Δημήτρης Ψαθάς
“Θα”
“Θα”. Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο. Από όλους τους χρόνους και τις κλίσεις των ρημάτων ο μέλλων είναι εκείνος που φορτώνεται ευχαρίστως και αίρει με υπομονή τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Χωρίς το “θα” η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο.
“ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ” Εκδόσεις ΜΑΡΗ
“Ο Μπενίτος, κυρά μου”
Ο Δημήτρης Ψαθάς περιγράφει με εύθυμο τρόπο τις θετικές συνέπειες που είχε στην κατεχόμενη Ελλάδα η πτώση του Μουσολίνι: Συγκλονίζεται η ζωή μας απ’ το πέσιμο του Ντούτσε. Κατρακυλά η λίρα. Πέφτουν οι τιμές. Σβήνουν με βία τα χαρτάκια οι μπακάληδες και γράφουν στα είδη τους τιμές καινούριες. Φωνές στους δρόμους. Έπεσε! Έπεσε! Το λάδι, το ψωμί, το κρέας, το τυρί, τα ζαρζαβατικά ακολουθούν τον Ντούτσε στην ορμητική του πτώση. Ως και τα κολοκυθάκια νιώσανε το πέσιμό του και συγκλονίστηκαν βαθιά. Έπεσε! Έπεσε! 'Aλλοι ψωνίζουν. 'Aλλοι περιμένουν. 'Aλλοι κοιτάνε και γελούν. Βλέπω μια γριούλα που άρπαξε τ’ άδειο μπουκάλι του λαδιού και χύθηκε στους δρόμους. “Γιατί παιδί μου πέσαν όλα;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Μπενίτος τα έριξε;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Θεός να του δίνει χρόνια, γιε μου, που μας ρήμαξαν οι μαυραγορίτες. Να κι ένας άνθρωπος που έκανε καλό στον κόσμο. Ο Θεός να τον βλογάει τον χριστιανό και να του δίνει διπλά απ’ ό,τι έχει κάνει”.
“ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
“Βάστα, Ρόμελ!”
Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τη δύσκολη θέση που βρέθηκαν οι μαυραγορίτες της κατοχής μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν:
-Βάστα, Ρόμελ! Αντιλαλούν οι δρόμοι.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν. Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ' τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ' την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. 'Aρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν' ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ' τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ' αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
“Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς”
Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης?!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
?Ο Ν. Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης από τον Δημήτρη Ψαθά.
“ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
Ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του “Αντίσταση” περιγράφει μια διαφορετική απεργία που έγινε το Μάρτιο του 1943:
Μάρτιος του 1943.
Ανάστατη είναι η Αθήνα από μια είδηση. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να κηρύξουν επιστράτευση πολιτική. Όλοι οι άνδρες από 16 θα επιστρατευθούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Άξονα. Πρόσωπα ανήσυχα ολούθε.
-Τα ‘μαθες; Επιστράτευση!
Ο κόσμος τρομάζει με τούτη την καινούρια συμφορά που ζυγώνει την Ελλάδα. Μάνες τρέμουν για τα παιδιά τους, γυναίκες για τους άντρες, παιδιά για τους πατεράδες. Κι ο φόβος γίνεται αναβρασμός. Κι ο αναβρασμός, μια θέληση. Κι η θέληση, μια κραυγή που τη βροντοφωνά ο τοίχος: ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. Την παίρνει το χωνί και τη διαλαλά στις γειτονιές. Κάτω η επιστράτευση! Τυπώνουν τα μυστικά τυπογραφεία προκηρύξεις. Κάτω η επιστράτευση. Κυκλοφορούν οι μυστικές εφημερίδες: Κάτω η επιστράτευση. Γεμίζουν οι δρόμοι μ’ αμέτρητα χαρτάκια: Κάτω η επιστράτευση. Κι όλος αυτός ο αναβρασμός φουσκώνει στα στήθια του λαού για να ξεσπάσει σ’ ένα απ’ τα πιο μεγάλα κι απίστευτα συλλαλητήρια που βλέπει η Αθήνα.
5 Μαρτίου.
Είναι η μέρα που όρισε το ΕΑΜ για το συλλαλητήριο. Ο τρόπος κι ο μηχανισμός του ο ίδιος, όπως πάντα. Σε μικρές ομάδες θα ξεχυθεί ο κόσμος προς το κέντρο. Σε μικρές ομάδες θα πιάσει τις παρόδους. Κρυμμένες θα είναι οι σημαίες κάτω απ’ τα σακάκια, τα φουστάνια, κρυμμένες κι οι ταμπέλες με τις επιγραφές. Κι όταν δοθεί το σύνθημα την ορισμένη ώρα, τότε θα χυθεί ο λαός στον κεντρικό δρόμο που ορίστηκε για το συλλαλητήριο. Ας χτυπήσουν. Το μόνο που δεν λογαριάζουν ως την ώρα που θα πέσουν τα κορμιά. Δεκαπέντε μέρες τώρα απεργίες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες. Ο συνετός βλέπει τα συλλαλητήρια -τ’ ακούει δηλαδή- και λέει πως τούτοι οι άνθρωποι σίγουρα είναι τρελοί. Τρελοί όμως ήταν κι όσοι πολέμησαν στον Μαραθώνα. Τρελοί όσοι σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες. Τρελοί ήταν η φούχτα των ανθρώπων που ξεσηκώθηκε το ’21. Τρελοί ήταν αυτοί που χύμηξαν στην Πίνδο.
Η ιστορία της Ελλάδας για την οποίαν πολύ καυχιέσαι, συνετέ, είναι μια αλυσίδα από τρέλες.
(……)
Το σκέφτονται οι Γερμανοί… Πώς να τον επιστρατεύσεις τούτον τον λαό; Και τι υπηρεσίες μπορεί να σου προσφέρει; Απ’ τη στιγμή που μαθεύτηκαν τα σχέδιά τους, βλέπουν ολούθε τον αναβρασμό. Ολούθε συγκεντρώσεις. Ολούθε ομιλίες. Στις γειτονιές, στις λαϊκές αγορές, στις εκκλησίες. Ζητούν τρόπους κατευνασμού.
