ΕΝ ΣΙΩΠΗ ΦΩΤΟΣ ΕΑΡΙΝΟΥ :
«Μου δόθηκε, αγαπητοί μου φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνο
από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλα αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί
δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη
αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικό-πνευματική οντότητα
της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση
χρόνου... Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν
θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως να αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών
αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το
ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι το μάκρος 25
αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε
ποίηση στην Ελληνική γλώσσα. Να το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό
σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα Ελληνική ποίηση».Τέλος ο Ελύτης
αναφερόμενος στο Διονύσιο Σολωμό και τον Κ. Π . Καβάφη, τους δυο πόλους της
Ελληνικής ποίησης, που ακολούθησαν οι μεγάλοι μας ποιητές Κάλβος, Παλαμάς,
Σικελιανός, Σεφέρης, είπε:
« το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε, ήτανε να επωμισθούμε τα υψηλά
διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τα'
αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής,
οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα
στοιχεία της Ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά
και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια να φτάσουμε να
προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου - Έλληνα».
συνέχεια
Απ' την σελίδες του Νίκου Δήμου : Ελύτης και Novalis (Από το φως στο
σκοτάδι - και πάλι στο φως) Ο σκοτεινός βαρόνος
Στην σύντομη ζωή του (1772 - 1801, δεν συμπλήρωσε ούτε τα 29 του χρόνια) ο
Φρειδερίκος βαρόνος του Χάρντενμπεργκ (πλήρες όνομα: Georg Philipp Friedrich
Freiherr von Hardenberg) έγραψε ένα αριστούργημα. Τους "Ύμνους στην Νύχτα"
(Hymnen an die Nacht) που τον έκαναν διάσημο με το φιλολογικό του ψευδώνυμο
Novalis.
Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, ο Οδυσσέας Ελύτης
αφιερώνει στον Novalis ένα από τα τελευταία του ποιήματα. Πρόκειται για το
"Ελεγείο του Grueningen" από την συλλογή "Τα Ελεγεία της Οξώπετρας". (Πρώτη
δημοσίευση: περιοδικό "Συντέλεια" τεύχος 2-3, 1991).
Η αφιέρωση δεν περιορίζεται μόνο στην προμετωπίδα.
Είναι ουσιαστική. Το Ελεγείο αυτό του Ελύτη ανακαλεί τόσο τον άνθρωπο
Hardenberg στου οποίου την ζωή και τα πάθη αναφέρεται, όσο και τον
μυστικόπαθο ποιητή Novalis - με την τόσο βορινή νύκτια κοσμοθεωρία του.
Στο ιστορικό-θεματολογικό επίπεδο πρέπει να αναφερθεί
πως το Ελεγείο δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς αρκετές γνώσεις γύρω από τη
ζωή του Γερμανού ποιητή. Τα ονόματα και οι ημερομηνίες που αναφέρονται στους
στίχους του παραμένουν γρίφοι για τον απληροφόρητο. (Ο Ελύτης, αντίθετα με
τον Σεφέρη και άλλους, ποτέ δεν υπομνηματίζει τα ποιήματά του - δουλειά για
τους ερευνητές!)
Ωστόσο αυτό που εκπλήσσει κυρίως όσους γνωρίζουν την
ποίηση του Novalis είναι η προσέγγιση στο κοσμοθεωρητικό - ή καλύτερα
υπερβατικό επίπεδο. Θεωρητικά ο γερμανός ρομαντικός αποτελεί τον ποιητικό
αντίποδα του 'Ελληνα ηλιοπότη. Οπαδός του σκότους και της νύχτας, νοσταλγός
του θανάτου, συμβολιστής, θρησκευόμενος, πιετιστής, μυστικιστής, πλατωνικός
εραστής γυναικείων ειδώλων - τι σχέση μπορεί να έχει με τον ερωτικό
μεσογειακό ποιητή που ήδη οι τίτλοι των συλλογών του υμνούν αδιάκοπα το φως;
"Οδός άνω κάτω μία και ωϋτή", έγραψεν ο Εφέσιος.
Συμβαίνει άραγε το ίδιο με τους "Υμνους προς την Νύχτα" και το "Φωτόδεντρο";
Κι ο 'Ελληνας που κάποτε διακύρηξε: "Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία
θανάτου" πόσο προσεγγίζει τον Γερμανό που έγραψε: "Δοξασμένη ας είναι για
μας η αιώνια νύχτα / δοξασμένος ο αιώνιος ύπνος".
Θα αντιπαραθέσουμε τα δύο ποιήματα - τον τρίτο 'Υμνο του Novalis (από τον
οποίο ο Ελύτης παραθέτει και αμετάφραστο απόσπασμα) και το Ελεγείο. Πριν όμως,
δύο γενικές παρατηρήσεις (που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή για χωριστές
μελέτες.
Φως - σκοτάδι - φώς
Στα τελευταία του κείμενα ο ποιητής του φωτός βλέπει διαφορετικά το σκοτάδι.
Και δεν μιλάω μόνο για το σαφώς νυκτερινό (και συννεφιασμένο) τοπίο στο
"Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου". Και στα άλλα βιβλία υπάρχει μια διαφορετική
στάση απέναντι στη νύχτα. Δεν θέλω να κουράσω με παραθέματα.
