Since 1996
LAND of GODS: Ενότητες, Ανθολογίες & άλλα:
  1. LAND of GODS: η ΠρώτηΣελίδα

  2. τα δικά μου γραψίματα και άλλα..

  3. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα:
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς

  4. Γη των πατέρων μου
    τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  5. Ανθολογία:
    το Δημοτικό τραγούδι..

  6. Ανθολογία:
    ποιήματα τα αγαπημένα

  7. Ανθολογία:
    Νεοελληνική Πεζογραφία

  8. Σελίδες απ' την Ελληνική
    Λογοτεχνία στο διαΔίκτυο

  9. το Έργο του
    Οδυσσέα Ελύτη

  10. Ανθολογία:
    Έλληνες ποιητές και
    συγγραφείς στο διαΔίκτυο

  11. Ανθολογία:
    τα Μικρά Ενθυμήματα:
    (Αφιέρωμα για τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ)
    της LAND of GODS 1996 - 2006

  12. Σύγχρονη Αρκαδική
    και Γορτυνιακή Ανθολογία

  13. LAND of GODS
    ...FTP... κ.α.

  14. τα Απομνημονεύματα
    του Γιάννη Μακρυγιάννη
    (Ολόκληρο το βιβλίο)

  15. τα Απομνημονεύματα
    του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

  16. LAND of GODS: a Little Bit
    of Greece: Newspapers & more..

  17. LAND of GODS:
    το περιοδικό μας
    το "Έλα να δεις"

  18. Ανθολογία:
    στην ΑΚΡΗ του ματιού..
    Για να δείτε καλύτερα αυτή
    την Σελίδα χρησιμοποιήστε
    Internet Explorer)

  19. 4 Ανθολογίες της EELSPH :
    'Ελληνες Συγγραφείς των Πέντε Ηπείρων
    γράφουν και δημιουργούν

  20. Κριτικές Αναλύσεις
    στο ανέκδοτο βιβλίο του
    "Καπνόν Αποθρώσκοντα"

  21. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    το Ποίημα της ημέρας

  22. Ανθολογία:
    LAND of GODS:
    ο Στίχος της ημέρας

  23. η LAND of GODS
    στο FaceBook

  24. ο Ελληνισμός της Διασποράς

  25. Βιβλία και Αφιερώματα

  26. το Καρδαρίτσι
    μέσα απ' τις Φωτογραφίες

  27. LAND of GODS:
    Μηνύματα και επιστολές..

  28. LAND of GODS:
    Συνεντεύξεις | αναλύσεις | γνώμες
    και ο καλός ο Λόγος
    των Φίλων..

  29. η Μετάφραση
    της Ρέας Φραγκοφίνου

  30. LAND of GODS:
    Καινούρια και Παλιά..

  31. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Α)

  32. η LAND of GODS
    μέσα από το Google.. (Β)

  33. ο Κώστας Δουρίδας
    μέσα από το Google..

  34. Κώστας Δουρίδας,
    Καπνόν Αποθρώσκοντα :
    Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς
    στο GOOGLE

  35. δείτε Φωτογραφίες
    -ίσως και την δική σας!-
    μέσα από το GOOGLE..

  36. Πάμε Καρδαρίτσι??
    (η Ιστοσελίδα του Συλλόγου)


Επόμενη Ενότητα..
Επομ. Ενότητα
Γιώργος
Σεφέρης

Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη  σελίδα

Home to LAND of GODS
Ανθολογία: Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στο διαΔίκτυο
Κώστας Βάρναλης| Νικηφόρος Βρεττάκος| Οδυσσέας Ελύτης| Γιώργος Σεφέρης| Κωστής Παλαμάς | Γιάννης Ψυχάρης| 'Aγγελος Τερζάκης | Νίκος Καζαντζάκης| Μ. Καραγάτσης| Κώστας Καρυωτάκης| Κώστας Κρυστάλλης| Μήτσος Λυγίζος| Κώστας Ουράνης| Κική Δημουλά | Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο| ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι... | Φώτης Κόντογλου| Αλκυόνη Παπαδάκη | ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ | Μήτσος Παπανικολάου | Γιάννης Σκαρίμπας | Τάσος Λειβαδίτης | Θωμάς Γκόρπας | Ανδρέας Καρκαβίτσας | Καραντώνης Ανδρέας| Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης | Κωνσταντίνος Καβάφης | Νίκος Καββαδίας |
Περιεχόμενα : Βιογραφία ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900 - 1971)    Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης    Διαβάζει ο ποιητής    Μυθιστόρημα" του Γιώργου Σεφέρη    Η δήλωση του Σεφέρη κατά της δικτατορίας    Ο τόπος μας είναι κλειστός    Ο Βασιλιάς της Ασίνης    Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ    Δυστυχισμένες γυναίκες    Το περιοδικό "Εποχές"    Κάνετε κλικ ν' ακούσετε την 'Aρνηση    Η τρίτη επιστροφή στη Σμύρνη    ΘΕΟΦΙΛΟΣ   
Βιογραφία
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900 - 1971)

Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη, στη μικρασιατική, ελληνική πέρα ως πέρα μεγαλούπολη. Οι Σεφεριάδηδες έφυγαν το 1914 για την Αθήνα, όπου ο ποιητής τελείωσε το γυμνάσιο και εξακολούθησε τις νομικές του σπουδές στο Παρίσι (1918-24). Τα γόνιμα χρόνια λοιπόν, από τα 18 ως τα 25 του, τα ζει σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά
Ο ποιητής διαβάζει μερικά από τα ποιήματά του.. Σελίδα : "Σπουδαστήριο του Ελληνισμού"

Σεφέρης [Σεφεριάδης] Γιώργος (Σμύρνη 1900 - Aθήνα 1971)

'Aρνηση     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1972)

Γυμνοπαιδία A΄. Σαντορίνη     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Έγκωμη     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Επιτύμβιο στη Γάτα μου την Tούτη    
(από το Tετράδιο Γυμνασμάτων, β΄, Ίκαρος 1976)

Ευριπίδης, Aθηναίος     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Θερινό Hλιοστάσι, H΄     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1972)

Θερινό Hλιοστάσι, Θ΄     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1972)

O γυρισμός του ξενιτεμένου     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Ο Δαίμων της Πορνείας     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1976)

[Προμετωπίδα σε μια αντιγραφή των "Ωδών"]    
(από το Tετράδιο Γυμνασμάτων, β΄, Ίκαρος 1976)

Σχέδια για ένα καλοκαίρι. [Άνθη της πέτρας]     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Τριζόνια     (Aνάγνωση)
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

Φυγή    
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)

ρεύματα που αλλάζουν την υφή της λογοτεχνίας στα χρόνια αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί τον φτάνει και ο αντίχτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής ( και της καταστροφής της Σμύρνης, της γενέθλιας πόλης του), και η μνήμη αυτή θα μείνει έμμονα ριζωμένη μέσα του. Ακολουθάει το διπλωματικό στάδιο και εργάζεται σαν Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών, Διευθυντής Τύπου, κ.λ.π. Το1963 Τιμήθηκε με το βραβείο NOBEL Λογοτεχνίας Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή " του εναντίον της δικτατορίας. Ο Σεφέρης δεν είναι εύκολος ποιητής αλλά δεν είναι σκοτεινός. Η γλώσσα που μιλά είναι δύσκολη , στη γλώσσα όμως αυτή η φωνή του είναι καθαρή και απερίφραστη. Εχεις την εντύπωση πως πέτυχε την καίρια έκφραση, που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Αυτό είναι το πιο αξιοαγάπητο στην ποίησή του, η απλότητα που φτάνει στη θερμότητα μιας εξομολόγησης. Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι βέβαια χαρούμενη. Είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική. Εχει τη θλίψη του ανθρώπου που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα, κι ακόμα του Ελληνα με το κατακάθι της πίκρας από τη σκλαβιά και τις εθνικές περιπέτειες. Ωστόσο η διάθεση αυτή δεν οδηγεί στην άρνηση ή στην καταστροφή. Από την άλλη πλευρά του σκοταδιού είναι το φως, μαύρο και αγγελικό, " από το μέρος του ήλιου" στο κάστρο της Ασίνης θα ανεβεί στο τέλος "ασπιδοφόρος ο ήλιος πολεμώντας". Κάτω από την άρνηση υπάρχει μια πίστη που προστατεύει από την απελπισία, και μια στιβαρή αίσθηση των πραγμάτων που προφυλάσσει από τη διάλυση και το μηδενισμό. Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1971

Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης, 1

ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ συνοικία του Μακρυγιάννη την ξέρουν όλοι οι Αθηναίοι. Τη δράση του αγωνιστή του '21, του πρωτεργάτη της Γ' Σεπτεμβρίου και του κατάδικου των στρατοδικείων του Όθωνα, την ξέρουν όσοι μελέτησαν τα χρονικά της Επανάστασης και της βαυαροκρατίας. Είναι όμως λιγοστοί εκείνοι που πρόσεξαν πως ο Μακρυγιάννης μας άφησε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο -την ιστορία της ζωής του- ίσως επειδή ήταν ένας αγράμματος.

Τον Μακρυγιάννη των Απομνημονευμάτων τον αγάπησαν πραγματικά μερικοί νέοι που άρχισαν να δημοσιεύουν ύστερα από τη μικρασιατική καταστροφή. Δε νομίζω πως θα γελαστώ πολύ αν προσθέσω πως η φωνή του μπαίνει δειλά και ψιθυριστά στην ελληνική ζωή ανάμεσα στα 1925 και στα 1935. Κι αυτό δεν μπορούσε να φανεί στο πλατύ κοινό. Οι νέοι που μεγάλωσαν στον περασμένο παγκόσμιο πόλεμο και ήταν ακόμη στην ακμή της ηλικίας τους όταν άρχισε η σημερινή κρίση, δεν πρόφτασαν ούτε το έργο τους να ωριμάσουν ούτε να αποκαταστήσουν τη δική τους ιεραρχία πνευματικών αξιών όπως την ήθελαν. Και όμως είναι γνωστό σε όσους ενδιαφέρθηκαν να παρακολουθήσουν τα ελληνικά ρεύματα στα μεσοπολεμικά εκείνα χρόνια, πως με τη μικρασιατική καταστροφή αρχίζει στον τόπο μας μια περίοδος ιδεολογικών ισολογισμών και μετατροπών που μπορεί να παραβληθεί με την περίοδο, της αναμόρφωσης που ακολούθησε τον πόλεμο του '97. Τις προσπάθειες αυτές τις σκέπασε ή τις ετοιμάζει οξύτερες ο σημερινός αγώνας. Γι' αυτό και ο Μακρυγιάννης, που βρήκε μια φορά το δρόμο της καρδιάς των νέων, θα πρέπει να περιμένει να καθαρίσει πάλι ο ουρανός για να πάρει τη θέση που του αξίζει.

Αισθάνομαι -και πιστεύω πως το αισθανόσαστε και σεις -ότι με τέτοιες συνθήκες μου είναι δύσκολο, μέσα στο διάστημα μιας σύντομης ομιλίας, να σας πείσω για τη σημασία του βιβλίου του Μακρυγιάννη, ή τουλάχιστο να σας δείξω το μονοπάτι που ακολούθησα για να νιώσω ένα τόσο αγνοημένο έργο. Είμαι, με κάποιον τρόπον, ο πρώτος μάρτυρας που ακούτε για μιαν άγνωστη υπόθεση. Έτσι θα ήθελα να σας παρακαλέσω να προσέξετε χωρίς προκατάληψη τις λίγες περικοπές που θα σας διαβάσω από το κείμενο του Μακρυγιάννη και να μου δώσετε την καλή σας προαίρεση.

Ωστόσο υπάρχει κάτι που μου αλαφραίνει την καρδιά, τώρα που καταπιάνομαι να διατυπώσω την ιδέα μου για αυτή την ιδιότυπη συγγραφή. Εσείς που είχατε το ενδιαφέρον να 'ρθείτε να μ'ακούσετε, μου δίνετε την ευκαιρία να ξεπληρώσω ένα παλιό χρέος που με βαραίνει από χρόνια. Από τα '26, που έπεσαν στα χέρια μου τα Απομνημονεύματα, ως τα σήμερα, δεν πέρασε μήνας χωρίς να ξαναδιαβάσω λίγες σελίδες τους, δεν πέρασε εβδομάδα χωρίς να συλλογιστώ αυτή την τόσο ζωντανή έκφραση. Μέ συντρόφεψαν σε ταξίδια και σε περιπλανήσεις, με φώτισαν ή με παρηγόρησαν σε χαρούμενες και σε πικρές στιγμές. Στον τόπο μας, όπου είμαστε τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ο πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου.

