Since 1996
LAND of GODS: Ενότητες, Ανθολογίες & άλλα:
  1. LAND of GODS: η ΠρώτηΣελίδα

  2. τα δικά μου γραψίματα και άλλα..

  3. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα:
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς

  4. Γη των πατέρων μου
    τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  5. Ανθολογία:
    το Δημοτικό τραγούδι..

  6. Ανθολογία:
    ποιήματα τα αγαπημένα

  7. Ανθολογία:
    Νεοελληνική Πεζογραφία

  8. Σελίδες απ' την Ελληνική
    Λογοτεχνία στο διαΔίκτυο

  9. το Έργο του
    Οδυσσέα Ελύτη

  10. Ανθολογία:
    Έλληνες ποιητές και
    συγγραφείς στο διαΔίκτυο

  11. Ανθολογία:
    τα Μικρά Ενθυμήματα:
    (Αφιέρωμα για τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ)
    της LAND of GODS 1996 - 2006

  12. Σύγχρονη Αρκαδική
    και Γορτυνιακή Ανθολογία

  13. LAND of GODS
    ...FTP... κ.α.

  14. τα Απομνημονεύματα
    του Γιάννη Μακρυγιάννη
    (Ολόκληρο το βιβλίο)

  15. τα Απομνημονεύματα
    του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

  16. LAND of GODS: a Little Bit
    of Greece: Newspapers & more..

  17. LAND of GODS:
    το περιοδικό μας
    το "Έλα να δεις"

  18. Ανθολογία:
    στην ΑΚΡΗ του ματιού..
    Για να δείτε καλύτερα αυτή
    την Σελίδα χρησιμοποιήστε
    Internet Explorer)

  19. 4 Ανθολογίες της EELSPH :
    'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων
    γράφουν και δημιουργούν

  20. Κριτικές Αναλύσεις
    στο ανέκδοτο βιβλίο του
    "Καπνόν Αποθρώσκοντα"

  21. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    το Ποίημα της ημέρας

  22. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    ο Στίχος της ημέρας

  23. η LAND of GODS
    στο FaceBook

  24. ο Ελληνισμός της Διασποράς

  25. Βιβλία και Αφιερώματα

  26. το Καρδαρίτσι
    μέσα απ' τις Φωτογραφίες

  27. LAND of GODS:
    Μηνύματα και επιστολές..

  28. LAND of GODS:
    Συνεντεύξεις | αναλύσεις | γνώμες
    και ο καλός ο Λόγος
    των Φίλων..

  29. η Μετάφραση
    της Ρέας Φραγκοφίνου

  30. LAND of GODS:
    Καινούρια και Παλιά..

  31. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Α)

  32. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Β)

  33. ο Κώστας Δουρίδας
    μέσα από το Google..

  34. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα :
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς
    στο GOOGLE

  35. δείτε Φωτογραφίες
    -ίσως και την δική σας!-
    μέσα από το GOOGLE..

  36. Πάμε Καρδαρίτσι??
    (η Ιστοσελίδα του Συλλόγου)

Κώστας
Καρυωτάκης

Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη  σελίδα

Home to LAND of GODS
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |
τα Ποιήματα : Μυγδαλιά Τα νέα παιδιά Γραφιάς Στους άδοξους ποιητές Πρέβεζα Ο Μιχαλιός Α κύριε, κύριε Μαλακάση Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ... Δημόσιοι υπάλληλοι Σταδιοδρομία Κριτική Ολοι μαζί Εμβατήριο πένθιμο Μίσθια δουλειά Πεθαίνοντας



