής κτηνοτροφίας σε ημινομαδική (δύο έδρες) και τη σημαντική συρρίκνωση της κτηνοτροφίας μικρών ζώων.
Η πατριά επίσης διαλύθηκε στα μέλη της, που ήταν πολυπυρηνικές οικογένειες που την αποτελούσαν, διότι η κάθε οικογένεια ήταν ιδιοκτήτης πλέον μίας έκτασης γης.
Η χωρική οικογένεια είναι ο σχηματισμός που ενισχύθηκε και επεκράτησε. Η αγροτική μεταρρύθμιση ουσιαστικά διέλυσε όλες τις μορφές κοινωνικό- οικονομικής οργάνωσης και ανέδειξε μια και μοναδική, αυτή της ατομιστικής οικογενειακής γεωργικής εκμετάλλευσης σε όλη την επικράτεια της χώρας, οι οποίες προήλθαν από τη διάλυση των άλλων μορφών: τσιφλίκι, τσελιγκάτο, πατριά, καθώς και νεοφερμένους ιδιοκτήτες, δηλαδή τους πρόσφυγες μετά τους πολέμους με την Τουρκία.
Η αγροτική μεταρρύθμιση επέφερε μια εντυπωσιακή ομοιομορφία στην ελληνική αγροτική κοινωνία, δεδομένο ότι ο μοναδικός σχηματισμός που υπήρχε πλέον στην ελληνική ύπαιθρο μετά τη δεκαετία του 1920 ήταν οι οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες σε τοπικό επίπεδο ήταν όμοιες.
Δημήτρης Μερκούρης

«..Το δημοτικό τραγούδι Είναι τα ψηλά βουνά τα σκιερά δάση και τα δροσερά ποτάμια της Πατρίδας μας, όπου με τρυφεράδα τα στοιχεία της φύσης μπλέκονται με τα ανθρώπινα συναισθήματα και γίνονται έρωτας, αγάπη, θυμός, πολεμικός παιάνας, θρήνος, πίκρα, νανούρισμα, λαχτάρισμα...»
  1. Νίκος Καρακώστας - Σκάρος,τα πήρανε τα πρόβατα

  2. Νίκος Καρακώστας - Σκάρος,τα πήρανε τα πρόβατα

  3. Γεωργία Βασιλοπούλου - Είσαι καμπίσια πέρδικα (1948)

  4. Blaxa mou me to kopadi--Basilopoulou Gewrgia 78rpm (By Sotirelos)

  5. Στη Ρούμελη και στο Μωριά Γεωργία Βασιλόπουλου

  6. Καγκέλη Γιώργος Γιαούζος

  7. Κοφτή Γκαϊντα Παναγιώτης Κοκοντίνης

  8. Παναγιώτης Κοκοντίνης - Γκάιντα (1956)

  9. Βάιος Μαλλιάρας - Ευζωνικό (1937)

  10. Γιώργος Ανεστόπουλος - Μια χαραυγή (1948)

  11. Γιώργος Ανεστόπουλος - Παπαλάμπραινα

  12. Free 3D Acropolis presentacion

  13. AYTOS EIMAI.mp4

  14. Great Chinese State Circus - Swan Lake

  15. Tsamiko

  16. ΤΣΑΜΙΚΟΣ (Ο ΗΛΙΟΣ) ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ

  17. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ -ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ.

  18. Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΣ (ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)

  19. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΣ-Γαϊτανάκι

  20. Καρακώστας Νίκος-Το χρυσό κλαρίνο

  21. Καρακώστας Νίκος-Να χαμηλώναν τα βούνα

  22. ΤΖΑΜΑΡΑ (ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)

  23. Ποιμενικό - φλογέρα

  24. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ - ραστ

  25. ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ 4

  26. Η Ιτιά του Μαλλιάρα

  27. PETRILIA - Solo Klarino Skaros - Giorgos Magkas

  28. KOROS TAKSIMI DIPLOXORDO

  29. Σκάρος -Πέρα σε κείνο το βουνό.

  30. ΤΑ ΑΡΜΕΞΑΝΕ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ

  31. Mikis Theodorakis - Katastash Poliorkias

  32. Greek Americans part 1of 20

  33. Gabby Awards Diaspora Video with Glykeria

  34. Τ' ΑΚΟΥΣ ΜΩΡΗ ΣΟΥΛΤΑΝΑ - ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ

  35. THELEIS NA PETHANOJULIE MASINO SOFIA KOLITIRI CHRISTOS PAPADOPOULOS

  36. Γιάννης Πάριος - Σαν τρελό φορτηγό ( Original ) ( Lyrics )

  37. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΥΝΝΕΦΟΥΛΑ 1969

  38. ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ-στο διεθνές το μαγαζί (audio)

  39. Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΡΙΟΣ ΤΟΚΑΣ

  40. Μπάρμπα-Γιαννακάκης (Γιώτα Νέγκα)

  41. Μπαρμπαγιαννακάκης (Χάρις Αλεξίου)

  42. Η ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΣΕ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

  43. ΑΛΕΞΙΟΥ ΧΑΡΙΣ-ΜΑΥΡΙΔΕΡΟΥΛΑ

  44. ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΗΣ - ΒΓΗΚΑ ΨΗΛΑ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΑΣΑ

  45. Όσα βουνά.....Γλυκερία - Δημοτική Ορχήστρα Ασπρόπυργου

  46. Olympic Opening Ceremony Athens 2004 - Filoi Mou Kalosorisate - Xronhs Ahdonidhs

  47. Olympic Closing Ceremony Athens 2004 - Dimotikos horos

  48. Οι στίχοι: Μοναχογιός ο Κωνσταντής
  49. Χ.ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ: ΜΟΝΑΧΟΓΙΟΣ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ

  50. Γ.ΝΤΑΛΑΡΑΣ : ΜΟΝΑΧΟΓΙΟΣ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ

  51. Μοναχογιός ο Κωνσταντής - Πασχάλης Τόνιος

  52. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΡΟΥΝΗΣ-ΜΟΝΑΧΟΓΙΟΣ Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ

  53. Ζαχαρίας Καρούνης - Αμανές

  54. TO AX KAI TO AMAN part 1/4

  55. Ζουγανέλης - Κράξιμο στο υπόλοιπο σχήμα

  56. Συννεφιασε ο Παρνασσος - Παπασιδερης Γιωργος

  57. Το Βελούχι Γιάννη Κωνσταντίνου

  58. Domna Samiou - Empate agoria ston horo (live, 2004)

  59. ΠΕΤΡΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΧΑΛΚΙΑΣ ΣΟΛΟ - ΘΕΙΚΟ ΚΛΑΡΙΝΟ

  60. ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΙΤΙΚΟ PETROS LOUKAS

  61. Πετρο Λουκας Κυριτσης ΒΓΗΚΑ ΨΗΛΑ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΑΣΑ

  62. Βγήκε ο ήλιος κόκκινος - Σοφία Βόττα

  63. Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά

  64. ΚΛΑΡΙΝΟ ΝΙΚΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟ ΛΑΓΙΑΡΝΙ (Σολο κλαρίνο)

  65. Νίκος Φιλιππίδης

  66. Αφιέρωμα στον Τάσο Χαλκιά - Μέρος 1/6

  67. ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ- ΤΑΣΟΣ ΧΑΛΚΙΑΣ

  68. Ηπειρώτικο μοιρολόι. Κλαρίνο Τάσος Χαλκιάς

  69. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΑΣΙΑ ΒΕΡΑ ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΧΟΡΕΥΕ

  70. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΝΤΙΝΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΜΕΤΣΟΒΙΤΗΣ ΚΟΝΤΟΥΛΑ Η ΒΛΑΧΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

  71. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΟΣ - ΜΙΑ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ ΑΓΑΠΗΣΑ - ORIGINAL

  72. GEORGIA MITTAKI ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΗΤΤΑΚΗ ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑ

  73. GEORGIA MITTAKI ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ - Παιδιά γιατί είστε ανάλλαγα

  74. ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ - ΤΟ ΜΑΡΙΟΛΙΚΟ.mp4

  75. ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ - ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΝΑ ΒΑΛΕΙΣ.mp4

  76. ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ - ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ.mp4

  77. ΓΙΩΤΑ ΛΥΔΙΑ - ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΕ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ.mp4

  78. Giwta Lydia "Ax as mporousa "

  79. Με γέλασαν μιά χαραυγή

  80. Χάρις Αλεξίου - Με Γέλασαν Μια Χαραυγή

  81. Γιώργο Παπασιδέρη Σαν πας πουλί μου στο Μωριά

  82. Γιώργο Παπασιδέρη O γέρο-Νοταράς

  83. Γιώργο Παπασιδέρη ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΣΟΥ ΜΑΝΤΗΛΙ

  84. Τσάμικο

  85. «ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ» ΚΛΑΡΙΝΟ : Γ. ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ : ΡΙΤΑ ΑΜΠΑΤΖΗ

  86. 3 ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ

  87. ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

  88. Κολοκοτρώνης (Kolokotronis)

  89. Λάμπει ο ήλιος στα βουνα

  90. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

  91. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ - KOLOKOTRONIS

  92. Ο Κολοκοτρώνης πατάει την Τουρκική Σημαία

  93. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ - ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ

  94. Μου παρήγγειλε τ' αηδόνι(δημοτικό)-Καζαντζίδης Στέλιος

  95. Να σαν τα νιάτα δυο φορές(δημοτικο)-Kαζαντίδης Στέλιος

  96. Αγγινάρα(δημοτικό)-Καζαντζίδης Στέλιος

  97. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΒΕΝΤΙΑ "ΤΣΑΜΙΚΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ"

  98. ΣΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ

  99. ΑΡΚΑΔΙΑ: Μύθος & Ιστορία, Πολιτισμός & Παράδοση [4/4]

  100. Η Αγία Θεοδώρα με τα 17 δέντρα στη σκεπή της. Αρκαδία

  101. Γιάννης Μαρκόπουλος Ο τόπος μας είναι κλειστός

  102. Γιάννης Μαρκόπουλος Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

  103. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ_1

  104. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ_2

  105. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ_3

  106. Νικηφόρος Βρεττάκος: "ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙ"

  107. Νικηφόρος Βρεττάκος - Αν δεν μου δινες την Ποίηση Κύριε


Σελίδες
με Δημοτικά τραγούδια


"Αρκάδες εσμέν"
Χρήστου Αλεξόπουλου
Δημήτρης Χούπας
από την Σελίδα "Anatolikos.net"
από την paramythia-online
Τραγούδια της Περίστας
kastellia.com)
esnips.com
bazaar.com
agiathimia.com
Τραγούδια Takis Karnavas
ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ Δημοτικό Τραγούδι - Κείμενα
Ραδιοσταθμοί
Radio Πλατύρραχος


Διαλεγμένα
Δημοτικά τραγούδια


  1. ΤΖΑΜΑΡΑ (Σολο κλαρίνο) ..σελ..  

  2. Ο ΓΕΡΟΤΣΕΛΙΓΚΑΣ ..σελ..  

  3. Τώρα τα πουλιά... ..σελ..  

  4. Μάνα με τα πολλά παιδιά... ..σελ..  

  5. ΚΛΕΦΤΙΚΟΣ (Σολο κλαρίνο) ..σελ..  

  6. Η Χρυσάϊδω... ..σελ..  

  7. Με γέρασε η ξενιτιά... ..σελ..  

  8. Η στάμνα... ..σελ..  

  9. Μια μικρή τσελιγκοπούλα... ..σελ..  

  10. Απόψε μαυρομάτα μου... ..σελ..  

  11. ΖΑΓΟΡΙΣΙΟΣ (Σολο κλαρίνο) ..σελ..  

  12. Ένας λεβέντης διάβαινε... ..σελ..  

  13. Η Δέσπω... ..σελ..  

  14. Έλα Δημητρούλα μ' έλα... ..σελ..  

  15. Μαντήλι Καλαματιανό... ..σελ..  

  16. Όσα βουνά κι αν πέρασα ..σελ..  

  17. ΧΕΙΜΑΡΙΩΤΙΚΟΣ (Σολο κλαρίνο) ..σελ..  

  18. Ντίνα - Κωνσταντίνα ..σελ..  

  19. Ένας Αητός ..σελ..  

  20. Σαράντα παληκάρια
  21. 2η εκτέλεση με σκέτο κλαρίνο
  22. 3η ετέλεση με τον Καζατζίδη ..σελ..  

  23. ΤΟ ΛΑΓΙΑΡΝΙ (Σολο κλαρίνο) ..σελ..  

  24. Της Γαλανής το φόρεμα ..σελ..  

  25. Ένα πουλάκι ξέβγαινε (Aγιος Πέτρος) ..σελ..  

  26. Της Λάμπρως το τραγούδι ..σελ..  

  27. Σαν πάς πουλί μου στο Μοριά ..σελ..  

  28. Η Ασημούλα ..σελ..  

  29. Η χρύσω δεν εφάνη ..σελ..  

    Να είχε καεί ο πλάτανος... ..σελ..  

  30. Όλες οι παπαρούνες ..σελ..  

  31. Λεπενιώτης ..σελ..  

  32. Εκεί ψηλά στα μπαλκονάκια ..σελ..  

  33. Ιτιά ..σελ..  

  34. Τα νιάτα ..σελ..  

  35. Καρπενισιώτικο (το Βελούχι) ..σελ..  

  36. Στα Σάλωνα ..σελ..  

  37. Πουλάκι ξένο ..σελ..  

  38. Ο Λιακατάς ..σελ..  

  39. Μια μελαχρινή ..σελ..  

  40. Με γέλασαν μια χαραυγή... ..σελ..  

  41. o Βλαχοθανάσης ..σελ..  

  42. Ο Σκάρος ..σελ..  

  43. Ηπειρώτικο μοιρολόι ..σελ..  

  44. Μπεράτι ..σελ..  

  45. Σουλτάνα... ..σελ..  

  46. Τζαβέλαινα ..σελ..  

  47. Ξήντα παπάδες πάν μπροστά ..σελ..  

  48. ΚΟΦΤΟΣ ΧΟΡΟΣ (Σολο κλαρίνο) ..σελ..  

  49. Έβγα μανούλα να με δείς ..σελ..  

  50. Μια βοσκοπούλα αγάπησα ..σελ..  

  51. Χρόνης Αηδονίδης video ..σελ..  


anatolikos.net :
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ


  1. Τρία παιδιά Βολιώτικα
  2. Χορεύουν τα κλεφτόπουλα
  3. Το Μαριόλικο
  4. Πάνω σε τρίκορφο βουνό
  5. Γιαννιώτικο
  6. Σαν πας πουλί μ' κατ' τη φραγκιά
  7. Πανώρια
  8. Αλάμπεης
  9. Περιβόλι μου οργωμένο
  10. Γκάϊντα
  11. Είχα μιαν αγάπη
  12. Λουλούδι της Μονεμβασιάς
  13. Τζιζάρ
  14. Είμαστε ορκισμένα
  15. Φράσα
  16. Αρμενάκι μου Κυρά μου


    anatolikos.net :
    ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΑ - ΣΥΡΤΑ


  17. Τασιά (Συρτό)
  18. Τώρα το κοντόβραδο (Συστοκαγκέλι)
  19. Κλώσα τα πουλιά (Συρτό)
  20. Ένα μικρό βλαχόπουλο
  21. Στις πλαγιές και στα λιβάδια
  22. Η Ζαχαρούλα
  23. Μαντήλι Καλαματιανό
  24. Το παπάκι
  25. Κυρά δασκάλα
  26. Μου παρήγγειλε τ� αηδόνι
  27. Διαμάντι δαχτυλίδι
  28. Εχε γεια καημένε κόσμε
  29. Βρύση μου μαλαματένια
  30. Τι Έχεις Ρίνα μ� Κι αρρωσταίνεις
  31. Τι να σε κάνω γαλανή


    anatolikos.net : Μοραΐτικα

  32. Στ� Αναπλιού το παλαμήδι
  33. Τι έχουν της Μάνης τα βουνα
  34. Λουλούδι της Μονεμβασιάς
  35. Βοχαϊτισσα
  36. Στη μέση στα Καλάβρυτα
  37. Βασίλω Καλαματιανή
  38. Πρωτομαγιά
  39. Αιγιώτισσα
  40. Παπαλάμπραινα
  41. Οι Κολοκοτρωναίοι
  42. Όλες οι παπαρούνες
  43. Ο Τριτσιμπίδας
  44. Μας πήρε το ποτάμι
  45. Στης Αρκαδίας τον Πλάτανο
  46. Κει ψηλά στα μπαλκονάκια
  47. Καινούρια λόγια
  48. ΑΛΑΤΣΑΤΙΑΝΗ (Γιασεμή � Ν. Σαραγούδας)
  49. ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗΝ ΠΙΠΕΡΙΑ
  50. ΑΝΝΟΥΛΑ (Μανόλης Μητσιάς)
  51. ΑΡΑΜΠΑΣ ΠΕΡΝΑ (Κ. Βουτυράς)
  52. ΑΡΜΕΝΑΚΙ (Δόμνα Σαμίου)
  53. ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥ ΤΟ ΜΑΝΤΙΛΙ ΣΟΥ (Δήμητρα Γαλάνη)
  54. ΈΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΙΟ (Γ. Σφυρόερα)
  55. ΕΧΕ ΓΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
  56. ΙΤΙΑ (Γιώτα Λύδια)
  57. ΜΑΤΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ
  58. ΜΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΝΕΡΑ
  59. ΜΟΥ ΠΑΡΗΓΓΕΙΛΕ Τ� ΑΗΔΟΝΗ (Στέλιος Καζαντζίδης)
  60. ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ (Γιασεμή � Ν. Σαραγούδας)
  61. ΝΑ ΚΑΜΩ ΘΕΛΩ ΤΑΧΑΧΗ (Ψαραντώνης)
  62. ΝΙΚΟΛΑΚΗ ΜΟΥ (Γιασεμή � Ν. Σαραγούδας)
  63.  Ο ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ (Νίκος Ξυλούρης)
  64. ΟΛΙΤΣΚΑ (Στέλιος Καζαντζίδης)
  65. ΌΣΟ ΒΑΡΟΥΝ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ (Νίκος Ξυλούρης)
  66. Σ� ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΑ (Γιασεμή � Ν. Σαραγούδας)
  67. Vasan (Ηπειρώτικο)
  68. ΣΑΛΑ ΓΙΑΛΑ (Γλυκερία)
  69. ΣΗΜΕΡΑ ΛΑΜΠΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ (Κ. Μετζελόπουλος)
  70. ΣΤΟ �ΠΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΞΑΝΑΛΕΩ (Μαρίζα Κωχ)
  71. ΣΤΟΝ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ Θ� ΑΝΕΒΩ (Κ. Μουντάκης)
  72. ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΕ Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
  73. ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ (Χ. Αηδονίδης)
  74. ΤΣΙΑΜΠΑΣΙΝ (Στέλιος Καζαντζίδης)
  75. ΤΣΙΒΑΕΡΙ


    anatolikos.net : ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ (Mε τον Κώστα Τζίμα)