Πίστευα πάντα πως θα βρισκότανε κάποια ευκαιρία να του δώσω ένα μικρό δείγμα της ευγνωμοσύνης μου. Κατά παράξενη σύμπτωση, την ευκαιρία μου τη δίνετε σεις· μου τη δίνει το ελληνικό στρατόπεδο της Μέσης Ανατολής· μου τη δίνουν οι Έλληνες της Αιγύπτου. Σε μια στιγμή που κοιτάζουμε και συλλογιζόμαστε και προσπαθούμε να διακρίνουμε το πεπρωμένο του ελληνισμού μέσα από την καταιγίδα και πέρα από την πλατιά στροφή που κάνει στα χρόνια μας η ιστορία του κόσμου -ποιος ξέρει, μπορεί να υπάρχει ένα κρυφό νόημα σ'αυτή τη σύμπτωση. Στους καιρούς μας όπου ο αγώνας, το αίμα, ο πόνος και η δίψα της δικαιοσύνης απογυμνώνει τις ψυχές από τα πρόσκαιρα ναρκωτικά και τις φρεναπάτες· όπου ο άνθρωπος γυρεύει από τον άνθρωπο το καθαρό, το στέρεο και τη συμπάθεια -είναι σωστό να μιλούμε για τέτοιους ανθρώπους όπως ο Μακρυγιάννης. Ακούστε τον:
"Μυθιστόρημα" του Γιώργου Σεφέρη
(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

Si j' ai du gout, ce n' est gueres
Que pour la terre et les pierres.
ARTHUR RIMBAUD

Α'

Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ' άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ' αλετριού
ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ' ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ' άσπιλα φτερά των κύκνων που μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω
αυτά τ' ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

Β'

Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
'Aλλοτε μας ήταν εύκολο ν' αντλήσουμε είδωλα και στολίδια
για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.

Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.

Γ'
Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να
τ' ακουμπήσω.
Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.
Δεν έχω άλλη δύναμη

τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν
ακρωτηριασμένα.

Δ'

ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ

Και ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Ήτανε καλά παιδιά οι σύντροφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν' αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν
εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με καλαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ' αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Ε'

Δεν τους γνωρίσαμε ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια,
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.

Οι φίλοι μας έφυγαν ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.

ΣΤ'

Μ.Ρ.

Το περιβόλι με τα συντριβάνια του στη βροχή
θα το βλέπεις μόνο από το χαμηλό παράθυρο
πίσω από το θολό τζάμι. Η κάμαρά σου
θα φωτίζεται μόνο από τη φλόγα του τζακιού
και κάποτε, στις μακρινές αστραπές θα φαίνουνται
οι ρυτίδες του μετώπου σου, παλιέ μου Φίλε.

Το περιβόλι με τα συντριβάνια που ήταν στο χέρι σου
ρυθμός της άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα
μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές
κι ένας χορός μέσα στις πικροδάφνες
κοντά στα καινούργια λατομεία,
ένα γυαλί θαμπό θα το 'χει κόψει από τις ώρες σου.
Δε θ' ανασάνεις, το χώμα κι ο χυμός των δέντρων
θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν
πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή
από τον έξω κόσμο.

Ζ'

ΝΟΤΙΑΣ

Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μια βουνοσειρά.
Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει,
αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ' τη σάρκα.
Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και στις χαρουπιές.
Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια
για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.

'Aστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια
οι ώρες μας ήταν πιο γλυκιές από το λάδι
πάνω στην πληγή, πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό
στον ουρανίσκο, πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου.
Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάμη σου.
Ύστερα από το πικρό ψωμί της ξενιτιάς
τη νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο
η φωνή σου μας πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς
και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει
πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι.

Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά
κι εσένα.
Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ' την καρδιά μας;
Χτες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα
βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας
σαν τις πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής
στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι
θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.

Μέσα σε τούτα τα χωριά τ' αποδεκατισμένα
πάνω σ' αυτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά
με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει,
ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;
Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του φθινοπώρου.

H'

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ' άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ' ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.

Θ'

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια.
Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ-πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον 'Aδωνι λαβωμένο.

Ι'

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.

ΙΑ'

Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι,
μέσα στην ανεξάντλητη νύχτα το αίμα σου
άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες πάνω
στους μαύρους βράχους τα σχήματα των δέντρων και τα σπίτια
με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια.

ΙΒ'

ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

ΙΓ'

ΥΔΡΑ

Δελφίνια φλάμπουρα και κανονιές.
Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε,
σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια
λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ' άσπρα φτερά,
τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε
τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο.

'Aσπρα πανιά και φως και τα κουπιά τα υγρά
χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου ένα ημερωμένο κύμα.

Θα ήταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν
θα ήταν λαμπρά τα χέρια σου ν' απλώνουνταν
θα ήταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου
μπρος σ' ένα τέτοιο θάμα
το γύρευες τι γύρευες μπροστά στη στάχτη
ή μέσα στη βροχή στην καταχνιά στον άνεμο,
την ώρα ακόμη που χαλάρωναν τα φώτα
κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες
σου 'δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος,
τι γύρευες; γιατί δεν έρχεσαι; τι γύρευες;

ΙΔ'

Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως
χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως
με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων
που αγαπήσαμε.

ΙΕ'

Quid πλατανών opacissimus?

Ο ύπνος σε τύλιξε, σαν ένα δέντρο, με πράσινα φύλλα,
ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως,
μέσα στη διάφανη πηγή κοίταξα τη μορφή σου
κλεισμένα βλέφαρα και τα ματόκλαδα χάραζαν το νερό.
Τα δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.

Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε
γύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ' αγγίξω ολόκληρη,
ενωμένη με τη σιωπή σου
βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει,
να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο
κόσμο που σ' άφηνε και σε κρατούσε.

Τη ζωή που μας έδωσαν να ζήσουμε, τη ζήσαμε.
Λυπήσου εκείνους που περιμένουν με τόση υπομονή
χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια
κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια
και πνίγουνται μέσα στους κύκλους της φωνής.
Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ' τα μάρμαρα,
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας.

Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.

ΙΣΤ'

όνομα δ' Ορέστης

Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη,
πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι, πόσες μαύρες
σειρές. Οι άνθρωποι που με κοιτάζουν,
που με κοιτάζαν όταν πάνω στο άρμα
σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν.

Οι αφροί των αλόγων με χτυπούν, τ' άλογα πότε θ' αποστάσουν;
Τρίζει ο άξονας, πυρώνει ο άξονας, πότε ο άξονας θ' ανάψει;
Πότε θα σπάσουν τα λουριά, πότε τα πέταλα
θα πατήσουν μ' όλο το πλάτος πάνω στο χώμα
πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες όπου
την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα.
Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα
εγώ που μάχομαι εδώ-πέρα, πόσοι γύροι;
και νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν πάνω στον άξονα
πάνω στις ρόδες πάνω στον άγριο στίβο,
τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί,
κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, τι να την κάνεις τη δύναμη, δεν μπορείς
να ξεφύγεις τη θάλασσα που σε λίκνισε και που γυρεύεις
τούτη την ώρα της αμάχης, μέσα στην αλογίσια ανάσα,
με τα καλάμια που τραγουδούσαν το φθινόπωρο σε τρόπο λυδικό,
τη θάλασσα που δεν μπορείς να βρεις όσο κι αν τρέχεις
όσο κι αν γυρίζεις μπροστά στις μαύρες Ευμενίδες που βαριούνται,
χωρίς συχώρεση.

ΙΖ'

ΑΣΤΥΑΝΑΞ

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες και έλαμπαν όπλα
και τ' άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν' αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ' τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

ΙΗ'

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.

ΙΘ'

Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' το κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά

μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.

Κ'

[ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ]

Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ' άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.

ΚΑ'

Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο
κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα
ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα
πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητούς
και μια δική του δικαιοσύνη

πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,
οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ' τον κύκλο και αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μία παράξενη ησυχία.

ΚΒ'

Γιατί περάσαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας
που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε, μα παραπέρα
και πίσω η μνήμη σαν το άσπρο πανί μια νύχτα σε μια μάντρα
που είδαμε οράματα παράξενα, περισσότερο κι από σένα,
να περνούν και να χάνουνται μέσα στο ακίνητο φύλλωμα μιας πιπεριάς

γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις
θα μπορέσουμε;

γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;

ΚΓ'

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει

λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

ΚΔ'

Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ' ασφοδίλια,
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:

Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.

Δεκέμβρης 1933 - Δεκέμβρης 1934

Επιστροφή στην σελίδα "Kείμενα"

«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ'αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν' αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες -αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας- ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να 'χονν την επιρροή για ικανότη» (Β' 463).

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα: 

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. 

Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι' αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. 

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

Έτσι τελειώνει το χειρόγραφό του. Το χειρόγραφο αυτό τυπωμένο, πιάνει πάνω από 460 πυκνές σελίδες μεγάλου σχήματος. O Μακρυγιάννης το αρχίζει στις 26 Φεβρουαρίου 1829, τριάντα δύο περίπου χρονώ, στο Άργος, όπου τον βρίσκουμε «Αρχηγό της εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης», είτε καταγράφοντας παλαιότερα γεγονότα, είτε σημειώνοντας γεγονότα παρόντα σαν ένα ημερολόγιο. Περισσότερο από το μισό είναι γραμμένο, ως φαίνεται, στο Άργος, ως τα 1832. Το συνεχίζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα ως τα 1840, οπότε το κλείνει βιαστικά για να το κρύψει. Η εξουσία έχει υποψίες εναντίον του. «Είχαν μεγάλην υποψίαν από μένα» σημειώνει «και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα» (Β' 346). Το εμπιστεύεται λοιπόν σ'ένα κουμπάρο, που το παίρνει στην Τήνο. Στα 1844, ύστερα δηλαδή από τη συνωμοσία για το Σύνταγμα, όπου παίζει μεγάλο ρόλο, και τα σεπτεμβριανά, πηγαίνει και το παίρνει· αντιγράφει τις σημειώσεις που κρατούσε στο αναμεταξύ με πολλές προφυλάξεις· «σημείωνα» μας λέει «και είχα έναν τενεκέ και τά 'βαινα μέσα και τά 'χωνα» -γράφει ως τον Απρίλη του 1850, και μετά ένα χρόνο περίπου το συμπληρώνει μ' έναν πρόλογο και μ'έναν αρκετά μακρύ επίλογο. Η έξοχα μελετημένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η μοναδική που έχουμε ως τα σήμερα, δημοσιεύτηκε στα 1907, αφού πέρασε δηλαδή μισός αιώνας που το πολύτιμο αυτό κείμενο έμεινε χαμένο μέσα στ'απόλυτο σκοτάδι.

Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Μολονότι έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού, δε βαστούσε από τζάκι. Ήτανε παιδί μιας φτωχής οικογένειας τσομπάνηδων και γεωργών της Ρούμελης. Να πως μας μεταδίνει ο ίδιος τη γέννησή του:

«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).

Δεν είχε τους τρόπους να πάει σε δάσκαλο, μας λέει. Ήξερε λίγο γράψιμο, αλλά είναι ζήτημα αν μπόρεσε ποτέ του να διαβάσει άλλο τίποτε εκτός από τα ίδια του γραφτά.

Ο γενναίος Μακρυγιάννης πώποτε μή άναγνώσας

θα τραγουδήσει ο Αλέξανδρος Σούτσος στις μέρες της Γ' Σεπτεμβρίου. Γιατί το γράψιμό του είναι, σχεδόν ολότελα, μια δική του εφεύρεση. «Γράψιμο απελέκητο» το ονομάζει. Δεκαεφτά μήνες έβαλε ο Βλαχογιάννης για να το ξεδιαλύνει, να το αποκρυπτογραφήσει θά 'πρεπε να πούμε, και να το αντιγράψει. Όταν αντικρίσει κανείς μια σελίδα του πυκνού χειρογράφου καταλαβαίνει αμέσως το γιατί. Φωνητική αποτύπωση της ρουμελιώτικης προφοράς με ιδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, που μοιάζουν ένα ατέλειωτο αραβούργημα. Πουθενά διακοπή, παράγραφος ή στίξη. Κάποτε μόνο μια κάθετη γραμμή δείχνει ένα σταμάτημα. Tο κατεβατό μοιάζει σαν κάτι παλιούς τοίχους που, κοιτάζοντάς τους, θαρρείς πως συλλαβίζεις την κάθε κίνηση του χτίστη, που συναρμολόγησε την αμέσως επόμενη πέτρα με την προηγούμενη, την αμέσως επόμενη προσπάθεια με την προηγούμενη, αποτυπώνοντας πάνω στην τελειωμένη οικοδομή τις περιπέτειες μιας αδιάσπαστης ανθρώπινης ενέργειας -αυτό το πράγμα που μας συγκινεί και λέγεται ύφος ή ρυθμός. Στο γράψιμο του Μακρυγιάννη, που είναι αδιάβαστο για τον απροειδοποίητο αναγνώστη, συλλαβίζεις, πολύ περισσότερο από τις λέξεις, την επίμονη βούληση του συγγραφέα να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του.

Στο Άργος, ο Μακρυγιάννης, «για να μην τρέχει στους καφενέδες», παρακαλούσε τον ένα και τον άλλο φίλο να του μάθουν κάτι περισσότερο από τα γράμματα που ήξερε, και που δεν ήταν ούτε καν τα κολλυβογράμματα της εποχής εκείνης. Αισθάνεται συχνά πολύ ταπεινός για την αμάθειά του: «Δεν έπρεπε να έμπω σ' αυτό το έργον ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας...» σημειώνει αρχίζοντας να γράφει τη ζωή του. «Είμαι ένας αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω σειρά ταχτική στα γραφόμενα...»