Ο Λογοθετόπουλος δημοσιεύει ανακοίνωση ότι δεν πρόκειται να γίνει η επιστράτευση κι ότι κάθε συγκέντρωση θα χτυπηθεί με όπλα. Ο δήμαρχος της Αθήνας Γεωργάτος ζητά με το καλό 3.000 εργάτες για τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών και βεβαιώνει ότι δεν θα βγουν όξω απ’ την Αθήνα. Ο μυστικός τύπος λυσσά: Όσοι παρουσιάστηκαν στην πρόσκληση έχουν σταλεί στη Γερμανία. Στη Θεσσαλονίκη κηρύχθηκε η επιστράτευση “εν ονόματι του Φύρερ”. Κοχλάζει η Αθήνα. Αστυνομία, χωροφυλακή στο πόδι. Ισχυρές δυνάμεις Γερμανών κι Ιταλών έχουν διαταγή να χτυπήσουν κάθε συγκέντρωση στους δρόμους.
Και φτάνει η μέρα. Ξεσπάει η απεργία.
Τράπεζες, δημόσια γραφεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία, μαγαζιά -όλα κλειστά. Τρίζει τα δόντια η ψευτοκυβέρνηση. Οι απεργοί θα παταχθούν! Κι όταν ο Γκοτζαμάνης στρώνεται να γράψει το διάταγμα της απόλυσης των απεργών, δεν βρίσκει μια δακτυλογράφο να το δακτυλογραφήσει! Τα εργοστάσια σταματημένα. Κι όλες οι επιχειρήσεις. Η κίνηση της πόλης έχει νεκρωθεί. Πλημμυρίζει η πόλη με παράνομο Τύπο. Μπρος λαέ της Αθήνας! Μπρος αδούλωτη Ελλάδα! Μπρος για τη μάχη των μαχών! Κι ας περιμένουν στους δρόμος έτοιμα τα ντουφέκια. Τα μάθαμε αυτά. Άλλο από το να σκοτώνουν δεν μπορούν.
(…..)
Στην οδό Πραξιτέλους γίνεται κακό. Οι Ιταλοί σκορπίζουνε το πλήθος. Σηκώνουν τα όπλα, βαράνε κοντακιές, ρίχνουν. Μια κοπέλα ορθώνεται μπροστά τους:
-Πίσω, παλιόσκυλα!
Ένας Ιταλός τη σημαδεύει. Βροντά το όπλο, σωριάζεται η κοπέλα. Φεύγουν άλλοι, χυμάνε να πάρουν το κορμί. Σε λίγο ο κόσμος που περνά βλέπει στον τόπο που έπεσε η κοπέλα και δακρύζει. Γύρω – τριγύρω στα αίματα έχουν βάλει πέτρες. Τάφος συμβολικός. Όλη μέρα περνάει πλήθος και ρίχνει λουλούδια. Γλυκοχαράζει η άνοιξη στη γη της Αττικής. Κι εκεί, στην οδό Πραξιτέλους, πάνω στην άσφαλτο που βάφηκε με το αίμα ενός κοριτσιού, στέλνει τριαντάφυλλα, γαρούφαλα και πασχαλιές. Ένας σωρός από λουλούδια.
Αλλού μάχες σωστές.
Κοντά εκατό χιλιάδες τραβούν προς το πολιτικό γραφείο. Φωτιά σκορπίζουν οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί. Μηχανοκίνητα βογγούν. Χειροβομβίδες σκάνε. Πέφτουν οι λαβωμένοι, οι νεκροί. Τους αρπάζουν οι διαδηλωτές και φεύγουν μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Πρόθυμα ανοίγουν τις πόρτες τους τα σπίτια για να δεχτούν τα θύματα. Γιατροί, νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς βοηθάνε. Κι ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά στις μπούκες των όπλων σκορπίζει, αλλά δεν εννοεί να διαλυθεί:
-Στου υπουργείο Εργασίας!
Άλλο κακό εκεί. Στις 11.30΄ είναι μαζεμένοι κοντά πενήντα χιλιάδες διαδηλωτές γύρω – τριγύρω χωμένοι στις παρόδους. Τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο και χυμάνε με πέτρες και με ξύλα. Σπάζουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Κατακίτρινος ο υπουργός Καλύβας ακούει την οχλοβοή ανάμεσα στους καραμπινιέρους που τον φρουρούνε. Φτάνει ενίσχυση της δύναμης. Αστυνομία ελληνική, Ιταλιάνοι, Γκεστάπο.
-Πίσω! Διαλυθείτε!
-Μπρος, παιδιά! Απάνω τους!
-Θα σας σκοτώσουμε!
-Σκοτώστε μας!
Αρχίζει το πολυβόλο. Σκάει η χειροβομβίδα. Και τότε γίνεται τούτο τ’ απίστευτο. Γυναίκες, άντρες και παιδιά ορμούν με πέτρες και με ξύλα πάνω στην ένοπλη δύναμη που ρίχνει. Λαβώνονται πολλοί. Κι άλλοι κουβαλάνε πέτρες στα μαντίλια, άλλοι ξεριζώνουν τις πλάκες απ’ τα πεζοδρόμια. Μάχη πρωτάκουστη. Τους κυνηγάνε εδώ, φυτρώνουν από κει. Κι ένα πράμα μονάχα δεν έχουν στο μυαλό τους – να διαλυθούν.