  76. Αυτού ψηλά που περπατάς Τρυγόνα Τρυγόνα
  77. Επεσα απ� το δέντρο Κυρά Γιώργαινα
  78. Ποια ήταν αυτή που πέρασε
  79. Μια όμορφη γειτόνισσα
  80. Στρώσε μου στη ρίζα
  81. Μην κοιτάς στα μάτια
  82. Εχτές με την Αστροφεγγιά
  83. Μια ωραία βοσκοπούλα
  84. Άντε Μάρω στο πηγάδι
  85. Σήκω Μαργιόλα από γης
  86. Μη με δέρνεις μάνα
  87. Δόντια πυκνά
  88. Είμαι μικρό το μαύρο
  89. Την πέρδικα που πιάσατε
  90. Όλες οι βέργες είναι εδώ
  91. Την άμμο άμμο πήγαινα
  92. Κάτω στις μαυροθάλασσες


    anatolikos.net :
    Της Ρούμελης και του Μοριά


  93. Να Ημουν στην Αράχοβα
  94. Στ� απόσκια του Βασιλικού
  95. Ο Πλάτανος
  96. Η Μαντζουράνα
  97. Γιάνναινα Γιαννάκαινα
  98. Κάτω στου βάλτου
  99. Ποτ Πουρί
  100. Η Μαυριδερούλα
  101. Όλες οι Δάφνες
  102. Τούτη γης Κυρά Γιώργαινα
  103. Τριά καλά �ναι στο Ντουνιά
  104. Πουλάκι ξένο
  105. Η Νερατζούλα
  106. Απάνω στην τριανταφυλλιά
  107. Μωρή κακιά γειτόνισσα
  108. Κόφτην Ελένη την Ελιά
  109. Νάταν τα νιάτα δυο φορές


Από την σελίδα
Αρκάδες εσμέν


1. Τώρα που μπήκα στο χορό
2. Ανάμεσα τρείς θάλασες
3. Όλα τα κάστρα
4. Ποιά ήταν αυτή που πέρασε
5. Γιώργη, βαρούν τα σήμαντρα
6. Παπαδοπούλα θέριζε
7. Κάτω στη μαύρη θάλλασα
8. Εδώ σ' ετούτ' τη ρούγα
9. Καράβια απο τα σάλωνα
10. Αυτά τα μαύρα μάτια
11. Κακό 'κανες Μπουλούβαση
12. Πέρα μεριά στον ποταμό
13. Απόψε τα μεσάνυχτα
14. Ας παν να ιδούν τα μάτια μου
15. Ο βάτος έχει την οργή
16. Κάτου στη μαύρη θάλασσα
17. Παπαδοπούλα θέριζε
18. Τρείς αντρειωμένοι βούλησαν
19. Α ! Μαρούα του Ποϊα
20. Τώρα 'ν αργά τώρα ν' καλά
21. Δε στο 'πα Γιώργη
22. Πέρδικα-ν-εκελάηδαγε
23. Για σένα-νε Ρουσούλα μου
24. Περιβόλι-ν-είχα πάπια μ'
25. Φώτα το φεγγαράκι μου
26. Βγήκα ψηλά στα διάσελα
27. Πέρασα απ΄την πόρτα σου
28. Χάϊδω
29. Στην παραπάνω τη γειτονιά
30. Τζαβέλαινα
31. Ο μωριάς
32. Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα
33. Ξήντα παπάδες πάν μπροστά
34. Δώδεκα χρόνους έκανα
35. Έβγα μανούλα να με δείς
36. Μια βοσκοπούλα αγάπησα
37. Ο Λιακος
38. Πανάθεμά σε ξενητειά
39. Η Ασημούλα
40. Μάνα με τα πολλά παιδιά
41. Η μέλισσα
42. Αμάν στα Βέρβενα
43. Μια βλάχα βερβενιώτησα
44. Πατήσανε τα Βερβενα
45. Γαρουφαλιά μου
46. Εδώ πέρα κι αντιπέρα
47. Βασιλικός μυρίζει εδώ
48. Καλώς το τ' αηδονάκι μου
49. Της Γαλανης το φόρεμα
50. Κόρη μαλαματένια μου
51. Κοριτσάκια του καιρού σας
52. Σαν τούτη νύχτα κι αλλη μιά
53. Τουμπανιάρικο
54. Τούτο το καλοκαίρι
55. Κάτω στη μέση του γιαλού
56. Ντιλμπέρι - Ντιλμπεράκι
57. Ο βάτος έχει την οργή
58. Στ' Αναπλιού το Παλαμήδι
59. Μια κόρη διάζεται πανί
60. Ντίνα - Κωνσταντίνα
61. Σπειρί - Πιπέρι
62. Η Διαμαντένια
63. Τα νιάτα
64. Τώρα το βράδυ-βράδυ
65. Αετός
66. Δύο μάυρα μάτια αγαπώ
67. Αγάπα με πουλάκι μου
68. Καρπενισιώτικο
69. Το φεγγάρι κάνει κύκλο
70. Γειά σου καημένη λεβεντιά
71. Όλες οι παπαρούνες
72. Εκεί ψηλά στα μπαλκονάκια
73. Μια μελαχρινή
74. Πουλάκι ξένο
75. Παπάκι
76. Σταυρούλα
77. Σπυρί πιπέρι έσπερνα
78. Οι όμορφες της Λιβαδιάς
79. Σαν πάς πουλί μου στο Μοριά
80. Βελούλας
81. Ο γερο-Νοταράς
82. Χρύσω
83. Θεονίτσα
84. Λεπενιώτης
85. Ο Λιακατάς
86. Καράμπελας
87. Λάμπουν τα χιόνια
88. Εμείς καλά καθόμαστε
89. Τί έχουν της Μάνης τα βουνά
90. Η Λάμπρω
91. Χαρά που το'χουν
92. Κορίτσια τί αγναντέυετε
93. Σάββατο έβαλαν βουλή
94. Αρκαδιανή
95. Περδικούλα του Μοριά
96. Αράχοβα
97. Στα Τρίκορφα
98. Τα κλεφτόπουλα
99. Δήμος
100. Με γέλασαν μια χαραυγή
101. Στο χωριό μου θα γυρίσω
102. Μου παρήγγειλε τ' αηδόνι
103. Θέλησα να κάνω γιούργια
104. Τραγούδι του γάμου
105. Ο ήλιος
106. Μαντήλι Καλαματιανό
107. Βουνά μή με καμαρώνετε
108. Ρούσσα Παπαδιά
109. Αετός
110. Ένας λεβέντης χόρευε
111. Βλαχούλα εροβόλαγε
112. Καραγκούνα
113. Ιτιά
114. Πουλιά μου διαβατάρικα
115. Τα λερωμένα τ' άπλυτα
116. Ένας αητός περήφανος
117. Να είχε καεί ο πλάτανος...
118. Στα Σάλωνα
119. Πέρασα απο την πόρτα σου
120. Ήλιε για λάμψε στα βουνά
121. Του γάμου το τραγούδι
122. Ας πάν να ιδούν τα μάτια μου
123. Ξύπνα πουλί μου το πρωί
124. Είσαι άγγελος ωραίος
125. Ο δυόσμος και ο βασιλικός
126. Κόρη που σέρνεις το χορό
127. Όσα πουλάκια στα βουνά
128. Ο γερο-ζηλιάρης
129. Σαράντα παλληκάρια
130. Χορός τσάμικος
131. Ξενητεμένο μου πουλί
132. Πού ήσουν Γκόλφω
133. Μάη με τα λουλούδια σου
134. Γριά Τζαβέλαινα
135. Θέλησα να κάνω Γιούργια
136. Δέν μπορώ να κλαίω πιά
137. Στην Καλαμάτα αρρώστησα
138. Ελληνοπούλες όμορφες
139. Στην αγάπη μου πηγαίνω
140. Γιατί 'ναι μαύρα τα βουνά
141. Γιώργη μου τί στολίζεσαι
142. Κλέφτες βγήκαν στα βουνά
143. Το λέν οι κούκοι
144. Χορός Συλιβριανός
145. Σύρτε στον περιβολάρη
146. Κανάτι - ξυλοκάνατο
147. Στα καρυδόφυλλα πατώ
148. Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος
149. Παναγιωτίτσα λυγερή
150. Πάνω σε ψηλή ραχούλα
151. Σαν πας μαλάμω για νερό
152. Η χρύσω δεν εφάνη
153. Γιατί καλέ Τασία
154. Ούζο και κρασί θα πίνω
155. Τρείς βοσκοπούλες
156. Παιδιά της Σαμαρινας
157. Αγάπησα μια ορφανή
158. Μαντζουράνα μου
159. Νά'χα νεράντζι νά'ριχνα...
160. Στα Γιάννενα στα Δέρβαινα
161. Η Χρυσαϊδω
162. Σε είδα πάλι στο χωριό
163. Στης Ζηριας της ραχούλες
164. Εδώ σ'αυτή τη γειτονιά
165. Οδυσσέα Ανδρούτσο
166. Στου παπά τα παραθύρια
167. Η περδικούλα του Μωριά
168. Η Μαριωρή παντρεύεται
169. Στης Αρκαδιάς τον πλάτανο
170. Η γυναίκα που μ' αρέσει
171. Εσείς βουνά μου πράσινα
172. Τρείς Λαμπαδούλες
173. Πήραμε την Τριπολιτσά
174. Χωριατοπούλα του Μωριά
175. Όλα τα πουλάκια
176. Φοράς καινούρια φορεσιά
177. Φέξε μου φεγγαράκι μου
178. Παναγιούλα
179. Απόψε μαυρομάτα μου
180. Ο Αριστείδης
181. Στη Ρούμελη κ στον Μωριά
182. Θα χορέψεις Γέρο
183. Μες τ� αμπέλι στη σταφίδα
184. Κακιά γειτόνισσα
185. Στη Φτέρη
186. Σήμερα Πασχαλιά


Αρκάδες εσμέν: Η Παράδοση ζωντανή από την 90χρονη γιαγιά – Παναγιώτα από το Αγάλω (Ταραμουζά) Αρκαδίας σε τυχαία ηχογράφηση

1. Ήθελα μια βλαχούλα
2. Ακούς τη λέν τ� αδέλφια σου
3. 4 τραγούδια
4. Καημένη Γκόλφω
5. Στη βρύση στη κρυόβρυση
6. 2 τραγούδια
7. Κατσαντώνης (3)
8. Όποιος τα νιάτα γλέντησε
9. Αρκαδιανή (2) 10. Με πότισες φαρμάκια
11. Ελένη μου
12. Κλαράκια μην ανθίσετε ποτέ
13. Γιώργο για δε παντρεύεσαι
14. 2 τραγούδια
15. Ρίνα και Κατερίνα
16. Παναγιώτα μου
17. Σ� αυτό το σπίτι που ήλθαμε
18. Θέλω να σκίσω τα βουνά
19. Εδώ δεν είναι Λιβαδιά


Αρκάδες εσμέν
1. 'Aλφα λεν το πρώτο γράμμα
2. Να 'χα ένα μήλο να ΄ριχνα
3. Το μάθατε τι έγινε
4. Ο δυόσμος κι ο βασιλικός
5. Δυο μαύρα μάτια αγαπώ
6. Γιώργο στα ξένα πως περνάς
7. Σου 'πα σπάσ' τηνε τη ρόκα
8. Μη με δέρνεις καλέ μάνα - Παιδική χορωδία
9. Το θαυμάζομαι κι εγώ
10. Ο κάμπος επρασίνησε
11. Μωρ' περδικούλα του Μοριά
12. Στον ποταμό μωρέ Λενιώ
13. Κωνσταντίνα
14. Παρακοντούλα λεϊμονιά
15. Γιαννάκης εροβόλαγε
16. Εσείς χελιδονάκια μου
17. Παναγία Δέσποινα
18. Μεσ' του αγά το περιβόλι
19. Ένα πουλάκι ξέβγαινε
20. Κοιμάται το μαργιόλικο
21. Ένας ασίκης έρχεται
22. Ποιμενικός σκοπός
23. Πουλάκι κελαηδεί
24. Πέθανε ο βλάχος
25. Εκεί στον κάμπο τον πλατύ
26. Σαράντα παληκάρια
27. Σήκω καημένε Κωσταντή
28. Χειμωνιάτικος σκοπός
29. Τίποτα δεν εζήλεψα
30. Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου
31. Σήμερα Χριστός Ανέστη
32. Στου Κοσμά τον πλάτανο
33. Του Κίτσου η μάνα
34. Άσπρη βαμβακιά
35. Να ήμουν ελιά στα Σάλωνα
36. Θα χορέψεις γέρο
37. Κόρη που πάς στον ποταμό
38. Στολίζεται το μελαχροινό
39. Βγήκα ψηλά στα διάσελα
40. Τζάνεμ ποταμέ μου (κλασικό)
41. Να χαμηλώναν τα βουνά
42. Μια κόρη ρόδα μάζευε
43. Ο κάμπος επρασίνησε
44. Γείραν τα ελατόκλαρα
45. Το βλέπεις εκείνο το βουνό
46. Άσπρο γαρύφαλλο βαστώ
47. Κλείσαν οι στράτες του Μοριά
48. Για μια Λιδωρικιότισσα
49. Μαντήλι καλαματιανό
50. Στης Αρκαδίας τον πλάτανο
51. Ο ήλιος
52. Να 'ταν τα νιάτα δυο φορές
53. Στ' Αναπλιού το Παλαμήδι
54. Θ' αφήσω γένια και μαλλιά
55. Παπαδιά
56. Βάτους κι αγκάθια
57. Σε περιβολάκι μπαίνω
58. Μπαίνω μες τ' αμπέλι
59. Μαργιόλικο
60. Μαύρα θέλω να φορέσω
61. Πουλάκι ξένο
62. Τρείς καλογέροι Κρητικοί
63. Τίποτα δεν με μάρανε
64. Γκόλφω
65. Σταυρούλα
66. Λιούλιος
67. Να ΄χα νεράτζι να ΄ριχνα
68. Ακούς τι σου παρήγγειλα
69. Κοντουλίτσα λεμονιά
70. Θεονίτσα
71. Να χαμηλώναν τα βουνά
72. Διαμαντούλα
73. Μαύρα θέλω να φορέσω
74. Νερατζούλα
75. Τζάνεμ ποταμέ μου
76. Στα Βέρβενα στα Δολιανά
77. Στης Ωριάς το Κάστρο
78. Να 'χα νεράντζι να 'ριχνα
79. Φώτα το φεγγαράκι μου
80. Εγώ μια αγάπη αγάπησα
81. Ντιλμπέρι ντιλμπεράκι
82. Φεγγάρι για βασίλεψε
83. Σου είπα μάνα
84. Μην είδατε τον αρνητή
85. Ψηλά στη Φτέρη
86. Μια παπαδιά στολίζεται
87. Όλα τ' αηδόνια το πρωί
88. Δροσούλα
89. Όλες οι δάφνες
90. Πού πας Ελένη
91. Ανάμεσα Τσιρίγο και Κάβο Μαλιά
92. Του Γιάννου η μάνα κάθεται
93. Παπαδιά 94. Κίνησαν τα Τσαμόπουλα
95. Αργείτικο καλαματιανό
96. Εσείς χελιδονάκια μου
97. Να χαμηλώναν τα βουνά
98. Πάνε οι γερόντοι στον πασά
99. Χαϊδούλα
100. Και μια φορά η λεβεντιά
101. Πού ήσουν πέρδικα καημένη
102. Αμπέλι μου πλατύφυλλο
103. Ένας αητός
104. Αμπέλι μου πλατύφυλλο
105. Ντεληβοριάς εφύσηξε
106. Για ιδέστε τον αμάραντο
107. Κάτω στον κάμπο τον πλατύ
108. Τριάντα καράβια αρμένιζαν
109. Βιολέτα μ' ανθισμένη
110. Από την Πάτρα ερχόμουνα
111. Μαράθηκε τ' αχειλάκι μου
112. Σε τούτη την τάβλα που 'μαστε
113. Λεμονιά με τα λεμόνια
114. Μωρ' περδικούλα του Μοριά
115. Όλα τα κάστρα τα είδα
116. Βασιλικός πλατύφυλλος
117. Γιώργη μου το ορδινιάζεσαι
118. Αν εμένα δεν πιστεύεις
119. Μάνα καράβια τέσσερα
120. Παιδιά γιατί είστε ανάλλαγα
121. Λελούδι της Μονεμβασιάς
122. Βασιλικός μυρίζει εδώ
123. Πεφρωνία η Σπαρτιάτισσα
124. Χορέψτε κορίτσια στο χορό
125. Της Ελένης τα μαλλιά
126. Μια αυγούλα Σταυρούλα
127. Πέστε το ματάκια μου
128. Δασκάλα
129. Στο μεντρεσέ στον πλάτανο
130. Ελένη
131. Νά 'χα ένα μήλο να 'ριχνα
132. Μας κλέψαν τη δασκάλα
133. Στα Δερβενάκια
134. Δυόσμε και βασιλικέ
135. Κολοκοτρώνης φώναξε
136. Φώτα το φεγγαράκι
137. Κάτω στο βάλτο στο λιβάδι
138. Σε περιβολάκι το καημένο
139. Το κλήμα Μάρω
140. Αργείτικος χορός
141. Γαλάναινα
142. Σήμερα Χριστός Ανάστη
143. Έβγα ήλιε έβγα
144. Κάτω στον κάμπο
145. Της νύκτας οι αρματωλοί
146. Κλέφτες μπήκαν στην αυλή
147. Σε σκαλί ανέβαινα
148. Των προικιών
149. Αιγιώτισσα
150. Μαντήλι καλαματιανό
151. Μεσ στην απάνω γειτονιά
152. Το παπάκι
153. Τσετσέκι μου
154. Χαρά που 'χουν τα βουνά
155. Εσείς πουλιά του κάμπου
156. Ελένη κόφτη την ελιά
157. Βασίλω
158. Μαντζουράνα μου
159. Μια κόρη αποφάσισε
160. Ντίνα Κωνσταντίνα
161. Η Χρύσω δεν εφάνη
162. Στη μέση στα Καλάβρυτα
163. Της Μάνης τα βουνά
164. Των προικιών (Αργολίδας)
165. Κινήσανε τρείς λυγερές
166. Λουλούδι της Μονεμβασιάς
167. Ποιμενικό
168. Σήκω Διαμάντω
169. Βασίλω
170. Ο ήλιος εβασίλεψε
171. Στα Τρίκορφα (παιδική φωνή)
172. Στα Τρίκορφα
173. Των Κολοκοτρωναίων
174. Ας παν να δούν τα μάτια μου
175. Τριάντα καράβια αρμένιζαν
176. Νεραντζούλα φουντωμένη
177. Ούλες οι χώρες χαίρονται
178. Απάνω στην τριανταφυλλιά
179. Εψές προχθές επέρναγα
180. Περιβόλι είχα πάπια
181. Όλα τα κάστρα τα είδα
182. Σούρνει ο τάταρης
183. Φώτα το φεγγαράκι μου
184. Όλα τα πουλάκια
185. Της Τρίπολης οι λοχαγοί



Από την σελίδα www.myriobiblos.gr

'Aγης Θέρος

Τα τραγούδια των Ελλήνων

Από περ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, έτος 1952, Νο 97 σσ. 205-8.