(1896-1928)
"Η Ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη, ήταν μια σπαρακτική έκφραση του ανίατου άλγους του. "Σε άπόπειρες διεξόδου", γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης, "έκαμε στίχο την απεγνωσμένη κραυγή του, έτσι όπως εσκάρωνε φάρσες και σάτιρες την ώρα που η ψυχή του μαραίνονταν στη φθορά. Εξόριστος της πραγματικότητος, απέφευγε την αντιμετώπιση της ζωής και γευόταν την πίκρα της ήττας του. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο το εσωτερικό του δράμα, αλλά και η ειλικρινής ποιητική του συνείδηση, που έδωσε τέτοιον χαρακτήρα ανανέωσης στο έργο του, ώστε να τον υψώσει, παρόλο που το ρεύμα και το πνεύμα του Καρυωτακισμού εχάθηκε, σε μια ηγετική φυσιογνωμία ανάμεσα στους λυρικούς της γενεάς του"

«Ψεύτη του κόσμου»
του ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗ

Εβδομήντα χρόνια από την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη, το ερώτημα για τη σχέση ποίησης και βίαιου θανάτου παραμένει σε εκκρεμότητα. Ενα συμπόσιο ρίχνει φως στο φαινόμενο του «καρυωτακισμού».

Το διήμερο συμπόσιο «Καρυωτάκης και καρυωτακισμός» πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1997, ένα μήνα αφού παρήλθε η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση (1896) του μεσοπολεμικού ποιητή. Αλλά, αν και το συμπόσιο δεν συνέπεσε με την τύρβη των επετειακών εκδηλώσεων, το γεγονός ότι ο τόμος των Πρακτικών του εκδόθηκε λίγους μήνες (Μάρτιος 1998) πριν από τη συμπλήρωση των 70 χρόνων από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, μοιάζει να είναι σημαδιακό: και στον βαθμό που η ιστορία της καρυωτακικής πρόσληψης επιβεβαιώνει ότι συνήθως η κριτική και αναγνωστική ματιά στην ποίηση του Καρυωτάκη διεθλάτο μέσα από τον, τουλάχιστον μεγεθυντικό, φακό της αυτοχειρίας του.

Το διώνυμο (καρυωτακική) ποίηση και (εθελούσιος) θάνατος ήταν και εξακολουθεί να είναι η ρίζα του φαινομένου που ως σήμερα μπορούμε να ονομάζουμε, καταχρηστικά έστω, «καρυωτακισμό»· όχι πια, βέβαια, με τη σημασία του πρώτου, ιστορικά μαρτυρημένου «καρυωτακισμού», εκείνου της μιμητικής αντιγραφής της καρυωτακικής ποίησης που ξέσπασε ως βραχύβια μόδα τα χρόνια που ακολούθησαν (1928-1935) την περίφημη πράξη θανάτου. Με την έννοια, όμως, ότι ο ποιητής και άνθρωπος Καρυωτάκης, το ποιητικό πρόσωπο και το μυθοποιημένο προσωπείο, αφεύκτως συνδεδεμένα, παραμένουν παρόντα ή / και δρώντα στο προσκήνιο της φιλολογίας, της κριτικής και της ποίησης, εδώ και εβδομήντα χρόνια και ιδίως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.

Βέβαια ο καρυωτακισμός περιορίστηκε στον παραπάνω χρόνο, λανθανόντως όμως προσέλαβε κοινωνιολογικές προεκτάσεις, οι οποίες και ευνόησαν την ευρεία αναγνωστική απήχηση του ποιητή. Σε τι έγκειται το κοινωνιολογικό στίγμα του καρυωτακισμού; Το κατά καιρούς επαναπροσδιορισμένο ενδιαφέρον για τον Καρυωτάκη εξαρτήθηκε όχι τόσο από το ποιόν της ποίησης, αλλά κυρίως από το ποσόν της ιδιόρρυθμης, αποκλίνουσας από το μέσο όρο ανθρώπινης περίπτωσης (με ποικίλες εκδοχές, από τον δειλό ως τον παράτολμο· με άλλα λόγια, από τον αγοραφοβικό μισάνθρωπο ως τον αηδιασμένο από την εποχή του καταραμένο επαναστάτη - αποστάτη της ζωής). Επίσης το ενδιαφέρον αυτό δεν σήμανε τόσο την αξιοποίηση της (αναμφισβήτητης) γλωσσικής και μορφολογικής δυναμικής αυτού καθεαυτού του ποιητικού έργου, αλλά οδήγησε στη χρήση και παραποίηση του περιεχομένου του, σύμφωνα με τα ερμηνευτικά σχήματα ή τα παρερμηνευτικά προσωπεία με τα οποία ποιητές και κριτικοί το προσεταιρίστηκαν ή το ενέδυσαν, προς «ίδιον όφελος».