Με την αδελφή του Ιωάννα και ένα φίλο. Αθήνα 1925.
επιμένει πάλι. Ζητά συγγνώμη γιατί «έλαβε ως άνθρωπος αυτήνη την αδυναμία». Τέτοια πράγματα πρέπει να τα γράφουνε «προκομμένοι κι όχι απλοί αγράμματοι». Και οι άλλοι, οι σπουδασμένοι, τον κοιτάζουν φυσικά από τα ύψη. «Ουδ'εγώ γνωρίζω να στρέφω την σπάθην, ουδ'αυτός την γλώσσαν» θα τονίσει πάλι ο χαρακτηριστικός Σούτσος, «καλόν λοιπόν έκαστος ημών να δίδεται εις ό,τι επιτυγχάνει». Αλλά η πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, και όλο σ'αυτό κατανταίνει, ότι μας ήβρε όλους θερία», θρησκευτικούς και πολιτικούς και μας τους στρατιωτικούς -βασανίζεται ο Μακρυγιάννης- και είναι «πατρίδα γενική, του καθενού». Γι'αυτό πρέπει και ο προκομμένος να φωνάζει την αληθεια και ο απλός. Φανερά λοιπόν ο Μακρυγιάννης θά ήθελε να είχε τους τρόπους να μάθει γράμματα. Αλλά αυτό δεν τον μειώνει, δεν του δημιουργεί κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, όπως θα λέγαμε. Αισθάνεται, και μας κάνει να το αισθανόμαστε μαζί του, πως είναι άνθρωπος που ο Θεός του χάρισε τη λαλιά, αυτό το δώρο που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του το αφαιρέσει. Όπου βρεθεί, στο παλάτι ή στην καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει με ασφάλεια. Και επειδή ακριβώς έχει έμφυτη μέσα του αυτή την ασφάλεια της έκφρασης, μπορεί και διατυπώνεται με χρώμα και με αποχρώσεις, με τόνο και με ρυθμό. Έχω την εντύπωση πως ο φιλόλογος που θα ήθελε να κάνει κάποτε την κριτική της δύσκολης μεταγραφής του κειμένου του Μακρυγιάννη, θα έπρεπε, πριν απ'όλα, να στηρίξει την εργασία του στην ακουστική αντίληψή του.

Ο Μακρυγιάννης σέβεται τη μόρφωση -«ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε» θα πει για τον πρώτο του αρχηγό, το Γώγο. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει καθόλου να εκφράσει την αντίδρασή του για ένα λογιότατο και για την προγονοκαπηλεία:

«Εβάλετε και νέον αρχηγό στο φρούριο της Κόρθος» γράφει μιλώντας στους πολιτικούς της εποχής. «Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιότατο. Κι ακούγοντας τ'όνομα Αχιλλέα, παντυχαίνετε οτ'είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ' όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει τ'όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός η αρετή. Κι ο Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος της Κόρθος, λεβέντης ήταν, «Αχιλλέγα» τον έλεγαν. Είχε και το κάστρο εφοδιασμένο από τ' αναγκαία του πολέμου, είχε και τόσο στράτεμα. Όταν είδε τους Τούρκους του Δράμαλη από μακριά -και ήταν και καταπολεμισμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια- βλέποντάς τον ο Αχιλλέας άφησε το Κάστρο κι έφυγε, απολέμιστο. Να ήταν ο Νικήτας, έφευγε; ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι; Όχι βέβαια. Ότι τον καρτέρεσαν αυτοί το Δράμαλη στον κάμπο και τον αφάνισαν· όχι σ'εφοδιασμένο κάστρο, και σαν το κάστρο τής Κόρθος» (Β' 59).

Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία -εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία -εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχονν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος.
Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς· θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα. Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα '21.

Γι'αυτό η λαϊκή μας παράδοση είναι τόσο σπουδαία.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού 'σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.

Ο τόπος μας είναι κλειστός,

«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι' αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας. Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας. Κι' οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για τη ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν».

(Α. Η Πέτρα)

Θυμούμαι πάντα το Θεόφιλο όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη. Σας έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού, το ίδιο πιστεύω και για το Θεόφιλο, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική μορφή. Κι αυτή η μόρφωσή τους είναι εξαιρετικά έντονη και δραστήρια. Είναι καταπλητική η έμφυτη ανάγκη που έχουν να εκφραστούν. Εκμηδενίζει όλες τις δυσκολίες. Θυμάται κανείς κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν πιάσει η ρίζα τους, προχωρούν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ο Μακρυγιάννης δημιουργεί έκφραση σε κάθε του ώρα. Και με πετραδάκια της θάλασσας (Β΄ 351) ακόμη κάθεται και γράφει την ιδέα του στο χώμα του περιβολιού του, και συμπληρώνει τη σκέψη της μέρας με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του.

Κάποτε κάνει ένα ταξίδι στην Ακαρνανία. Ξαναβλέπει και «σημαδεύει» τις θέσεις όπου έγιναν μάχες της επανάστασης. Γυρίζοντας στην Αθήνα αποφασίζει να φτιάξει τις ζωγραφιές των πολέμων του αγώνα.

«Πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο» σημειώνει «και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δε γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δυο τρεις, δεν ήταν καλές· τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφον έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα κι έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τον έλεγαν [...] ήφερε και δυο του παιδιά· και τους είχα στο σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα το ζωγράφο και βγαίναμε στους λόφους και τόλεγα: ‘Έτσι είναι εκείνη η θέση, έτσι εκείνη· αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε· αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος...'» (Β΄ 349).

Μ'αυτό τον τρόπο τέλειωσαν οι είκοσι πέντε πίνακες, που θα είχανε χαθεί τελειωτικά, αν δεν τους ξανάβρισκε κατά σύμπτωση ο Ιωάννης Γεννάδιος. Οι εικόνες αυτές, που έγιναν με το χέρι του Παναγιώτη Ζωγράφου, και με το «στοχασμό» του Μακρυγιάννη, είναι από τα πιο πολύτιμα κι από τα πιο ζωντανά μνημεία που έχομε της λαϊκής μας ζωγραφικής -θέλω να πω από τα μνημεία εκείνα που ξεσκεπάζουν ξαφνικά εκθαμβωτικές περιοχές της ψυχής του λαού μας.

Ο Γιώργος Σεφέρης στην Αθήνα

Οι ζωγραφιές αυτές που παρασταίνονν μ'εξαιρετική ακρίβεια τις μάχες που θέλουν ν'αποδώσουν -πολλές φορές σαν ένα στρατιωτικό ντοκουμέντο- είναι συνάμα μια χαρά των ματιών. Είδα άνθρωπο να δακρύζει την πρώτη φορά που τις αντίκρυσε. Κάποτε σου θυμίζουν λαϊκά κεντήματα, όπως λ.χ. η έξοχη πολιορκία του κάστρου της Αθήνας· κάποτε σε ξαναφέρνουν σε περιβόλια που έμειναν χλωρά από την ώρα που τα πρωτοείδε ο τεχνίτης· κάποτε σε κάνουν ν'ανασαίνεις την ατμόσφαιρα μαγείας και φόβου του παραμυθιού των παιδικών χρόνων· είναι μια πρωτάκουστη και συνάμα μια πολύ παλιά ραψωδία.

Μιαν άλλη φορά ο Κωλέττης, πρεσβευτής στο Παρίσι, του στέλνει με συστατικό έναν Γάλλο περιηγητή, τον Μαρκήσιο Raoul de Malherbe. «Ήθελε κι ελληνικά τραγούδια» σημειώνει ο Μακρυγιάννης «του έφκιασα πέντ'έξι» (Β' 367). Έτσι και στο περίφημο επεισόδιο, όπου ανιστορεί το τελευταίο του τραπέζι με τον Γκούρα, πάνω στην πολιορκημένη Ακρόπολη. Είναι σαν τους άγνωστους ποιητές των δημοτικών τραγουδιών: το τραγούδι το «φκιάνει», και είναι αποκαλυπτικό όταν μας δίνει την ευκαιρία να ιδούμε από κοντά πως η καταφρονεμένη δημοτική ευαισθησία νιώθει και αγαπά τα έργα της αρχαίας τέχνης.

«Είχα δυο αγάλματα» σημειώνει ακόμα «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ'Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα:

‘Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι'αυτά πολεμήσαμε'» (Β΄ 303). Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι'αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοπίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα πραγματικά και όχι σε αφηρημένες έννοιες περί του κάλλους των αρχαίων ημών προγόνων ή σε καρδιές αποστεγνωμένες που έχουν πάθει ακαταληψία από το φόβο του χύδην όχλου.

«Απ'τα κόκαλα βγαλμένη» τραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων. Και γι'αυτό πέτυχε, και γι'αυτό δε σταμάτησε και πραγματοποιείται σ' όλο τι ΙΘ' αιώνα, και γι'αυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της. Ο σημερινός πόλεμος της πατρίδας μας -δεν είναι υπερβολή να το πούμε- είναι μια συνέχεια της επανάστασης του '21. Γιατί δεν πρέπει να το ξεχνούμε: κάθε φορά που η φυλή μας γυρίζει προς το λαό, ζητά να φωτιστεί από το λαό, αναμορφώνεται από το λαό, συνεχίζει την παράδοση που μπήκε θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την ελληνική επανάσταση. Ο αγώνας εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και πολιτικό γεγονός. Ήταν συνάμα και ένα πνευματικό γεγονός. Από την τελευταία τούτη άποψη, την πιο αγνοημένη, είναι σημαντικό να έχουμε τεκμήρια σαν αυτά που μας άφησε ο Μακρυγιάννης. Τα ιστορικά γεγονότα δε σταματούν στα χρονολογικά ορόσημα που βλέπουμε στις φυλλάδες της ιστορίας.

2

Ο ΒΙΟΣ του Μακρυγιάννη είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Ελληνισμού στα εξήντα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Γεννήθηκε στα 1797 και πέθανε στις 27 Απριλίου 1864. Δεν είναι δυνατό να σας τον διηγηθώ. Το μόνο που θα προσπαθήσω είναι να σας δώσω λίγα ακόμη παραδείγματα από τ'Απομνημονεύματα, του πώς βλέπει και αντιδρά ο Μακρυγιάννης στα γεγονότα.
Ο Βασιλιάς της Ασίνης

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο

αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα. Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις πάλευε να ξεφύγη το κουραστικό λίκνισμα χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη. Kανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα κι ο βασιλιάς της Ασίνηες που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Όμηρο μόνο μιά λέξη στης Ιλιάδα κι ' εκείνη αβέβαιη ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα. Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα, κι ο ίδιος ήχος μές στη θάλασσα με τα κουπιά μας. Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα: "Ασίνην τε... Ασίνην τε..."

και τα παιδιά του αγάλματα κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι, κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις: ένα κενό παντού μαζί μας. Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα με σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωής, κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξη με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού κι η ψυχή πού γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο κι ο τόπος σάν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι' αναρωτιέται υπάρχουν άραγε ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες υπάρχουν άραγε εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος η νοσταλγία του βάρους μιάς ύπαρξης ζωντανής εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές στο βούρκο είκόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιάς πίκρας παντοτινής. Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας κι από το βάθος της σπηλιάς μιά νυχτερίδα τρομαγμένη χτύπησε πάνω στο φώς σάν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι: "Ασίνην τε Ασίνην τε...". Νά' ταν ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη αγγίζοντας κάποτε με τα δάκτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.

Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Ιαν. '40

Γιατί η ιστορία του Μακρυγιάννη είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του στη μεγάλη αυτή περίοδο που γέννησε τη σημερινή Ελλάδα.

Ο Μακρυγιάννης είναι ακόμη βρέφος όταν η οικογένειά του, κυνηγημένη από τους ντόπιους Τούρκους και τους Αρβανίτες «που θέλαν να σκλαβώσουν το χωριό τους», αναγκάζεται να καταφύγει στη Λιβαδειά. Εφτά χρονώ ξενοδουλεύει για ν' αλαφρύνει τους γονείς του. «Ήθελαν να κάνω δουλειές ταπεινές του σπιτιού» μας λέει «κι αυτό ήταν ο θάνατός μου». Γίνεται ανυπόφορος θεληματικά· τον διώχνουν. Δεκατεσσάρω χρονώ τον βρίσκουμε στη Ντεσφίνα κοντά σ'ένα πατριώτη του. Μας διηγείται το ακόλουθο επεισόδιο:

«Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα σ'έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα [...]. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ'Αγιαννιού. Πήγαμε στο παγγύρι. Μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω. Ετσακίσθη. Τότε μι'έπιασε σ'όλο τον κόσμον ομπρός και με πέθανε στο ξύλο. Δε μ'έβλαβε το ξύλο τόσο· περισσότερον η ντροπή του κόσμου.Τότε όλοι τρώγαν και πίναν κι εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονο δεν ήβρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει. Έκρινα εύλογο να προστρέξω στον Αϊγιάννη, ότι στο σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω τη νύχτα μέσα στην εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες: καί τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα, κι εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιο. Με τις πολλές φωνές κάμαμε τις συμφωνίες με τον άγιο»(Β΄ 13-14).