Τρελοί;
Τρελοί! Εδώ ένας σωριάστηκε τραυματισμένος. Εκεί άλλος κείτεται νεκρός. Εδώ μια ομάδα κοριτσιών που ρίχνουνε πέτρες. Αλλού άλλη ομάδα που κυνηγιέται για να κρυφτεί στους γύρω δρόμους. Εδώ με ξύλα δέρνονται διαδηλωτές και αστυφύλακες. Εκεί δουλεύει πιστολίδι. Χτυπάν τις πόρτες. Ανοίξτε, τραυματίες! Κι οι πόρτες ανοίγουν όλες. Γεμίζουν οι δρόμοι με χαρτάκια: Κάτω η πολιτική επιστράτευση. Αρπάζει η Γκεστάπο πολλούς απ’ τους διαδηλωτές: Μαζέψτε τα! Τα μαζεύουν και, καθώς τους πάνε στην Κομαντατούρ ή στο Κομάντο Πιάτσα, τα ξανασκορπάνε. Το μυρίζονται οι Γερμανοί. Ξύλο.
Ώρες κρατάνε οι διαδηλώσεις.
Ώρες αντηχεί η αντάρα κι ο αλαλαγμός της πόλης.
Το βράδυ απεργούν οι κινηματογράφοι και ο Τύπος. Το άλλο πρωί δεν έχει εφημερίδες. Πόσα τα θύματα; Η αστυνομία δίνει νούμερο. Μόνο 3 νεκρούς και 77 τραυματίες. Ο παράνομος τύπος δίνει άλλα: 13 νεκροί και 134 τραυματίες. Κι είναι σωστότεροι αυτοί οι αριθμοί, γιατί η Αστυνομία μετρά μονάχα τα θύματα που πάνε στα νοσοκομεία. Αυτούς που νοσηλεύονται στα σπίτια δεν τους ξέρει. Ούτε βάζει στους νεκρούς, αυτούς που πρόφτασαν να αρπάξουν οι διαδηλωτές ή τους άλλους που βαριά τραυματισμένοι πέθαναν σε λίγες μέρες.
5 Μαρτίου 1943.
Μια μέρα ακόμα ανοιχτού πολέμου μέσα στην Αθήνα. Η ιστορία της Αντίστασης γραμμένη με το αίμα του ανυπόταχτου λαού στους δρόμους της. Η επιστράτευση δεν έγινε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ
αφού δεν μπόρεσε το έργο να το κρατήσει η παράσταση...
Ο Φρέντυ Γερμανός μιλάει στην Εύη Κυριακοπούλου για την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Ψαθά:
Δεν μπορώ εδώ να μην κάνω μία ερώτηση, γιατί υπήρχε η φήμη ότι ήταν σκληρή.
Ναι, ήταν. Αλλά ήταν με τον εαυτό της πιο πολύ απ' όλους. Όταν ανέβασε τη “Μικρή μας Πόλη” που ήταν ένα πολύ ωραίο έργο, παίχτηκε τελευταία, του Θόρντον Γουάιλντερ, ήταν μεγάλη αποτυχία, εδώ είναι το μυστήριο, δηλαδή σε δέκα μέρες μέσα έπρεπε το έργο να κατέβει και της λένε: πρέπει να το κατεβάσουμε, και είπε εντάξει, θα ανεβάσουμε “Το ανοιξιάτικο τραγούδι” του Τζων Βαν Ντρούτεν... και κάποια στιγμή, λίγο πριν κατέβει το έργο, έρχεται ο Ψαθάς, να δει το έργο, ο Ψαθάς τότε ήταν η ηλεκτρονική δύναμη του Τύπου, δηλαδή όταν το έγραφε ο Ψαθάς ήταν σα να λέμε σήμερα...
Σα να λέμε σήμερα για ποιον;
...Το ‘πε η τηλεόραση...
Μάλιστα.
Κάτι τέτοιο... Και ο Ψαθάς, αυτός ο πολύ τραχύς εισαγγελέας του ελληνικού Τύπου, δάκρυσε σε μία μάλιστα σκηνή που λέει: “αυτά που ζήσαμε τι κρίμα που δεν καταλαβαίναμε τότε τι αξία είχαν”, μία πραγματικά πολύ δυνατή σκηνή... και γράφει ένα χρονογράφημα - ύμνο την άλλη μέρα. Και αμέσως οι εισπράξεις ανεβαίνουν κάθετα. Και γίνεται ΤΟ πρώτο θέατρο. Και κρατάει αυτό για μέρες. Και βεβαίως όλοι περιμένουν ότι η Έλλη θα αλλάξει γραμμή και θα κρατήσει το έργο... και συνεχίζει τις πρόβες κι όταν την ρωτάνε: μα γιατί, αφού το έργο πάει τόσο καλά; λέει: αφού δεν μπόρεσε το έργο να το κρατήσει η παράσταση και το κράτησε ο Ψαθάς τότε πρέπει το έργο να κατέβει...
ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
από μια συζήτηση με την Εύη Κυριακοπούλου
στην εκπομπή της ΕΡΤ “ΑΝΤ' ΑΥΤΟΥ” (1998)
Τι έγραψε ο Ψαθάς για το “Τέλος της μικρής μας πόλης” και την Έλλη Λαμπέτη:
Αντιπαθώ θανάσιμα τους συγγραφείς που σχίζουν τεχνικά αλλά και βάρβαρα τον άνθρωπο - με το νυστέρι του ταλέντου τους - για να μας δείξουν ό,τι ταπεινό και κτηνώδες έχει μέσα του, αυτός και η ζωή του. Όπως αντιπαθώ κι εκείνους που αγωνίζονται να μας πείσουν για την ασημαντότητα της καθημερινής ζωής - παράδειγμα ο Ιονέσκο που η μανία του για την αποσύνθεση της καθημερινής “ασημαντότητας” φτάνει τα όρια της παράκρουσης, μ' εκείνους τους ανισόρροπους διαλόγους του (τόσο “ασήμαντα” είναι αυτά που λέγονται και πράττονται στην καθημερινή ζωή μας, ώστε θα μπορούσαν, λέει, ν' αντικατασταθούν με ισοδύναμες... αρλούμπες).