Νομίζω πως είναι φανερό στον επαρκή αναγνώστη πως με τα χρόνια, ο Ελύτης
ξεπέρασε την "ηλιακή μεταφυσική" της "τρίτης περιόδου" του για μια πιο σύνθετη
μορφή μυστικής εμπειρίας που εμπεριέχει και το σκότος.
Κάποτε έγραφε: "οι Ευρωπαίοι και οι Δυτικοί βρίσκουν πάντα το μυστήριο στη
σκοτεινιά, στη νύχτα, ενώ εμείς οι 'Ελληνες το βρίσκουμε στο φως που είναι κάτι
απόλυτο".
Στην τελευταία του περίοδο το πνευματικό τοπίο αλλάζει. Η σκιά δεν είναι μόνο
περίγραμμα του φωτός - αλλά παρουσία αυτοδύναμη. Όσο περνάνε τα χρόνια, το
σκοτάδι γίνεται πιο υπαρκτό - είναι αδύνατο να το αγνοήσεις. Πρέπει να το
υπερβείς.
Έτσι η πορεία δεν είναι πια ευθύγραμμη - προς το φως - είναι παλινδρομική ή
μάλλον σπειροειδής. Πάλι προς το φως μέσα από το σκοτάδι. Η εσωστρεφής αυτή
εποχή καθιερώνει τον Ελύτη σαν μεγάλο μυστικό και θρησκευτικό ποιητή (με την
ευρύτατη έννοια του θρησκεύεσθαι). Σε αυτήν φαίνεται να έχει πια υπερβεί την
αντίθεση Φως-Νύχτα. Ακολουθεί την κλασική πορεία του μυστικού που ανεβαίνοντας
προς το Ένα ξεπερνάει, αίρει τις φαινομενικές αντιθέσεις.
Η εξιστόρηση αυτής της μετάβασης από το φως στο σκοτάδι (και πάλι στο φως) θα
χρειαζόταν πολλή ανάλυση και τεκμηρίωση. Σίγουρα όμως η συνάντηση με τον Novalis
είναι ένας σημαντικός σταθμός σε αυτή τη διαδρομή.
Επιρροές
Έχει υπερτονισθεί η σχέση του Ελύτη με Γάλλους ποιητές. Σίγουρα είναι
σημαντική (αν και σημαντικότερη επίδραση παραμένουν οι αρχαίοι δικοί μας). Όμως
τα τελευταία χρόνια οι Γερμανοί εμφανίζονται όλο και περισσότερο στην ποίησή
του. Και σαν ονόματα - αλλά και σαν συνομιλητές.
Υπενθυμίζω ότι στον "Ταξιδιωτικό Σάκκο (ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ)" του "Μικρού
Ναυτίλου" ανθολογούνται δύο στίχοι του Novalis (από τον 2ο και 3ο "Υμνους στην
Νύχτα") και δύο του Hoelderlin. Ο τελευταίος αυτός κατέχει καίρια θέση στο
δοκίμιο του ποιητή "Πρόσω ηρέμα" (από την "Ιδιωτική Οδό"). Εκεί αφηγείται ο
Ελύτης πως στο ταξίδι της ζωής του τον "παρακολουθούνε με άγρυπνο μάτι ο
Φρειδερίκος Χαίλντερλιν από την μια και ο Διονύσιος Σολωμός από την άλλη".
Παρακάτω τους ονομάζει "...αγίους όπως ο Σουηβίας και ο Ζακύνθου".
Στον Hoelderlin, δύο χρόνια πρεσβύτερο του Novalis, ο Ελύτης έχει ανακαλύψει
μια άλλη εικόνα της Πινδαρικής Ελλάδας, που πρέπει να του στάθηκε πολύτιμη. Η
δομή των τελευταίων ποιημάτων του έχει δανειστεί πολλά από την δωρική λιτότητα
των ύμνων του Hoelderlin. Σπασμένα ημιστίχια, κοντές φράσεις με αιφνιδιαστική
τελεία, παύσεις - όλα απηχήσεις. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στα "Ελεγεία της
Οξόπετρας" ένα ολόκληρο ποίημα ασχολείται με την μοίρα εκείνου που "ευλαβέστατα
υπογραφόταν Scardanelli". (Κι ένα άλλο με τον Διονύσιο Σολωμό).
Θα ήταν χρήσιμη μια μελέτη της παρουσίας των Γερμανών ποιητών στο έργο του
Ελύτη. Από όσα γνωρίζω ο ποιητής είχε μάθει μικρός μερικά στοιχεία Γερμανικής
γλώσσας. Στα δώδεκά του χρόνια έκανε ένα ταξίδι στην Γερμανία (το οποίο και
αναφέρεται στο Ελεγείο). Οι γνώσεις του, του παρέχουν την δυνατότητα, παρ'όλο
που διαβάζει τους γερμανούς ποιητές σε γαλλική μετάφραση, να ανατρέχει στο
πρωτότυπο (οι εκδόσεις είναι συνήθως δίγλωσσες) και να ακούει τον πρωτογενή ήχο.