«Κάναμε τις συμφωνίες με τον άγιο». Ωστόσο ο χριστιανός άγιος κρατά τις συμφωνίες πιο πιστά από τον Απόλλωνα. Γιατί ο Μακρυγιάννης πηγαίνει στην Άρτα σ'ενός Θανάση Λιδορίκη. Δουλεύει κοντά του και εμπορεύεται μόνος του τόσο καλά που στις παραμονές της επανάστασης «είχε καζαντίσει του Θεoύ τα ελέη». «Τότε έφκιασα» σημειώνει «ντουφέκι ασημένιο, πιστόλες κι άρματα, κι ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα στον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι αληθινό φίλο, τον Αϊγιάννη, που σώζεται ως το σήμερο [...]. Kαι τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες που δοκίμασα» (Β' 15).

Στα 1820 πάνω κάτω «μπαίνει στο μυστικό» της Φιλικής Εταιρείας. «Μπήκα στο μυστικό» λέει πάλι «και πήγα στο σπίτι μου κι εργαζόμουνα για την πατρίδα μου και θρησκεία μου να τη δουλέψω 'λικρινώς, καθώς τη δούλεψα, να μη με ειπεί κλέφτη και άρπαγο, αλλά να με ειπεί τέκνο της κι εγώ μητέρα μου» (Β' 17).

Είναι σrην Πάτρα όταν άναψαν τα πρώτα τουφέκια του αγώνα, «ως πραματευτής», αλλά η πραγματική του άποστολή ειναι να συνεννoηθεί με τους οπλαρχηγούς και να μαζέψει πληροφορίες. Πίσω στην Άρτα τον πιάνουν για να τον κρεμάσουν. Ξεφεύμει. Αρχίζει τον πόλεμο με το Γώγο Μπακόλα. Αγωνίζεται στο Πέτα, στην πολιορκία και την άλωση της Άρτας. Έπειτα η έξοδος και η φυγή των αμάχων. Oι πρώτες του αντιδράσεις, στο αναστάτωμα εκείνο είναι όταν βλέπει την αρπαγή, το πλιάτσικο: «Κι από τότε, βλέποντας αυτήνη τηήν αρετή» σημειώνει «σιχάθηκα το ρωμαίικο, οτ'είμαστε ανθρωποφάγοι». Η φιλανθρωπία του αυτή θα τον φέρει αργότερα, στην Αθήνα, σε σκληρές συγκρούσεις με τον Οδυσσέα και τον Γκούρα. Έτσι αρχίζει η πολεμική δράση του Μακρυγιάννη. Από τον Απρίλη του '22, που τον βλέπουμε οπλαρχηγό τέσσερων χωριών των Σαλώνων στην Ανατολική

Ελλάδα, ως τις μάχες του Πειραιά, τον Απρίλη του '27, όπου πολεμά «έχων ολόκληρον σχεδόν το σώμα εντός επιδέσμων» (Α΄μη'), ο Μακρυγιάννης αγωνίζεται ακατάπαυστα. Όσοι ενδιαφέρονται, θα βρουν όλες τις λεπτομέρειες στην τέλεια από την άποψη αυτή έκδοση του Βλαχογιάννη. Εγώ προτιμώ να σας διαβάσω τουλάχιστο την περιγραφή της μάχης της 7ης Οκτωβρίου 1826, στην πολιορκημένη Ακρόπολη, όπου ο Μακρυγιάννης κρατούσε τις καμάρες του Σερπετζέ, δηλαδή το Ωδείο του Ηρώδη. Τη μάχη αυτή ο βιογράφος την ονομάζει «σπουδαιοτάτην των περί την Ακρόπολιν γενομένων»:

«...Εγώ ήμουν άγρυπνος τόσες βραδιές. Νύχτα κι ημέρα δουλεύαμε [...]. Αποκοιμήθηκα. Οι Τούρκοι, ακούγοντας το χτύπο του Λαγουμιτζή, συνάζονται πλήθος και κάνουν γιρούσι [...]. Τότε οι άνθρωποί μου ανακατώθηκαν με τους Τούρκους. Σηκώνομαι άξαφνα εκεί που ήμουν γερμένος. Κόλλησα στην ντάπια. Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι, τους ντουφέκισα κι εγώ στο σωρό. Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν στο λαιμό. Τότε κάνω το ποδάρι μου να κατεβώ από την ντάπια· έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός. Οι άνθρωποι τσακίστηκαν από την όξω ντάπια. Πατούσαν απάνω μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος, μ'αφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα· έλπιζαν οτ'είμαι σκοτωμένος. Αφού πέρασαν όλοι και μείναν ολίγοι κι έμπαιναν κι αυτοί μέσα στο κάστρο, τότε θά'μπαιναν κι οι Τούρκοι συνχρόνως μ'αυτούς [...] Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος και βαστώ καμιά δεκαριά έξω με το μαχαίρι. Δεν τους άφησα να μπούνε μέσα. Και τράβησα την πόρτα πού'χαμεν ανοιχτή και πιάσαμε τον πόλεμο και πολεμούσαμε με τις πιστόλες. Μήτε οι Τούρκοι μπορούσαν να ρίξουνε ντουφέκι μήτε εμείς. [...] Όρμησαν οι Τούρκοι, με ξαναπλήγωσαν στο κεφάλι, στην κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα. Γυρεύουν οι άνθρωποι να με πάρουν να μπούμε μέσα. Τότε τους λέγω: ‘Αδελφοί, και μέσα να μπούμε κι όξω να μείνομε, χαμένοι είμαστε αν δε βαστήξομε τους Τούρκους [...]'. Τότε οι γενναίοι Έλληνες βάστησαν σα λιοντάρια. (...]. Παίρνοντας το δειλινό, μέρασα φυσέκια των ανθρώπων. Ήρθαν κι άλλοι ακόμα σύντροφοι. Ήρθαν και Τούρκοι νέο μιντάτι. Μας ρίχτηκαν μ'ορμή, μπήκαν στις καμάρες, τις κυργέψαν όλες, κι άνοιξαν μασγάλια και ντουφεκιούσαν μέσα στο κάστρο. Ρίχτηκαν μ'ορμή να μας πάρουν και την ντάπια μας. Εκεί σκότωσαν τον Νταλαμάγκα κι άλλους πέντ' έξι. Ξαναλαβώνομαι κι εγώ πίσου στο κεφάλι πολύ κακά. Μπήκε του φεσιού το μπάλωμα στα κόκαλα, στην πέτσα του μυαλού. Έπεσα κάτου πεθαμένος. Με τράβησαν οι άνθρωποι μέσα. Τότε ένιωσα. Τους είπα: ‘Αφήστε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουν το πόστο μου'. Τότε οι καημένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από την ντάπια μας και τους έβαλαν όλους στις καμάρες...» (Β΄ 204-205).

Με τον ερχομό του Καποδίστρια και κυρίως του Όθωνα αρχίζουν οι τραγικές παρεξηγήσεις ανάμεσα στον κόσμο που έκανε την επανάσταση και τους ανθρώπους που ήταν μοιραίο να κυβερνήσουν την Ελλάδα για τα τριάντα πέντε χρόνια που θ'ακολουθήσουν. Είναι ένα μακρύ δράμα που παίζεται ανάμεσα σε αφηρημένες ιδέες και μιά ζωή που ξέσπασε για να ελευθερώσει ένα βασανισμένο έθνος, ατίθαση, αν θέλετε, αλλά που ήταν και δυνατή, και άξια, και ευαίσθητη, και πονεμένη, περισσότερο πονεμένη και ευαίσθητη γιατί είχε ακόμη ανοιχτές τις πληγές που πήρε στην πρόσφατη τρομαχτική πάλη -θυμωμένη ονομάζει ο λαός την πληγή που πονεί.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ


«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου».

«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι' οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι' όμως σαν είμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κατω από τους μεγάλους ίσκιους
κι' έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά - σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά - σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι' οι πλαγιές σου».


«Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι' όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά -σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι' αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι' οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν».

«Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεται στο χώμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι' απ' τους ανθρώπους».

«Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι' ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα».

Για τους ανθρώπους που ανάλαβαν να διοικήσουν τον τόπο, υπήρχε ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα: να βάλουν σε τάξη ένα χάος, όπως έλεγαν· να νοσηλέψουν, να βοηθήσουν, να ψυχώσουν ένα λαό που πέρασε από φρικιαστικές δοκιμασίες για τη λευτεριά του, όπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε. Τι έκαναν; Κάθησαν και βρήκαν αυθαίρετα την ευκολώτερη λύση, έλυσαν δηλαδή το πρόβλημα με μια μονοκοντυλιά. Μεταφράζω: όταν σκοτώθηκε ο Καποδίστριας, η Ελλάδα δοκίμασε ένα από τα χειρότερα χρόνια που έζησε ποτέ της, το 1832. Ο τόπος ήταν μοιρασμένος σε μερικά στρατιωτικά τιμάρια, που δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να θρέψουν όπως όπως τα πειναλέα απομεινάρια των παλιών πολεμιστών. Η αντιβασιλεία έφερε μαζί της ένα δάνειο. Μ'αυτά τα χρήματα μπορούσε να δώσει ένα κομμάτι ψωμί στους πεινασμένους που βοούσαν έξω από τις πόρτες του Ναυπλίου. Προτίμησε να τα διαθέσει για τη συντήρηση του βαυαρικού στρατού που θα στήριζε, καθώς φαντάζουνταν, αυτή και τον Όθωνα. Μ'αυτό το στρατό διάλυσαν ή έδιωξαν έξω από το κράτος τους παλιούς αγωνιστές, τους φοβερούς αυτούς αγριανθρώπους όπως πίστευαν. Και οι αγριάνθρωποι τι συλλογιζόντουσαν; Η ακόλουθη συνομιλία του Μακρυγιάννη με τον Αιντέκ μας το δείχνει:

«Ο φίλος μου ο Αιντέκ επειράχτη και μ'όκρινε με πολύ φαρμάκι: ‘Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε, και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγενέτα και τα φέρνει εδώ και σας υποτάζει' Τότε βρέθηκα σε θέση δεινή [...]. Του λέγω: ‘Δυστυχία μας των καημένων! Κακά και ψυχρά θα πάμε. Εγώ σου μίλησα αλλιώς κι εσύ μου απαντείς διαφορετικά με μπαγενέτα. Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και το βασιλέα κι εσάς ν'αγαπούμε κι όχι να σας φοβόμαστε [...]. Να'ρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νά'χω, στραβός θανά είμαι [...]'. Μου λέγει: ‘Τον βασιλέα δεν τον αγαπάς;' ‘Όχι'του λέγω ‘δεν ξέρω ψέματα. Όταν χαθεί η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ'έχει υπήκοόν του, ούτε εγώ βασιλέα. Και γι'αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι όχι φοβέρες με μπαγενέτες', (Β΄ 300).

Ωστόσο ο Μακρυγιάννης δεν ήταν άνθρωπος με κακή προαίρεση. Όταν αράζει ο Όθωνας στο Ναύπλιο, σημειώνει: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα όπου ήταν τόσα χρόνια χαμένη και σβησμένη [...], ότι ήρθε ο βασιλέας που αποχτήσαμε με τη δύναμη του Θεού». Άλλωστε, προσωπικά δεν τον πολέμησε ποτέ. Απεναντίας προσπαθεί να τον προφυλάξει από τους κακούς συμβούλους του, από την «Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική», όπως τη λέει. Γι'αυτόν, είναι ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας που είναι υπεύθυνος για την αντιβασιλεία, είναι οι πρέσβεις· δεν είναι ο Όθωνας:

«...Τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι όπου ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες -κι έπρεπε να κόψει η Αγγλία τον Ντώκινς, τον πρέσβυ της, η Γαλλία το δικό της, και η Ρουσία το ίδιο· κι ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψει κι ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδας μας και του αθώου βασιλέα μας» (Β' 311).

Αλλά «δεν είναι κοπέλι», δεν υποφέρει να βλέπει «το άδικο να πνίγει το δίκιο», δεν υποφέρει να βλέπει την κατάντια των αγωνιστών. Ακούστε· η περικοπή αναφέρεται στην κυβέρνηση του Καποδίστρια, αλλά το αίσθημα του Μακρυγιάννη είναι και τώρα το ίδιο:

«Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ'αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων· κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς· κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά· κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ'αυτές τις δυο θέσες πού'ναι τα κλειδιά σου -ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τ'άλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη ν'ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στ'άλλο μέρος των Θερμοπύλων κι άλλού. Αυτήνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές· και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. O Αγουστίνος κι ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσια κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε» τους λένε «να σηκώσετε άρματα να δυστυχίσετε;» (Β΄ 67-68).

Αυτοί είναι οι λόγοι που σπρώχνουν τον Μακρυγιάννη να οργανώσει τη συνωμοσία που καταλήγει στο Σύνταγμα της Γ' Σεπτεμβρίου. Ορκίζει σ'όλο το κράτος. Ιδού πώς ορκίζει. Η σκηνή είναι στο σπίτι του Μακρυγιάννη ένα βράδυ· ένας αγωνιστής κάθεται μαζί του· καθώς τσουγκρίζουν τα ποτήρια, η κουβέντα τελειώνει έτσι:

»- Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;

Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς 

κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά 

κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο 

και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.

(Μυθιστόρημα: Αργοναύτες)

»- Στο Μεσολόγγι, μου λέγει.