Να μάχεσαι ορισμένες εκδηλώσεις της ζωής - ασχήμιας, αδικίας, βαναυσότητας - με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσεις στο καλύτερο, είναι για μένα μια αποστολή άξια της ανθρώπινης υπόστασης ενός συγγραφέα με ζεστή καρδιά. Ν' αποσυνθέτεις όμως, μέχρι κι εκείνο που θεωρούμε ωραίο, για να μας δείξεις ότι πίσω και απ' αυτό ακόμα υπάρχει ασχήμια και αθλιότητα, δείχνει διάθεση διεστραμμένη και ιδιοσυγκρασία χολερική που όσο την εξιδανικεύει το ταλέντο, τόσο μου προκαλεί αποτροπιασμό. Γι' αυτό ποτέ δεν χώνεψα μεγάλους συγγραφείς, όπως ο Ανούιγ και όπως ακόμα ο Τενεσσή Ουίλιαμς. Μπορεί να θαυμάζω απεριόριστα τη δύναμη της τέχνης τους, αλλά αντιπαθώ βαθύτατα το έργο τους.
Ίσως γι' αυτή μου την αδυναμία (πρόκειται, βλέπετε, για αντιδράσεις καθαρά προσωπικές) με γοητεύει αυτό το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ -”Η Μικρή μας Πόλη”- που παίζει η Έλλη Λαμπέτη, την οποίαν με χαρά ξαναβρήκε από καιρό η ελληνική σκηνή και η νοσταλγική αγάπη του θεατρόφιλου κοινού. Το ξαναείδα προχτές κι έφυγα από το θέατρο με μια ευφορία ψυχής αληθινή, βαθύτερη, όσο σπάνια μου δίνεται η ευκαιρία να αντλήσω από το θέατρο. Κι αυτό -τι περίεργη που είναι η μαγεία της τέχνης!- παρ' όλον ότι στην τρίτη πράξη του ο ποιητής του έργου μας μεταφέρει στο... νεκροταφείο της μικρής του πόλης (που είναι όμως τόσο μεγάλη όσο κι ο κόσμος).
Δεν έχουν, βέβαια, καμιά πρόθεση κριτικής οι γραμμές αυτές -σ' άλλην αρμοδιότητα ανήκει η ασχολία- άλλωστε προ πολλού είπαν τη γνώμη τους οι “ειδικοί”. Τις προσωπικές μου αντιδράσεις μόνο μεταφέρω, κατά καιρούς, στον χώρο τούτο, όταν συμβαίνει να με γοητεύει μία παράσταση και ν' ασκεί επάνω μου επίδραση ξεχωριστή. Νιώθω υποχρέωσή μου να ενημερώνω τους αναγνώστες μου με τους οποίους βρέθηκε τόσες πολλές φορές νάχουμε κοινά τα γούστα και κοινές τις αντιδράσεις.
Μ' αρέσει ιδιαίτερα το έργο τούτο του Ουάιλντερ γιατί πέραν των άλλων, δείχνει στον προσεκτικό θεατή πόσο μάταιες -και άχρηστες- είναι οι “πρωτοτυπίες” των λεγόμενων μοντέρνων ή “επαναστατικών” συγγραφέων της σκηνής που προσπαθούν να βρουν καινούργιους τρόπους έκφρασης. Γιατί ολόκληρος ο μοντέρνος μηχανισμός της σκηνικής ανάπτυξης του θέματός του είναι το λιγότερο που μας προσφέρει ο συγγραφέας. Συχνά, μάλιστα, η απουσία των σκηνικών και η μιμική των ηθοποιών γίνεται ενοχλητική κι όχι μονάχα δεν βοηθά ν' ακουστεί καλύτερα ο λόγος, αλλά τον εμποδίζει με τις αφύσικες κινήσεις που περισπούν μοιραία (για το αφύσικό τους, ακριβώς) την προσοχή του θεατή.
Πέρα, όμως, απ' αυτά, πόση αισθητική χαρά και πόση απόλαυση μας δίνει ο ποιητικός οίστρος του Ουάιλντερ, που φτιάχνει απ' την περιφρονημένη, ακριβώς, καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής το θαυμάσιο ποιητικό, θεατρικό του έργο. Η αισθητική του ευαισθησία συνέλαβε την χαρά και την αξία της τετριμμένης καθημερινότητας απ' το θλιβερό εκείνο σημείο που μας ανοίγει κι εμάς τα μάτια -φευγαλέα, όμως, και παροδικά- όπου ο θάνατος τα μεταβάλλει σε οριστικό και τελεσίδικο παρελθόν. Όταν συμβεί να χάσουμε ένα πρόσωπο δικό μας, προσφιλές, που μέχρι χτες ακόμα η ζωή του κυλούσε ανάμεσά μας κοινοτοπική, με όλη την βαρετή καθημερινή ασημαντότητά της, τότε αμέσως αλλάζουν όλα: Το πρόσωπο αυτό παίρνει στα μάτια μας άλλη υπόσταση, τελείως διαφορετική, όπου οι καθημερινές του πράξεις μετριούνται αναδρομικά και όλες οι κινήσεις του ζυγίζονται με άλλο μέτρο, έτσι που να φαντάζουν στα μάτια μας σαν γεγονότα πολύ σημαντικά, που τα αναπολούμε με βαθύ πόνο και μεγάλη δυστυχία.
Αυτό τον αναδρομικόν ύμνο προς την ζωή μάς προσφέρει με τις γραφικές και χαριτωμένες θεατρικές εικόνες που συνθέτει ο συγγραφέας -ξημερώματα, νύχτες, φεγγαροβραδιές, έρωτα, νοικοκυριό, γεννήσεις, γάμους, τυπική και αιωνίως επαναλαμβανόμενη καθημερινή ζωή- για να μας τα σκεπάσει, όμως, όλα, ξαφνικά και απροσδόκητα, με την αυλαία του τέλους. Με τόλμη εκπληκτική -κι εκεί ο συγγραφέας μας δείχνει τον δημιουργικό μοντερνισμό του- μας μεταφέρει στο νεκροταφείο, όχι τόσο για να μας δείξει την ματαιότητα των εγκοσμίων (σαν τους αρρωστημένους μανιακούς της απαισιοδοξίας), αλλά για να μας ανοίξει τα μάτια, ακριβώς, επάνω στην ομορφιά και την γοητεία της τετριμμένης καθημερινότητας, που όσο την ζούμε, δεν την υποπτευόμαστε, ούτε καν την παίρνουμε χαμπάρι. Κι όλα αυτά με οίστρο γνήσιο, όπου η πρωτοτυπία αναπηδά μέσα από την χάρη, γι' αυτό και δεν οδηγεί σε εκτρωματικές “μοντέρνες” συλλήψεις, αλλά σε αληθινή αισθητική ομορφιά.