Ηδιερεύνηση των εκδηλώσεων και η εξιχνίαση των αιτιών του φαινομένου που περιγράφηκε παραπάνω, ήταν το ουσιαστικό θέμα του συμποσίου «Καρυωτάκης και καρυωτακισμός». Κρινόμενος στο σύνολό του ο ομώνυμος τόμος, που περιλαμβάνει 19 μελέτες, αποτελεί μια ακόμη σημαντική εκδοτική προσφορά της Εταιρείας Σπουδών στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και εν προκειμένω στη μελέτη του έργου του Καρυωτάκη, του καρυωτακισμού και της αναπόδραστης διαπλοκής τους. Σε άμεση σχέση με το κύριο θέμα, διερευνάται το ιστορικό της κριτικής εκκόλαψης και επικράτησης του όρου «καρυωτακισμός» (Αργυρίου), επανεκτιμάται η χρήση του από τον Καραντώνη προκειμένου να καθιερωθεί η γενιά του 1930 (Αγγελάτος) και αμφισβητείται κρινόμενος σε σχέση με τα κριτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα του τότε και του σήμερα (Τζιόβας). Επίσης επισημαίνονται χαρακτηριστικές όψεις του εβδομηντάχρονου «καρυωτακισμού» της κριτικής, της ποικίλης δηλαδή μυθοποίησης του ανθρώπου (Καστρινάκη). Αρκετές μελέτες εντοπίζουν τα ίχνη και σχολιάζουν το ποιόν της σχέσης που ανέπτυξαν με την ποίηση του Καρυωτάκη και τη μορφή του ποιητικού προγόνου μεταγενέστεροί του ποιητές: από τον Κοτζιούλα (Παπακώστας) και τους υπερρεαλιστές ποιητές της γενιάς του 1930 (Ντουνιά), ως τον Σκαρίμπα (Κοκόλης), τους κύπριους ποιητές της περιόδου 1930-1960 (Βουτουρής) και τους ποιητές της γενιάς του 1970 (Γαραντούδης, Τζιόβας). Σε αρκετές μελέτες η σε βάθος γραμματολογικής εποπτείας και κριτικής προοπτικής εξέταση του καρυωτακικού έργου μέσα από το πρίσμα της συγκριτικής φιλολογίας αναδεικνύει τη διακειμενική επαφή του με την ξένη ποίηση (Baudelaire: Τσιριμώκου, βαλκάνιος υστεροσυμβολισμός: Ιβάνοβιτς) και την ελληνική ποίηση, είτε γενικά τη σύγχρονή του (Αθανασοπούλου), είτε ειδικότερα εκείνην του Μαλακάση (Καρβέλης) και του Φιλύρα (Δάλλας). Σε αρκετά μελετήματα εξετάζεται διεξοδικά ή θίγεται αδρομερώς το παλαιότερο ερώτημα αν ο Καρυωτάκης αποτελεί τέλος μιας ποιητικής περιόδου, αρχή μιας νέας ή το μεταίχμιό τους. Η υποστήριξη της τρίτης άποψης πλειοψηφεί, ενώ η πρώτη απορρίπτεται καθολικά.