Η ιστορία της Σοφίας
Μερικά ακόμα στοιχεία από τον βίο του βαρόνου von Hardenberg απαραίτητα για
την κατανόηση των δύο ποιημάτων που θα ακολουθήσουν. (Βαρόνο von Hardenberg τον
αποκαλεί ο Ελύτης στην αφιέρωση, πράγμα που θα ξένιζε έναν γερμανό. Ο τίτλος
Freiherr είναι ο ταπεινότερος τίτλος ευγενείας και οι κάτοχοί του σπάνια τον
αναφέρουν. Είτε τον αποσιωπούν, είτε - αν είναι σνομπ - καλύπτονται από το "von"
που θα μπορούσε να υποδηλώνει και υψηλότερη βαθμίδα).
Στις 17 Νοεμβρίου 1794, ο Novalis συναντά για πρώτη φορά την δωδεκάχρονη
Sophie von Kuehn. ("Σε ένα τέταρτο αποφασίστηκε η ζωή μου"). Η συνάντηση έγινε
στον πύργο του Grueningen που ανήκε στην μητέρα της, η οποία είχε παντρευτεί σε
δεύτερο γάμο τον λοχαγό von Rockenthien. H Sophie ήταν ένα από τα έξη παιδιά της
από τον πρώτο γάμο.
Ο φίλος του Νovalis, ποιητής Ludwig Tieck, έγραψε αργότερα: "Η πρώτη ματιά
που έριξε σ' αυτή την ωραία και άπειρα γοητευτική μορφή, στάθηκε αποφασιστική
για όλη την υπόλοιπη ζωή του".
Αρραβωνιάστηκαν τον Μάρτιο του 1795. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η κόρη
αρρωσταίνει βαριά - και μετά από αλλεπάλληλες εγχειρήσεις πεθαίνει, δεκαπέντε
χρόνων, στις 19 Μαρτίου 1797.
Στις 13 Μαΐου του ίδιου χρόνου (δεν είμαι σχολαστικός με τις ημερομηνίες -
υπάρχουν όλες στο ποίημα του Ελύτη) ο Novalis επισκέπτεται τον τάφο της
αγαπημένης του. Σημειώνει στο ημερολόγιό του:
"Το βράδυ επήγα στην Σοφία. Εκεί ήμουν απερίγραπτα χαρούμενος - αστραπιαίες
στιγμές ενθουσιασμού - φύσηξα μακριά μπροστά μου τον τάφο, σαν σκόνη - οι αιώνες
ήταν σαν στιγμές - ένιωθα την παρουσία της - πίστεψα πως θα 'πρεπε πάντα να
προηγείται - ".
Η νεκρή Σοφία έγινε Βεατρίκη για ένα ταξίδι όχι στον Παράδεισο αλλά σε έναν
άλλο υπέρ-τόπο. "Υψηλότερο χώρο" τον αποκαλεί ο Novalis, χώρο του "μετά-θανάτου"
θα τον ονομάσει ο Ελύτης. Ο νεαρός (μόλις 25 ετών) ποιητής αποστρέφει το πρόσωπο
από το φως της μέρας "τον βασιλέα της γήινης φύσης" και απευθύνεται στην νύχτα
την "βασίλισσα του κόσμου" ενός "άγιου κόσμου" που δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις
της γήινης ύπαρξης. Δεν γνωρίζει την ανάγκη, την φθορά και τον χρόνο.
Δύο σύμβολα κυριαρχούν στους "Ύμνους": Φως και σκότος, ημέρα και νύχτα. Σ'
αυτά αντιστοιχούν το εδώ και το επέκεινα, η ζωή και ο θάνατος. ο τελευταίος
όμως, ως πλήρωση και λύτρωση. Η νύχτα δεν είναι μόνο "ένα περιεχόμενο του νοείν
(κόσμος ή εσώτερος κόσμος) αλλά και ένας τρόπος του νοείν (όργανο)". Γράφει:
"Πιο ουράνια από εκείνα τα απαστράπτοντα αστέρια μας φαίνονται τα άπειρα μάτια
που ανοίγει μέσα μας η Νύχτα".
Μέσο για την προσέγγιση με το σκότος είναι ο "άγιος ύπνος". Όχι ο φυσικός της
κουρασμένης καθημερινότητας αλλά ο ύπνος του κρασιού, του οπίου (αναφέρεται στον
δεύτερο ύμνο), του έρωτα, και, τελικά, του θανάτου.
'Έχουν γραφτεί πολλά για την μυστική εμπειρία του Novalis, τις μακρινές
πλατωνικές επιδράσεις και τις εγγύτερες των "πιετιστών" (pietismus) που
διατείνονταν πως ο άνθρωπος μπορεί να "ξαναγεννηθεί" και να λυτρωθεί. Οι
πιετιστές βέβαια ήταν φανατικοί Χριστιανοί. Αλλά και ο Novalis από τον τέταρτο
και κυρίως τον πέμπτο "Ύμνο" εισάγει την μορφή του Χριστού. Ο τάφος της Σοφίας
οδηγεί στον ’γιο Τάφο και ο Ιησούς παίζει για το πλήθος των ανθρώπων, τον ρόλο
που έπαιξε για τον Novalis η αγαπημένη. Γίνεται μεσολαβητής ανάμεσα στους δύο
κόσμους. Αυτή η κάπως απρόοπτη μετάλλαξη, έχει προβληματίσει αρκετούς
σχολιαστές. (Δεν θα επεκταθώ. Το κείμενό μου αφορά τον Ελύτη κι όχι τον Novalis
κι έτσι εδώ σημειώνω μόνο όσα στοιχεία θα βοηθήσουν στην προσέγγιση του
Ελεγείου).