Το τραγούδι και η Εθνική Ψυχή

Η Ελληνική γη, με την αδρή και πολύβουνη και πολύγιαλη φύση, και με το δυνατό ανθρώπινο δέντρο, πού στα σπλάχνα της μέσα ριζοβολάει και στην αγκαλιά της τη στοργική απλώνει τα πολύφυλλα κλαριά του, ήταν φυσικό και ποίηση λαϊκή να γεννάει Ιδιοτυπώτατη και θαυμαστή ανάμεσα στα έθνη της Ευρώπης. Γιατί βρίσκεται πολύ αίμα και στην αισθηματική Μεσημβρία και στη ζωηροφάνταστην Ανατολή.

Και είναι η ποίηση αυτή συνέχεια αδιάπαυτη της ποιητικής ζωής του Έθνους και της πνευματικής του εξέλιξης από την Ομηρική γιγαντομαχία έως τη γιγαντομαχία του 21 κι' από τότε έως σήμερα. Κι' είναι ακόμη απόδειξη τρανή, πως είναι συγκρατητή και αδιάσπαστη στων αιώνων την αλυσίδα η αρχαία με την νέαν Ελληνική ψυχή, την κληρονομιά της αρχαίας.

Όπως στη ζωή μας όλη, έτσι και στη δημοτική μας ποίηση, και στη Λαογραφία γενικά, βαθύτατες και γερές είναι οι ρίζες που παντού απλώνει ο αρχαίος κόσμος όλος, και πρώτ' απ' όλα η αρχαία Μυθολογία, η χαρακτηριστικώτερη εκδήλωση του κόσμου εκείνου. Μη τάχα οι αρχαίοι θεοί εμίσεψαν; Κι'αυτοί ζουν παντοτινά ανάμεσά μας, στα βουνά μας, στα λαγκάδια μας, στ' ακρογιάλια μας. Άλλαξαν μονάχα μορφές κι' ονόματα. Μη τάχα την Παναγία Παρθένα δεν ελάτρεψαν οι πατέρες μας στους παλιούς ναούς της Παρθένου Αθηνάς και στον ίδιο τον Παρθενώνα μέσα; Και ο αρματοδρόμος νεανίας, ο Απόλλωνας, μη δε ζει, ενσαρκωμένος, αλλά με λευκά γένεια τώρα, στον αρματοδρόμο γέροντα, τον προφήτη Ηλία, που με φωτιές γιορτάζεται ακόμα, σαν ειδωλολατρικά, στις κορφές των βουνών μας; Στην ψηλότατη μάλιστα κορφή του γέρω-Ταΰγετου είδα προ χρόνων την εικόνα του Προφήτη, χαραγμένη σε μαρμαρένια πλάκα, με την ανέλπιστη επιγραφή: «Ο Προφήτης του Ηλίου». Και ο πολύαθλος Διγενής Ακρίτας, ο μεγάλος ήρωας του εθνικού έπους, τι άλλο είναι, παρά ημίθεος, γεννημένος από κάποιο Δία, άλλος Ηρακλής;

Οι Μοίρες ακούραστες, αιώνες τώρα, κυβερνούν και διαφεντεύουν τις τύχες των ανθρώπων της Ελλάδας. Οι Νεράιδες, τα Στοιχειά των πηγαδιών και των ποταμιών, τ'Αερικά των λαγκαδιών και των βουνών, ο δράκος, οι Βρυκόλακες, οι Μάγισες, παραστέκουν στη ζωή του λαού μας και γοητεύουν το πνεύμα του, παρόμοια ή απαράλλαχτα, όπωξ οι ίδιες ή ανάλογες υπερφυσικές δυνάμεις τον παλιόν καιρό, οι Νηρηίδες, οι Αμαδρυάδες, οι Σάτυροι.

'Aλλη εκδήλωση της ενότητας της εθνικής ψυχής είναι το αίσθημα του δεσμού του ανθρώπου με τη φύση και η προσωποποίηση των φαινομένων και των δυνάμεών της. Πολλά δημοτικά τραγούδια έχουν τέτοια θέματα. Ο Ήλιος, ο αφέντης ο κυρ-Ήλιος, ο Αγέρας, «ο κυρ-Βοριάς ο δροσερός», καθώς και τ' άψυχα και τα υπανθρώπινα όντα, ενσαρκώνονται, παίρνουν αισθήματα και στοχασμό και λαλιά, και λαβαίνουν μέρος στην ανθρώπινη ζωή. «Ο Όλυμπος κι' ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν». Ο Παρνασσός συνερίζεται με τον κάμπο και καυχιέται. Τα παιδιά, στους μαύρους χρόνους της σκλαβιάς, πηγαίνοντας στο κρυφό σκολειό, μιλούν στο φεγγαράκι το λαμπρό και το παρακαλούν να τα φωτίζει. Τα λουλούδια φιλονικούν «το πιο είναι τ' ομορφήτερο και πιο μυρίζει κάλλιο». Ο ήλιος μιλεί με τη λαβωμένην ελαφίνα Τα πουλιά «λαλούν μ' ανθρώπινη λαλίτσα». Τ' αηδόνι θρηνεί τον αρματωλό, Το χελιδόνι φέρνει το προμήνυμα της άνοιξης, όπως στ' αρχαίο χελιδόνισμα. Ο αητός κι η πέρδικα μιλούν ή θρηνούν ή συμβουλεύουν ή προμαντεύουν. Κι όλος ο κόσμος της Φύσης, ενόργανος και ανόργανος, ζει και λαβαίνει μέρος στο δράμα της ζωής το καθημερινό. Και το κορύφωμα, ο παλιός Χάρων, ο πορθμέας του βασιλείου του Πλούτωνα, Χάρος τώρα αγριωπός, πάντα ανθρωποκαταλύτης και νεκροπομπός.

Έκτος όμως απ' τη μυθολογία και τη Φύση στην άγραφτη Λογοτεχνία μας, και μάλιστα στα λαϊκά τραγούδια, καθρεφτίζονται σα σε καθάριο βενετικό κρύσταλλο, οι στοχασμοί, οι πόθοι, ο ψυχικός κι' ο ηθικός κόσμος και τα αισθήματα τα ευγενικά και πλούσια της Ελληνικής Φυλής, που μένουν αμετάβλητα κι'ασάλευτα γνωρίσματα του εθνικού χαρακτήρα μέσα στους γύρους των χρόνων. (1)




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ο Ν. Γ. Πολίτης σε πολλές μελέτες του και σε κριτικές παρατηρήσεις του πάνω σε λαογραφικά κείμενα παρουσιάζει στοιχεία,που δείχνουν θετικά πως η δημοτική μας ποίηση και γενικά η παράδοση η λαϊκή, πηγή τους έχουν την Ελληνική μυθολογία και την αρχαία ζωή. Το ίδιο κι ο Στ. Κυριακίδης στη μελέτη του «Αι ιστορικαί πηγαί της δημώδους νεοελληνικής ποιήσεως» (Θεσσαλονίκη 1934) με πειστικά επιχειρήματα γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ δημ. ποιήσεως και αρχαιότητος. Κι ο Κ. Λ. Ρωμαίος με τις τελευταίες σοφές εργασίες του, απόδειξε τρανώτατα το θέμα τούτο.


Από την σελίδα
www.myriobiblos.gr

'Aγης Θέρος

Τα τραγούδια των Ελλήνων

Από περ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, έτος 1952, Νο 97 σσ. 205-8.


Ο ποιητής και οι παραλλαγές

Το τραγούδι το πρωτοπλάθει ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής, εκφράζοντας μ' αυτό είτε κάποια ιδέα του στοχαστή, είτε κάτι που γέννησε η φαντασία του, στον ύπνο του ή στον ξύπνο του, είτε θέλοντας να εκφράσει το συγκαιρινό αίσθημα και τον ομαδικό στοχασμό των συντοπιτών του για κάποιο σημαντικό περιστατικό, που έγινε στον τόπο, θανή τρανού ανθρώπου ή όμορφης κόρης ή νέου η κάποια τραγική ή ερωτική ιστορία, πού είχεν αντίλαλο γύρω κι έφερεν αναταραχή.

Και λέγοντας λαϊκό τραγούδι, εννοούμε ποίημα μαζί και μελωδία. Γιατί ο ποιητής των στίχων πλάθει το τραγούδι του, ποίημα μαζί και σκοπό, συνταιριαστά και σύγκαιρα, δηλαδή ταιριάζει τους στίχους του σε γνωστή μελωδία άλλου τραγουδιού ή πλάθει καινούργιο σκοπό.

Απ' τον πρώτο που «έβγαλε το τραγούδι», και που είναι πολλές φορές στιχουργός ή μοιρολογητής του χωρίου, «το παίρνουν» οι τραγουδιστές του χωρίου και το ξανατραγουδάνε. Ύστερα το παίζουν στις γιορτές, στους γάμους και στα πανηγύρια οι βιολιτζήδες, οι κλαριτζήδες και οι λαβουτιέρηδες, κι έτσι φέρνει το γύρο σε κοντινά η μακρινότερα χωριά και σε πολιτείες.

Κάποιος τραγουδιστής ακόμη, μισεύοντας απ' το χωριό για δουλειά του, θάν το τραγουδήσει σ' άλλη περιφέρεια, με καμάρι μάλιστα συχνά. Κι ο ξενιτευτής το παίρνει μαζί του στην ξενιτιά, συντρόφι και παρηγοριά του και θυμητάρι της νιότης του, του τόπου και των εδικών του. Έτσι, αχτινωτά, ας πούμε, κυκλοφορεί και γίνεται στο τέλος τραγούδι όλου του λάου.

Τα παλιότερα χρόνια, όπως μας παραδίνουν ξένοι περιηγητές, κι o Φωριέλ, τυφλοί τραγουδιστές ή λυράρηδες γύριζαν από χωριό σε χωριό και τραγουδούσαν τραγούδια, που τα έκαναν οι ίδιοι, ή άλλα, που τα φέρναν από τα μέρη που περνούσαν. Τους τυφλούς αυτούς ραψωδούς τους δέχονταν και τους άκουαν με χαρά οι χωρικοί, τους φιλοξενούσαν και τους φίλευαν με δώρα ή χρήματα.

Έπειτα, κι ως τα τέλη του περασμένου αιώνα, και σε κάποια μέρη ως τα σήμερα, τα νέα τραγούδια πρωτόβγαιναν σε μεγάλες γιορτές και σε πανηγύρια, όπου γλεντοκοπούν οι πανηγυριώτες και χορεύουν στην πλατεία του χωριού ή στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, ή στα χοροστάσια και στις πλαγιές των βουνών, όταν γιορτάζουν τα ρημοκλήσια, και μάλιστα το καλοκαίρι, και ειδικά στις γιορτές του αγίου Κωνσταντίνου, της Παναγίας (στις 15 Αυγούστου), του Προφήτη Ηλιού, του Σωτήρος, της αγια-Παρασκευής κλπ.

Έτσι λοιπόν, το τραγούδι, βγαίνοντας απ' το σπλάχνο του λαού, παιδί του πνευματικό, ξέσπασμα της ψυχής του, με του λαού το στόμα πλάθεται και ξαναπλάθεται, και για τούτο μένει ζωντανό πάντα κι απρόσωπο. Γιατί, ο λαϊκός ποιητής που το τραγούδησε, καμιά φιλοδοξία ούτε είχε, ούτ' έχει να μαθευτεί τ' όνομά του. Ίσα-ίσα, αν το καταλάβουν οι συχωριανοί του, που ξέρουν ίσως τη δεξιοσύνη του, αρνιέται να το μολογήσει, νομίζοντας ίσως πως με το ν' ακουστεί τ� όνομά του, αδυνατίζει το δημιούργημά του. Χαρά του κι αντίμεψη μονάχη είναι να μάθει ότι το τραγουδάν οι άλλοι έπειτ' από καιρό, ή να τ' ακούσει να τραγουδιέται μακριά κάπου.

Έτσι κι όμοια γίνεται κάθε δημιουργία του άφαντου λαϊκού συνθέτη και των άλλων μνημείων του λαϊκού Λόγου, παραμυθιών, παραδόσεων, αινιγμάτων, παροιμιών κλπ. που, από προσωπικά πλάσματα του στοχασμού, με χρόνια και καιρούς, γίνονται παράδοση για όλους.

Εξαίρεση στην παραγωγή τους παρουσιάζουν μονάχα τα κλέφτικα τραγούδια, που τα περισσότερα τα σύνθεταν και τα πρωτοτραγουδούσαν οι ίδιοι οι κλέφτες, διαλαλώντας έτσι μεγαλόστομα την κλέφιικη ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα ή τη θανή του καπετάνιου τους ή του συντρόφου τους.(1)

Πιστεύουμε όμως, γιατί τα ίδια τα κείμενα πολλών διαλεχτών τραγουδιών το φωνάζουν, ότι ανάμεσα στους ανώνυμους ποιητές ήταν και λιγοστοί με κάποια ανώτερη ποιητική φλέβα, μ� έμπνευση αληθινού ποιητή και με τεχνική μάλιστα ευκολία, πού κι' αυτούς, όπως και τους πολλούς τους άλλους, ποτέ δεν τους έμαθε, ούτε θα τους μάθει κανείς.

Τα τραγούδια αυτά τα διαλεχτά, με την πλαστικότητα και την τελειωμένη μορφή, ερίζωσαν στην ψυχή του λαού, κι απόμειναν καλλιτεχνικά δημιουργήματα, που τα καμαρώνουμε οι Έλληνες και τα θαυμάζουν κι όσοι ξένοι τα γνώρισαν.

Αλλά με το ξαναφύτεμα από τόπο σε τόπο, περνώντας πέλαγα και στεριές, το τραγούδι παθαίνει μεταβολές, αυξάνουν ή λιγοστεύουν, ή αλλάζουν οί στίχοι του, κι έτσι δημιουργούνται οι «παραλλαγές» των τραγουδιών.

Με το πέρασμα πάλι του καιρού και τις στοματικές μεταφορές σε μακρινότερα μερη, γίνονται σε πολλά τραγούδια ριζικώτερες αλλοιώσεις, γιατί το ξενοφερμένο τραγούδι μεταπλάθεται και προσαρμόζεται στο ψυχικό κλίμα του νέου τόπου, που βάζει τη σφραγίδα του απάνω του. Κι είναι τούτο φυσικό, γιατί, περνώντας από στόμα σε στόμα, το μνημονικό δεν το παρακολουθεί. Άλλα γίνεται και κάτι άλλο: οι συλλαβές του κι οι φθόγγοι του, και το τυπικό των λέξεων προσαρμόζονται αναγκαστικά στη φωνητική και τη φθογγολογία του νέου τόπου. Αλλά και λέξεις αλλάζουν.

Ένα παράδειγμα χτυπητό των μετασχηματισμών αυτών είναι το πανελλήνιο τραγούδι του «Κάστρου της Ωριάς», που υπάρχει σήμερα σε 150-200 παραλλαγές, από 10 - 25 στίχους καθεμιά. Συχνά όμως γίνεται και «συμφυρμός» δύο τραγουδιών. Πρέπει να προσθέσω, ότι κι άλλος τρόπος μεταβολών στο κείμενο είναι η αδέξια αντιγραφή από χειρόγραφα παλιά ή κακογραμμένα νεώτερα.