Το πιο ενδιαφέρον όμως ζήτημα για τη διακρίβωση της κριτικοφιλολογικής μας ωρίμανσης έναντι του Καρυωτάκη θέτει το δίλημμα το οποίο αναφύεται από τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες οπτικές προσέγγισής του από διάφορους μελετητές. Η πρώτη οπτική συνοψίζεται χαρακτηριστικά στα εξής δύο παραθέματα: «το φαινόμενο του "καρυωατακισμού" με τις κοινωνικές προεκτάσεις του (...) οφείλεται στην πρότυπη ενότητα ποίησης ­ ζωής ­ θανάτου που ενσάρκωσε ο ποιητής με την τραγικά συνεπή αντίδρασή του στην κρίση του καιρού του.» (σ. 27) και «ο Καρυωτάκης (...) κάνει στο επίπεδο του λόγου μια ανάλογα ανατρεπτική πράξη με την αυτοκτονία του» (σ. 33) (Καψωμένος). Η δεύτερη οπτική έγκειται στην ανασκευή της πρώτης: «η ανάμειξη βίου και τέχνης αποτελεί μια από τις ρίζες του κοινωνιολογικού φαινομένου "καρυωτακισμός"· κοινωνιολογικού βέβαια, εφόσον η ανάμειξη συνεπιφέρει, ασυνειδητοποίητα, που σημαίνει θολά, την αμφίδρομη μετακίνηση κριτηρίων και σταθμίσεων από τον ένα χώρο στον άλλο» (σ. 364) (Κοκόλης). Η ανάδειξη ή, ακριβέστερα, η επαναβεβαίωση του παραπάνω διλήμματος, μέσα από τις σελίδες του αφιερωμένου στον Καρυωτάκη τόμου, δείχνουν ότι ο έλεγχος της ιστορίας του καρυωτακισμού και ο καρυωτακισμός, με την έννοια της παραμονής σε εκκρεμότητα του ερωτήματος για τη σχέση ποίησης και βίαιου (θανάτου), παραμένουν αλληλένδετοι.

Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών και διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από τις εκδόσεις «Νεφέλη» κυκλοφόρησε με επιμέλεια δική του η «Ανθολογία Νεότερης Ελληνικής Ποίησης, 1980-1997».

Το ΒΗΜΑ, 05/07/1998 , Σελ.: S05
Κωδικός άρθρου: B12488S051
ID: 97616




Καβάφης-Καρυωτάκης ... Ποιήματα ποιητικής
Arshive.gr

Ο Κ.Π. Καβάφης και ο Κ.Γ. Καρυωτάκης είναι δύο ποιητές που έδρασαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Το έργο τους, αν και παραγνωρισμένο από τους συγχρόνους τους, υπήρξε σταθμός στην πορεία της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας και σημάδεψε τόσο την αισθητική όσο και την κοινωνική σκοπιά των νεώτερων ποιητών. Συχνό φαινόμενο στο έργο τόσο του Καβάφη όσο και του Καρυωτάκη αποτελούν τα λεγόμενα ποιήματα ποιητικής. Πρόκειται για τα ποιήματα εκείνα που αποκαλύπτουν: τον καλλιτεχνικό προβληματισμό των δημιουργών τους· την πηγή της έμπνευσής τους· την αγωνία για το παρόν και το μέλλον της γραφής τους.

Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τον λόγο περί ποιητικού υποκειμένου ή/και περί ποιητικής λειτουργίας σε τέσσερα ποιήματα του Καβάφη και σε τέσσερα του Καρυωτάκη, αντίστοιχα. Η ανάλυση της μορφής που παίρνει αυτός ο λόγος σε κάθε έργο μεμονωμένα, αλλά και η σύγκριση μεταξύ των δύο ποιητών, θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα αναφορικά με τον χαρακτήρα της ποιητικής των δύο δημιουργών.