Η αναγεννητική εμπειρία της 13ης Μαΐου 1797 κυοφόρησε τους Ύμνους στην
Νύχτα". (Δημοσιεύθηκαν το 1800). Η νεκρή Βεατρίκη έγινε ο "ήλιος της νύχτας" που
λυτρώνει από τα "δεσμά του φωτός". Το έργο αποτελείται από 6 μέρη. Τα τρία πρώτα
είναι σε πεζό λόγο, το τέταρτο και πέμπτο σε μικτό (στίχοι και πεζό) το έκτο
(και το μοναδικό που έχει ξεχωριστό τίτλο: "Νοσταλγία για τον Θάνατο") μόνο σε
στίχους.
Το ποίημα στο οποίο αναφέρεται ο Ελύτης είναι ο τρίτος Ύμνος, που αποτελεί
ποιητική μετάπλαση και ανάπτυξη της ημερολογιακής σημείωσης που αναφέραμε. Οι
μελετητές τον αποκάλεσαν Urhymne (πρωταρχικό ύμνο). Ίσως είναι σκόπιμο να δούμε
ολόκληρο το κείμενό του σε πρόχειρη μετάφραση.
Τρίτος Ύμνος
’λλοτε που έχυνα δάκρυα πικρά, που η ελπίδα μου έλιωνε, αναλυμένη μέσα
στον πόνο κι εγώ στεκόμουν μόνος στο ξερό ύψωμα που έκρυβε σε στενό σκοτεινό
χώρο την μορφή της ζωής μου - μόνος όπως κανείς δεν υπήρξε μόνος, κυνηγημένος
από φόβο ανείπωτο - αδύναμος, σκέψη μοναχά της αθλιότητας.- Όπως κοιτούσα γύρω
για βοήθεια, μπροστά δεν μπορούσα και ούτε πίσω, και κρεμόμουνα με άπειρη
νοσταλγία στην ζωή που έφευγε, που έσβηνε: - εκεί ήρθε από το γαλανό μακρινό,
από τα ύψη της παλιάς μου ευδαιμονίας ένα δέος λυκαυγούς - και με μιας κόπηκε ο
λώρος της γέννας - τα δεσμά του φωτός. Μακριά έφυγε η γήινη μεγαλοπρέπεια και η
λύπη μου μαζί της, η μελαγχολία χύθηκε σε νέο ανεξιχνίαστο κόσμο - εσύ
ενθουσιασμέ της νύχτας, ελαφρέ ύπνε του ουρανού με εκάλυψες - η περιοχή ανέβηκε
απαλά ψηλότερα: πάνω από τον τόπο αιωρείτο το απελευθερωμένο, νεογέννητο πνεύμα
μου. Το ύψωμα έγινε σύννεφο σκόνης - μέσα από τα νέφη είδα εκστατικά τα
χαρακτηριστικά της αγαπημένης. Στα μάτια της αναπαυόταν η αιωνιότητα - έπιασα τα
χέρια της και τα δάκρυα έγιναν δεσμός, σπινθηροβόλος και αρραγής. Χιλιετηρίδες
τραβούσαν, χάνονταν στα βάθη σαν καταιγίδες. Στον λαιμό της έκλαψα γοητευμένα
δάκρυα για την καινούργια ζωή. - Ήταν το πρώτο μοναδικό όνειρο - και μόνο από
τότε νιώθω αιώνια αμετάβλητη πίστη στον ουρανό της νύχτας και στο φως
του, την αγαπημένη.
*
Αυτά ο Novalis. Νομίζω πως τώρα είναι καιρός να προσεγγίσουμε το "Ελεγείο του
Grueningen" του Οδυσσέα Ελύτη (όλα τα παραπάνω ήταν προετοιμασία). Η αρχή του
ηχεί σαν πλατειά ρομαντική μελωδία, με κυνηγητικό κέρας και απηχήσεις σκοτεινών
δασών - συμφωνία του Schumann ή του ύστερου Schubert.
Όχι εδώ δεν υπάρχει ούτε καν "μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα", ή
τελευταία μεσογειακή εικόνα από το ήδη σκοτεινό "Ημερολόγιο ενός αθέατου
Απριλίου." Η ατμόσφαιρα είναι ρομαντική, σχεδόν γοτθική (μήπως οι ρομαντικοί δεν
μυθοποίησαν το γοτθικό;) και βόρεια.
Η ηρωίδα, Soeffchen (Σοφούλα), παρουσιάζεται στον πέμπτο στίχο, σαν
ανταπόκριση στο "μοναδικό όνειρο" (από τον "Τρίτον 'Υμνο", ο στίχος στα
γερμανικά). Το "θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα" που υψώνει θυμίζει την ενασχόληση
του Novalis με την γεωλογία. Γρήγορα όμως, πριν καν σβήσει η εικόνα της κόρης
που "περιδιαβάζει κάτω απ' τις δεντροστοιχίες" εισάγεται η ημερομηνία του
θανάτου της. Κι εκεί ο ποιητής αρχίζει μιαν αντίστροφη μέτρηση με σκοπό:
...να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας.