»- Πού το τσάκισα εγώ αυτό;

»- Στους Μύλους τ'Αναπλιού.

»- Γιατί τα τσακίσαμε;

»- Για τη λευτεριά της πατρίδος.

»- Πού'ναι η λευτεριά κι η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου!

»-Τον παίρνω και πάμε και τον ορκίζω (Β΄ 375).

Και γίνεται το Σύνταγμα και πέφτει στα χέρια των πολιτικών και εξευτελίζεται, κι ο Μακρυγιάννης ολοένα αποτραβιέται από τον κόσμο.

«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους» γράφει κατά το 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τό 'χουν σε δόξα, τό 'χουν σε τιμη' , το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας» (Β΄ 463).

Καί πάλι:

«Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε στην πατρίδα, αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν. Κι είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι το Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του "Γκρανσινιόρη". Όσο έβλεπαν το τζαμί στη Βιένα σκιάζονταν κι έτρεμαν να μην πάγει και παραμέσα και φκιάσει κι άλλα τζαμιά. Κι από αυτό το φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. Κι όταν βγήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίσει τζαμιά· ότι θα πέσουν κι αυτά που έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και γι'αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξει μ'έργα, ας είστε καλά εσείς, που δεν αφήσατε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους που είμαστε» (Β' 462).

Μόνο οι παλιοί του σύντροφοι τον βλέπουν. Ωστόσο η Κυβέρνηση πάντα τον υποψιάζεται. Ο Όθων ποτέ δεν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του '43. Ο Μακρυγιάννης είναι πάντα γι'αυτούς ένα άγριο θηρίο που πρέπει να κλειστεί στο κλουβί.
Έτσι κατά το Σεπτέμβριο του '51 αρχίζουν και κυκλοφορούν οι κατηγορίες -ανυπόστατες, αστήριχτες, που δεν αποδείχτηκαν ποτέ: Ο Μακρυγιάννης θέλει να σκοτώσει το βασιλιά, θέλει να κάνει δημοκρατία. Ο Μακρυγιάννης συνεννοείται με κάτι πρόσφυγες Πολωνούς που κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. Ο Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ'έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του. Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του. Ο Μακρυγιάννης είναι σάπιος από τις εφτά πληγές που μάζεψε στον αγώνα. «Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι» γράφει ο γιατρός Γούδας που μίλησε στη κηδεία του· «ο εξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσκεν αυτόν. Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγένετο βραδυτάτη. Ταύτα ήσαν τα αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης ως αμοιβήν των υπέρ πατρίδος εξόχων υπηρεσιών αυτού. Πληγαί και ασθένειαι πολυώδυνοι και μετ'αυτών πενία δυσθεράπευτος ως εκείναι (Α΄ μη'). Οι πληγές του κεφαλιού, που πήρε στη μάχη του Σερπετζέ, τον κάνουν κάποτε έξαλλο. Τρεις μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μη έχοντας άλλον κριτή να τον δικαιώσει, όπως στα νιάτα του στην εκκλησιά του Αϊγιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το Θεό:

«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...]. Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχιμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου πνιγμένα στα κλάματα και ξυπόλυτα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν'αφήνουν κανένα να πλησιάσει νά μας ιδεί. [...]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνονν ανάκρισες ολωνών, κατ' οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...]. Και στις 13 τουτουνού του μήνα [...] ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ, όπου φυλακώνουν τους κακούργους...» (Α΄ πα' ).

Αλλά τούτη τη φορά δεν μπόρεσε να κλείσει τις συμφωνίες με το Θεό. Είχαν αλλάξει τα χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε, και τον κρίνανε σε μια δίκη που ήτανε μια μεγάλη αδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σε θάνατο, που έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίον 1854. Ο Μακρυγιάννης είναι ένα λεβέντικο κουρέλι. Δε μιλά παρά με το Θεό και τα μικρότερα παιδιά του. Το σπίτι του και το περιβόλι του είναι ρημάδια. Ο τελευταίος ήχος της φωνής τους -ο τελευταίος που ξέρουμε και που θ'άκούσετε τώρα- έρχεται από μακριά, πολύ μακριά. Θαρρείς πως μια ολόκληρη φυλή πάει να ξεψυχήσει:

«Αφού με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο μου σπίτι και στην ταλαίπωρή μου οικογένεια, μ'ανάδωσαν οι πληγές, τη μια Λαμπρή επέρσι και τη Λαμπρή που πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα. Πήγα στη σπηλιά πού 'ναι στο περιβόλι μου να ξανασάνω. Και με το στανιό και ακουμπώντας με το ξύλο έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: "Φάγε απ' αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού 'θελες να κάμεις σύνταμα!" Και μ' ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ'αγκυλώματα [...]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού 'δωκε. Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...»(Α΄ πς')

Δεν είναι πολλά χρόνια, ψάχνοντας στο Εθνολογικό Μουσείο να βρω ενθύμια του Μακρυγιάννη, είδα το γύψινο αποτύπωμα του νεκρού κεφαλιού του. Ήταν σαν ένα μαραγκιασμένο μήλο ή ένα πετράδι της ακρογιαλιάς, βαθιά γλυμμένο από το ακαταπόνητο κύμα, λίγο μεγαλύτερο από μια γροθιά. Αυτό το ταλαίπωρο πράγμα ήταν ό,τι είχε απομείνει, την ώρα του θανάτου, από την ωραία και την ευγενικιά μορφή του μεγαλόψυχου άντρα.

3

ΘΑ ΗΘΕΛΑ τώρα προτού τελειώσω, να συνοψίσω τη γνώμη μου για την αξία του βιβλίου του Μακρυγιάννη. Ακούσατε λίγες περικοπές του. Είναι ελάχιστες και ανεπαρκείς. Αλλά θα σας δώσουν οπωσδήποτε μιά μικρή βάση για να κρίνετε την ιδέα μου, που είναι η ακόλουθη: Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη.

Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή τι εννοούμε όταν λέμε πεζός λόγος. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες, οι ποιητές πήραν την άδεια να μη χρησιμοποιούν κανονικά τα εξωτερικά και χοντρά γνωρίσματα της ποίησης -δεν ήταν άλλωστε διόλου γνωρίσματα- όπως οι ρίμες και ο παλιός μνημοτεχνικός στίχος. Αυτό δε σημαίνει φυσικά πως η διάκριση ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζό λόγο έπαψε να υπάρχει. Έγινε απεναντίας πιο ουσιαστική. Η ποίηση είναι ένα είδος χορού, η πρόζα είναι, και πρέπει να είναι, ένα βάδισμα που μας οδηγεί κάπου. Με την πρόζα που σας διαβάζω τώρα προσπαθώ να σας οδηγήσω, περπατώντας στο πλάϊ σας, για νά ιδήτε τι πράγμα είναι αυτός ο Μακρυγιάννης, όπως αν σας δεχόμουνα σε μια άγνωστή σας πολιτεία. Αν είχα να γράψω ένα ποίημα που να εκφράζει τον Μακρυγιάννη δε θα ήταν διόλου το ίδιο. Θα κοίταζα να γράψω τρεις γραμμές ή τρεις σελίδες,
συγκεντρώνοντας από την εμπειρία που έχω των εικόνων και των καημών του τόπου μου, τις λέξεις εκείνες που κατά το αίσθημά μου θα σας έδιναν τη συγκίνηση που μου έδωσε, χωρίς ίσως να τον ονομάσω διόλου, αυτόν ή τα πράγματα που ονομάζει. Στην ποίηση, το προηγούμενο βήμα δε χάνεται ποτέ μέσα στο επόμενο, απεναντίας μένει καρφωμένο στη μνήμη ως το τέλος και ακέραιο μέσα στο σύνολο του ποιήματος. Στην πρόζα, κάθε βήμα καταναλίσκεται μόλις τέλειωσε ο προορισμός του, που είναι να προχωρήσουμε. Η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη· είναι ο παράγραφος, είναι η σελίδα που γυρίζουμε σιωπηλά. Η μορφή της και ο ρυθμός της είναι ο δρόμος, καθώς τον ακολουθούμε· και το περιεχόμενό της, τα πράγματα που συνδυάζονται, καθώς τα βλέπουμε προχωρώντας. Γι'αυτό η πρόζα που πάει να χορέψει είναι άσκημη πρόζα -δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την πρόζα που λέγεται «ποιητική»- και όλο το ζήτημα δεν είναι να τη γράψει κανείς ωραία αλλά να τη γράψει σωστά. Και δεν μπορεί να τη γράψει σωστά αν δεν έχει ορισμένα πράγματα να δείξει, που πιστεύει πως είναι αξιόλογα. Αν δεν έχει ένα σημαντικό περιεχόμενο.

Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και ο πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαριά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά.

«Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνι» σημειώνει -το περιστατικό πρέπει να έχει συμβεί γυρω στα 1830- «είναι ένα χωριό, το Μέγα Σπήλαιγο. Έκαμα κονάκι εκεί. Μου παραπονιόνται οι κάτοικοι από την τυραγνία που δοκιμάζουν από τους καλογέρους: ό,τι παίρνουν το αρπάζουν αυτήνοι. Είχα κονάκι σ'ενού παπά το σπίτι. Τότε τους λέγω:

«- Σαν τραβάτε τόση τυραγνία, δεν τ'αφήνετε το χωριό σας να φύγετε, να πάτε σ'άλλο χωριό εθνικό, πού 'ναι, τόσα;

»Μου λέγει η παπαδιά:

»-Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο στο νερό, τόσες ψυχές, να γλιτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλες -μας φάγαν. Και τα παιδιά πεταμένα μέσα -γιομάτο το νερό- σα μπακακάκια πλέγαν. Κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ' αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι'αυτήνη τήν πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη.

»Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ» (Β΄ 258).

Πολέμησε, αγωνίστηκε πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε -όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο- πάντα ορθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι. Αλήθεια, μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα, που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό -τόσο ανθρώπινο-, που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων. Αυτό το ίδιο συναίσθημα που είναι ζυμωμένο με κάθε ελληνική ιδιοσυγκρασία, από τους παμπάλαιους καιρούς που ο Οιδίποδας κατάργησε τη Σφίγγα και τον εφιαλτικό κόσμο της λέγοντας μόνο μια λέξη: ο άνθρωπος.
Μηνιαία Έκδοση
Πνευματικού Προσανατολισμού
Και γενικής Παιδείας

Εκδότης Χρήστος Λαμπράκης
Διευθυντής Άγγελος Τερζάκης

Σύμβουλοι Έκδοσης
Γιώργος Σεφέρης
Κ.Θ. Δημαράς
Γιώργος Θεοτοκάς
Κωστής Σκαλιόρας
Λέων Β. Καραπαναγιώτης
Χρήστος Λαμπράκης

Το περιοδικό "Εποχές" κυκλοφόρησε ανελλιπώς από τον Μάιο του 1963 έως τον Απρίλιο του 1967. Η έκδοση του περιοδικού ανεστάλη οριστικά λόγω της δικτατορίας. Εκδόθηκαν συνολικά 48 τεύχη.
Το περιοδικό, σε σχήμα 8ο, δίστηλο τυπώνονταν σε χαρτί chamois 120 gr.

Στο εξώφυλλο αναγράφονται η ύλη και οι συνεργάτες του κάθε τεύχους, όλοι σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Ορισμένα τεύχη έχουν τη φωτογραφία του προσώπου που παρουσιάζεται στην "Ελεύθερη Σκέψη", και άλλα γκραβούρες από το θέμα "Περιηγήσεις στον Ελληνικό χώρο"

Η ύλη του περιοδικού κατανέμεται σε τρεις ενότητες:
1. Άρθρα και αναλύσεις
2. Έρευνες - Ελεύθερη Σκέψη
3. Χρονικά

Στο πρώτο τεύχος παρουσιάζονται άρθρα των: Γεωργίου Θεοτοκά, Έφης Ραυτοπούλου, Ρόδη Ρούφου, Boris Pasternak, Hannah Arendt, Νίκου Κάσδαγλη.

Στη μεγάλη έρευνα "Τεχνική και ανθρωπιστική μόρφωση" απαντούν οι καθηγητές Γ.Ι. Κουρμούλης, Ε.Κριαράς, Α.Ν.Καλογεράς και ο Ε.Π.Παπανούτσος.

Στα χρονικά περιλαμβάνονται: σχόλια, το θέατρο, ο χορός, η φιλολογία, τα βιβλία, επιστολές, το πολιτικό ημερολόγιο, και δελτίο διεθνούς πολιτικής το οποίο σχολιάζεται χιουμοριστικά από τον σκιτσογράφο Κώστα Μητρόπουλο.

Σε ξεχωριστό χαρτί illustration τυπώνονται οι εικόνες που κοσμούν το περιοδικό. (Συνήθως ένα τετρασέλιδο που καλύπτει τα εικαστικά και γενικότερα θέματα τέχνης, στην ενότητα Χρονικά).