Στο ποίημα «Το πρώτο σκαλί» του Καβάφη τα ποιητικά υποκείμενα είναι δύο και βρίσκονται σε διάλογο: ένας ποιητής νέος και πρωτόπειρος, και ένας έμπειρος. Ο νέος ποιητής παραπονιέται για τον μακρύ δρόμο που απλώνεται μπροστά του. Απογοητεύεται όταν βλέπει ότι είναι «πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα» και φοβάται ότι ποτέ δεν θα καταφέρει ν’ ανέβει πάνω απ’ το πρώτο της σκαλί που βρίσκεται τώρα. Όμως ο έμπειρος ποιητής τον μαλώνει:
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει
.
Ο όρος κοινός κόσμος; δε χρησιμοποιείται βέβαια με την ταξική έννοια του όρου για να ξεχωρίσει τον ποιητή από τον λαό «αλλά γενικά από τους καλλιτεχνικά, αισθητικά, ποιητικά αμέτοχους, τους άμουσους, είτε αυτοί ανήκουν στο λαό, είτε στην τάξη του ποιητή»[1]. Αυτό που τελικά έχει σημασία είναι ότι κατάφερε να πολιτογραφηθεί στην πόλη των ιδεών, πράγμα πολύ δύσκολο καθώς:
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης
.
Σύμφωνα με τον Δάλλα στο ποίημα αυτό ο Καβάφης εξιδανικεύει την καλλιτεχνική λειτουργία καθώς «θεωρεί εκ προοιμίου την αξία της πρωταρχική και την προσήλωσή του σ’ αυτήν ολοκληρωτική και αμετάκλητη»[2].
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα
.

Είναι όμως και κάποιοι άλλοι ποιητές που δεν κατάφεραν ν’ ανέβουν ούτε ακόμα σ’ αυτό το πρώτο σκαλί και που μάταια ελπίζουν «πώς κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί» και γι΄ αυτούς. Στους στιχουργούς εκείνους, που δεν έζησαν ζωή δυστυχισμένη -όπως ο Πόε ή ο Μπωντλαίρ- και τους χαρίστηκε η αθανασία μέσω του έργου τους, αλλά που «ανάξια στιχουργούνε» και τους οποίους «το έρεβος εσκέπασε βαρύ», αφιερώνει ο Καρυωτάκης την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων». Αναλαμβάνει, με τον τρόπο αυτό, να τους τραβήξει από την αφάνεια ενώ «την ίδια στιγμή αξιώνει και γι΄ αυτόν την ίδια προοπτική»[3]:
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιός άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ‘ναι;
»

Στη «Σταδιοδρομία» του Καρυωτάκη συμπυκνώνεται, τελικά, όλη η πορεία ζωής ενός ποιητή. Το ποιητικό υποκείμενο του ποιήματος είναι ο ίδιος ο αφηγητής. Έχει βάλει τη σάρκα και το αίμα του στο έργο του και ελπίζει τώρα για την αναγνώριση που θα έλθει ως ανταμοιβή. Όμως η κατάθεση της ψυχής και του σώματος δεν φτάνει· οι δημόσιες σχέσεις με τους λόγιους κύκλους αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία.
Τα λόγια μου θα ‘χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία
.
Τι από όλα αυτά θα έχει όμως τελικά αξία όταν τα χρόνια θα έχουν περάσει και θα έχει χάσει την ευκαιρία να ζήσει; Μέσα από τον αυτοσαρκασμό μεταφέρεται η ματαιόδοξη αντίληψη του ποιητή για την ποιητική «σταδιοδρομία» των ποιητών[4].

Χωρίς ίχνος αυτοσαρκασμού, αντίθετα με μια δόση λυρισμού, ο Καβάφης δίνει την δική του απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Στο ποίημά του «Πολύ σπανίως» ο ποιητής είναι πια γέρος
... Εξηντλημένος και κυρτός,
σακαταμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,

κρατώντας, εντούτοις, ακόμα μερτικό στα νιάτα. Τα στόματα των νέων που απαγγέλλουν τους δικούς του στίχους γίνονται το νεανικό του στόμα, και τα σώματά τους που συγκινούνται «με την δική του έκφανσι του ωραίου» γίνονται το νεανικό του σώμα. Σε ένα άλλο ποίημά του, εξάλλου, με τον μακροσκελή τίτλο «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.», το ποιητικό υποκείμενο ασκεί έναν εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος δίνει έμφαση στην «πληγή από φρικτό μαχαίρι» που προκαλούν τα γηρατειά. Η ίδια, όμως, η «Τέχνη της Ποιήσεως» έχει τα φάρμακα «που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».