Η πορεία θανάτου της Sophie von Kuhn εικονογραφείται μέρα με τη μέρα από τις
εννέα ως τις δεκαεννέα Μαρτίου. Έντεκα ενάριθμοι στίχοι όπου ο Ελύτης προσπαθεί
να δώσει μια ποιητική κλίμακα καθόδου στο Μαύρο.
Ωστόσο την αποκαθήλωση ακολουθεί μια εξαίσια παγανιστική αποθέωση, με
ερωτιδείς και "μουσική από μακρινούς αστερισμούς". Η μηδενική αρίθμηση δίνει τη
θέση της σε μια εικόνα παραδείσια. Που οδηγεί στο συμπέρασμα:
Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε
αυτό που οι μάγοι διατείνονται
Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα.
Στους επόμενους στίχους ανακαλείται το όραμα του Novalis ("καταμεσίς Μαίου").
Η ανάκληση καταλήγει σε δύο ημιστίχια που στην μουσική τους θυμίζουν εντονότατα
Hoelderlin:
Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων
'Εκτοτε μέγιστον ήταν το μάθημα.
Το μάθημα ήταν η, μέσω του έρωτα, υπέρβαση του θανάτου.
Σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού ένα ελεγείο είναι "θρηνητικόν άσμα,
θρήνος". Όμως αυτό το ελεγείο (όπως και τα περισσότερα "της Οξόπετρας") ενώ
εμπεριέχει θρήνο, δεν είναι πένθιμο, δεν αποχαιρετά, ούτε μοιρολογεί. Είναι μια
εκπληκτικής ωριμότητας και σοφίας ενατένιση του Τέλους, από έναν μεγάλο
δημιουργό, που, ως την τελευταία στιγμή, ακουμπάει επάνω στον έρωτα και το
ωραίο. Απέναντι στον θάνατο βρίσκει "πατήματα και κρικέλια" (ας θυμηθούμε τον
Διγενή) και αντιπαραθέτει όραμα, ομορφιά και μετα-θάνατο.
Η πρώτη βιαστική ανάγνωση πείθει πως τα "Ελεγεία της Οξόπετρας" είναι
έργο-σταθμός στην πορεία του ποιητή. Πρόκειται για το σκοτεινό αντίστοιχο του
"Φωτόδεντρου". Αποτελούν μία στοχαστική και σπαρακτικά γυμνή "μελέτη θανάτου"
και ίσως γι αυτό (κι όχι μόνο για τον τίτλο) θυμίζουν μεγάλη ποίηση άλλου
Γερμανού ποιητή, τα "Ελεγεία του Duino" του Rainer Maria Rilke.
Ο Ελύτης, στα ογδόντα του, άγγιξε το ύψιστο όριο.
Μικρό σχολιαστικό υστερόγραφο: Η ιστορία του Novalis και της Sophie von
Kuehn (το υποκοριστικό που της είχε δώσει ο αγαπημένος της ήταν Soeffchen και
όχι Sofchen όπως λανθασμένα αναγράφεται στην πρώτη εμφάνιση του Ελεγείου) δεν
εκτυλίχθηκε στην Ρηνανία αλλά στην Θουριγγία (και την Σαξωνία), σε περιοχή που
μέχρι πριν λίγο ανήκε στην (τέως) Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. Οι αναφορές στην
Ρηνανία μάλλον σχετίζονται με το νεανικό ταξίδι του ποιητή.
Απ' την σελίδες του Νίκου Δήμου
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας ο πετροπαιχνιδιάτορας από την άκρη των ακρώ κατηφοράει
στο Ταίναρο Φωτιά 'ναι το πηγούνι του χρυσάφι το πιρούνι του.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Εμείς ψωμί δεν έχουμε και τέτοια δεν κατέχουμε Χρόνους
πολλούς μας πολεμάν κι ανάσα δεν επήραμαν.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί γι' αυτούς
δεν έχει «εγώ» κι «εσύ» Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί γι'
αυτούς δεν έχει χόρταση.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς Δεν έχουν
εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς Το χαμένο μου αίμα και το
μυτερό, μ' ακούς Μαχαίρι Σαν κριάρι που τρέχει μες στους
ουρανούς Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς Σ' αγαπώ, μ'ακούς Σε κρατώ και σε πάω
και σου φορώ Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς Που μ'
αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς Σου κρατεί το χέρι
πάνω απ' τους κατακλυσμούς Οι πελώριες λιάνες και των
ηφαιστείων οι λάβες Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς Να μας θάψουν,
κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θα μας κάνουν
πετρώματα, μ' ακούς Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ'
ακούς Των ανθρώπων Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Απ' τις σελίδες της www.mathisis.com. Χριστιανισμός και
ειδωλολατρεία στο έργο του Ελύτη. του Γιάννη Η. Ιωάννου
Η συνύπαρξη στοιχείων του Αρχαίου και του Νεοελληνικού
πολιτισμού, στο έργο του Ελύτη, δημιουργεί την εντύπωση
μιας φαινομενικής τουλάχιστον, αντίφασης, επειδή
εξυπακούει την παράλληλη συνύπαρξη δυο αντιθετικών
αντιλήψεων για τη ζωή.