Να σημειώσω και δυο λόγια για την Λαμπέτη: Μέσα σ' ένα συγκρότημα από καλούς ηθοποιούς -πόσο λαμπρό προμηνύεται το μέλλον του κ. Κούρκουλου που είναι ήδη ένας άριστος ηθοποιός- φαντάζει σαν πολύτιμο πετράδι η πρωταγωνίστρια και θιασάρχις. Βλέποντάς την προχτές (κι αναθυμούμενος τις φτηνές “δόξες” των ημερών μας) ένιωσα μια βαθιά ανακούφιση: Η δραματική τέχνη δεν πέθανε στον τόπο μας. Είναι ευτύχημα ότι (δίπλα στις δυο τρεις άλλες αληθινές ιέρειες της δραματικής τέχνης) η Έλλη Λαμπέτη ξαναγύρισε κοντά μας.
χρονογράφημα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ που δημοσιεύτηκε στη στήλη “Εύθυμα και σοβαρά”
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ - 29/3/1962
Ιστορικό Αρχείο Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη
Δημήτρης Ψαθάς (1907-1979)
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
“Δεν πρέπει να είναι Έλληνες”
Η Νίτσα Κανελλοπούλου, σύζυγος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, θυμάται τη σύλληψή του από τους χουντικούς:
Εκείνο το χάραμα της 21ης Απριλίου θα μου μείνει αξέχαστο. Όρμησαν τέσσερις μέσα στο δωμάτιο. “Δεν πρέπει να είναι Έλληνες είπα στον Παναγιώτη, γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως δικοί μας άνθρωποι συμπεριφέρονταν έτσι.
από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ)
“ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ
“Για να σώσει το Έθνος”
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θυμάται τη σύλληψή του από τη χούντα:
Στο Πεντάγωνο που με πήγαν είδα μια ακαταστασία. Λοχαγοί και Ταγματάρχες σε έξαψη. Ανεβοκατέβαιναν, κτυπούσαν τις πόρτες, φώναζαν. Μόνο επιτελείο δεν θύμιζε. Πλήρης απειθαρχία. Με έβαλαν σε ένα γραφείο που ήταν κοντά στην είσοδο και βλέπω μέσα τον Αρμπούζη τον στρατηγό, που ήταν αρχηγός επιτελείου. Τον είχαν όρθιο με τέσσερις λοχαγούς δίπλα του. Ήξερα πως δεν ήταν άνθρωπος που κάνει κινήματα. Μου είπε ότι τον είχαν και αυτόν συλλάβει. Τότε απευθύνθηκα στους λοχαγούς που κρατούσαν όλοι αυτόματα και τους είπα: “Εσείς δεν γνωρίσατε ποτέ πεδίο μάχης. Ο στρατηγός έχει πολεμήσει, πρέπει να ντρέπεστε”. Κατέβασαν τα όπλα. Σε λίγο παρουσιάστηκε ένας σιδηρόφρακτος ταξίαρχος. Ήταν ο Παττακός. Πολύ κωμικός με κράνος. Σε διαβεβαιώ, πως αν δεν ήταν τέτοια η περίσταση θα έκανα πολύ χιούμορ. Το πρόσωπό του ήταν τέτοιο που σου προξενούσε γέλια.
Με ύφος περίεργο μου είπε ότι κινήθηκε ο στρατός για να σώσει το Έθνος. Τον ρώτησα από ποιον και άρχισε να τα μασάει. “Είμαι υπό κράτηση;” τον ξαναρώτησα. “Όπως βλέπετε, ναι” μου απάντησε και έφυγε, χωρίς να μου δώσει άλλη εξήγηση.
από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ)
“ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ
Παναγιώτης Κανελλόπουλος: αγνοούσα...
από μια συζήτηση με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο
Από τότε που ένιωσα τον εαυτό μου, είχα συνδέσει το όνομά του με τη Δεξιά. Υπήρξε και εποχή που τον τοποθετούσα στην ακραία Δεξιά. Την αντικομουνιστική και μόνο. Και βέβαια, ρόλο σ' αυτό είχε παίξει η δήλωση που του αποδίδεται για τη Μακρόνησο - το νέο Παρθενώνα.
Το 1949, εξομολογείται, που ανέλαβα το Υπουργείο Στρατιωτικών, αγνοούσα την ύπαρξη της Μακρονήσου. Και σίγουρα αγνοούσα τα βασανιστήρια που είχαν γίνει εκεί. Φαίνεται πως μια νύχτα συνέβησαν φοβερά πράγματα. Εξ ου και το ποίημα του Ρίτσου για τους κουλούς, τους κουτσούς και τους νεκρούς... Το σίγουρο είναι πως έπρεπε, τότε, να λειτουργήσει ένα στρατόπεδο, ειδικά για αριστερούς που δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον των συντρόφων τους. Στρατιώτες ήσαν και όφειλαν να υπηρετήσουν. Άλλο όμως στρατόπεδο και άλλο τόπος βασανιστηρίων. Φαίνεται πως μερικοί θα προκαλούσαν. Και φαίνεται, επίσης, πως μερικοί από την άλλη μεριά, σαν τον Ιωαννίδη, θα βασάνιζαν χωρίς λόγο. Όλα αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια... Πάντως, τώρα που με ξαναρωτάτε, δεν θυμάμαι να είπα ποτέ τη φράση που μου αποδίδουν. Θυμάμαι, αντίθετα, ότι, όταν ένας στρατηγός έκανε εκτεταμένες προληπτικές συλλήψεις στην Πελοπόννησο κι έστειλε τους συλληφθέντες στη Μακρόνησο, πήγα ο ίδιος στο νησί, τους μίλησα, διέταξα να απολυθούν και έβαλα και την μπάντα της Μεραρχίας να παιανίζει στον Ισθμό καθώς περνούσαν.