Ξαναγυρνάμε στον Καρυωτάκη για να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε. Ο λεπτός αυτοσαρκασμός που διακατέχει την «Σταδιοδρομία» θα πλημμυρίσει με έναν χειμαρρώδη σαρκασμό το «Όλοι μαζί».
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

Εδώ ο ποιητής καυτηριάζει τους σύγχρονούς του ποιητές (συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του, όπως φαίνεται από τον πρώτο στίχο) και τους κατηγορεί για εγωτισμό, ματαιοδοξία και περιθωριοποίηση[5]. «Οι ποιητές αυτοί αρνούνται ακριβώς να στρέψουν τα μάτια στην αποκαρδιωτική πραγματικότητα που τους περισφίγγει, και το κυριότερο, αρνούνται να αναγνωρίσουν την έκπτωσή τους με τους όρους της, όπως παρωδικά μετατιθέμενοι από τα οικεία τους κειμενικά συμφραζόμενα, δεσπόζουν εδώ στην τελευταία στροφή -και ιδιαίτερα στον τελευταίο στίχο με τα εισαγωγικά»[6]:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ΄ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».


Το ίδιο μοτίβο ειρωνείας και σαρκασμού επαναλαμβάνει ο Καρυωτάκης και στο «[Είμαστε κάτι...]». Στο ποίημα αυτό γίνεται πιο έκδηλη η περιθωριοποίηση των ποιητών με την προσήλωσή τους στην τέχνη για την τέχνη.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Ζωή και τέχνη έτσι γίνονται ένα και το ποιητικό δημιούργημα αποκτά αυθυπαρξία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Φραντζή: «Η μουσική ταυτίζεται με τη ρευστότητα των αισθημάτων και το φευγαλέο της ανθρώπινης ύπαρξης. (....) Η δημιουργία γίνεται αυτοσκοπός και η ίδια η ζωή μετατρέπεται σε ποιητικό γεγονός»[7]. Την κριτική αυτή για αυτοαναφορικότητα, την οποία ο ποιητής ασκεί προς τους ομοτέχνους του, στρέφει και προς τον εαυτό του μιλώντας σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο αλλά και γράφοντας ένα τελείως αυτοαναφορικό ποίημα.

Αφήσαμε τελευταίο στην ανάλυσή μας το ποίημα του Καβάφη «Καισαρίων», καθώς είναι το μόνο που διαπραγματεύεται την διαδικασία μετατροπής της έμπνευσης σε ποιητική δημιουργία. Ο αφηγητής του ποιήματος είναι ένας λόγιος ποιητής, για τον οποίο εργασία και ελεύθερος χρόνος αποτελούν κοινή συνισταμένη:
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.


Μετά την παρεμβολή μιας ειρωνικής αναφοράς στους αυλοκόλακες ποιητές, παρουσιάζεται η στιγμή της έμπνευσης: μια μικρή μνεία για τον βασιλιά Καισαρίωνα, για τον οποίο λίγες μόνο γραμμές βρίσκονται στην ιστορία. Αυτές οι λίγες γραμμές είναι όμως αρκετές για να τον πλάσει με την φαντασία του
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.

Ήταν αρκετές για να τον ενσαρκώσει[8], «για να τον δημιουργήσει όχι μονάχα μέσα στην τέχνη του σαν πρόσωπο νεκρό, μα για να τον χαρεί τον ίδιο μέσα στην εμορφιά του»[9]:
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου -άφισα επίτηδες να σβύνει-
εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου

Έτσι, λοιπόν, μια ιστορική μνεία μετουσιώνεται σε οπτασία και αμέσως μετά σε ποίηση, με την καταλυτική χρήση της φαντασίας και της τέχνης, αντίστοιχα[10].