Η Αρχαία Ελλάδα θεοποίησε και λάτρεψε τις αξίες της επίγειας ζωής. Ο
Χριστιανισμός, υποτιμώντας την υλική υπόσταση μας διαγράφει τις αρχαίες
ελληνικές αξίες στο όνομα της πνευματικότητας και του μεταφυσικού παραδείσου που
κερδίζονται με τη μαζοχιστική απόρριψη της επίγειας ζωής.
Η Ελλάδα στην ενιαία κι αδιαίρετη μορφή κι έκφραση της αρνήθηκε να υιοθετήσει
δογματικά τη μια ή την άλλη αντίληψη. Πιστή στην κοσμική ταυτότητα και καταγωγή
της, αποδεχόμενη την ουσιαστική γενεσιουργό διττότητα του ανθρώπινου όντος σαν
ύλη και σαν πνεύμα αναζήτησε την υπέρβαση της επίκτητης θεοκρατικής αντίφασης
και αντελήφθη τη ζωή μέσα στη σφαίρα της αρμονικής και δημιουργικής ενότητας,
έτσι όπως η ίδια η φύση το θέλησε. Συνέπεια της συμπεριφοράς αυτής, ήταν η
οικοδόμηση ενός μακραίωνου ενιαίου πολιτισμού, εμπνευσμένου, πότε από την
ειδωλολατρεία πότε από το Χριστιανισμό, αλλά και στις δυο περιπτώσεις
υποταγμένου στην αυστηρότητα και την τελειότητα της Δημιουργίας σαν ενδιάμεσης
κατάστασης ανάμεσα στο ανθρώπινο και το θείο. Η δημιουργική
ικανότητα, φαίνεται να είναι, για τον θνητό, η μοναδική ένδειξη μιας
υποτιθέμενης θεϊκής καταγωγής αλλά και η μοναδική οδός προς την αιωνιότητα. Σε
δυο, φιλοσοφικά αντίθετες περιόδους της Ιστορίας της - την Αρχαία παγανιστική
και τη βυζαντινή μονοθεϊστική, - η Ελλάδα κατόρθωσε, μέσα από την τέχνη, να
προβάλει αριστουργηματικά το ενιαίο της ζωής.
Με την ίδια ευκολία, με την ίδια ειλικρίνεια, με τον ίδιο αισθησιασμό
εξύμνησε την Αφροδίτη και την Παρθένο Μαρία, τον Απόλλωνα και τους τρεις
Ιεράρχες, το Δία και το Χριστό. Δε μας ενδιαφέρει λοιπόν ποια από τις δύο
φιλοσοφικές αντιλήψεις είναι η πιο αληθινή, η πιο ορθή, η πιο αυθεντικά
ανθρώπινη. Ο άνθρωπος, στη βαθύτερη ουσία του, στην πολύπλοκη και πολυδιάστατη
υπόσταση του, είναι ένας κόσμος απροσδιόριστος και οι πολιτισμοί που παράγονται
από τις εκάστοτε κυρίαρχες φιλοσοφικές αντιλήψεις, δεν αποτελούν παρά μιαν
αξιοποίηση των διάφορων και διαφορετικών όψεων της ζωής στην πορεία μας προς την
αιωνιότητα. Οι θεοί και οι ήρωες, οι άγιοι και οι άγγελοι δεν είναι παρά τα
αποτελέσματα της οργανικής επιθυμίας, της συνεχούς φυσιολογικής προσπάθειας του
ανθρώπου για τη δικαιολόγηση, την κατανόηση και την εξέρευση των αρχέγονων νόμων
που διέπουν τη σχέση του με τον κοσμικό του χώρο. Ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό,
ο Χριστιανισμός για την Ελλάδα και τον Ελύτη, ήταν και παραμένει το ίδιο
αληθινός και το ίδιο αυθεντικός με την Αρχαιότητα.
συνέχεια
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
Εναλλακτικά εξερευνήστε το χρονολόγιο.
[ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη] (1911-1996). Μεγάλος
Έλληνας ποιητής, βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ (1979).
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911
στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τελευταίος από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη
Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Κατάγεται και από τους δυο γονείς του από
τη Μυτιλήνη. Σε πολύ μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκε
και η έδρα της επιχείρησης σαπωνοποιίας του πατέρα του. Μετά το 1920 η
οικογένειά του αντιμετώπισε ορισμένες επιθέσεις για την προσήλωσή της στις
βενιζελικές ιδέες. Το 1923 ταξίδεψαν στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία
και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον
Ελευθέριο Βενιζέλο.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του περνούν στην Κρήτη,
στη Μυτιλήνη, στις Σπέτσες. Οι χειμώνες περνούν με αδιάκοπο διάβασμα,
καθώς φοιτά πρώτα στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή και κατόπιν στο Γ΄
Γυμνάσιο. Από το περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», όπως ο ίδιος
ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του
«Ανοιχτά Χαρτιά», Αστερίας [1974]) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική
λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που
ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Περισσότερο
όμως από την ποίηση, που η προσπέλασή της μέσα από τα σχολικά
αναγνώσματα και τις διδασκαλικές αναλύσεις του φαίνεται δύσκολη και
αδιάφορη, του μιλάει η Ελλάδα. Παίρνει μέρος σε ορειβατικές εκδρομές και
αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη
και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση.