Για τη διάρθρωση της ύλης δίνει το ίδιο το περιοδικό την "οφειλόμενη" εξήγηση στους αναγνώστες και τους συνεργάτες: "δεν θα την προσδιορίζει η αξιολόγηση προσώπων ή θεμάτων. Η διάταξη των κειμένων θα γίνεται με βάση την καθαρά εσωτερική οικονομία της ποικιλίας και της εναλλαγής. Τα σχόλιά μας δεν έχουν προέλευση προσωπική? εκφράζουν απόψεις του περιοδικού. Μερικοί από τους τομείς που θα επισκοπούμε, υπηρετούνται κιόλας άριστα στην ελληνική Διανόηση, Τέχνη κι Επιστήμη. Άλλοι, σ' ό,τι αναφέρεται ειδικότερα στη συγγραφή δοκιμίων, θεωρητικών κειμένων για τις θετικές επιστήμες, που να ενημερώνουν τον ειδικό χωρίς και να ξεπέφτουν στην κακώς νοούμενη εκλαΐκευση, υστερούν ακόμα. Κι εδώ θα καταβάλουμε προσπάθεια να δημιουργηθεί μια εγχώρια κατηγορία συγγραφέων που να συμβάλει στη γενική διαμόρφωση".

Φιλοδοξία του περιοδικού ήταν, όχι να καλύψει ένα κενό, όπως συνηθίζουν να λένε σε νέες εκδόσεις -αυτό το αφήνει να φανεί αργότερα- είχε φιλοδοξία "να εξεγείρει έναν φυσικό και πνευματικό αγώνα, να αντλήσει δυνάμεις από το χθες και από το σήμερα, και να στραφεί με προσδοκία θερμή και λαχτάρα στους νέους", όπως τονίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα και συνεχίζει:
"Θα προσπαθήσουμε να συγκομίσουμε στις σελίδες μας όλων των εποχών τους καρπούς, προσέχοντας ιδιαίτερα στις φωνές του καιρού μας […] Ο φωτισμός όλο και μεγαλύτερου αριθμού συνειδήσεων, η παροχή ενός μέσου να προσπελάζεται η υψηλή παιδεία, να επισημαίνονται και ν' αναλύονται χωρίς προκατάληψη τα ζητήματα του κόσμου, να προβάλλεται η ελευθερία του κριτικού στοχασμού, είναι μόνιμα αιτήματα του ανθρώπου. Θα τα υπηρετήσουμε".

Οι "Εποχές" επιδίωξαν και επέτυχαν να γίνουν ένα μέσο πνευματικής επικοινωνίας, διευρύνοντας το μορφωμένο κοινό της χώρας. Σε μια εποχή που δεν ήταν τόσο εύκολη η πρόσβαση στη γνώση και την πληροφόρηση, έφεραν στον αναγνώστη πρωτότυπες εργασίες Ελλήνων και ξένων διανοητών.

Πράγματι, οι "Εποχές", παράλληλα με τους σημαντικότατους Έλληνες συνεργάτες είχαν συνεργασία και με ανάλογα ευρωπαϊκά περιοδικά των χρόνων εκείνων. Τα κείμενα που παρουσιάζονται μεταφρασμένα στις "Εποχές" υπογράφουν οι: Boris Pasternak, Wolfgang Clemen, William James, Rene Etiemble, Jean Roudaut, Nathalie Sarraute, Cottfried Martin, Philip Vellacott, Leo Hamon,, Louis Mercier, Georg Lukacs, Alberto Moravia, Julian Huxley, Ignazio Silone,Georges Devereux, Peter Heyworth, John Bowen, Ian Kott, Thomas Mann, Τ.S. Eliot, Jon Robinson. Benedetto Croce, M.I. Finley, W. Clemen, Raymond Aron, Ernt Bloch, Aldo Vallone, Ludwig Marcuse, Eug. Ionesco, Jean Paul Sartre και άλλοι.

Από τους Έλληνες συνεργάτες του περιοδικού, εκτός από τον διευθυντή και τους συμβούλους, οι οποίοι έγραφαν τακτικά, μνημονεύονται εδώ ενδεικτικώς οι: Άρης Αλεξάνδρου, Έλλη Αλεξίου, Μανόλης Ανδρόνικος, Θανάσης Βαλτινός, Βασίλης Βασιλικός, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Παύλος Ζάννας, Ι.Θ. Κακριδής, Ζωή Καρέλλη, Νίκος Κάσδαγλης, Μένης Κουμανταρέας, Αικατερίνη Κουμαριανού, Εμμ. Κριαράς, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δ.Ν. Μαρωνίτης, Παν. Μουλλάς, Τάκης Παπατσώνης, Γιώργης Παυλόπουλος, Δημήτρης Πικιώνης, Λίνος Πολίτης, Παντελής Πρεβελάκης, Γ.Π. Σαββίδης, Αντώνης Σαμαράκης, Κώστας Ταχτσής, Στρατής Τσίρκας, Μανόλης Χατζηδάκης, Μαρίνα Λαμπράκη, Χρήστος Μαλεβίτσης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Γιάννης Μπεράτης, Αδαμάντιος Πεπελάσης, Χ.Κ. Μπουσπμουρέλης, Γ.Α. Μαγκάκης, Δημήτρης Μυταράς, Γεωρ Λυκιαρδόπουλος, Δημήτριος Φατούρος, Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος.

Τον Μάρτιο του 1966 ο Γιώργος Σεφέρης απεχώρησε από την ομάδα των συμβούλων προκειμένου να ασχοληθεί με το προσωπικό του έργο. Την ίδια χρονιά, στις 30 Οκτωβρίου 1966, απεβίωσε ο Γιώργος Θεοτοκάς, το όνομά του όμως παρέμεινε, τιμής ένεκεν.

Αξιοσημείωτες είναι οι έρευνες του περιοδικού "Εποχές", με αφορμή καίρια και επίκαιρα θέματα, όπως: "Η νέα Θεότης", "Οι νέοι συγγραφείς της Ρωσίας", "Τεχνική και ανθρωπιστική μόρφωση", "Η ηθική κρίση", "Η μετανάστευση: Ευλογία ή κατάρα;". Οι έρευνες αυτές προκάλεσαν πολλές συζητήσεις από τις σελίδες του περιοδικού και ανακίνησαν ποικίλους προβληματισμούς. Ιδιαίτερα στην τελευταία έρευνα κλήθηκαν να απαντήσουν προσωπικότητες όπως οι: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Α. Πρωτοπαπαδάκης, Α. Παπανδρέου, Ηλίας Ηλιού, Ιωάννης Πεσμαζόγλου, Αδ. Πεπελάσης, Δ.Π. Καράγιωργας…

Τα αφιερώματα σε πρόσωπα και γεγονότα, κατά κανόνα με αφορμή επετειακές ή άλλες συγκυρίες παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, όπως: το αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, το 1963, με αφορμή τη βράβευσή του με το Νoμπέλ Λογοτεχνίας, στον Shakespeare, το 1964 για τα 400 χρόνια από τη γέννησή του, στον Delacroix, το 1963, 100 χρόνια από τον θάνατό του, στον Τ.S. Elliot, το 1965, με αφορμή τον θάνατό του, στον Dante Alighieri, τo 1965, 700 χρόνια από τη γέννησή του, στον Benedetto Croce, τo 1966, 100 χρόνια από τη γέννησή του, στον Γιώργο Θεοτοκά, με αφορμή τον θάνατό του, τo 1966.

Ένα ολόκληρο τεύχος, -το Νο 36, Απριλίος του 1966- είναι αφιερωμένο στην Αφρική. Ένα μεγάλο αφιέρωμα, "Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο", εντυπώσεις περιηγητών του 17ου, 18ου, 19ου αιώνα στην Ελλάδα, περιλαμβάνεται στα τεύχη από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 1966. Τα τεύχη αυτά κοσμούνται με ανάλογες γκραβούρες στο εξώφυλλο.

Από τα πολλά άλλα ενδιαφέροντα θέματα μνημονεύουμε το θέμα "Σταθμοί προς τη νέα ελληνική κοινωνία" με άγνωστα και ανέκδοτα κείμενα της περιόδου 1790-1840, "Το φιλελεύθερο πνεύμα στη Νεότερη Ελλάδα" παρουσιάζει τους: Θεόφιλο Καΐρη, Εμμ.Ροϊδη, Κ. Λομβάρδο…

Η ενότητα "Ελεύθερη Σκέψη" ξεκήνησε με τον Επίκτητο στο πρώτο τεύχος, και περιέλαβε τoυς: Montaigne, Hume, Θουκυδίδη, Tocqueville, Κοραή, Jefferson, Βολταίρο, Αριστοτέλη, Karl Marx, Kierkergaard, Hegel, Nietzsche, Heidegger, G. Marcel, H. Bergson, N. Berdiaeff, S. Freud, C.G. Jung, A. Adler…

Το τμήμα "Χρονικά" περιλαμβάνει και εκτενείς βιβλιοκρισίες, τις οποίες υπογράφουν, ως τακτικοί βιβλιοκριτικοί οι: Τάκης Σινόπουλος, Κώστας Στεργιόπουλος, Απόστολος Σαχίνης, Γιώργος Μουρέλος.
Παρουσιάζει επίσης επιστολές των αναγνωστών.

Οι "Εποχές" βρισκόταν σε άμεση ανταπόκριση με ό,τι νέο συνέβαινε στο χώρο της τέχνης και των επιστημών. Το περιοδικό παρακολουθούσε και σχολίαζε την πολιτική επικαιρότητα και ήταν ενημερωμένο για τα νέα ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ρεύματα.

Η παρουσία του σημάδεψε τα κρίσιμα προδικτατορικά χρόνια και αποτέλεσε μια αξιοσημείωτη προσπάθεια, χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια, στην ιστορία του περιοδικού Τύπου στη χώρα μας. Η αναστολή της έκδοσής του δημιούργησε πραγματικό κενό στην πνευματική ζωή του τόπου και δικαίως θεωρείται, ακόμη και σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά που κυκλοφόρησαν ποτέ στην Ελλάδα.

Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής -αν υπάρχει μια ιδέα βασικά ελληνική, δεν είναι άλλη. Γεννιέται στα χαράματα της ελληνικής σκέψης· έπειτα τη διατυπώνει μια για πάντα ο Αισχύλος. Όποιος ξεπερνά το μέτρο είναι υβριστής, και ύβρις είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να μας συμβεί. Για να μεταχειριστώ τη φρασεολογία του Μακρυγιάννη, οι Έλληνες, από τα παλιά εκείνα χρόνια, είναι στο «έμείς», δεν είναι στο «εγώ». Γιατί μόλις το εγώ γυρέψει να ξεπεράσει το εμείς, αμέσως η Άτη, η αυστηρή μοίρα που φροντίζει για την ισορροπία του κόσμου, το κεραυνώνει. Ολάκερη η αρχαία μας τραγωδία είναι γεμάτη από τα σύμβολα αυτής της ιδέας. Και το σύμβολο που με συγκινεί περισσότερο απ'όλα το βρίσκω στους Πέρσες. Ο Ξέρξης, μας λέει ο παλιός μύθος, νικήθηκε γιατί ήταν υβριστής, γιατί έκαμε αυτή την υπέρογκη πράξη: μαστίγωσε τη θάλασσα. Γι'αυτό βρήκε στη θάλασσα τον όλεθρό του. Σ'αυτό το στοιχείο που μολονότι είναι πάντα ταραγμένο και δεν ήσυχάζει ποτέ, αναζητά πάντα την ισορροπία, το ζύγιασμα.

Στο ξέσπασμα της επανάστασης, στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης ακούει έναν μπέη να μιλά στους φίλους τους αυτά τα λόγια, που σημειώνει:

«Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! [...] Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε το ντονφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται· τον γελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν...». (Β' 24).

Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μιά λέξη στο στόμα ενός αντιπάλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε». Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας. Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν στα 1821. Ο Μακρυγιάννης τα κρατά στη μνήμη του για να τα σημειώσει χρόνια αργότερα, κατά τα 1829, αφού μάζεψε όλη την πείρα της τρομαχτικής εκείνης πάλης. Tον βλέπω να τα συλλογίζεται σε δύσκολες ώρες. Υπάρχουν πίσω από κάθε του πράξη και από κάθε του απόφθεγμα. Πίσω από την ακόλουθη συνομιλία που έχει με το Γάλλο ναύαρχο de Rigny, όταν ετοιμάζεται να πολεμήσει στους Μύλους:

«Εκεί πού 'φκιανα τις θέσεις στους Μύλους, ήρθε ο Ντερνύς να με ιδεί: Μου λέγει:

»- Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες· τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;

»Του λέγω:

»- Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομε την τύχη μας σ'αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ'έναν τρόπο· ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.

»- Τρε μπιεν, λέγει κι αναχώρησε ο ναύαρχος» (Β' 169).

Αυτή είναι η πίστη και η ασφάλεια που μας δίνει ο Μακρυγιάννης.

Ο δεύτερος λόγος που πιστεύω πως ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος μας είναι γιατί τον νομίζω σαν ένα μεγάλο διδάσκαλο της γλώσσας μας. Αν εξαιρέσω την ερειπωμένη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, δεν ξέρω άλλο κείμενο στα νέα μας γράμματα που να διδάσκει τόσα πολλά όσο το κείμενο του Μακρυγιάννη.