(...)
Βασιλόφρονας ως το 1923 και έκτοτε αντιβασιλικός, ακαδημαϊκός από το 1959, δύο φορές πρωθυπουργός και αναρίθμητες υπουργός, ιδρυτής του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος και της ΠΕΑΝ στην Κατοχή, έχει τόσα να πει και δεν ξέρεις τι να πρωτοκρατήσεις στο σημειωματάριό σου - τα πάντα είναι εξόχως ενδιαφέροντα.
Η πρώτη αντιβασιλική μου εκδήλωση έγινε το 1935 με δύο άρθρα που έγραψα στην Ακρόπολη. Έβλεπα τότε ότι επίκειται να επιστρέψει ο βασιλιάς με πραξικόπημα, μετά το κίνημα, και αντέδρασα. Όπως και το 1943, που ήρθαν και με βρήκαν στο Κάιρο ο Καρτάλης, ο Ρούσσος, ο Τζήμας και ο Τσιριμώκος για την υπογραφή πρωτοκόλλου περί μη επιστροφής του βασιλιά στην Ελλάδα, χωρίς δημοψήφισμα. Και το υπέγραψα. Αλλά παρενέβησαν οι Άγγλοι, ο Τσώρτσιλ, και το πρωτόκολλο δεν τηρήθηκε. Αν είχε τηρηθεί, ίσως να μην είχε συμβεί η τραγωδία του Εμφυλίου πολέμου...
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 18/4/1981
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σχολιάζει τις «Επιστολές προς ένα νεαρό ποιητή» του Ρίλκε:
Ο νεαρός ποιητής θάγραψε, όπως φαίνεται, στον Ρίλκε, ότι έχασε πια μέσα του το Θεό. Κι' ο Ρίλκε του λέει: “Μήπως τα πράματα είναι τάχα αλλιώς και μήπως δεν τον είχατε (το Θεό) ποτέ στην κατοχή σας; Και άλλωστε, πότε τάχα μπορεί να είχε συμβεί αυτό; Νομίζετε τάχα ότι μπορεί να έχει στην κατοχή του ένα παιδί Εκείνον, που και οι άντρες μόνο με κόπο τον κρατάνε και που το βάρος του συνθλίβει και τους γέροντες;...Γιατί δεν προτιμάτε να σκεφθήτε ότι (ο Θεός) είναι ακριβώς ο Ερχόμενος, που μέλλει ήδη από τον αιώνα των αιώνων να ρθει, ότι είναι ο Μελλοντικός, ότι είναι ο τελειωτικός καρπός ενός δέντρου που φύλλα του είμαστε εμείς; Τι σας εμποδίζει να μεταθέσετε τη γέννησή του στους χρόνους που είναι υπό δημιουργίαν, και να ζήσετε τη ζωή σας σα μιαν οδυνηρή και όμορφη μέρα μεσ' στην ιστορία μιας μεγάλης εγκυμοσύνης;” Ας μη συνεχίσουμε τα υπέροχα αυτά ερωτήματα (τα παιδαγωγικά θετικώτατα) που διατυπώνει ο Ρίλκε, και που δεν είναι βέβαια ερωτήματα και αμφιβολίες, παρά είναι μερικές από τις θετικώτερες βεβαιότητες που έχουν ως τώρα διατυπωθεί. Ο παιδαγωγός Ρίλκε είναι τόσο μεγάλος όσο κι' ο ποιητής. Και δε μπορούσε νάναι αλλιώς. Η αληθινή ποίηση είναι η μεγαλύτερη παιδεία: είναι παιδεία ζωής και θανάτου.
απόσπασμα από την “Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος”
Νέα Εστία (1 Δεκ. 1941), τχ. 354, 847-850.
αντιγραφή από το http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html
Π. Κανελλόπουλος: Έχεις υπόψη σου τι τυπώνεις;
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από μια διήγηση του Γιάννη Γουδέλη, εκδότη του Καζαντζάκη:
Υστερα απ' αυτό, πήγα να επισκεφτώ τον Καζαντζάκη, διότι επρόκειτο να πάρω τα χειρόγραφα του «Τελευταίου Πειρασμού», του πιο αντίθετου προς την εποχή, και ιδιαίτερα προς την Εκκλησία, έργου. Πήρα το αεροπλάνο και πήγα στην Αντίμπ. Του είπα: Εξέδωσα το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», έχουμε αυτές τις αντιδράσεις, μας απειλούν· δεν με πειράζει. Ομως τώρα μου δήλωσαν καθαρά και ξάστερα στην Ιερά Σύνοδο ότι θα με αφορίσουν και δεν με πειράζει, δεν ήρθα να σας πω αυτό το πράγμα, αλλά δεν θα μπορέσει να προχωρήσει. Με κοιτάζει λοιπόν ο Καζαντζάκης πίσω απ' τα γυαλιά του και μου λέει: «Αυτή ήταν η γενναιότητά σου; Θα τα σταματήσεις;» Σηκώνομαι και φεύγω κατευθείαν. Με κυνηγούσε: «Εγώ εδώ το έχω το χειρόγραφο, αν θες το παίρνεις». Το παίρνω, υπογράψαμε ένα συμπληρωματικό συμβόλαιο και ήρθα στην Αθήνα. Πήγα στο τυπογραφείο των αδελφών Ρόδη και έδωσα να τυπώνουν το έργο. Είχα την προνοητικότητα να μην δώσω τα πρώτα κεφάλαια, οπότε όταν θα τελείωνε το έργο, τότε θα τυπωνόταν: Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Τελευταίος Πειρασμός», το πρώτο τυπογραφικό, και κατευθείαν θα οδηγείτο στην αγορά. Κατά σύμπτωση, στο ίδιο τυπογραφείο τύπωνε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το βιβλίο μεταφυσικής «Προλεγόμενα» και τα τυπογραφικά του Καζαντζάκη βρισκόντουσαν δίπλα. Ο Κανελλόπουλος, άνθρωπος πνευματικός, ήξερε τι ήταν· μόλις το είδε και το κοίταξε καλά καλά κατάλαβε και φωνάζει τον φίλο του τον Ρόδη και του λέει: «Εχεις υπόψη σου τι τυπώνεις;». «Ενα βιβλίο του Γουδέλη». «Βρε τι ένα βιβλίο, είναι γι' αυτό που χαλάει ο κόσμος, έτσι και έτσι». «Τι;» λέει ο Ρόδης, «Παναγία μου, είναι αυτό που γράφουν οι εφημερίδες;». Ερχεται, λοιπόν: «Ελα, πάρε γρήγορα απ' το τυπογραφείο μου τα αφορισμένα βιβλία, δεν θέλω ούτε να με πληρώσετε». «Κάτσε, ρε χριστιανέ μου, σε έχω πληρώσει, αλλά να σου πληρώσω και οτιδήποτε πρόσθετα». «Τίποτα, για ένα βιβλίο να κάψω εγώ το εργοστάσιό μου;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ (1919-1999)
“ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ” της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 27/7/2007
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο έργο του “Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος”, παρουσιάζει μια άγνωστη πτυχή της ζωής του Λόρδου Μπάιρον.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1812, η Βουλή των Λόρδων συζητούσε ένα κρίσιμο νομοσχέδιο. Το νομοσχέδιο αυτό (γνωστό ως “The Frame-Work Bill”) πρόβλεπε αυστηρές ποινές, ακόμα και την ποινή του θανάτου, για τους εργάτες, που -χάνοντας τη δουλειά τους, το ψωμί τους, με την πρόοδο της τεχνικής- ξεσηκώνονταν και έσπαζαν τις μηχανές. Είχαν σημειωθεί ήδη πολλά δραματικά επεισόδια, και ο ίδιος ο Μπάιρον είχε παρακολουθήσει, όταν πρόσφατα βρισκόταν στο Νιούστεντ, φοβερές και αιματηρές σκηνές στην περιοχή του Νόττινχαμ, όταν οι άνεργοι των κλωστοϋφαντουργείων, που με την εισαγωγή νέων εργαλείων είχαν χάσει τη δουλειά τους, ξεσηκώνονταν σχεδόν κάθε μέρα και αντιμετώπιζαν τις ξιφολόγχες, τις σπάθες του ιππικού ή και τα πυρά όχι μόνο της Εθνοφυλακής, αλλά και συνταγμάτων του τακτικού στρατού, που μετακινήθηκαν προς την περιοχή εκείνη. Πολλές μηχανές είχαν καταστραφεί, αλλά και άφθονο αίμα απελπισμένων ανέργων είχε χυθεί. Στις 27 Φεβρουαρίου, όταν η Βουλή των Λόρδων θα συζητούσε το νομοσχέδιο σε δεύτερη ανάγνωση (for the second reading), ο Μπάιρον εγέρθηκε και μίλησε. Είχε προσυνεννοηθεί με τον λόρδο Χόλλαντ, έναν από τους ηγέτες των Ουίγων (Whigs). Του είχε απευθύνει μάλιστα, στις 25 Φεβρουαρίου, μιαν επιστολή, δηλώνοντάς του με πολύ σεβασμό ότι αν του συνιστούσε να τροποποιήσει τον λόγο του ή και να μην μιλήσει διόλου, θα ‘ταν πρόθυμος να συμμορφωθεί με τη σύσταση. Στην επιστολή αυτή λέει ότι με την εισαγωγή των νέων μηχανών “ένας εκτελεί την εργασία εφτά ανθρώπων -έξι πετάγονται έτσι έξω”, τονίζει (αυτό θα το επαναλάβει και στο λόγο του), ότι το προϊόν είναι τώρα πολύ κατώτερο σε ποιότητα, με αποτέλεσμα “τον πλουτισμό λίγων μονοπωλιστών” και διατυπώνει την επιγραμματική φράση:
“...όσο κι αν μας χαροποιεί κάθε βελτίωση στις (παραγωγικές) τέχνες, που μπορεί να είναι ευεργετικές για το ανθρώπινο γένος, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να θυσιάζεται το ανθρώπινο γένος στις μηχανές”.
Ο λόρδος Χόλλαντ δεν εμπόδισε τον Μπάιρον να εκφωνήσει τον λόγο του. Ο παρθενικός αυτός λόγος του (δεν μίλησε στη ζωή του παρά ελάχιστες ακόμα φορές στη Βουλή των Λόρδων) ήταν καλά προετοιμασμένος και προκάλεσε αίσθηση. Παραθέτουμε τις καλύτερες φράσεις του λόγου:
“Ονομάζετε τους ανθρώπους αυτούς όχλο (a mob), απελπισμένο, επικίνδυνο και αγράμματο· και μοιάζετε να σκέπτεστε ότι ο μόνος τρόπος να ηρεμήσει η “Bellua multorum capitum” (το “ζώο με τις πολλές κεφαλές”) είναι να κρεμάσετε μερικές από τις κεφαλές αυτές. Αλλά ακόμα κι ένας όχλος μπορεί καλύτερα να μπει στον δρόμο της λογικής μ' ένα κράμα διαλλακτικού πνεύματος και σταθερού χεριού παρά με πρόσθετο εξερεθισμό και αυξημένες ποινές. Έχουμε, τάχα, συνειδητοποιήσει τι οφείλουμε σ' αυτόν τον όχλο; Είναι ο όχλος που δουλεύει στους αγρούς σας και υπηρετεί στα σπίτια σας -που επανδρώνει τον στόλο σας και προμηθεύει άνδρες στον στρατό σας- που σας έκαμε ικανούς να αψηφήσετε ολόκληρο τον κόσμο, και που μπορεί, επίσης, να αψηφήσει και σας, όταν η παραμέληση και η δυστυχία θα τον οδηγήσει σε απόγνωση! Ονομάστε, αν θέλετε, τους ανθρώπους αυτούς όχλο· αλλά μην ξεχνάτε ότι ένας όχλος εκφράζει πολύ συχνά τα αισθήματα του λαού”.