Καμπούρογου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, μάλιστα κι ένας τρίτομος
«Οδηγός της Ελλάδος». Μια ασθένεια όμως τον αναγκάζει να καθηλωθεί στο
κρεβάτι με αποκλειστική παρηγοριά τη μελέτη.
Η ποίηση αρχίζει να τον ενδιαφέρει όταν γνωρίζει το
έργο του Καβάφη και του Κάλβου και ανανεώνει τη γνωριμία του με τη
θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Την ίδια περίπου εποχή (1927)
πρωτοδιάβασε ποιήματα δυο μοντέρνων Γάλλων ποιητών, του Paul Eluard και
του Perre Jean Jouve, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη
λογοτεχνία, όπως ο ίδιος ομολογεί: «...μ� ανάγκασαν να προσέξω κι
αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της
ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση» («Ανοιχτά Χαρτιά»). Στρέφεται
στον υπερρεαλισμό, στη μαγεία της αστραφτερής, νεόκοπης, ζωντανής και
παράδοξης νέας ποιητικής έμπνευσης που μεταχειρίστηκε τις λέξεις
δημιουργικά για να δώσει μια καινούργια γλωσσική αντίληψη, έναν κόσμο
που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την αλήθεια και
την φαντασία.
’ρχισε τότε τις πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες στην
τέχνη. Το 1930 γράφεται στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα μελετά σύγχρονη
ελληνική ποίηση: του Καίσαρος Εμμανουήλ τον «Παράφωνο αυλό», του
Θεοδώρου Ντόρου «Στου γλυτωμού το χάζι» (1930), του Γιώργου Σεφέρη τη
«Στροφή» (1931) και του Νικήτα Ράντου τα «Ποιήματα» (1933). Με
ενθουσιασμό, σωστό πάθος, συνεχίζει τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα:
«Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και
αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ,
ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε
σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα
τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα
είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε,
μπορούσαν να δικαιολογήσουν» («Ανοιχτά Χαρτιά») .
Το 1934 είναι μέλος της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής
Ομάδας του πανεπιστημίου Αθηνών» που διοργάνωνε συζητήσεις πάνω σε
θέματα κυρίως φιλοσοφικά, με τη συμμετοχή των Κ.Τσάτσου,
Π.Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή. Τότε
γνωρίζεται με το Ι. Σαραντάρη (1908-1941), τον ευαίσθητο ποιητή που ήρθε
από την Ιταλία για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της νιότης και της
δημιουργίας του στην αγαπημένη του πατρίδα και τελικά να πεθάνει σ�
αυτήν στον πόλεμο του �40. Ο Σαραντάρης τον ενθαρρύνει στις ποιητικές
του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντεύεται αν πρέπει να
δημοσιεύσει τα έργα του και τον γνωρίζει στον κύκλο των «Νέων Γραμμάτων»
(1935-40, 1944). Το περιοδικό αυτό, που διευθυντής του ήταν ο Αντρέας
Καραντώνης και συνεργάστηκαν στις σελίδες του παλιοί και νεότεροι
αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες (Γ.Σεφέρης, Γ.Θεοτοκάς, ’γγ. Τερζάκης,
Κ.Πολίτης, ’γγ. Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες
δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως
τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή
με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο
της γενιάς του �30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεoτεριστικά
στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων
Ελλήνων ποιητών.
Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια
ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησαν
τα «Νέα Γράμματα». Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που
χαρακτηριστικά τον ονομάζει: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της
φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα.
Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο
τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την
κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική
τους αναξιότητα» («Ανοιχτά Χαρτιά»). Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε
διάλεξη με θέμα: «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε
και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό.
Μια φιλία με μεγάλη αντοχή και διάρκεια, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια,
έδεσε τους δυο άντρες. Ο Εμπειρίκος είχε ήδη βρει το δρόμο του και τον
ακολουθούσε ανυποχώρητα.
Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το
«Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Εμπειρίκου
«Υψικάμινος» με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια
νεότερος, είδε ν� ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα
ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει
το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι πήγαν στη Λέσβο, όπου με
τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη
ανακαλύπτουν την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα
χρόνο πριν.
Το Νοέμβριο στο 11ο τεύχος των «Νέων Γραμμάτων»
δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη, που έτσι πρωτοεμφανίστηκε
στον κόσμο των γραμμάτων, καθιερώνοντας ταυτόχρονα και το ψευδώνυμό του
ως αποκλειστική γραφή του έργου του. Το 1936 η ομάδα των νέων λογοτεχνών
γίνεται πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίζει τον ποιητή Νίκο
Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό».
Μεταφράζει ποιήματα του Paul Eluard για τα «Νέα Γράμματα» και στο
προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που:
«Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν
κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας»
(«Paul Eluard», «Τα Νέα Γράμματα» , ).
Τότε, οργανώθηκε και η «Α΄ Διεθνής Υπερρεαλιστική
Έκθεση των Αθηνών», όπου ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την
τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Η νέα ποιητική σχολή αρχίζει να
επιβάλλει την παρουσία της στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί της πληθαίνουν,
αλλά μαζί αυξάνονται και οι επικριτές της. Το 1937 εγκαταλείποντας
οριστικά τις νομικές σπουδές του, ενώ η λογοτεχνική του συντροφιά
σκορπίζεται, ο Ελύτης κατατάσσεται στο στρατό και πηγαίνει ως το 1938
στην Κέρκυρα, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Την ίδια εποχή αλληλογραφεί
με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονται στην Κορυτσά.