Κάποτε μου έτυχε να γράψω έναν πρόλαγο στα ποιήματα του Κάλβου· κι επειδή νόμισα πως ένα από τα σπουδαία προβλήματα που έθετε ο Kάλβoς ήταν το πρόβλημα της γλωσσικής έκφρασης, μ'έψεξαν γιατί ασχολήθηκα μ'αυτό, αντί ν'ασχοληθώ με πράγματα που βροντοφωνούσε ο ποιητής και δεν είχαν καθόλου την ανάγκη μου για να γίνουν αισθητά από τον καθένα. Με απασχολεί η γλώσσα, γιατί είναι το υλικό του συγγραφέα, και όχι γιατί μ'αρέσει να ξαναγυρίζω στο παλιό γλωσσικό ζήτημα, που είναι τελειωμένο για την Ελλάδα. Κανένας λογοτέχνης δε γράφει πιά, εδώ και χρόνια, τους νεκρούς τύπους. Φαντάζομαι πως όταν με το καλό γυρίσουμε στον τόπο μας, δε θα τους χρησιμοποιεί πια ούτε το Κράτος ούτε η δημοσιογραφία. Σκεφτείτε πως σήμερα, στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, ολόκληρος ο τύπος που κυκλοφορεί στο πείσμα των τυράννων και εκφράζει την ελεύθερη σκέψη του έθνους, γράφεται στη ζωντανή μας γλώσσα. Αν όμως το γλωσσικό ζήτημα τελείωσε, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να σταθεί αν δεν είναι άρχοντας της γλώσσας, όχι των λεξικών ή του συνταχτικού, αλλά αυτής της ζωντανής φύσης που του μεταγγίζει κάθε στιγμή που ανασαίνει η φυλή του. Και για να νιώσουμε και ν'αφομοιώσουμε αυτή τη φύση, θα πρέπει να αισθανθούμε και να ζήσουμε κείμενα σαν του Μακρυγιάννη, που είναι καθώς πιστεύω κείμενα καθαρτήρια.

Περιεχόμενο, γλώσσα. Το περιεχόμενο που θέλει να εκδηλωθεί και η γλώσσα που πρέπει να δώσει μια μορφή, μια ύπαρξη στο περιεχόμενο, να το βγάλει από την αφάνεια. Αυτή η ενέργεια και αυτή η αντενέργεια, ενωμένες στο τέλος, φτιάνουν το ύφος. Οι δυο αντίμαχες αυτές δυνάμεις είναι οι δυσκολίες ενός συγγραφέα. Μ' αυτές διαμορφώνεται και διαμορφώνει ένα ύφος, μια «φωνή», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Κάνει έναρθρο λόγο. Γι'αυτό, με τη γλώσσα και μόνο, όσο καλά και να την ξέρουμε, μπορούμε να κάνουμε περίφημες φράσεις -«σαν τ'άχερο στ'αλώνι», όπως λέει το τραγούδι. Αλλά χωρίς την αντίσταση και το βάρος των πραγμάτων, που πρέπει να αρθρώσουμε, ύφος δε θα έχουμε ποτέ. Ύφος είναι οι δυσκολίες που βρίσκει ένας άνθρωπος για να εκφράσει κάτι, ύφος είναι η ανθρώπινη προσπάθεια, «ύφος είναι ο άνθρωπος», όπως διδάσκει ένα σοφό ρητό. Γι'αυτό, το ύφος του Μακρυγιάννη είναι τόσο πραγματικό. Και μοναδικό, γιατί ήταν μοναδικές οι δυσκολίες του. Μιλώντας σας για την υλική όψη του χειρογράφου του Μακρυγιάννη, σας έλεγα πως μοιάζει με μια οικοδομή όπου συλλαβίζει κανείς το πέρασμα μιας ανθρώπινης προσπάθειας. Το γράψιμό του είναι το ίδιο: μια χειροποίητη οικοδομή. Σε κάθε της λεπτομέρεια, στην ένταση, στην ευκολία, στο παραστράτημα, βλέπει κανείς το πέρασμα ενός ολοζώντανου ανθρώπου. «Ο καλύτερος τρόπος να κρίνουμε ένα κείμενο είναι να κοιτάξουμε να βρούμε ποιες λέξεις του δε λειτουργούν», είπε κάποιος. Το ποσοστό των λέξων που δε λειτουργούν στον Μακρυγιάννη είναι μικρότερο παρά στα έργα όλων των πεζογράφων μας που ξέρω. Και για να τελειώσω, θα ήθελα να θυμηθώ μια φράση του Πιραντέλλο, που συλλογίζομαι πάντα όταν έχω να κρίνω ένα κείμενο. «Υπάρχει» λέει «ένα ύφος πραγμάτων και ένα ύφος λέξεων· και αυτός είναι ο λόγος που ο Δάντης πέθανε στην εξορία, και αυτός είναι ο λόγος που στεφάνωσαν τον Πετράρχη στο Καπιτώλειο». Οι ποιητές κάνουν παράξενες προφητείες. Συλλογίζομαι πως αν ο υπέρογκος παλιάτσος του φασισμού είχε προσέξει τη φρασούλα του Πιραντέλλο, δε θα καταντούσε στα τωρινά του χάλια. Τον έφαγε η πομπή των λέξεων, αυτή η τραγική φρεναπάτη. Αλλά οι πολιτικοί έχουν σπάνια τον καιρό να προσέξουν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες.

Οπωσδήποτε, αυτό το ύφος των πραγμάτων, το ύφος της ανάγκης, το ύφος το αποτελεσματικό, το βρίσκω στον Μακρυγιάννη. Ποτέ δεν ξανακούσαμε στην Ελλάδα μια τόσο αδρή φωνή. Κι αυτό δεν είναι λαογραφία. Η φωνή του Μακρυγιάννη είναι ένας κλώνος από το στιβαρό δέντρο που έδωσε τον Ερωτόκριτο και τη Θυσία του Αβραάμ, τα δημοτικά μας τραγούδια, κι έδωσε ακόμη -προτείνω την ταπεινή μου ιδέα για όσο αξίζει- τον πιο μεγάλο καλλιτέχνη που βγήκε από την Ελλάδα, ύστερα από τους αρχαίους, το Θεοτοκόπουλο.

Αυτα είχα να σας πω για τον Μακρυγιάννη, τον αγράμματο στρατοκόπο ενός μεγάλου βίου, που με τόση προσπάθεια αποτυπώνει πάνω στο χαρτί τα πράγματα που βλέπει η συνείδησή του. Τον σίγουρο μαντατοφόρο της μακριάς και αδιάσπαστης λαϊκής μας παράδοσης, που επειδή την κρατά τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του, έρχεται να μας πει με τη φωνή πολλών ανθρώπων, και όχι ενός μονάχα, τι είμαστε και πως είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Πως o θυμός του, ο πόνος του και η τραγωδία του, δεν είναι ατομικές του υποθέσεις, αλλά υποθέσεις δικές σας και δικές μου και όλων μας· υποθέσεις όπου όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι. Έρχεται να μας ψιθυρίσει πως οι ομορφιές μας και τα στολίδια μας και τα υπάρχοντα, που τα νομίζαμε πολύτιμα, πάνε και πάνε, πάλιωσαν και τρίφτηκαν κι έγιναν σαρίδια, και πως σε τίποτε άλλο δε φελάν παρά να μας βαραίνουν, όπως την τραγική και την απελπισμένη Φαίδρα.

Έρχεται να το ψιθυρίσει στους πνευματικούς ανθρώπους τουλάχιστο.

Από τις παραμονές του περασμένου πολέμου οι πνευματικοί τεχνίτες της Ευρώπης -εννοώ τα ενδεικτικά έργα- έχουν καθαρά τη συνείδηση πως ζουν σ'έναν κόσμο χαλασμένο. Αυτή η συνείδηση προκάλεσε εξαιρετικά βίαιες πνευματικές επαναστάσεις, που φάνηκαν από τα πρώτα χρόνια της ειρήνης. Όλη η περίοδος του μεσοπολέμου μπορεί να χαρακτηριστεί σα μια περίοδος απογνωσμένων αναζητήσεων, εσωτερικών ανασκαφών, ελέγχου της πραγματικότητας που μας περιστοιχίζει και που γίνεται στάχτη στα δάχτυλα που την αγγίζουν. Και αυτά οδηγούσαν στο απροχώρητο, στη σιωπή. Υπήρχε η αίσθηση μιας βαριάς αμαρτίας σ'αυτή την κατάσταση. Πάνω σ'αυτή την Έρμη Χώρα, για να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηριστικό τίτλο των χρόνων εκείνων, ήρθαν άλλοι νέοι και ζήτησαν να χτίσουν. Ο ισπανικός πόλεμος, που είναι η αρχή του σημερινού, τους έδωσε αφορμή να δώσουν τα τελευταία σημάδια τους.

Από τον ισπανικό πόλεμο και πέρα δεν ξέρουμε πια. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως περνούμε μια περίοδο πνευματικού συσκοτισμού στην Ευρώπη. Ο σημερινός πόλεμος δεν είναι, όπως ο περασμένος, εποχή καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Κάνετε κλικ ν' ακούσετε την 'Aρνηση
Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να λογαριάζουμε την περασμένη μας πείρα και την τωρινή, προσμένοντας την αυγή που αναπότρεπτα θα χαράξει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κουβεντιάζουμε με γνωστούς και μ' αγνώστους συντρόφους· να προσέχουμε τα μηνύματα και αυτών και των αληθινών πνευματικών προγόνων μας· να καθαρίζουμε τη συνείδησή μας από τις πρόσκαιρες φαντασιοπληξίες·
και να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση, και να κοιτάζουμε πώς θα είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοί της· να κάνουμε το χρέος μας -«ποίημα του χρέους» ονόμαζε ένα από τα μεγάλα του ποιήματα ο Σολωμός. Η ανάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μια ανάσταση της ζωής του ανθρώπου, με την πιο βαριά έννοια. Και σαν τέτοια, θα πρέπει να καταργήσει τις ωμότητες, τα φίμωτρα, τις φυλακές, τις υποκρισίες. Θα πρέπει να είναι έτσι, ή θα έχουν πάει, αλίμονο, όλα αυτά που ζούμε τώρα στα χαμένα· θα είναι έτσι, ή θα έχει πέσει ο κόσμος σε μια κατάσταση γενικής νεκροφάνειας. Και αν γίνει αυτό που πιστεύουμε και αγωνιζόμαστε για να γίνει, τότε είναι πολύ πιθανό, πως στην πατρίδα μας, όπου για πρώτη φορά οι ανθρώπινες αξίες είδαν το φως, οι φωτισμένοι και οι μορφωμένοι θα καταλάβουν, γιατί ακριβώς θα είναι πραγματικοί φωτισμένοι και μορφωμένοι, πως η παιδεία της ψυχής τους θα έχει πολλά να ωφεληθεί από ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη, που είναι, καθώς πιστεύω, η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού- μια πολύτιμη διαθήκη.

Η τρίτη επιστροφή στη Σμύρνη
Γράφει ο Γιώργος Γιωργής

«Εγώ που έχω σύρει τις μετζεσόλες μου σε τόσα μέρη της γης δεν μπόρεσα ακόμη
να συνηθίσω, μολονότι το προσπάθησα, να δουλεύω σε όποιο πλάτος και με όποιο καιρό»


«Και λες πως ήταν χτες που ναυάγησε το μεγάλο καράβι. Δεν αισθάνομαι μίσος· το πράγμα που κυριαρχεί μέσα μου είναι το αντίθετο του μίσους· μια προσπάθεια να χωρέσει ο νους μου το μηχανισμό της καταστροφής». Έτσι κατασταλαγμένος, συμφιλιωμένος με τη μοίρα του έφευγε ο Γεώργιος Σεφεριάδης από την Τουρκία στο τέλος της τρίχρονης διπλωματικής του θητείας στην 'Aγκυρα. Είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη με το ατμόπλοιο «Ισταμπούλ» στις 4 Φεβρουαρίου 1948 και επέστρεψε με το ατμόπλοιο «Ankara» στις 30 Μαρτίου 1951. Η μετάθεσή του ήταν γνωστή από το καλοκαίρι του '50. Η υπηρεσία προβληματιζόταν ανάμεσα στην τοποθέτησή του ως γενικού προξένου στην Αλεξάνδρεια ή ως συμβούλου στην πρεσβεία του Λονδίνου. «Πρέπει να παρακαλέσω, αν δεν θέλω να με στείλουν πιο βαθιά στην Ανατολή. Βλέπεις το Υπουργείο μ' έχει bon pour l' Orient», έγραφε στον Ζήσιμο Λορεντζάτο.