Οι φράσεις αυτές είναι βαρυσήμαντες. Είναι -άσχετα από την ειδική περίσταση, που προκάλεσαν τη σύλληψη και διατύπωσή τους- ισχυρές για όλους τους καιρούς και όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ”
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ - ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
.
Το περιστατικό που περιγράφει παρακάτω, στην επιστολή προς τον Πολύβιο?, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, συνέβη το 184 π.Χ., λίγα χρόνια πριν από την οριστική κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.
Αισθάνθηκες μεγάλη υπερηφάνεια για τον πατέρα σου, όταν ήσουν δεκάξι περίπου ετών. Τέσσερα χρόνια πριν, ο Φιλοποίμην² είχε μπει νικητής στη Σπάρτη, γκρέμισε τα τείχη της που είχαν πρόσφατα ανεγερθεί από τυράννους, κατάργησε τους παλαιούς νόμους και την «Λυκούργειον αγωγήν» και υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να γίνουν μέλη του Αχαϊκού Κοινού. Η Σπάρτη ζήτησε τη βοήθεια της Ρώμης που η προστασία της επάνω στην Ελλάδα ήταν ένα πραγματικό γεγονός μετά την ήττα του Φιλίππου του πέμπτου στην περιοχή των Κυνός Κεφαλών. Κι άρχισε μια έντονη αντιδικία μεταξύ Σπάρτης και Αχαϊκού Κοινού με τη Ρώμη ως ανώτατο διοικητή. Οι φάσεις της αντιδικίας ήταν πολλές. Η μια απ' αυτές, η κρισιμότερη, σημειώθηκε τη χρονιά που είχε εκλεγεί στρατηγός (δηλαδή ανώτατος λειτουργός) του Αχαϊκού Κοινού ο πατέρας σου. Το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης -όταν εσύ ήσουν δεκάξι περίπου ετών- παρουσιάσθηκαν στη σύνοδο του Αχαϊκού Κοινού λεγάτοι της ρωμαϊκής συγκλήτου με επικεφαλής τον Άππιο Κλαύδιο που ήταν, στο προηγούμενο έτος, ένας από τους δυο υπάτους. Τη σκηνή περιγράφει ο Τίτος Λίβιος και τους λόγους του Ρωμαίου και του πατέρα σου τους διαβάζω στη λατινική γλώσσα. Ο Άππιος Κλαύδιος μίλησε πολύ αυστηρά. Κατηγόρησε δριμύτατα τους Αχαιούς. Τότε εγέρθηκε και απάντησε ο πατέρας σου³. Και απάγγειλε τον αξιοπρεπέστερο λόγο που, αφότου η Ελλάς είχε ουσιαστικά πάψει νάναι ανεξάρτητη, άκουσε Ρωμαίος από τα χείλη Έλληνος. Αφού δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του αγαπητού του φίλου Φιλοποίμενος απέναντι της Σπάρτης -τα τείχη της Σπάρτης, ετόνισε, «δεν τα έχτισε ο Λυκούργος, αλλά χτίστηκαν, εδώ και λίγα χρόνια (από τυράννους), για να καταλυθεί ακριβώς η αγωγή του Λυκούργου»- άλλαξε τόνο και είπε: «Γνωρίζω, Άππιε Κλαύδιε, ότι ο λόγος που ως τη στιγμή αυτή απάγγειλα δεν είναι λόγος συμμάχων προς συμμάχους, αλλά είναι μια αντιλογία δούλων προς τους κυρίους». Ύστερ' από την οδυνηρή αυτή παραδοχή, που την έκαμε ο πατέρας σου όχι για να σκύψει το κεφάλι του, αλλά για να το σηκώσει, με σεμνή πάντως υπερηφάνεια, ακόμα περισσότερο, είπε ότι, αν η συμμαχία και η «amicitia» Ρωμαίων και Αχαιών ίσχυε κι από τις δυο μεριές εξίσου, θάπρεπε νάχει κι αυτός -ο πατέρας σου- το δικαίωμα, όπως τόχουν οι Ρωμαίοι που ελέγχουν τη συμπεριφορά των Αχαιών απέναντι της Σπάρτης, να ρωτήσει τι είχαν κάμει οι Ρωμαίοι όταν εκυρίευσαν την Καπύη (27 χρόνια πριν, την ώρα που ο Αννίβας την άφησε απροστάτευτη για να εμφανισθεί ξαφνικά προ των πυλών της Ρώμης). Το λόγο του τον έκλεισε ο πατέρας σου με τις λέξεις: «Σας σεβόμαστε βέβαια, ω Ρωμαίοι, και -αν το επιθυμείτε έτσι- σας φοβόμαστε επίσης, αλλά και σεβόμαστε και φοβόμαστε τους αθάνατους θεούς περισσότερο».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
?Πολύβιος (203-120 π.Χ.): Έλληνας ιστορικός από τη Μεγαλόπολη.
²Φιλοποίμην (253-183 π.Χ.): Στρατηγός και πολιτικός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Καταγόταν από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας. Ονομάστηκε Έσχατος των Ελλήνων γιατί μετά από αυτόν δεν υπήρξε άλλος αξιόλογος Έλληνας ηγέτης.
³Λυκόρτας: Στρατηγός των Αχαιών, πατέρας του Πολύβιου.
Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986)
Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:
Π. Κανελλόπουλος: Στοχασμοί γύρω από το ’21
Π. Κανελλόπουλος: Το ιστορικό νόημα του ελληνικού έθνους
11 παραθέματα από το έργο του Π. Κανελλόπουλου