Ο Έμμερσον, γράφοντας κάπου για την «πρωτοτυπία», μιλεί για το «χρέος που έχομε υπογράψει με την παράδοση» και προσθέτει, ότι «ο θρύλος μεταβιβάζεται απ' τον πιστό στον ποιητή κι απ' τον ποιητή στον πιστό και καθένας τους προσθέτει κάτι νόστιμο, σβήνοντας κάποιο λάθεμα ή τελειοποιώντας τη μορφή, ώσπου φτάνει στην ιδανικήν αλήθεια». Έτσι γίνεται με το λαϊκό τραγούδι. Από στόμα σε στόμα περνώντας, ξελαμπικάρεται και παίρνει στο τέλος τον οριστικό του τύπο.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.- Πολλοί κλέφτες τραγουδούσαν κλέφτικα τραγούδια, συμπληρώνοντας παλιά η ανακακατεύοντας στίχους γνωστών τραγουδιών και προσθέτοντας περιστατικά σύγχρονα, που τα ζούσαν οι ίδιοι. Ένας απ' αυτούς κι ο Μακρυγιάννης (Άπομν. τ. Α'. σ. 285 κ.εξ.)


Από την σελίδα
www.myriobiblos.gr

'Aγης Θέρος

Τα τραγούδια των Ελλήνων

Από περ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, έτος 1952, Νο 97 σσ. 205-8.


Η γεωγραφία του τραγουδιού

Μέσα στον ελληνικό χώρο υπάρχουν λογής-λογής κλίματα, και τοπικά και ψυχολογικά, με κύριους παράγοντες τη γεωγραφική θέση και τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, που επιδρούν στον ανθρώπινο χαρακτήρα. Κι επειδή το λαϊκό τραγούδι είναι αποτύπωμα του χαραχτήρα των κατοίκων της περιοχής όπου πρωτοφάνηκε, συνακόλουθο είναι ότι ζωγραφίζει το χαραχτήρα της περιοχής αυτής.

Για το λόγο αυτό παρουσιάζουν διαφορές σημαντικές αναμεταξύ των τα τραγούδια της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών, Διαφορές πάλι μικρότερες ή μεγαλύτερες βρίσκουμε παραβάλλοντας τα τραγούδια της Ήπειρος με τα τραγούδια του Μοριά ή του Πόντου με της Ρούμελης. Αλλά και των βουνήσιων μιας περιοχής ο χαραχτήρας είναι διαφορετικός απ' των καμπίσιων της ίδιας περιοχής. Αντρίκια, τραχιά, πολεμόχαρη η ποίηση των βουνών, όπως είναι τα κλέφτικα της Ρούμελης και της Ήπειρος. Μαλακιά, γλυκιά, τρυφερή, ερωτιάρικη των θαλασσινών μερών, όπως είναι οι ριμάτες κι οι παραλογές των νησιών του Αιγαίου. Σύντομα, λιγόστιχα τα πρώτα, μακρόσυρτα, περισσόστιχα τα δεύτερα [Ιδές και Fauriel, Ι, σ. 113 κ.έξ.). Άλλες πάλι μορφές παρουσιάζουν τα τραγούδια της βόρειας Μικράς Ασίας. Η γεωγραφία του τραγουδιού μας είναι η ακόλουθη :

Το ηρωϊκό, το κλέφτικο, πατρίδες έχει την "Ηπειρο, τη Ρούμελη, το Μοριά και τη νότια Μακεδονία: Τα παλαιότερα που έχουμε είναι του 16 ή του 17 αιώνα : ο «Όλυμπος κι ο Κίσσαβος», το τραγούδι του Καρπενησιώτη κλέφτη Λιβίνη κι άλλα, πού δεν αναφέρουν ονόματα.

Η Λευκάδα λαογραφικά είναι Ήπειρο. Στην Αίγινα παρουσιάζεται εξαιρετική ποιητική παραγωγή από παλιούς καιρούς.

Ο τόπος που πρωτογεννήθηκαν τα τραγούδια του Ακριτικού κύκλου είναι τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας κι η βόρεια κι η βορειανατολική Μικρά Ασία, και ιδίως ο Πόντος κι ή Καπαδοκία. Από κει πέρασαν στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα, όπου επλάστηκαν κι άλλα πολύστιχα τραγούδια μ' επικό χαραχτήρα.

Παραλογές, κι άλλα πολύστιχα ερωτικά κι αφηγηματικά τραγούδια έχουμε απ' τη Μικρά Ασία, τη Ρόδο, την Κάρπαθο κι άλλα νησιά της Δωδεκάνησος και την Κύπρο. Αλλά πολλές παραλογές είναι πανελλήνιες, κι οι περισσότερες έχουν πηγή Ακριτική. Τέτοιες είναι το «Κάστρο της Ωριάς», «Τα δυο αδέρφια», «Μαυριανός κι ο βασιλιάς», «ο κυρ Βοριάς» κι άλλα.

Ερωτικά τραγούδια γέννησαν και γεννούν, όπως είναι φυσικό, όλοι οί ελληνικοί τόποι. Τα καλλίτερα όμως είναι της Ηπείρου και των νησιών, γιομάτα λυρισμό και αίσθημα.

Των μοιρολογιών το προνόμιο τό 'χουν η Μάνη η Ήπειρο, η Λευκάδα κι η Κρήτη.

Τα τραγούδια του γάμου και τα κάλαντα τα βρίσκομε σ' όλη την ελληνική γη, σε διάφορους τύπους και διάφορα μέτρα, συνδυασμένα με τα έθιμα κάθε τόπου, πού 'χει για τις ετοιμασίες του στεφανώματος, για την τελετή του γάμου και για τα πιστρόφια.

Τα δίστιχα, τα καλλίτερα είναι της Κρήτης (οι περίφημες μαντινάδες) των Δωδεκανήσων και μερικών νησιών του Αιγαίου. Αλλά καμιάς περιοχής τα δίστιχα δε φτάνουν στη χάρη, τη δύναμη και την περιεχτικότητα τις μαντινάδες, πού πολλές απ' αυτές είναι αληθινά αριστουργήματα στιχουργικής και νοήματος, ποιητικού.

Δίστιχα ακόμα τραγουδούν σε πολλά μέρη την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννου, στον Κλήδονα. Προ πενήντα ετών ακόμα και στην Αθήνα, στις λαϊκές συνοικίες, στις αυλές των σπιτιών, εγιόρταζαν οι νέες και οι νέοι τον Κλήδονα,� βάζοντας στη μέση το λαγήνι με τ� αλάλητο νερό, κι άναβαν φωτιές στο δρόμο και τις πηδούσαν,

Πρέπει να ειπωθεί και κάτι ακόμα: Δεν είναι μονάχα η παραγωγή κι η μορφή του τραγουδιού διαφορετική κατά τον τόπο και τη φύση και τις βιωτικές ασχολίες των κατοίκων. Κι η διάθεση κι η προτίμηση κι η αγάπη τούτου η εκείνου του είδους των τραγουδιών απ' τους κατοίκους της τάδε ή της δείνα περιφερείας είναι διαφορετικές. Ο Φωριέλ παρατήρησε, πολύ σωστά, ότι ο άνθρωπος του βουνού, ο απομονωμένος, τραγουδεί τραγούδια κλέφτικα ή τσοπάνικα, που ταιριάζουν στο τοπίο του, στο βίωμά του και στις ψυχικές του διαθέσεις. Δεν έχει συμπάθεια στα νησιώτικα και ερωτικά. Το ενάντιο γίνεται στα θαλασσινά μέρη. Οι παραλογές, τα φανταστικά και προπάντων τα τραγούδια της αγάπης, τραγουδιούνται σχεδόν αποκλειστικά.


Από την σελίδα
www.myriobiblos.gr

'Aγης Θέρος

Τα τραγούδια των Ελλήνων

Από περ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, έτος 1952, Νο 97 σσ. 205-8.


Το χρέος του λαογράφου

Έχει αναγνωριστεί από καιρό, ότι η Λαογραφία είναι η κυριώτερη επιστήμη της Ιστορίας του Πολιτισμού. Γιατί κάνοντας τη συγκέντρωση, την έρευνα και την κατάταξη του υλικού των λαϊκών παραδόσεων ενός τόπου � τραγούδια, μουσική, χορό, τέχνες, δεισιδαιμονίες, έθιμα κλπ.� μελετάει τις συνθήκες και τα φαινόμενα της ζωής του, την ψυχική του ιδιοσύσταση και τις πνευματικές του εκδηλώσεις όλες, [Βλέπε σχετικά: Στ. Κυριακίδη. Τι είναι λαογραφία, 1 (1909), σ. 1 κ.ε, όπου (σ.7) γράφει: «Η Λαογραφία εξετάζει τας κατά παράδοσιν διά λόγων, ή πράξεων, ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψοχικού και κοινωνικού βίου του λάου»]

Η ελληνική λαϊκή παράδοση έχει βαθιές ρίζες απ' άκρη σ' άκρη της γης μας, κι εκδηλώνεται, με θαυμαστήν ενότητα στους τόπους της ζωής, στις κλίσεις, στα προτερήματα και στα ελαττώματα του λαού μας. Ξεχωριστά όμως μέσα στα τραγούδια του, όπου καθρεφτίζονται τα συναισθήματα του, η αγάπη, οι πόνοι, ο πόθος της λευτεριάς, το μίσος για την τυραννία, η λαχτάρα του ξενιτευτή, τ' αντίκρυσμα του θανάτου, όπου βρίσκεται ατόφια κι αδιάσπαστη η ψυχή του.

Έτσι το έργο του λαογράφου που είναι θεματοφύλακας των παραδόσεων, είναι πολύ υπεύθυνο, έχει τρισμεγάλη σημασία, και πρέπει να το αντιμετωπίζει σε πλάτος πνευματικό και βάθος χρονικό. Τα λυρικά, τα μυθοπλαστικά, τα ιστορικά και όλα τα ψυχικά στοιχεία, που πρωτοφανερώθηκαν στην Ομηρικήν αρχαιότητα, πέρασαν σης καλές εποχές της ελληνικής ακμής, στην Αλεξανδρινή περίοδο έπειτα κι απλώνονται και πλέχονται σε μια συγκρτητήν αλυσίδα, αιώνα με τον αιώνα. Κι έτσι διατηρήθηκαν και παραδόθηκαν στη βυζαντινή και στη νέα μας λαϊκή παράδοση κι έζησαν και ζουν μέσα της. Αυτά ήταν οι σπόροι και τα φύτρα, που, άδηλα και κρύφια, έγιναν αρμοί του λαϊκού ποιητικού Λόγου σ�όλες τις ελληνικές χώρες κι εκφράζουν το συνολικό πνεύμα της ψυχής του λαού μας. Και γι' αυτό η Δημοτική Μούσα μας, έχει απάνω της τις εφτά σφραγίδες της φυλής μας, κι είναι και μένει εθνική κληρονομιά τρανή κι ακατάλυτη.

Τα τραγούδια μας είναι τα πνευματικά ριζοθέμελα της πατρίδας μας και για τούτο στέκουν μνημεία αξετίμητα της εθνικής μας λογοτεχνίας, και κλείνουν μέσα τους γενναία νοήματα, λαμπερή ανθρωπιά, ευγενικά συναισθήματα. Είναι δεμένα μαστορικά με λογάρι άδολο απ' τον υπεράξιο χρυσικό, το λαό μας, και χρωστεί να τα 'χει γκολφισταυρό η ελληνική διανόηση, και να τα ρουφάει για δρακοντοβότανο η νέα γενιά.

Αλλά, όσο ανεβαίνει και πλαταίνει το βιωτικό και πολιτιστικό επίπεδο του έθνους, το ανάβρυσμα της εξαίσιας αυτής κρυσταλλοπηγής λιγοστεύει και κατεβαίνει, και μοιραία, σε λίγον καιρό, θα στερέψει ολότελα. Για τούτο έχουμε, μέσα στη λιγοστή «πίστωση χρόνου» που απομένει, υποχρέωση ιερή, όσα ξέφυγαν το χαμόν ως τα τώρα κι όσα τυχαίνει και ξετρυπώνουμε ακόμα σε παλιά χειρόγραφα ή τ' αρπάζουμε απ' τα χείλια κανενός γέροντα τραγουδιστή ή απλοϊκού τσοπάνη σ' απόμερο βουνό, να νιαστούμε να τα περιμαζώνουμε ευλαβικά και στοργικά μ' έλεγχο αυστηρό, δίχως μεταπλασμούς αυθαίρετους, δίχως δασκαλικά διορθώματα, για να γλυτώσουν απ' το θάνατο, να τα συντηρήσουμε αθόλωτα στη ζωή και να τα παραδώσουμε στην αθανασία.

Η εξέλιξη των ιδεών κι η πορεία των Τεχνών στη γης την οικουμένη είναι ανώμαλη κι αναπάντεχη. Ρυθμοί και «σχολές» και συστήματα - στους δυο μάλιστα τελευταίους αιώνες της οργιαστικής ανθρώπινης δραστηριότητας σ'όλους τους τομείς�ακολουθούν το ένα τ' άλλο, κι αντιπαλεύουν κι ανάφτουν και σβήνουν και λαμποκοπάν και θάφτονται. Όλα τα χρόνια τούτα, τα στάδια των αναζητήσεων των δοκιμών, των εναλλαγών στις μορφές της Τέχνης ήταν πολλά, και διαφορετικά το εν' απ' τ' άλλο, όμως και λιγόζωα. Κάποιες κατευθύνσεις μάλιστα παρουσιάζονται συχνά μ' έντονη προοπτική ξαναγυρισμού στα παλιά στέρεα πρότυπα.

Και ποιος τάχα μπορεί να ξέρει, αν κάποτε - πότε ; - η αναζήτηση του καινούργιου, ο πόθος του ξανανιωμού, η ανάγκη γα ξαναγυρίσει η Ποίησή μας στην ξεκούραση απλότητα και στην ηλιόφοιτη καθαρότητα, δεν τη σπρώξει να ξαναγυρέψει και να ξαναβρεί μέσα στα τραγούδια τούτα κάποιες μορφές παλιές, ξελαγαρισμένες, γιομάτες δροσιά κι ειλικρίνεια κι αλήθεια και γοητεία !



Από την σελίδα ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΑΣΒΕΣΤΗ
ΛΑΜΙΑ 1988
Ποιμενική ζωή
του Νικόλαου Γ. Σωτηρόπουλου

"Όσα βουνά κι αν ανεβείτε,
απ' τις κορφές τους θ' αγναντεύετε ...
άλλες κορφές ψηλότερες...
και στην κορφή σαν φτάσετε στην κατάψηλη,
πάλι θα καταλάβετε, πως βρίσκεστε
κάτου απ' τ' άστρα".
Κ. Παλαμάς.
Στον Ασβέστη ο κτηνοτρόφος, όπως τουλάχιστον τον θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που το χωριό έσφυζε από ζωή. Τότε που ο αριθμός των κοπαδιών ήταν μεγάλος, γύρω στις τρεις ως τέσσερις χιλιάδες γιδοπρόβατα και εκατόν πενήντα βόδια και αλογομούλαρα να βόσκουν στον Παλιασβέστη, στα Βαρκά, στη Δραμάλα, στη Φτελιά κ.λ.π. Τότε που η πρωινή καταχνιά σκέπαζε τον ήσυχο και απαλό ανασασμό και στις βαθύσκιωτες ρεματιές σηκώνονταν αντάρες. Τότε που οι ράχες και τα πλάγια αντιβούιζαν απ' τα βελάσματα των κοπαδιών του, αυτή άφηνε το λογισμό του να πετάει ελεύθερος ψηλά.
Εκεί που η πλάση ανασαίνει το κάλλος του ουρανού. Εκεί που τρέμει η χλόη του Μάη κάτω από το θρόισμα του αέρα. Εκεί που η φύση με μια βαθιά αίσθηση σημαδεύει την ψυχική αγνότητα.
Κι όταν ο καλοκαιριάτικος ουρανός ρίχνει την ξανθή φωτιά πάνω στην πλάση και τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο, αυτός θα οδηγήσει το κοπάδι του σε δροσερά κι απόσκια μέρη για βοσκή και σε πηγές για να δροσίσουν τα διψασμένα τους ρουθούνια. Μένει όλη τη νύχτα άγρυπνος και βρέχει στις κρυόβρυσες το πρόσωπό του για ν' ανοίξει τα βάρυπνα μάτια του, περιμένοντας να σκάσει της χαραυγής τ' αστέρι στο καταράχι του βουνού, να βασιλέψει το φεγγάρι και να ροδίσει η Ανατολή. Τότε θα οδηγήσει σουρίζοντας το κοπάδι του στο σύρραχο για το πρωινό αναχάρασμα (αναμάσημα της τροφής). Κι όταν κατσουφιάζουν οι κορφές, ανταριάζουν οι λαγκαδιές κι αρχίζουν οι βροχάδες, τα δρολάπια, οι μπόρες, οι κατεβασιές, οι αστραπές, τα μπουμπουνητά, τ' αγριεμένα ρέματα και τα ουρλιαχτά των λύκων και τότε νιώθει ευτυχισμένος κοντά τους, τυλιγμένος στη μακριά του κάπα.
Παραθέτω σε παραλλαγή από το ποίημα του Γ. ΣΑΝΤΑΡΜΗ τους νοσταλγικούς στίχους:

- Δε θέλω χαμηλώματα, ανήλιαγα δε θέλω,
μόν' θέλω τις ψηλές κορφές Ζυγό και Καθερίτσα,
και τα Προσήλια τα στεγνά με οδηγό την γκλίτσα.
- Να βγαίνω με το χάραμα να βόσκω το κοπάδι,
και να γυρίζω στο μαντρί, όταν θα 'ρθει το βράδυ.
- Νά 'χω για σύντροφο πιστό, τ' άγρια νυχτοπούλια
και για καντήλι λαμπερό την όμορφη την πούλια.
- Να πίνω το κρύο το νερό, τη δίψα μου να σβήνω
να παίρνω και να νίβομαι και να δροσολογιέμαι.
- Μες τις χλωρές αμαλαές, τ' αμόλευτα χορτάρια,
σαν άγριο παιδόπουλο να πέφτω να κυλιέμαι.
- Να ακούω τον κούκο στα κλαριά, την πέρδικα στα πλάγια.
- Να ακούω και τον κότσυφα να ψάλλει μες τα βάτα.
- Να συντυχαίνω το λαγό στη φτέρα στο γιατάκι,
και με το λύκο στα ψηλά πυργάκια ν' απαντιέμαι.
- Να ρίχνω πέτρες στις πλαγιές, λιθάρια μες στις σάρες,
να κάθομαι και να τηρώ το κατρακύλισμά τους.
- Να τρώω τα βατόμουρα, να γεύομαι τα γκόρτσα.
- Με την αγκλίτσα τα ψηλά κλωνάρια να λυγίζω,
και με γλυκά αγριόσυκα τον κόρφο να γεμίζω.
- Τ' αγιόκλημα, η αγράμπελη στη Μάνθη να με φέρνει,
να με μαγεύει η μυρωδιά και να με συνεπαίρνει.
- Να αγναντεύω στις πλαγιές της Κούτρας το ροϊδάμι,
που ζευγαρώνουν τα πουλιά και κλώθουν στις φωλιές τους.
- Στα Τσιμοφράνια οι χωριανοί τις στρούγκες να φροντίζουν
και τα σκυλιά στην Κρέμαση το λύκο ν' αντικρίζουν.
- Στα Πλασταράδια τα κλαριά τις στράτες να μας κλείνουν,
και το Ζυγό απέναντι στα πράσινα να ντύνουν.
- Να στρώνω αράδες το κλαρί, κλωνάρια από τις φτέρες
να πέφτω και ανάλαφρα ο ύπνος να με παίρνει.
- Με την αυγούλα οι πέρδικες γλυκά να με ξυπνάνε
και τα αηδονολαλήματα τον ίσο να κρατάνε.
- Να φέγγει η πούλια στο μαντρί, ο αυγερινός στη στάνη
και το φεγγάρι το λαμπρό στο μοναχό τσοπάνη.
- Όμως αλλάζουν οι καιροί και περπατούν οι μέρες,
κι όλα μικρά και τίποτε δεν είναι ριζωμένο.
- Γιατί εκείνοι οι καιροί περάσανε και πάνε
σαν τα νερά του ποταμού που πίσω δεν γυρνάνε.
(Προσωπική συλλογή)
Η ποιμενική ζωή κυριαρχούσε στον Ασβεστιώτικο χώρο. Τα καλύβια, τα μαντριά, οι στρούγκες, τα κοτάρια και τα τσαρδάκια δεν ήταν απλά κατασκευάσματα της στιγμής, αλλά διέκρινες σ' αυτά την τέχνη και το μεράκι των κτηνοτρόφων αντρών και γυναικών. Για το στήσιμό τους χρειάζονταν πρώτα απ' όλα η επιλογή της τοποθεσίας. Πρόσεχαν τόσο το μαντρί, όσο και η καλύβα να βρίσκονται σε μέρος απάνεμο, να προστατεύονται από το βοριά με πουρνάρια και το πιο σημαντικό ο τόπος να είναι προσηλιακός και στραγγερός.
Για να γίνει ένα μαντρί ή καλύβα χρειάζονταν ορισμένα είδη ξύλων, τα οποία ο κτηνοτρόφος ετοίμαζε στο τέλος του καλοκαιριού ή στις αρχές του Φθινοπώρου. Αυτά ήταν:
- Τα παλούκια ή μπηχτάρια, τα οποία όπως φαίνεται και στο σχέδιο μπήχνονται στη γη με κλίση, δηλαδή να βαΐζουν προς τα μέσα.-
- Τα πλαϊνά ή τέμπλες ή περασιές, τα οποία δένονται οριζόντια και σε σειρές. Τα ζωστάρια με τα οποία έζωναν απ' έξω από το πλατάνι ή το σάλωμα και ήταν λιανότερα από τα πλαϊνά. Οι φούρκες πάνω στις οποίες στήριζαν τις τέμπλες και το όλο ξύλινο κατασκεύασμα. Το πλατάνι δηλαδή κλαριά πλατανίσια με πλούσιο φύλλωμα, με τα οποία έντυναν το μαντρί και τη καλύβα κατά σειρές ή ζωνάρια. Το σάλωμα το οποίο ήταν λεπτό ποταμίσιο καλάμι ή σταροκαλαμιά ή σίκαλη ή ραγάζι από την λίμνη ξυνιάδα. Το σάλωμα το τοποθετούσαν σειρά
-σειρά αρχίζοντας από το κάτω μέρος προς τα πάνω μέχρι την κορυφή δίνοντας την ανάλογη κλίση για να διώχνει προς τα έξω τα νερά. Και τέλος έφτιαχναν την κοσίστρα, η οποία ήταν μια μεγάλη πλεξούδα από σάλωμα, την οποία τοποθετούσαν στην κορυφή ενώνοντας και κλείνοντας κάθε φερσάδα (άνοιγμα). Εάν τα καλυβομάντρια γίνονταν σωστά και από ικανούς κτηνοτρόφους δεν έβαζαν σταλαγματιά νερό και ήταν ζεστά τις κρύες ημέρες του χειμώνα.
Τις ενώσεις (αρμούς) των ξύλων έδεναν με στριμμένες λούρες από δέντρα ή κουτσπιές ή πλατάνια και απόφευγαν να τις καρφώσουν με πρόκες, γιατί το ξέταζαν ότι "καρφώνουν το Χριστό", ο οποίος είναι ο προστάτης τους.
Γύρω από το μαντρί και την καλύβα, άνοιγαν αυλάκι για να φεύγουν τα νερά και κρεμούσαν διάφορα σκιαζούρια (ομοίωμα τσοπάνη, γαϊδουροκαύκαλα) για να φοβίζουν τ' αγρίμια και να διώχνουν το κακό μάτι και την ανθρώπινη βοή. Η είσοδος ή ντίρα ή αμποριά είχε νότιο προσανατολισμό και ασφάλιζε με τη λεσιά. Το σχήμα της τσοπανοκαλύβας ήταν κωνικό, ενώ του μαντριού ελλειψοειδές (σαν το αδειανό φεγγάρι). Χειμωνομάντρια οι Ασβεστιώτες είχαν στις τοποθεσίες: Βρακά (Πολυζαίοι), Κουκιά και Καναρά (Μοσχαίοι
- Λουκαίοι), Κάτω Φυλίκι (Αρχονταίοι), Κρουτ
-Αλώνι, Κούτρες (Σωτηροπουλαίοι), Γκουλινέικα (Κουτσολουλαίοι), Μάρκου καλύβα, Τσιάγκα Ταράτσα (Μιχαίοι), Λαγγάδα (Λουκαίοι
- Αρχονταίοι), Κθαροτόπι, Πάνω και Κάτω Τσιμοφράνη, Τραόλακα, Μαντρινιά, Κθάρια, Καψάλα, Κοτρώνι, Πρατορράχη, Λειβαδάκι και αλλού.
Τα τσαρδάκια και οι στρούγκες ήταν οι χώροι που εξυπηρετούσαν τους κτηνοτρόφους την άνοιξη και το καλοκαίρι. Για να φτιαχτούν απαιτούνταν η συμμετοχή ολόκληρης της οικογένειας, αλλά και η συνδρομή και των άλλων συγχωριανών. Οι άντρες έκοβαν τα ξύλα και το κλαρί και οι γυναίκες τα κουβαλούσαν με τα ζώα ή ζαλικωμένες. Με ιδιαίτερη χαρά συμμετείχαμε και εμείς τα παιδιά στην κοινή προσπάθεια των μεγάλων. Αναφέρω όσες τοποθεσίες θυμάμαι: Κανάλια, Ίσιωμα, Βρυσούλα, Φτελιά, Πλατάνια, Κρεμμυδάς, Μεσιόλακα, Πλασταράς, Ζυγός, Προσήλια, Βάρκα, Αφορισμός, Καθερίτσα, Νικολέση, Σταυροφωλιές, Κρανιές κ.λ.π.
Ομολογώ ότι άκουσα και έμαθα πολλά από τους δικούς μου, αλλά και τους συγχωριανούς μου τσοπάνηδες, τα οποία ακόμα και σήμερα με συγκινούν. Θυμάμαι με νοσταλγία το κάθε σημείο του χωριού μου, το οποίο έχει και κάποια ιστορία να διηγηθεί, όμως δυσκολεύομαι να την περιγράψω γιατί η περιγραφή είναι τέχνη του λόγου. Θέλει δύναμη, επιγραμματικότητα, ακριβολογημένη έκφραση, πλαστικότητα και παραστατικότητα. Θέλει εκείνη την ικανότητα που θα κρατήσει το λαϊκό λόγο αγνό και έξω από την κούφια ρητορία. Θέλει σεβασμό στην παράδοση και τη θυμοσοφία, των οποίων τα χαρακτηριστικά είναι η ημερότητα και η ειλικρίνεια της περιγραφής. Όμως προσπαθώ να εκφράσω ό,τι άκουσα, ό,τι είδα και ό,τι έζησα στον αγαπημένο μου Ασβέστη, σε μια ηλικία τρυφερή γεμάτη από αγνά συναισθήματα. Νιώθω την ανάγκη ν' αναφερθώ σε ό,τι ξεχειλίζει την καρδιά του κάθε Ασβεστιώτη. Νομίζω ότι πρέπει να καταγράφονται αυτά καθ' αυτά τα περιστατικά της ζωής των συγχωριανών μου, εκείνης της εποχής με αντικειμενικό σκοπό να κρατηθούν στη μνήμη των νεότερων, να γονιμοποιήσουν τη σκέψη τους και να αποτελέσουν το υλικό για όποια άλλη υψηλότερη προσπάθεια. Το σπουδαιότερο απ' όλα όμως είναι ότι δεν πρέπει να σβήσουν και να ξεχασθούν όσα μας κληρονόμησαν εκείνοι που μας γέννησαν.
Το κοπάδι
Ο τσοπάνης για να γνωρίζει τα γιδοπρόβατά του τα σημαδεύει. Ο καθένας είχε το δικό του σημάδι. Το σημάδεμα το έκανε στ' αυτί του ζώου και ανάλογα με το είδος του κοψίματος έδινε και την ονομασία όπως: σχιζαύτικα (με σχισμένο αυτί), κτσιαύτικα (με κομμένο αυτί), σταυραύτικα (με κομμένο σταυρωτά αυτί). Ο πατέρας μου με τον μπάρμπα μου το Μήτρο είχαν για προσωπικό σημάδι στα μεν γίδια μια στρογγυλή τρύπα την οποία άνοιγαν με το στόμιο κάλυκα όπλου, στα δε πρόβατα τα σχιζαύτικα. Κάθε τσοπάνης όταν σημάδευε τα πράματά του τα κομματάκια από τα κομμένα αυτιά τα έριχνε στο ρέμα με την ευχή: "όπως τρέχει το νερό να τρέχει και το βιος μου".
Ανάλογα με τα χρώματα των μαλλιών, αλλά και τη μορφή του κεφαλιού, ο τσοπάνης έδινε στα γιδοπρόβατά του τα ανάλογα ονόματα, όπως:
Στα πρόβατα: Κάλεσια, Καραμάνα, Λάγια, Σίβα, Βάκρα, Κάτσινη, Κρούτα, Μακρονώρα, Πλατονώρα, Μικροβύζα, Καραμπάσια, Ρούντα κ.λ.π.
Στα γίδια: Κανούτα, Σιούτα, Φλώρα, Στριφτοκέρα, Κουτσοκέρα, Γκιώσα, Μπάρτσα, Μπάλια, Καλαμοβύζα, Μαλτέζα κ.λ.π.
Για να τ' ακούει όταν έβοσκαν στις ρεματιές και τα ρουμάνια, αλλά και να δείξει στους άλλους τσοπαναραίους, ότι αυτός έχει το πιο καλό κοπάδι αρμάτωνε (κρεμούσε τα κυπροκούδουνα) τα γκεσέμια και τα "ξιακριάρικα" την ημέρα τ' Αη
-Γιωργιού ή τη Μεγάλη Πέμπτη. Δηλαδή τους περνούσε στο λαιμό τα καλύτερα κουδούνια, κυπριά και τσιουκάνια, τα οποία πρώτα προμηθεύονταν από ξακουσμένους Σαλωνιώτες ή Ηπειρώτες κουδουνάδες, που περνούσαν την άνοιξη από τον Ασβέστη έχοντας κρεμασμένα στα μουλάρια τους λογιών
-λογιών απ' αυτά τόσο σε μέγεθος όσο και σε νηχό.
Για το αρμάτωμα χρησιμοποιούσε ειδικά στεφάνια (πρατοστέφανα και γιδοστέφανα), τα οποία έφτιαχνε ο ίδιος από μέλεγο ή αγριοκορομηλιά, ενώ για τα βαρύτερα ιδίως στο μεγάλο διπλόκυπρο που κρεμούσε στο μεγαλόσωμο γκεσέμι χρησιμοποιούσε πλατιά δερμάτινη λουρίδα με το διπλό τσαμπί ασφαλείας.
Εδώ πρέπει να αναφερθώ σε εικόνες και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας που ξέρει και πρέπει να τα βλέπει όλα όμορφα κι ωραία. Ηλικία η οποία γαλουχήθηκε από την παράδοση και την απλή ζωή και φυτεύτηκε μέσα της η αγάπη για τα πατρικά χώματα και η λατρεία για τον όμορφο κόσμο της εξοχής.
Θυμάμαι τις ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές μέρες και νύχτες στις πλαγιές, στις γούρνες, στα κανάλια, στο ζυγό κ.λ.π. όπου φτιάχναμε τα κοτάρια (πρόχειρη περίφραξη), τις στρούγκες, τα τσαρδάκια και το τσιαρδακοκρέβατο του τσοπάνη. Το άρμεγμα στη στρούγκα, τα καρδάρια γεμάτα με τ' αφρισμένο γάλα, το στράγγισμα, το πήξιμο, το τσαντήλιασμα του τυριού, το κοπάνισμα της βούρτσας, το κόψιμο του βουτύρου, το ξινόγαλα κ.λ.π.

- Τους αρμεχτάδες να κάθονται στα στρουγκολίθαρα μπροστά στην αμπουριά και το μικρό τσοπανόπουλο στο πισωστρούγκι με τη δική του γκλίτσα να σαλαγάει τις γαλάριες προβατίνες προς την έξοδο και όταν πήγαιναν να περάσουν να τις πιάνουν από τα πίσω πόδια να τις φέρνουν κοντά στις καρδάρες και να τις αρμέγουν.