Το 1939, μετά από σκόρπιες δημοσιεύσεις ποιημάτων
του σε περιοδικά, τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή
«Προσανατολισμοί». Αν η «Στροφή» του Σεφέρη λίγα χρόνια νωρίτερα έφερε
την ποίησή μας στο μονοπάτι μιας ουσιαστικής αλλαγής, από την άλλη
σκοπιά ο Ελύτης προσανατολίζει τους νεότερους -όντας ο ίδιος πια βέβαιος
για την πορεία του- στη χάραξη ενός καινούργιου δρόμου. Οι μεταφράσεις
που πλήθυναν στα χρόνια αυτά έχουν φέρει σε επαφή το ελληνικό πνεύμα με
τις σύγχρονες δυτικές αναζητήσεις και η κριτική αρχίζει να αποδέχεται τη
νέα ποίηση.
Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης, ανθυπολοχαγός στο
1ο Σύνταγμα Πεζικού, βρίσκεται στο μέτωπο, στην Αλβανία. Κινδυνεύει να
πεθάνει από προσβολή κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται ένα
από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά». Εκεί την ’νοιξη του 1942
ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του
Α.Κάλβου». Στην Αθήνα εξακολουθούν πάντα οι λογοτεχνικές συζητήσεις και
συνεχίζονται οι εκδόσεις των βιβλίων σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια των
δημιουργών να ξεφύγουν με τη φαντασία τους μακριά από την εξοντωτική
ατμόσφαιρα της κατακτημένης Ελλάδας και να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει
έστω και για λίγο τη φρίκη του πολέμου.
Το 1943 κυκλοφόρησε «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις
Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και
στην ομορφιά της φύσης. Στα «Νέα Γράμματα» που ξανακυκλοφόρησαν το 1944,
δημοσιεύει το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 συνεργάζεται με το
περιοδικό «Τετράδιο» μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Λόρκα και
παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο «’σμα Ηρωικό και
Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Ο πόλεμος του �40 του
έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την «Καλωσύνη στις Λυκοποριές», την
«Αλβανιάδα» και την ανολοκλήρωτη «Βαρβαρία». Το 1945 διορίστηκε για ένα
μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ακόμη
συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», την «Ελευθερία» και την
«Καθημερινή», όπου κράτησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.
Το 1948 ταξιδεύει στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί
στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη.
Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολιάζει
τα συναισθήματα και τις σκέψεις του με τούτα τα λόγια: «Ένα ταξίδι που θα μ�
έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να
λογαριάζω ότι θα μ� έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα
κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν
συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l�Odeon και στην Place Blanche, στο
Montparnasse και στο St.Germain des Pres» («Ανοιχτά Χαρτιά») Γνωρίζεται με
με τους A.Breton, P.Eluard, P. Reverdy, A. Camus, T. Tzara, P.J.Jouve, G.
Unga-retti, R. Char.
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E.Teriade,
που πρώτος έχει προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου,
συναντά τους μεγάλους ζωγράφους Matisse, Shagal, Giacometti, de Cirico και
Picasso, για του οποίου το έργο θα γράψει αργότερα άρθρα και θ� αφιερώσει
στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα
(τέλη του 1951), ταξιδεύει στην Ισπανία και στην Ιταλία, ενώ στη διάρκεια
της παραμονής του στην Αγγλία (τέλη του 1950 - Μάιος του 1951) συνεργάζεται
με το Β.Β.C. και αρχίζει τη σύνθεση του «’ξιον Εστί». Το 1949 μετέχει στην
ίδρυση της Association Internationale des Critiques d� Art, ενώ το 1952
γίνεται μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απονέμει βραβεία
λογοτεχνίας. Το 1953 αναλαμβάνει και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση
Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. Το 1954 γίνεται μέλος της «Ευρωπαϊκής Εταιρείας
Πολιτισμού» στη Βενετία, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετέχει στο Διοικητικό
Συμβούλιο του θεάτρου Τέχνης και του Ελληνικού Χοροδράματος.
Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής
τυπώνει το «’ξιον Εστί», που τον άλλο χρόνο του δίνει το Α΄ Κρατικό
βραβείο Ποίησης, ενώ τότε εκδίδει και τις «Έξη και Μία Τύψεις για τον
Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέπτεται τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Το 1962 μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη πηγαίνει στη Ρωσία, ενώ
το 1965 μεταβαίνει στην Βουλγαρία με πρόσκληση της «Ένωσης Βουλγάρων
Συγγραφέων». Τέλος του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχου του
Φοίνικος, ενώ γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού
Θεάτρου. Ταξιδεύει στη Γαλλία (1966) και την Αίγυπτο (1967) και
ασχολείται με τη ζωγραφική και με μεταφράσεις, ως την άνοιξη του 1969
που ξαναγυρίζει στο Παρίσι. Το 1970 μένει για ένα διάστημα στην Κύπρο,
ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μετά τη Μεταπολίτευση
διορίζεται Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για
δεύτερη φορά του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κατά τα χρόνια που
ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο και το 1977
τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στην Αθήνα, το Μάρτιο
του 1996.
|