Αποτιμώντας συλλογικά τα ποιήματα του Καβάφη, αυτό που αρχικά διακρίνουμε είναι αυτό που εύστοχα παρατήρησε ο Άγρας: «Η ποίησις πηγάζει από το Πάθος, ή τουλάχιστον από τη Συγκίνηση, την κλασματική του μονάδα. Η Συγκίνησις κινεί έπειτα την Φαντασία»[11]. Η συγκίνηση, όμως, αυτή του ποιητικού υποκειμένου δεν διαγράφεται με λυρικές εξάρσεις αλλά λειτουργεί ως ένα λεπτό υπόστρωμα πάνω στο οποίο «αναπαριστώνται με ακρίβεια οι συνθήκες της πραγματικότητας που υπέθαλψαν τη συγκεκριμένη διάθεση»[12]. Η διάθεση, εξάλλου, του ποιητή είναι κατά κύριο λόγο αναδρομική, είτε αυτό αφορά την πηγή της έμπνευσής του, είτε την προσωπική του αποτίμηση[13].

Η ποιητική δημιουργία του Καβάφη έχει τις βάσεις της στην ιστορία και στην μνήμη. Η πρώτη αποτυπώνεται έκδηλα στις ιστορικές ή ιστορικοφανείς αναφορές στην ελληνιστική εποχή, ενώ η δεύτερη στις ρεαλιστικές περιγραφές των γεροντικών ποιητικών υποκειμένων. Κι αν καμία από τις δύο δεν αποτελεί θεματολογία κατάλληλη για την παραγωγή ‘υψηλής τέχνης’, στα ποιήματα του Καβάφη «η ‘Τέχνη’ αποκτά τη δύναμη να μεταμορφώσει τις ατέλειες της εμπειρίας σε τέλειο αισθητικό αντικείμενο»[14].

Περνώντας στα ποιήματα του Καρυωτάκη, ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Η ποιητική του Καρυωτάκη αποτελεί κατ’ αρχάς έναν προβληματισμό αναφορικά με τον κοινωνικό της ρόλο αλλά και την ανταπόδοση που μπορεί αυτή να προσφέρει με τη μορφή υστεροφημίας ή, έστω, κοινωνικής αναγνώρισης. «Ο ρόλος του ποιητή δεν είναι πλέον ο ρόλος του προφήτη, ούτε η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο· ωστόσο, ακόμη κι έτσι, φαίνεται να υποστηρίζει την ιδιαιτερότητα και την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ποιητή και της ποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιώνεται μέσα από την αυθεντικότητά της, που επικυρώνεται μέσα από την ταύτιση ποίησης και ζωής»[15].

Αυτή η ταύτιση ποίησης και ζωής δε σημαίνει, όμως, για τον Καρυωτάκη μεταστοιχείωση της ζωής σε ποίηση, όπως φανερώνεται στον Καβάφη. Στον Καβάφη τα ποιητικά υποκείμενα αντλούν ικανοποίηση τόσο από την διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας όσο και από τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνεται από τους αποδέκτες. Δρουν έξω και πάνω από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Εν αντιθέσει, ο Καρυωτάκης δημιουργεί έναν ποιητικό χαρακτήρα που συνθλίβεται από το κοινωνικό του περιβάλλον, μη μπορώντας να εισχωρήσει σ’ αυτό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Beaton, «αν η ειρωνική αποστασιοποίηση από τους πάντες γύρω τους, καθώς και μια αυτοκοροϊδευτική-σαρκαστική στάση ως προς τις προσωπικές τους αξίες και βλέψεις, αποτελούν το κοινό στοιχείο του Καβάφη και του Καρυωτάκη, υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, και μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Ενώ ο Καβάφης είναι χαρακτηριστικά ειρωνικός, με μια βαθειά κατανόηση για την ανθρώπινη αδυναμία, η ειρωνεία του Καρυωτάκη έχει έναν τέτοιο δριμύ σαρκασμό, που προδίδει περιφρόνηση για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του»[16]. Κι αν οι ποιητές του Καβάφη προστρέχουν στην ποίηση για «νάρκης του άλγους δοκιμές», οι ποιητές του Καρυωτάκη απαντούν: η ποίηση «είναι το καταφύγιο που φθονούμε».