- Το τούμπιασμα του κοπαδιού, το πρόγκισμα στον παραμικρό θόρυβο, το σουρτάριασμα στις αλαταριές και τα κανάλια, το νυχτοβόσκημα με τον αρμονικό νηχό των κουδουνιών, το αναχάρασμα σε ώρες ηρεμίας ήταν ό,τι ωραιότερο από την ποιμενική ζωή.
Κοντά στον πατέρα μου έζησα την απαγάδα της νύχτας κάτω από τον έναστρο ουρανό. Άκουσα τα ουρλιαχτά των λύκων, τα χουγιατά των τσοπάνηδων και τα γαυγίσματα των σκυλιών που έκοβαν τον τόπο γύρω από το κοπάδι.
Ο μπάρμπα Γρηγόρης Νιάφας έλεγε:
"Με τα κυπροκούδουνα ο καλός βοσκός παρακολουθεί την κίνηση του κοπαδιού. Οι λαλιές τους μιλάνε με το δικό τους τρόπο και μαρτυράνε όλα του τα μυστικά. Καταλαβαίνει πότε φοβούνται και προγκούν και πότε χαίρονται τη βοσκή και το τραγανό χορτάρι. Η μουσική τους τον συντροφεύει και τον λυτρώνει απ' τη μονοτονία και τη μοναξιά. Είναι ένα τραγούδι, μια μουσική, ένας νηχός ταιριαστός κόντρα στο κλάμα του γκιώνη και χολόγημα του μπούφου".
- Ο τσοπάνης περνάει τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς του παίζοντας με τη φλογέρα του διάφορους ποιμενικούς σκοπούς. Με τους ήχους της θα εκφράσει τη χαρά και τους καημούς της σκληρής του ζωής. Αυτή θα τον κρατήσει ορθό και δεμένο με τη φύση. Γιατί λέει ο Χρ. Χρηστοβασίλης: "Τσοπάνος χωρίς φλογέρα είναι σαν εκκλησιά χωρίς σήμαντρο, σαν αηδόνι χωρίς φωνή, σαν ρεματιά χωρίς μουρμουρητό, σαν το κοπάδι χωρίς κουδούνια". Και ο Κώστας Κρυστάλλης συμπληρώνει με τους στίχους του:
"Ξύλο δεν ήσουν άλαλο κι ανώφελη βεργούλα κι εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέραια την ψυχή μου. Σού 'δωκα αθάνατη πνοή και πόνο και γλυκάδα, που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν, ακόμα και τ' αηδόνια. Τ' έχεις φλογέρα μου και κλαις και μου παραπονιέσαι;"
Πολλοί Ασβεστιώτες κτηνοτρόφοι έπαιζαν ωραία φλογέρα. Ο καλύτερος όμως όλων ήταν ο Μιλτιάδης Θεοδώρου, ο οποίος μέχρι το θάνατό του εξακολουθούσε να παίζει καθισμένος στο πεζούλι μπροστά στην παράγκα του. Εμείς τα μικρά παιδιά τότε περνούσαμε για το σχολείο και κάπου κάπου του ζητούσαμε να μας παίξει κάποιο σκοπό. Δεν μας χαλούσε το χατίρι. Έπαιρνε τη φλογέρα, την έφερνε λοξά στα χείλη και τα γερασμένα χέρια του ανοιγόκλειναν της τρύπες της, με τέτοιο τρόπο που μετέτρεπαν το απλό φύσημα σε υπόκουφο βόγγημα καρδιάς, σε ήχο μαγικό και τραγούδι νοσταλγικό. Κι εμείς ακουμπισμένα στο φράχτη και συνεπαρμένα από το άκουσμά της θαυμάζαμε το γέροντα μέχρι τη στιγμή που χτυπούσε το σήμαντρο του σχολείου.
Η γκλίτσα είναι σύμβολο εξουσίας για τον κτηνοτρόφο.
- Μ' αυτή θα πιάσει απ' το πόδι τ' αγριοκάτσικα.
- Μ' αυτή θα ορμηνεύσει και θα οδηγήσει το κοπάδι στο σαλάγημα και τη βοσκή, στη στρούγκα και τ' αμπόδεμα.
- Μ' αυτή θα φοβερίσει τα ξένα τσοπανόσκυλα όταν του ρίχνονται.
- Με τη βοήθειά της θα περάσει σάρες και κακοτοπιές ακολουθώντας τα γίδια στη βοσκή.
- Σ' αυτήν θα ακουμπήσει όταν θέλει να σταθεί, να αγναντέψει, να κουβεντιάσει αλλά και να λαγοκοιμηθεί.
- Αυτή θα βάλει λοξά στην πλάτη για να περπατήσει περήφανα όταν νιώθει ευχαριστημένος.
- Μ' αυτή θα μεσιάσει και θα διπλαρώσει το σώμα κρατώντας τις δύο άκρες της για να το ξεκουράσει.
- Αυτή θα στύλωσει, όταν θέλει να καθίσει και να ανασηκωθεί.
- Μ' αυτή θα μετρήσει το βάθος του νερού και σ' αυτή θα στηριχτεί για να διαβεί τα κατεβασμένα ρέματα. Γι' αυτό στο χωριό μου λένε:
"Τι τσοπάνης είσαι χωρίς γκλίτσα;"
Τα τσοπανόσκυλα
Απαραίτητος σύντροφος του τσοπάνη και του κοπαδιού είναι τα σκυλιά, τα οποία είναι μεγαλόσωμα και πολύ έξυπνα. Γνωρίζουν όλα τα γιδοπρόβατα και υπακούουν στις εντολές του αφεντικού τους. Ακολουθούν πάντα το κοπάδι και καταλαβαίνουν τις προθέσεις του. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πλησιάσει ξένος το κοπάδι που το φυλάνε τα σκυλιά. Πρέπει να τους μιλήσει ο τσοπάνης με τον οποίο έχουν άμεση επικοινωνία κοιτώντας τον κατάματα, πριν χιμήξουν. Αγριεύουν και επιτίθενται όταν ο ξένος πάρει πέτρα ή ξύλο.
Για να αντιμετωπίσουν τα τσοπανόσκυλα τις επιθέσεις του λύκου πιο αποτελεσματικά τους βάζουν στο λαιμό ειδικό περιλαίμιο (χανάκα) οπλισμένη με καρφιά, ώστε εάν χρειαστεί να παλέψει με το λύκο, οι αιχμές του να τον πληγώσουν και να τον αναγκάσουν να φύγει.
- Ο τσοπάνος πιστεύει ότι ο λύκος χαβώνει (αποβλακώνει) τα γιδοπρόβατα, τα οποία ξεκόβει απ' το υπόλοιπο κοπάδι και αφού τα απομακρύνει τα πιάνει απ' τον τσιαμπά (το επάνω μέρος του λαιμού) και τα οδηγεί όπου θέλει χτυπώντας τα με την ουρά ή τα ρίχνει στην πλάτη του. Πιστεύει επίσης ότι είναι ζώο αιμοβόρο. Μπορεί να ξεκοιλιάσει ενενήντα εννιά σφαχτά να τους πιει το αίμα και σαν φτάσει στα εκατό να σκάσει. Αν κάποιος σκότωνε λύκο τον έγδερνε, έπαιρνε το τομάρι του και γύριζε στα γύρω χωριά και τις στάνες μαζεύοντας χρήματα, μαλλιά, αλεύρι κ.λ.π. Οι γυναίκες των κτηνοτρόφων κάρφωναν στο στόμα του σκοτωμένου λύκου βελόνια, αγκορτσιές και παλιουριές λέγοντας: "φάε λύκο σίδερο κι όχι τα πράματά μας".
Για την εξόντωσή τους, ποιος από μας δεν θυμάται τις παγάνες στη Ρούζια, τα Καναράδια, την Καράπα, την Μοχλούκα κ.ά.
Οι μισοί φωνάζοντας και χτυπώντας ντενεκέδες και οι πιο ικανοί με τα όπλα στα καρτέρια και τα περάσματα.
Θυμάμαι τον Σεραφείμ Νιάφα που βρήκε τη λυκοφωλιά στην κορυφή απ' το Βαρκό και στη θέση "Σκλόκαμπος" με πέντε λυκόπουλα, τα οποία και σκότωσε όταν έλειπε η λύκαινα.
Εγώ με τον μπάρμπα Σταύρο το Λούκα είχαμε τα γιδοπρόβατα στον Αρβανίτη όταν η μάνα τους ανακάλυψε τα σκοτωμένα λυκόπουλα και άρχισε να ουρλιάζει ζητώντας εκδίκηση. Ήταν κάτι το ανατριχιαστικό και φοβερό. Αυτό το γνώριζε ο έμπειρος μπάρμπας μου γι' αυτό μου είπε "τα μάτια σου δεκατέσσερα στο κοπάδι και κράξε τα σκυλιά να μην ξεγελαστούν και αλαργέψουν". Τόσο πολύ φοβόταν...
Φροντίδα του κοπαδιού (Κωλοκούρισμα - Κούρεμα)
Το Μάρτη και εφόσον ο καιρός ήταν καλός οι τσοπάνηδες κωλοκούριζαν τα πρόβατα. Δηλαδή τους αφαιρούσαν τα μαλλιά απ' την κοιλιά, το στήθος και το λαιμό. Αυτό τα βοηθούσε στο να παίρνουν αέρα, να είναι πιο καθαρά και να αρμέγονται πιο καλά. Το κούρεμα γινόταν αργότερα και προτιμούσαν την ημέρα της Αναλήψεως, την οποία και γιόρταζαν.
Άρχιζαν από το πρωί. Έκλειναν το κοπάδι στο κοτάρι, έπιαναν μία-μία τις πρατίνες από το πισινό ποδάρι, τις ανασκέλωναν, τις στήριζαν ανάμεσα στα σκέλη τους και με τη μύτη του ψαλιδιού καθάριζαν τα λόιδα (κοντά μαλλιά) και σιγά-σιγά προχωρούσαν βγάζοντας το μαλλί μονοκόμματο (ποκάρι), χωρίς να τσιμπήσουν (πληγώσουν) το δέρμα του ζώου.
Τα πρόβατα σπάνια αντιδρούσαν στο κούρεμα, θα 'λεγε κανείς ότι το χαίρονταν διότι απαλλάσσονταν από τον πίνο και τις ακαθαρσίες των μαλλιών. Σε αντίθεση με τα πρόβατα τα γίδια δυστροπούσαν και αντιστέκονταν πεισματικά. Για να διευκολύνουν το κούρεμά τους χρησιμοποιούσαν την "Τσιάκα" είδος αυτοσχέδιας φούρκας, την οποία είχαν μπηγμένη στη γη. Στην τσιάκα έβαζαν το λαιμό της γίδας αναγκάζοντάς την να μείνει ακίνητη.
Για το κούρεμα προτιμούσαν τις μέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Πέμπτη, αποφεύγοντας την Τρίτη και την Παρασκευή, γιατί τό 'χαν σε κακοσημαδιά. Στα αχαμνά (αδύνατα σωματικά) αρνοκάτσικα άφηναν στην πλάτη κάπα για την προστασία τους από το κρύο.
Το πρώτο πρόβατο που θα κούρευαν έπρεπε να είναι οπωσδήποτε άσπρο και όχι μαύρο.
Μετά το κούρεμα το κοπάδι φεύγει ελεύθερο για τη βοσκή και οι γυναίκες θα συγκεντρώσουν τα μαλλιά, θα τα χωρίσουν σε κατηγορίες (άσπρα, μαύρα, αρνόμαλλα, τραγόμαλλα) και θα ακολουθήσουν οι εργασίες όπως: πλύσιμο, ξάσιμο, λανάρισμα, τουλούπιασμα, γνέσιμο, αλυσίδιασμα, βάψιμο, κουβάριασμα, ίδιασμα και ύφανση.
Αναπαραγωγή, επιλογή ράτσας, στρίψιμο, τσοκάνισμα
Κάθε καλός κτηνοτρόφος επέλεγε από τη νέα γενιά εκείνα τα αρνοκάτσικα που θα κρατούσε για "έχειν" και πρόσεχε το αρσενικό να προέρχεται από καλή μάνα. Στο γκεσέμι που οδηγεί το κοπάδι στη βοσκή κρεμούσαν το βαρύτερο διπλόκυπρο. Για να αντέχει στο βάρος και να μη δημιουργεί προβλήματα στον κοπαδιάρη, όταν άρχιζε η περίοδος αναπαραγωγής το έστριβαν ή το μονούχιζαν, όταν ακόμα ήταν μπλιωράκι (1-2 ετών). Δηλαδή όσα από τα αρσενικά προορίζονταν για το χασάπη ή για γκεσέμια τα έπιαναν, τους έδεναν τα γεννητικά όργανα με λεπτό καναβίδι στη βάση. Ύστερα περνούσαν λοξά στο σχοινί ένα ξύλο, συνήθως το στειλιάρι απ' το σκεπάρνι και άρχιζαν να το στρίβουν, τόσο όσο χρειαζόταν για να τα αχρηστεύσει.
Άλλος τρόπος ήταν το τσοκάνισμα. Με ειδικό ξύλινο σφυρί τον "τσόκανο" χτυπούσαν τα γενετήσια νεύρα μέχρις ότου αποκοπούν και νεκρωθούν.
Και οι δύο τρόποι ήταν επώδυνοι και πολλές φορές ορισμένα από τα ζώα δεν άντεχαν και ψοφούσαν. Για τα χοντρικά (άλογα, βόδια, γαϊδούρια) ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος. Στις περιπτώσεις αυτές καλούσαν τους "ειδικούς" όχι βέβαια κτηνιάτρους, που να βρεθούν τότε.
Τα θηλυκά τα κρατούσε κατά κανόνα όλα. Προτιμούσε όμως για τα πρόβατα τα αρνιά εκείνα που προέρχονταν από μάνες "μαλλάτες, γαλάτες και με αρνιά θηλυκά". Ενώ για τα κατσίκια εκείνα που οι μάνες τους ήταν "καλαμοβύζες και γαλακτερές".
Για να γεννήσουν όλα τα ζώα του σε ορισμένο χρονικό διάστημα, πράγμα το οποίο τον διευκόλυνε, αντάμωνε τις γίδες και τις προβατίνες με τα τραγιά και τα κριάρια για διάστημα δέκα περίπου ημερών. Με τον τρόπο αυτό ο κτηνοτρόφος προγραμμάτιζε το χρόνο και ήταν έτοιμος για την αντιμετώπιση των όποιων δυσκολιών.
Στον Ασβέστη πέρα από τα οργανωμένα κοπάδια, τα οποία παλιότερα ήταν αρκετά, κάθε νοικοκυριό ήταν απαραίτητο να έχει και μερικές γίδες, τις μανάρες, όπως τις έλεγαν. Αυτές τις έπαιρναν μαζί τους στα χωράφια και τις πρόσεχαν τα μικρά παιδιά ή τις μακροσχοίνιαζαν στις αναμεσαριές και τις άκρες για βοσκή.
Πολλές φορές συνηθίζονταν να ανταμώνουν τις γίδες όλου του χωριού σε κοινό κοπάδι την "κατνάρα" της οποίας τη βοσκή αναλάμβανε για ένα εξάμηνο με ρόγα ο κατνάρης. Ήταν ωραιότατη η εικόνα της εξόδου και επιστροφής τους από τη βοσκή και πολύ χαρακτηριστικό να βλέπεις τα μανάρια κάθε οικογένειας καθώς περνούσαν από τα σοκάκια του χωριού, να ξεκόβουν από το κοπάδι και να κατευθύνονται στις δικές τους αυλές, περιμένοντας τους νοικοκυραίους να τα αρμέξουν.
Γέννος, γάλα, μάτιασμα, αρρώστιες
Η γέννηση των γιδοπροβάτων είναι μία από τις πιο κοπιαστικές, αλλά και πολύ ευχάριστες για τον κτηνοτρόφο στιγμές. Καμαρώνει το αυγάτισμα του κοπαδιού και υπολογίζει σοβαρά σ' αυτήν για την καλυτέρευση της ζωής του.
Έχει λάβει τα μέτρα του για την υποδοχή και ανατροφή των αρνιών και των κατσικιών. Φροντίζει ώστε το κάθε νεογέννητο να πιάσει ρόγα και να βυζάξει από το πρωτόγαλο (κολάστρα). Έχει ετοιμάσει ειδικό χώρο τον "τσάρκο" για να τα κλείνει και να τα απομονώνει από τις μανάδες τους για να μην τις "λατανίζουν" (ενοχλούν) όλες τις ώρες. Όταν πιαστούν κάπως φροντίζει και συμπληρώνει το μητρικό γάλα με πίτουρα, καλαμποκάλευρο και αλάτι ανακατωμένα (την ψίνα) ή λεπτόφυλλο τριφύλλι.
Με πόση χαρά πηγαίναμε, μικρά παιδιά τότε, να ταΐσουμε αλλά και να παίξουμε με τα πανέμορφα αρνοκάτσικα!
Συνηθισμένη η έκφραση των κτηνοτρόφων:
"Το ήμερο τ' αρνί βυζαίνει δυό μανάδες,
το άγριο δεν το δέχεται ούτε η ίδια του η μάνα".
Το γάλα το γίδινο είναι πιο αραιό και ελαφρύ. Μετά το άρμεγμα το τοποθετούνε στη βούρτσα και το αφήνουν να "καπριτσιάσει" (υπόξινη γεύση) και να σχηματίσει στην επιφάνεια την κρούστα ή κορφή (νοστιμότατο και παχύρρευστο πράμα).
Στη συνέχεια θα το κοπανίσουν με το βουρτσόξυλο, για να χωρίσει το βούτυρο από το ξινόγαλο. Για το μάζεμα του βουτύρου έριχναν κάθε λίγο και κρύο νερό στη βούρτσα.
Η μάνα μου παλάμιζε το βούτυρο το έκανε μικρές μπάλες και άλειφε την επιφάνειά τους με "νυχάκι" (αρωματικό λουλούδι που έβγαινε την άνοιξη στις Κούτρες), για να μοσχοβολάει όπως έλεγε. Ύστερα το τοποθετούσε σε δοχεία από τα οποία, άλλα μεν κρατούσε για τις ανάγκες του σπιτιού και τα υπόλοιπα τα πωλούσε.
Το ξινόγαλο ήταν ευχάριστο και δροσιστικό, ιδιαίτερα την εποχή του θερισμού. Αν μάλιστα συνοδευόταν και με αναπιασμένη ζυμαρόπιτα ήταν το κάτι άλλο για τη φαμελιά.
Από το ξινόγαλο μετά το βράσιμο βγαίνει το ξινοτύρι ή κλωτσοτύρι, το οποίο η νοικοκυρά τουλουμιάζει με τον ανάλογο γάρο και το χρησιμοποιεί για τηγάνισμα με αυγά ή στις ξινοτρόπιτες.
Το πρόβιο το γάλα είναι πιο παχύ και νόστιμο από το γίδινο. Μετά το άρμεγμα το στραγγίζουν, το βράζουν ελαφριά (βάζοντας κάθε τόσο το δάκτυλο στο καζάνι με το γάλα για να δουν αν το δέχεται) και στη συνέχεια το πήζουν με πυτιά, την οποία παίρνουν από νιοσφαγμένα και αβόσκητα αρνοκάτσικα. Κατόπιν θα το σκεπάσουν για να πάρει "πήξη" και έπειτα από αρκετές ώρες θα το κόψουν και θα το τσαντιλιάσουν. Τις βαριές τσαντίλες θα τις κρεμάσουν στον τσαντιλοστάτη βάζοντας από κάτω τις καρδάρες ή τα κακάβια για να πιάσουν τον "καψιά".
Τον καψιά (νερό που βγαίνει από τις τσαντίλες με το τυρί) μαζί με το υπόλοιπο τυρόγαλο του καζανιού θα το ξαναβράσουν για να κόψουν την μυτζήθρα, η οποία είναι εύγευστο υποπροϊόν του πρόβιου γάλατος κατάλληλο για τις μυτζηθρόπιτες.
Το νερό που βγαίνει από το στράγγισμα της μυτζήθρας το λένε "καπέτι" μ' αυτό ζεματίζουν τα καρδάρια πλένουν τις τσαντίλες και στη συνέχεια το χύνουν στο "λυτσάρι" (γούρνα στη γη) για να το πιουν τα κοπαδόσκυλα.
Αρρώστιες
Μεγάλη ζημιά για τον κτηνοτρόφο είναι το χάσιμο των ζώων του από διάφορες αρρώστιες, γι' αυτό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα προστατέψει, επικαλούμενος τη θεία δύναμη ή χρησιμοποιώντας την πρακτική θεραπευτική και μαντική τέχνη.
Το μάτιασμα: Πολλές φορές λένε: "Έσκασε από το κακό το μάτι". Για την προστασία των ζώων από το μάτιασμα τους κρεμούσαν στο λαιμό το χαϊμαλί, το οποίο έφτιαχναν οι ίδιοι και μέσα στο οποίο τοποθετούσαν μπαρούτι, θυμιάμα, σκόρδο, χοντρό αλάτι, πάλιουρα, φιδοκέφαλο.
Για το ξεμάτιασμα τα πότιζε με Μεγάλο Αγίασμα το οποίο κρατούσε μέσα σε μπουκάλι από την ημέρα των Φώτων.

- Τα σταύρωνε τρεις φορές με χοντρό αλάτι λέγοντας τα ανάλογα λόγια. Τα πότιζε με τρεις σταγόνες λάδι απ' το εικόνισμα.
- Αν γνώριζε το ματιαστή του έδινε ένα κομμάτι ψωμί και τον υποχρέωνε να το φτύσει, με αυτό τάιζε το ματιασμένο ζώο.
- Έπαιρνε λίγο χώμα από τις πατημασιές του ματιαστή το αραίωνε στο νερό και τα πότιζε.
- Τα ράντιζε στα πόδια με κλωνάρια ρίγανης βρεγμένα σε κάτουρο μικρού παιδιού. Για να μη ματιάζονται τα γάλατα, οι καρδάρες, οι βούρτσες, οι τσαντίλες με τα τυριά κρεμούσαν στη στρούγκα τρία κλωνάρια "βάρβαρο" (αρωματικό φυτό) για να "βαρβαρίσει το φθονερό μάτι" όπως έλεγαν. Μαστάριασμα: Το μαστάριασμα παρουσιάζονταν την εποχή της γαλακτοφορίας και όταν έκανε ζέστη τον Θεριστή ή τον Αλωνάρη μήνα. Στο μαστάριασμα ο τσοπάνης ανασκέλωνε την άρρωστη πρατίνα ή γίδα και τη σταύρωνε με αητονύχι ή φιδοκέφαλο ή μαυρομάνικο μαχαίρι. Ορισμένοι άνοιγαν με τη σουγιά μια φλέβα για να ξεθυμάνει το πρησμένο μαστάρι. Έπειτα τσάκιζαν ένα αυγό το ανακάτωναν με σκόνη από χελωνοκαύκαλο και πασάλειβαν μουρμουρίζοντας διάφορα λόγια.
Φίδιασμα: Το φίδι είναι για τον κτηνοτρόφο το σύμβολο της ευτυχίας του ίδιου και του κοπαδιού. Θεωρεί το φιδοκέφαλο σαν το καλύτερο φυλαχτό, για το μάτι και τα μάγια. Σχετικό το ανάλογο Δημοτικό τραγούδι.
"Που να βρω φιδοκέφαλο για ν' αψηφώ τα μάγια,
κεφάλι οχιάς που σκότωσαν, μέρα Πρωτομαγιά.
Τέτοιο όποιος κονόμησε, διώχνει κακοτυχιά,
κι ούτε τον κλέβει ο εχθρός, με ξόρκια την υγειά".
Απ' όλα τα φίδια η οχιά είναι το πιο ύπουλο και επικίνδυνο. Το δάγκωμά της το φοβούνται πολύ οι άνθρωποι της υπαίθρου και ιδιαίτερα οι κτηνοτρόφοι. Προξενεί αφόρητους πόνους και γίνεται πολλές φορές η αιτία θανάτου, ζώων και ανθρώπων.
Η οχιά όταν αντιληφθεί άνθρωπο ή ζώο δεν φεύγει όπως τα άλλα φίδια, αλλά στρώνει σηκώνει το κεφάλι και παραμονεύει το θύμα της έτοιμη για το αστραπιαίο χτύπημα. Είναι σαν τον άνθρωπο τον ύπουλο και πονηρό, που δεν ξέρεις πότε θα σου κάνει κακό. Ανάλογη η φράση: "Είναι φίδι κολοβό", "είναι οχιά".
Το φίδιασμα το αντιμετώπιζαν ως εξής: Κεντούσαν (βάραγαν) πολλές φορές με βελόνι ή αγκάθι αγκορτσιάς το φιδιασμένο μέρος και το ξέπλεναν με γάλα για να φύγει το δηλητήριο. Έπειτα πότιζαν το ζώο με σκόνη από τριμμένο φιδόχορτο αραιωμένη σε νερό και λαδόξιδο.
Τρέλα: Πάθαιναν συνήθως τα ζυγούρια, τα οποία έφερναν γυροβολιές επί τόπου και έχαναν την ισορροπία τους. Η αρρώστια αυτή σπάνια γιατρευόταν. Ο κτηνοτρόφος αφαιρούσε από το κεφάλι του ζώου μια μικρή κύστη (φούσκα) για την οποία πίστευε ότι ήταν η αιτία της τρέλας.
Σκουλήκιασμα: Αλείφουν τις πληγές με κατράμι.
Φούσκωμα: Μάτωναν τ' αυτί ή τα πότιζαν σκορπίδι.
Τσίρλος: Τα πότιζαν ζεστό κρασί με λάδι καφέ και ξίδι.
Βήχας (σακαή): Όλα τα ζώα και ιδιαίτερα τα φορτιάρικα (γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα) έβηχαν και έτρεχαν οι μύτες τους από κάποια μόλυνση του αναπνευστικού τους συστήματος (σακαή). Για να τα βοηθήσουν να το ξεπεράσουν τα πότιζαν ή τα τάιζαν σακαοχόρτι ή αγριοκάστανο.
Κλαπάτσα, Βλογιά, Παρμάρα, Φσούνιασμα, Ψώρα, Ασπρομάτιασμα, Βροντοτρίχιασμα κ.λ.π. Ήταν οι αρρώστιες που πρόσβαλαν τα γιδοπρόβατα και προβλημάτιζαν τον κτηνοτρόφο, γιατί σ' αυτά στήριζε τις ελπίδες του.
Για τα χοντρικά και ιδιαίτερα τα βόδια οι γεωργοκτηνοτρόφοι πρόσεχαν: Το φούσκωμα: Όταν βοσκούσαν σε τριφύλλι από τη σπιρτάδα των φύλλων. Τα πότιζαν ξύδι και τα μάτωναν με τη σουγιά πάνω από το αυτί.
Το μάτιασμα στα χοντρικά (άλογα, μουλάρια, βόδια) το αντιμετώπιζαν ως εξής:
Έριχναν στην πλάτη του ζώου μια βαμπακέλα, την μετρούσαν με τις πιθαμές και την άφηναν για λίγο πάνω στην πλάτη του ζώου μουρμουρίζοντας ξόρκια. Έπειτα την ξαναμετρούν κι αν είναι κοντύτερη το ζώο είναι ματιασμένο. Αν το βόδι σηκωθεί και τιναχτεί τότε σημαίνει πως το μάτιασμα πέρασε και το ζώο έγινε καλά.


Νικόλαος Γ. Σωτηρόπουλος




Από την όμορφη σελίδα "Μυγδαλιά Αρκαδίας"



Από την σελίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΖΙΟΛΑΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΑΞΙΑΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ και Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. [ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Β/Α ΠΙΝΔΟΥ ].
(Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Α. Τζιόλα: "Μουσικοί και ορχήστρες της ΒορειοΑνατολικής Πίνδου", από τις εκδόσεις: "περιοδικό ΔΙΑΥΛΟΣ")

Παρουσιάζουμε σήμερα μια ιδιαίτερη παραγωγή από τις εκδόσεις "περιοδικό ΔΙΑΥΛΟΣ". Εισαγωγικά, ήθελα να πω δυό λόγια για το περιοδικό "Δίαυλος".
Σε συνθήκες αποσάθρωσης των ιδεολογιών και καταβαράθρωσης της πολιτικής, σ' έναν κόσμο κυριαρχίας του ρηχού, του ατομικού, του υποκριτικού και των "δήθεν", ο "Δίαυλος" αποτελεί μια ξεχωριστή προσπάθεια. Δεν έχει ενταχθεί στο κύκλωμα διαφήμισης, διανομής, εξαγορών. Κύκλωμα αλλοτρίωσης και, τελικά, απαλλοτρίωσης. Κατορθώνει, ωστόσο, να φτάνει σε 7.000 πολίτες σ' όλη την Ελλάδα! Σε 7.000 συνδρομητές, χωρίς καμιά οικονομική υποχρέωσή τους.
Δείχνοντας έμπρακτα πως η πολιτική είναι προσφορά και συμμετοχή. Αξία συλλογική, κι όχι ανταλλάξιμο είδος. Δείχνοντας ότι η παραγωγή πολιτικής (και οι παραγωγοί της) δεν είναι εμπόρευμα και εμπορεύσιμο είδος. Οφείλουν - και μπορούν - να μην είναι !...
Για την έκδοσή του επιλέχθηκε, ως τόπος, η Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη που σηματοδοτεί - πέρα απ' την καθίζηση και το τέλμα του σήμερα - την ελπίδα και την άλλη Ελλάδα του Αύριο. Πιστεύουμε πραγματικά, κι όχι για κατανάλωση - στο χιλιοειπωμένο και πάντα αναιρεμένο - ότι "Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα".
Για την εικονογράφηση του επιλέγονται πίνακες, κυρίως, ελλήνων ζωγράφων. Φέρνοντας στο φως, μπροστά στα μάτια χιλιάδων αναγνωστών, έργα σπουδαίων ανθρώπων που αραχνιάζουν σε νεκρές αίθουσες, ή, σε ντουλάπια συλλογών. Όπως, φέρνουμε και σήμερα, έργα του δημιουργού-Λαού που αραχνιάζουν, ξεχασμένα κι απαξιωμένα... Για τη σύνταξη, το σχεδιασμό και τη διακίνησή του ο συνδυασμός του επαγγελματισμού, ως συνείδηση συνέπειας και ευθύνης και της ανοιχτής συμμετοχής, ως εθελοντική δραστηριοποίηση και συμβολή είναι τα κομβικά στοιχεία.
Θα ήθελα να αρχίσω το κύριο μέρος της παρουσίασης με ένα πραγματικό, ιστορικό περιστατικό.
Ήταν το 1815. Στη Φρανκφούρτη, ο Γκαίτε, αυτή, η κορυφαία πνευματική προσωπικότητα είχε μαζέψει φίλους των γραμμάτων και των τεχνών. Ήταν εκείνα τα περίφημα φιλολογικά συμπόσια. Τα συμπόσια, τα ''σαλόνια'' που είχαν ξεκινήσει από τη Γαλλία και είχανε μείνει ξακουστά, πραγματικές Ακαδημίες Τεχνών και Επιστημών. Είχε καλέσει, λοιπόν, ο Γκαίτε τους λόγιους της Γερμανίας, αλλά ταυτοχρόνως σ' αυτή τη συνάντηση είχε καλέσει και ζωγράφους. Και τούτο ήταν παράξενο. "Τι γυρεύουν οι ζωγράφοι", αναρωτιόνταν οι λόγιοι. Όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει ο Γκαίτε, σιώπησαν όλοι... Κι άρχισε ο Γκαίτε με ενθουσιασμό να τους μιλάει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι!
Πρώτη φορά, 1815 λέμε, άκουγαν από το μέγιστο πνεύμα της Γερμανίας τέτοιους επαίνους ... Τους είπε ότι είχε γράψει στις 15 Ιουνίου του 1815 στο γιο του Αύγουστο πως, μολονότι είναι λαϊκό, είναι τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που δεν υπάρχει αντίστοιχο του στον κόσμο. Είπε, επίσης, αυτό που το 1815 είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, πως οι εικόνες αυτών των τραγουδιών, του δημοτικού ελληνικού τραγουδιού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε, λέει, βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους. Φανταστείτε, λέει, έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη. Ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι να μην το πάρουν οι Τούρκοι και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του... Αφήνω, λέει ο Γκαίτε, για τελευταίο ένα τραγούδι το οποίο θεωρώ απ΄τα κορυφαία. Και τους παρουσίασε ένα δημοτικό τραγούδι, ένα μοιρολόι. Τους το διάβασε σε γερμανική μετάφραση. Εμείς έχουμε την ευτυχία να το γνωρίζουμε από πρωτότυπο του.
Τους διαβάζει λοιπόν το παρακάτω τραγούδι-μοιρολόι:

"Γιατ' είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην' άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ουδ' άνεμος τα πολεμά κι' ουδέ βροχή τα δέρνει.
Μονέ διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.

Σέρνει τους νιους απ' ομπροστά, τους γέροντες κατόπι
Τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.

Παρακαλούν οι γέροντες, τ' αγόρια γονατίζουν
- "Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση
Να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
Και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια!"

- "Όχι, χωριά δε θέλω 'γω, σε βρύσες δεν κονεύω
Έρχοντ' οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους
Γνωρίζονται τα' αντρόγυνα, και χωρισμό δεν έχουν".