 


Μυγδαλιά
Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί
να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται.

    Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι αν είναι έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει.
Μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι αλιμονό μου εγώ της έχω αγάπη τόση!..

Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρια την ποτίζω
τη μυγδαλιά πούχει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει.
Όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα,
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση!..




Τα νέα παιδιά
    Χαρά! Η χαρά! Στα νέα, χαρά,
παιδιά! Τραβούνε - ωραίοι
μαύροι ληστές - την κόρη ζωή
δεμένη ν' αγαπήσουν.

Μα στο βιβλίο σου ολάνοιχτο,
στα φύλλα του αύριο πνέει,
τρελέ, τρελέ, που εγέρασες
και νέος ποτέ δεν ήσουν.


 


Γραφιάς
    Οι ώρες μ' εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στα αχάριστο τραπέζι
(Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρυνά
ο ήλιος γλυστράει και παίζει).

Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου).

Απόκαμα. θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μπυ δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα νάχουν βγει σε τάφο).



Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
    Aπό θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν. τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγγώ με "Τιμωρίες" την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι.
και αν οι Μπωντλαίρ έζησαν νεκροί,
η Αθανασία, τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στοιχουργούς που ανάξια στοιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί.
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι, τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
-Ποιος άδοξος ποιητής θέλω να πούνε,
την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούναι.


 

Πρέβεζα
    Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονοματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια "ελλιπή" μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία.
"υπάρχω;" λες, κι ύστερα "δεν υπάρχεις!"
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.



Ο Μιχαλιός
    Τ ο Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το "επ' ώμου".
Όλο μουρμούριζε: "Κύρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου".

Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κυττούσε.
Εκάρφωνε πέρα σ' ένα σημείο
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα νάλεγε, σα να παρακαλούσε:
"Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω".
Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι,
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.


 

Α κύριε, κύριε Μαλακάση
    Α κύριε, κύριε Μαλακάση.
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ και σας μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδιαμά σας,
το μονόκλ που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο από το πλάϊ
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα θανάτου
άθυρμα συντριμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;


Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ...
    Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακρυά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή μας διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
με θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του 'ηλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησαν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τί νά 'χουμε, τί νά 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!


 

Δημόσιοι υπάλληλοι
    Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία,
(Ηλεκτρολόγοι θα'ναι η πολιτεία
κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν.)

Κάθονται στις καρέκλες, μουνζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
"Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν" διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδι στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.



Σταδιοδρομία
    Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

"Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες"
θα γράψουν οι εφημερίδες.

"Κλεαρέτη Δίπλα - Μαλάμου"
και δίπλα σ' αυτό τ' ονομά μου.

Την ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.

Αλλά, με τη δύση του ηλίου,
θα πηγαίνω στου Βασιλείου.

Εκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λογίους και τους διδασκάλους.

Τα λόγια μου θά 'χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ'αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν, και θα 'ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που επάτησα χάμου.


 

Κριτική
    Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνη
σαν τελευταία κραυγή, στα βαθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.


Όλοι μαζί
    λοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

Αλλαλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιηματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.

Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παιρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων συντροφιά.

Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.

Κι' αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι' αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γιοφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του "περιβάλοντος" της "εποχής".


 

Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο
    Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το διδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ρθω κοντά σου
κατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλύξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαιγιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.



Μίσθια δουλειά
    Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνιες μικρές και λύπες
άθλιες με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τουλύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.

 

ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ
    Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·

όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής
μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα

την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια --
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;


σήμερα:




The LAND of GODS Since October 1996   Oakville Ontario Canada
Make Land of Gods Your Home Page