Μετά από μικρή παύση, γυρίζει ο Γκαίτε προς τους καλεσμένους του ζωγράφους και τους προτείνει: "ζωγραφίστε αυτές τις ανεπανάληπτες εικόνες, αυτές τις εκπληκτικές σκηνές, όπου, συνεπήρε μέγας άνεμος το δάσος και το δέρνει, το δέρνει άγρια βροχή, και από κει σαλαγάει ο Χάρος τους νεκρούς, μπροστά τους νέους, πίσω τους γέρους, κι αρμαθιασμένα τα παιδιά από τη σέλλα του και παρακαλάνε αυτά να κονέψει επιτέλους ο Χάρος σε μια βρύση…". Αυτή η εικόνα για τον Γκαίτε είναι τόσο συγκλονιστική - και πράγματι είναι - που προ(σ)καλεί τους ζωγράφους της Γερμανίας να την αποδώσουν εικαστικά.
Το δημοτικό τραγούδι είναι το πιο ζωντανό κομμάτι της παράδοσης μας.
Όλη η ποίηση των λαών είναι τραγούδι, κι όχι απαγγελλόμενο ποίημα, όπως σήμερα το νοούμε.
Το τραγούδι είναι ένας από τους σημαντικότερους τρόπους ψυχαγωγίας, με την έννοια της περιαγωγής, της αγωγής της ψυχής.
Το βαθύ λαϊκό γλωσσικό ένστικτο λειτούργησε, εύστοχα όταν στη θέση της λέξης "άσμα" τοποθέτησε την έννοια "τραγούδι", που όπως έχει επισημανθεί, προέρχεται από τον όρο "τραγωδία".
Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί την κατεξοχήν καλλιτεχνική έκφραση της κοινωνίας της υπαίθρου. Μιας κοινωνίας με κλειστή οικονομία, που επί αιώνες έζησε κάτω από τις ίδιες, παρεμφερείς σκληρές συνθήκες και ανέπτυξε αντιστάσεις και αγώνες μοναδικής αξίας.
Το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει την πιο γνήσια πηγή του νεοελληνικού λυρισμού, απ΄ την οποία γονιμοποιήθηκε και θράφηκε η καλύτερη παράδοση της νεότερης ποίησης μας (Σολωμός, Παλαμάς, Σικελιανός, Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης). Ορισμένα είδη δημοτικών τραγουδιών τοποθετούνται ανάμεσα στα μνημεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Τα δημοτικά τραγούδια είναι δημιουργία ενός συλλογικού υποκειμένου και εκφράζουν κατά βάση την αισθητική, τη βιοθεωρία και την κοσμοαντίληψη της κοινωνίας της υπαίθρου εκείνων των εποχών.
Κεντρικό - και κρίσιμο - είναι στο δημοτικό τραγούδι το στοιχείο της οδύνης, του πόνου, της απώλειας. Είναι, εδώ, που το τραγούδι δείχνει ευθέως τη σχέση του με την τραγωδία. Μέσα από τη διαδρομή στην οδύνη συναντά την αρχέγονη μήτρα του. Εν τέλει, ο άνθρωπος είναι αληθινός μέσα στον πόνο του. Στα ακραία όρια, στις στιγμές του αφανισμού, εκεί όπου η ύπαρξη του ανθρώπου απεκδύεται όλα τα ψευδή και ασήμαντα κι απομένει γυμνή με τον εαυτό της. Εκεί η ανθρώπινη ύπαρξη βιώνει το πραγματικό της νόημα.
Η οδύνη συνιστά σκληρή υπόμνηση μιας απόμακρης χαμένης ευτυχίας. Αλλά, και το σημείο αναχώρησης για την (ανεπίτευκτη) κατάκτηση της.
Επίσης, πέρα απ' τους καθιερωμένους από την παράδοση και σε μεγάλο βαθμό τυποποιημένους συμβολισμούς (π.χ. ο αετός συμβολίζει την παλικαριά και την περηφάνια, ο ήλιος και τ' αστέρια την ομορφιά σε υπερθετικό βαθμό, τα λουλούδια την γυναικεία ομορφιά και τη χάρη της νιότης κλπ.), εξαιρετικής σημασίας είναι η ελληνική μεσογειακή αίσθηση στη σχέση ανθρώπου-φύσης, η οποία προσδιορίζεται ως σχέση ισορροπίας και αρμονίας (κι όχι ως "υποταγή" ή "ανταγωνιστικότητα"). Όχι, δηλαδή, την υποταγή του ανθρώπου κάτω από το βάρος μιας πανίσχυρης, εξώκοσμης φύσης, όπως η ανατολική φιλοσοφική γραμμή πρεσβεύει, ούτε, όμως, και της ανταγωνιστικότητας του ανθρώπου απέναντι στη φύση, όπως η δυτική γραμμή των τεχνικών επιδράσεων και επεκτάσεων εφαρμόζει. Αλλά, μία σχέση αρμονίας και ισορροπίας. Αυτή είναι η ελληνική μεσογειακή αντίληψη που διαπερνά ως αντίληψη και ως βίωμα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Και θέλω, εδώ, να σκεφθούμε αυτό το βαθύ μήνυμα και στις μέρες μας, όπου μιλάμε για αειφορία, βιώσιμη ανάπτυξη, "πράσινη ανάπτυξη".
Ως τα τέλη του 19ου αιώνα (και σε πολλές περιοχές μέχρι και την πρώτη 20ετία του 20ου αιώνα) τα δημοτικά τραγούδια αποτέλεσαν τον αυθεντικότερο φορέα της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας και σχεδόν το μοναδικό πλατύ μέσο παιδείας με το οποίο ο λαός αντιμετώπισε τους κινδύνους αλλοτρίωσης κατορθώνοντας να διασώσει την εθνική και πολιτισμική του φυσιογνωμία. Κάτω απ' αυτούς του όρους, το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει την έκφραση μιας κοινωνίας σπρωγμένης στο περιθώριο που αγωνίζεται να επιβιώσει και να δημιουργήσει, γι' αυτό, η κεντρική ιδεολογική του γραμμή, όπως, κυρίως, αναδεικνύεται στα ηρωικά τραγούδια, είναι μια γραμμή αντιπαράθεσης προς την κατεστημένη ιδεολογία, προς την εκάστοτε κυρίαρχη εξουσία και τάξη.
Η δημοτική παράδοση, γενικότερα - θέλω να πω - η παράδοση, αποτελεί, ταυτόχρονα, ένα πλέγμα συμπεριφορών, αλλά και πεδίο αντιπαράθεσης.
Ως κώδικας συμπεριφορών, υπόκειται στις επιρροές που εισάγουν τα νέα πρότυπα, αλλά και στις αλλαγές που δημιουργεί η κοινωνική εξέλιξη και οι αγώνες των κοινωνικών δυνάμεων για χειραφέτηση και βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Ως πεδίο αντιπαράθεσης, εντάσσεται στην ευρύτερη διαπάλη ιδεών και αξιών.
Οι, μεν, δυνάμεις της οπισθοδρόμησης επιδιώκουν την ενσωμάτωση και αξιοποίηση τους μέσω της αποστέωσης, της απογύμνωσης της από κάθε ριζοσπαστικό στοιχείο, με στόχο την υποστήλωση κατεστημένων δομών και την διατήρηση των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας. Οδηγώντας σ' ένα πλαίσιο σκέψης και πολιτικής κλειστό, κλειστοφοβικό και περίκλειστο.
Οι, δε, δυνάμεις της αλλαγής όταν και όσες σκέφτονται ακομπλεξάριστα και δρουν ως πραγματική πρωτοπορία μιας ζωντανής, εν κινήσει κοινωνίας με ρίζα, με ταυτότητα, με πρότυπα και προσδοκίες -δηλαδή, όσες σκέφτονται και δρουν σαν πατριωτικές, δημιουργικές, ανατρεπτικές δυνάμεις-, επιδιώκουν μια αυθεντική ανάγνωση της παράδοσης, των αγωνιστικών της προτύπων, των βαθύτερων εξάρσεων, κινήτρων του ελληνισμού. Οδηγώντας σ' ένα πλαίσιο σκέψης και πολιτικής ανοιχτό, που ολοκληρώνει με τον νέο διεθνισμό και τοποθετεί έτσι και τη σχέση του με την Ευρώπη και την Ε.Ε..Ένα προοδευτικό πλαίσιο, που επιζητά την δικαίωση των στόχων της κοινωνικής πλειοψηφίας και των Λαών, συνδιασμένα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η παράδοση στα πλαίσια αυτής της διαχρονικής, ιδεολογικής διαπάλης εντάσσεται, σε τελική ανάλυση, στην μεγάλη αντιπαράθεση που ορίζεται από τους διαμετρικά αντίθετους πόλους : εθνικιστικό - πατριωτικό.
Ο εθνικισμός σαν ιδεολογία και πολιτική αρθρώνεται πάνω σε δύο άξονες: πρώτος: τη διαιώνιση της ολιγαρχικής εξουσίας και της θεοποίησης των σκληρών μηχανισμών του κράτους, δεύτερος (άξονας) τον εθνικό (φυλετικό) ρατσισμό και τον επεκτατισμό.
Ιδιαίτερα, η ελληνική εκδοχή του εθνικισμού ήταν: ο φιλομοναρχισμός, η ταυτόχρονη καπηλεία του έθνους (στα λόγια) και η υπόκυψη στα σχέδια των "μεγάλων δυνάμεων" (στην πράξη), της Τουρκίας μη εξαιρουμένης.
Ενώ, ο πατριωτισμός βρίσκεται στον αντίποδα, σ' αντιδιαμετρική θέση όλων αυτών. Ενδεικτικά μεγάλα ρεύματα στην ιστορία μας : ο Βενιζελισμός (ιδιαίτερα στην πρώτη του περίοδο), το ΕΑΜ , το ΠΑΣΟΚ.
Ο Ντε Γκωλ, έλεγε: "Πατριωτισμός είναι να αγαπάς την Πατρίδα σου. Εθνικισμός είναι να μισείς την πατρίδα του άλλου".
Και προς όλους, ο εθνικός μας ποιητής, ο Σολωμός συμβουλεύει: "εθνικό είναι το αληθές" και ο Γκράμσι συμπληρώνει: "η αλήθεια είναι επαναστατική…".
Το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει τη σύνθεση τριών παραδοσιακών στοιχείων: της λαϊκής ποίησης, της μουσικής και, κατά μεγάλο μέρος, του χορού.
Οι δημιουργοί του είναι, κατά κανόνα, άνθρωποι του λαού με καλλιτεχνική ευαισθησία, ασύνειδοι, τις περισσότερες φορές, φορείς της παράδοσης και της κουλτούρας.
Σημαντικά οχήματα μεταφοράς κι αναζωογόνησης της δημοτικής παράδοσης μέσα στο χρόνο, από περιοχή σε περιοχή κι από κοινωνική εκδήλωση σε κοινωνική εκδήλωση, είναι οι μουσικές κομπανίες, οι δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες και τα διάφορα σχήματα. Σχήματα και οργανοπαίχτες που εμφανίζουν μεγάλη διακλάδωση, διατηρώντας σε πολλές περιπτώσεις, μια οικογενειακή παράδοση κι ανανεώνοντας τα ιδιαίτερα τοπικά ηχοχρώματα. Η ΒΑ Πίνδος είναι ένας ιδιαίτερος φυσικός, ιστορικός, ανθρωπογεωγραφικός και λαογραφικός χώρος. Η σημασία και η ιδιαιτερότητα του, άγνωστη μέχρι σήμερα, σε πολλές της διαστάσεις, προσφέρει -μπορεί να προσφέρει- ένα μοναδικό εμπλουτισμό στη μεγάλη τοιχογραφία του έθνους, του πολιτισμού και της λαϊκής παράδοσης. Η σφραγίδα της ΒΑ Πίνδου των ανθρώπων της, της ιστορίας της και της προσφοράς της, που τώρα, είναι θαμπή πρέπει -και μπορεί- να γίνει στέρεα, καθαρή κι ανεξίτηλη.
Στο έργο αυτό δόθηκε έμφαση στο μουσικό μέρος της δημοτικής παράδοσης στη ΒΑ Πίνδο. Έχοντας πάντα συνείδηση, ότι η μουσική και ο ήχος αποτελούν οργανικά στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού, το οποίο δεν μπορεί, όμως, να εννοηθεί και να λειτουργήσει χωρίς το λόγο. Δηλαδή, χωρίς το ποιητικό του μέρος.
Συνδυάσαμε στην παραγωγή αυτή, το δίτομο γραπτό πόνημα με την συνέκδοση οκτώ (8) CD's με ενσωμάτωση και εικόνων από μουσικές, χορευτικές, λαϊκές εκδηλώσεις.
Η προσπάθεια ήταν μεγάλη, εξαιρετικά απαιτητική, σύνθετη και πολυμέτωπη.
Πιστεύουμε ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ουσιώδης συνεισφορά στην ανάδειξη και διάχυση ενός πλούτου, που ενώ ήταν καλά φυλαγμένος στους κόρφους της Πίνδου και στις καρδιές των ανθρώπων της, είναι άγνωστος και ανενεργός σε αρκετούς συμπατριώτες μας και στην πλειοψηφία των συνελλήνων.
Ο Αλέξανδρος Τζιόλας -για το παρουσιαζόμενο έργο- εργάσθηκε επί πολύ χρόνο και σε πολλά πεδία με αγάπη, ευθύνη και συνείδηση.
Θα ήθελα να κλείσω μ΄ένα μήνυμα ουσίας.
Ο πολιτισμός μας, παρά τα αλλεπάλληλα πλήγματα, διασώζεται έστω και με ασυνέχεια και σύγχυση. Η επιβολή των κανόνων του γερμανικού αστικού κώδικα που σάρωσαν το εθνικό μας δίκαιο, η απάλειψη του αρχιτεκτονικού ύφους των πόλεων από τη συσσώρευση κτιρίων που παραπέμπουν στο πουθενά και η ισοπέδωση της κτιριακής λαϊκής αρχιτεκτονικής σε Πίνδο και αλλού, η καπηλεία της Πατρίδας απ' όσους τη μείωσαν και την υπέσκαψαν, ο Αθηναϊσμός, ο εξορκισμός της τελευταίας χιλιετίας δημιουργίας του νέου ελληνισμού (βυζάντιο, τουρκοκρατία, μικρασιατική καταστροφή, εθνική παλιγγενεσία), η αφελής - από ορισμένους -, και σκόπιμη - από άλλους - σύγχυση του εθνικού (δηλ. του πατριωτικού) με το εθνικιστικό (δηλ. το σοβινιστικό) είναι ορισμένα από τα βασικά στοιχεία της εκ των ένδον υπονόμευσης της εθνικής μας κουλτούρας. Και οφείλουμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε και μια ισοπεδωτική επίθεση που ήδη εξελίσσεται. Ομάδες ισχυρότερες από κράτη, αξιοποιώντας την τεχνολογία, και ιδιαίτερα την τεχνολογία της ψηφιακής συμπίεσης, θα λεηλατήσουν τους εθνικούς πολιτισμούς με το πρόσχημα της ελευθερίας του πολίτη και του δικαιώματος του στην ενημέρωση, στην ποικιλία και στην κατανάλωση. Αυτή η επίθεση δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους. Οφείλουμε να τροφοδοτήσουμε την κοινωνία και την ελληνική νεολαία με το κοινό πολιτισμικό πεδίο αναφοράς τους. Η πολιτιστική αφύπνιση σε συνθήκες προϊούσας κρίσης, η ανάδειξη ενός πολιτισμού μοναδικού στον κοινωνικό του χαρακτήρα, με ρίζα στις παραδόσεις και στις βαθιές από την αρχαιότητα αξίες της πατρίδας, της δημοκρατικής πολιτείας και της ηθικής στην πολιτική είναι υψηλές προτεραιότητες. Αυτή η προσπάθεια παραπέμπει με τη σειρά της στον διαρκή αγώνα στα ιδεολογικά μέτωπα, απέναντι στις πανίσχυρες αξίες του ατομισμού, του αμοραλισμού και της εξουσιολατρείας. Να προσδώσουμε στο έθνος αυτά που περισσότερο απ' όλα χρειάζεται, την αυτογνωσία, την αξιοπρέπεια, το δυναμισμό του, την ηθική του αγώνα, την ηθική της αλληλεγγύης.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΖΙΟΛΑΣ




Από την σελίδα inarcadia.gr/
Γαλακτοκομικά προϊόντα
Επιμέλεια - σύνταξη:
Καγιούλη Βασιλική / Αναγνωστόπουλος Κων/νος

Το γάλα και τα προϊόντα που προκύπτουν από αυτό αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής διατροφής. Τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνες και ασβέστιο απαραίτητα για τη σωστή ανάπτυξη του οργανισμού.

Στα παραδοσιακά νοικοκυριά των τσελιγκάδων δεν έλλειπαν τα γευστικά τυροκομικά προϊόντα όπως: τυρί, γιαούρτι, βούτυρο και μυζήθρα.

Να τι μας διηγούνται από την ποιμενική τους ζωή:

"Δύσκολη η ζωή του τσοπάνη, δεν ξέρει χαρά, γιορτή και λύπη. Το χειμώνα κάποιοι μετακινούμε τα κοπάδια μας στα χειμαδιά για αποφύγουμε τη βαρυχειμωνιά. Όταν έρχεται ο καιρός να τυροκομήσουμε, χωρίζουμε τα αρνοκάτσικα από τις μάνες τους. Όσοι είχαν τα μεγάλα κοπάδια γίνονται "σμίχτες" με αυτούς που έχουν μικρά".

Σκεύη

Τσαντήλες: που σουρώνουν το γάλα και στραγγίζουν το τυρί.

Καρδάρες: που αρμέγουν το γάλα.

Λεβέτι: που πήζουν το τυρί και βράζουν το γάλα.

Κούτουλας

Κεψές: σκεύος με τρύπες που ανακατεύουν το γάλα.

Βούτα: ξύλινο δοχείο που χωρούσε 50 οκάδες και έβαζαν το τυρί για να ψηθεί.

Τρίφτης: μακρύ αντικείμενο που ανακατεύει το γάλα με το τυρόγαλο όταν βράζει για μην κολλήσει στο λεβέτι.

Καλούπι: τρυπητό δοχείο που ρίχνουν το πηγμένο γάλα για να στραγγίσει.

Καδί: βαρέλι ξύλινο με δόγες.

Τουλούμι: "τυροβάρελο" από γιδίσιο δέρμα, κουρεμένο, το οποίο ξηραινόνταν με αλάτι στον ήλιο ανάποδα.

Δάρτης: Σκεύος που βγάζει το βούτυρο.

Είδη

Τυρί

Βράζουν το γάλα, ενώ σε λίγο κρύο γάλα λιώνουν την πυτιά. Ρίχνουν την πυτιά στο βρασμένο γάλα αφού το αφήσουν να κρυώσει λίγο (να δέχεται το δάχτυλο μας τόση ώρα ώσπου να μετρήσουμε μέχρι το 18). Σκεπάζουν το λεβέτι για να διατηρεί το γάλα τη θερμοκρασία του. Σε μιάμιση περίπου ώρα το γάλα γίνεται στάλπη ή στριγκλιάτα.
Με την κεψέ σταύρωναν τη στάλπη και την έριχναν στην τσαντήλα ή στο καλούπι. Το τυρί στράγγιζε το τυρόγαλο.
Μετά το στράγγισμα άνοιγαν την τσαντήλα και έκοβαν το τυρί φέτες. Το αλάτιζαν και το έβαζαν στη βούτα να "ψηθεί" με σαλαμούρα (τυρόγαλο με αλάτι).
Μετά το ψήσιμο το τοποθετούσαν στο καδί και παλαιότερα στο τουλούμι όπου έριχναν βρασμένο γάλα που γινόταν άρμη. 

Μυτζήθρα

Το τυρόγαλο που έπαιρναν από το στράγγισμα το έβραζαν, έριχναν το πρόσγαλο (δηλ. το γάλα που είχε κρατήσει ο τσοπάνης για να φτιάξει τη μυτζήθρα) και ανακάτευαν με τον τρίφτη. Σιγά - σιγά άρχιζε στην κορυφή να δημιουργείται η μυτζήθρα, την οποία ράντιζαν με κρύο νερό. Την μάζευαν με την κεψέ και την έριχναν στο μυζυθρόπανο για να στραγγίσσει (μανούρι).
Μετά το στράγγισμα την έβαζαν σε χοντρό αλάτι για λίγες μέρες και μετά την κρεμούσαν για να ξεραθεί.

Βούτυρο (αγνό)

Το βούτυρο έβγαινε από την κορφή (πάνω μέρος του γάλατος) την οποία μάζευαν από το γάλα. Την κορφή την έβραζαν σε σιγανή φωτιά όπου ξεχώριζε σιγά - σιγά το βούτυρο και έμενε το κατακάθι.
Αλλιώς: έβαζαν την κορφή στο καρδάρι με πολύ λίγο νερό, την κτυπούσαν με τον κορφοδάρτη ή δάρτη και έβγαζαν το βούτυρο.

Γιαούρτι

Βράζουμε το γάλα και το αφήνουμε να κρυώσει μέχρι 20ο C. Το ρίχνουμε σε μπόλ και το πήζουμε. Ανακατεύουμε δηλ. την ανάλογη πυτιά σε λίγο γάλα και τη ρίχνουμε στο υπόλοιπο γάλα. Το σκεπάζουμε με ρούχα για να διατηρηθεί ζεστό περίπου 4 ώρες. Το ξεσκεπάζουμε και το αφήνουμε να κρυώσει.

Κορκοφίγκι

Γίνεται με το πρωτόγαλο (γάλα που πρωταρμέγεται από την προβατίνα ή γίδα και είναι κιτρινωπό και πηχτό) και λίγο αλάτι το οποίο ψήνεται στο ταψί. Όταν ψηθεί το κόβουμε κομμάτια και πασπαλίζουμε με ζάχαρη.

Κολόστρα

Γίνεται και αυτή με το πρωτόγαλο. Το κολλώδες αυτό γάλα βράζεται με άλλο καλό γάλα και πήζει. Το πηγμένο αυτό γάλα είναι η κολόστρα.

Συγκάθια

Είναι ζυμαρικό που γινόταν με κορφή ή βούτυρο και αραποσιτάλευρο.
Γίνονται ως εξής:
Αφού βράσουμε νερό στο τηγάνι ρίχνουμε μια χούφτα αραποσιτάλευρο, έπειτα ψήνουμε το μίγμα με φρέσκο βούτυρο ή κορφή σε σιγανή φωτιά. Αφού το χρώμα του γίνει "κεχριμπαρένιο", κατεβάζουμε το τηγάνι και σε κομμάτια όπως ο χαλβάς το τοποθετούμε σε πιάτο αφού ρίξουμε ζάχαρη στα κομμάτια.

Καγιούλη Βασιλική
Αναγνωστόπουλος Κων/νος


The LAND of GODS
Since October 1996
Oakville Ontario Canada
2.500 χρόνια από τη μάχη του Μαραθώνα
Δείτε εδώ τα κείμενα -μπορεί και τα δικά σας- μέσα από το Google.. (About 712 results)
..Φωτογραφίες της LAND of GODS στο Google..
Γράψτε μας!!