Το δεύτερο εξάμηνο του 1950 ο Μικρασιάτης πρόσφυγας, που υπηρετούσε ως διπλωματικός στην πρωτεύουσα του κεμαλικού κράτους, τόλμησε δυο πολυήμερα διαδοχικά ταξίδια στη Σμύρνη. Ήταν μια διαδικασία συμφιλίωσης, μια οδυνηρή αναμέτρηση με τη μνήμη, μια προσπάθεια αποζήτησης της γαλήνης με απόθεση των παιδικών και εφηβικών αναμνήσεων στον απαγορευμένο γενέθλιο χώρο. Είχε φύγει από τη Σμύρνη έφηβος, στα 14 το '14, χωρίς να μπορέσει ώς τα πενήντα του χρόνια να ξαναδεί τα πατρικά χώματα. Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί. Οι μνήμες και τα ιωνικά του βιώματα βγήκαν στο «Μυθιστόρημα», στην «Κίχλη» και αλλού, βασανιστικές αναδρομές, άνεμοι που δεν μπορούσαν να καταλαγιάσουν. Η Σμύρνη βίωμα οδυνηρό, λειτουργούσε ως απαγορευμένη αναφορά στην ποίησή του. Μόνο μια φορά, στο «Σπίτι κοντά στη θάλασσα», αγγίζει το όνομά της. Τόσο με την πρώτη επίσκεψή του, 1-3 Ιουλίου, όσο και με τη δεύτερη, 15-24 Οκτωβρίου 1950 θέλησε να ενταφιάσει οριστικά το παρελθόν. «Θυμήθηκα τις εντάφιες στάμνες της Κως. Μια τέτοια στάμνα πρέπει να είναι για μένα η Σμύρνη ­ δε γυρίζει κανείς», σημειώνει το πρώτο πρωινό του στη Σμύρνη, 2 Ιουλίου 1950, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια απουσίας, πριν βγει ακόμη στην αγουροξυπνημένη πόλη και λίγο πριν ξεκινήσει για τα Βουρλά. Από το προηγούμενο βράδυ, καθώς οι μνήμες ξαναγύριζαν, είχε προβάλει βασανιστικό το ερώτημα: «Θεέ μου, τι πάω να κάνω». Στο δεύτερο ταξίδι, τη δεύτερη επιστροφή του στη Σμύρνη, παρ' όλη την πολυήμερη παραμονή του δεν θέλησε ν' αγγίξει ξανά τις αναμνήσεις της Σκάλας. Παρ' όλο που οι μνήμες, υπερβολικά πολλές, «αναστατώνονταν μέσα του στο κάθε βήμα» και παρά «την εφιαλτική συσσώρευση εικόνων όλη την ώρα» και την «αδιάκοπη πρόσκληση των νεκρών του οικογενειακού δέντρου», είχε αρχίσει πια η διαδικασία του γαληνέματος. «Αυτός ο σταθμός στη Σμύρνη είναι το κλείσιμο ενός κύκλου, που άρχισε τα τελευταία χρόνια της παιδικής μου ηλικίας. Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει ούτε ξεκίνημα, ούτε φτάσιμο. Υπάρχει ο κόσμος εδώ ή εκεί, όπως είναι ο κόσμος και δεν φτάνει κανείς πουθενά». Κατέθετε ταυτόχρονα την επιθυμία του να υπηρετούσε δύο έως τρία χρόνια γενικός πρόξενος στη Σμύρνη. Θα ήταν μια ακόμη πικρή δοκιμασία. Δεν θα σταματούσε η μνήμη. Με τον ίδιο συλλογιστικό τρόπο απέσυρε και την προσδοκία του να υπηρετούσε για ένα διάστημα στην Πόλη. Ουσιαστικά ο Γεώργιος Σεφεριάδης είχε αποδεχτεί τη θέση στην 'Aγκυρα για χάρη της Σμύρνης. Η επιστροφή στη Σμύρνη ήταν η απώτερη προσδοκία. Έκανε σχεδόν δυόμισι χρόνια για να τολμήσει, να κάνει το μεγάλο βήμα. Δυόμισι χρόνια με το αίσθημα της παραμονής σ' ένα σταθμό. Στα ημερολόγια και τις επιστολές του όταν αναφέρεται στο πόστο του στην 'Aγκυρα μιλά «για τούτο το σταμάτημα», τον σταθμό. «Η 'Aγκυρα, έτσι το θέλησε η τύχη, ήταν για μένα ένα σταμάτημα, ένας σταθμός, όθε κοιτάζει κανείς πίσω του και ξεκαθαρίζει», γράφει στον Λορεντζάτο, τον πιο συχνό και πυκνό συνομιλητή της αλληλογραφίας του της αγκυρανής του περιόδου, τον Απρίλιο του '50, ενώ στο ημερολόγιό του σημείωνε στις 4 Μαΐου του ίδιου χρόνου ότι «ήταν μοιραίο η 'Aγκυρα να είναι και για μένα ένας διαμετακομιστικός σταθμός».

Πρεσβευτής στην 'Aγκυρα, διπλωματικός του προϊστάμενος, ήταν ο Π. Σκέφερις. Ο Σεφεριάδης θεωρούσε την τοποθέτησή του στην τουρκική πρωτεύουσα ως «υπηρεσιακή αδικία που είχε ως υλικό αποτέλεσμα, ύστερα από 21 ετών υπηρεσία, να αποστέλλεται ως σύμβουλος στην πρεσβεία της 'Aγκυρας με μισθό γραμματέως».

Μετρούσε αυτήν την υπηρεσιακή μεταχείριση ως «εξανδραποδισμό». Ο Σκέφερις παραγκώνισε τον Σεφεριάδη έχοντας ως αποκλειστικό συνεργάτη τον Άγγελο Βλάχο, κουμπάρο και ομόφρονά του, στον οποίο είχε αναθέσει και την αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Ο Σεφεριάδης, με τις βενιζελικές καταβολές και τη φιλοαντιστασιακή του στάση στην Αίγυπτο, φάνταζε υπερβολικά αριστερός στο συντηρητικό διπλωματικό κατεστημένο. Ο Βλάχος, συνταξιδιώτης του Σεφέρη μαζί με τον συνταγματάρχη Ιορδανίδη, τότε στρατιωτικό ακόλουθο στην 'Aγκυρα, στο πρώτο του ταξίδι στη Σμύρνη, ισχυρίζεται ότι ο ποιητής υπηρεσιακά είχε πέσει «σ' ένα είδος χειμερίας νάρκης». Έχει μάλιστα και τον λόγο αυτής της ύπνωσης. «Είχε ταλαιπωρηθεί ­ ψυχικά ­ πάρα πολύ στη Μέση Ανατολή εξαιτίας της παθολογικής του ευαισθησίας και ευθιξίας». Τώρα «με πατρικό προϊστάμενο τον Σκέφερι» διάβαζε πολύ και κυρίως «στην 'Aγκυρα ο Σεφέρης ξεκουραζόταν». Ο Σεφεριάδης όχι μόνο δεν ξεκουραζόταν αλλά περνούσε οδυνηρές μέρες. Ταλαιπωρήθηκε για ένα εξάμηνο διαμένοντας σε ξενοδοχείο της πόλης μέχρι να βρει σπίτι. Όταν με το καλό εγκαταστάθηκε σε μία από τις καλές συνοικίες της σ' ένα σπίτι με κερασιές και βυσσινιές, «τούτα τα δέντρα είναι η παρηγοριά μου», έλεγε για τον βυσσινόκηπό του, ήρθαν να προστεθούν από τα τέλη του '48 ταλαιπωρίες από επίμονες γρίπες και κυρίως μια πάθηση στα νεφρά που κράτησε πολύ καιρό. Την ίδια περίοδο δέχτηκε το οδυνηρότερο κτύπημα της ζωής του, με τον θάνατο του αδελφού του Άγγελου στην Αμερική τον Ιανουάριο 1950. «Χτυπάω πάνω στα χιόνια της 'Aγκυρας, όπως η νυκτερίδα στα χαλάσματα. Έχασα τον αδελφό μου, τον άνθρωπο που αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο», γράφει στον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Στα χρόνια της 'Aγκυρας ο Σεφέρης ξανάπιασε συστηματικά τον Καβάφη, μια ενασχόληση που καρποφόρησε λίγα χρόνια αργότερα στα κυπριακά του ποιήματα, έγραψε το «γράμμα για την Κίχλη», ετοίμασε τη συλλογική έκδοση των Ποιημάτων του (1924-1946) και κυρίως ασχολήθηκε με τη συστηματοποίηση και την αντιγραφή των ημερολογίων του. Διάβασε ακόμη ανατολική λογοτεχνία και ταξίδεψε όσο μπορούσε και όσο το επέτρεπαν οι υπηρεσιακές του ενασχολήσεις. Πέρασε δύο βδομάδες στον Όλυμπο της Βιθυνίας και στην Προύσα, επισκέφθηκε το Ικόνιο, την παλιά πρωτεύουσα των Σελτζούκων, έκανε τρία πολυήμερα ταξίδια στην Πόλη (27 Σεπτεμβρίου - 12 Οκτωβρίου 1949, 26 Αυγούστου - 10 Σεπτεμβρίου και 17-23 Δεκεμβρίου 1950) επιχείρησε ένα δωδεκαήμερο ταξίδι, από τις 22 Ιουνίου μέχρι τις 4 Ιουλίου 1950, κατά το οποίο διέσχισε τη Μικρασία από την 'Aγκυρα μέχρι το Εσκί Σεχίρ κι από εκεί στην Κιουτάχεια, στα Μούγλα, στο Εσκί Χισάρ και στα αρχαία Μύλασα όπου φιλοξενήθηκε για τρεις μέρες στον χώρο της ανασκαφής από τον Σουηδό αρχαιολόγο Άξελ Πάρσσον.
Συνέχισε στην Αλικαρνασσό, πέρασε για λίγο στην Κω με μηχανοκίνητη βάρκα, στα Μούγλα και στην Έφεσο και κατέληξε στη Σμύρνη και στα Βουρλά. Πριν από την επιστροφή στην 'Aγκυρα μέσω Προύσας γρήγορες επισκέψεις στην Πέργαμο και τ' Αϊβαλί. Ακολούθησε το τριήμερο στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας, το δεύτερο ταξίδι στην Πόλη και η δεύτερη επίσκεψη στη Σμύρνη από τις 14 ώς τις 24 Οκτωβρίου 1950. Είδε τα αρχαία θέατρα της Ιωνίας (Ιεράπολης Στρατονίκειας, Περγάμου, Εφέσου), «ταξίδευε σ' άκρες ιωνικές σ' άδεια κοχύλια θεάτρων», ακούμπησε και ψηλάφησε την Ιωνία, «ένα τέλειο διάδημα μεγάλης αρχόντισσας πεταμένο σ' ένα συρτάρι γεμάτο παλιές εφημερίδες». Βίωσε σ' αυτά τα ταξίδια την απερίγραπτη «απόγνωση των ερειπίων της Μικρασίας». Μια περιδιάβαση στα μέρη της Ιωνίας, τα «παραγεμισμένα αρχαίες πόλεις σαν τα λουκούμια με το φιστίκι». Ο Σεφέρης σ' αυτές τις μεγάλες διαδρομές «συλλογίζεται ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη» παρατηρεί της ελληνικές αρχαιολογίες της Μικρασίας, τέσσερις ή πέντε, προκλασσική, βυζαντινή, νεοελληνική και «τούτη την τελευταία να την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα», αλλά μόνιμα αποτρέπει τι σκέψη και τους συνειρμούς από την μικρασιατική περιπέτεια και την ελληνική στρατιωτική παρουσία. Ως να δυσφορεί, δεν κάνει καμία μνεία στις μάχες και τις συγκρούσεις της μικρασιατικής εκστρατείας. Αντίθετα, το βλέμμα του, το ενδιαφέρον του είναι συνεχές για τους Τούρκους πρόσφυγες από την Ελλάδα, «τους ανταλλάξιμους». Συμπάσχει με τη μοίρα τους. Νιώθει βαθιά συμπάθεια για τον τουρκοκρητικό στην 'Aγκυρα που «ξεσπά αυθόρμητα μ' όλη τη λάβρα της ψυχής του» όταν ακούει ελληνική κουβέντα και του λέει «μωρ' κι ίντα καταλαβαίνουν εδώ στα βάθη της Ανατολής απ' το νησί μας; ένα τέτοιο νησί...». Το ίδιο συγκινημένος όταν στα βάθη της Ανατολής συναντά τους πρόσφυγες Σερραίους ζαχαροπλάστες. Παντού συναντά ελληνόγλωσσους Τούρκους πρόσφυγες, με νοσταλγία για τις δικές τους χαμένες πατρίδες, με συνήθειες από την Ελλάδα. Στην Αλικαρνασσό παρακολουθεί τις κουβέντες των Τουρκοκρητικών. «Ρε Μπραΐμη ίντα κάνει η μάνα σου». Το ίδιο στη Σμύρνη και στα περίχωρά της. Φαίνεται να μετρίαζε τον πόνο του τούτη η παρουσία, η κοινή μοίρα του πρόσφυγα. Είχαν κουβαλήσει κι αυτοί στον ξεριζωμό τους «έναν ήσσονα ελληνικό πολιτισμό». Ούτε οι μικρές αυτές συγκινήσεις όμως ούτε οι αρχαιολογικές περιδιαβάσεις έφτασαν για να μετριάσουν τις αγκυρανές του εντυπώσεις.

Η κηδεία του Σεφέρη - 1971
Η τουρκική στέπα τον καταπλάκωνε. «Σε τούτο το ολόγυμνο υψίπεδο, χωρίς ιδέα πρασινάδας, θαρρείς πως έχω μπει στο βασίλειο του ύπνου». Τα αρχαιολικά μνημεία λιγοστά. Μοναδική εξαίρεση ο περίφημος Ναός του Αυγούστου. Τα χεττίτικα κατάλοιπα δεν φαίνονται να τον συγκίνησαν. Έμεινε με τις πρώτες εντυπώσεις όπως τις διατύπωσε, μια διαγραμματική περιγραφή της Πόλης, στον Ζήσιμο Λορεντζάτο, στο πρώτο γράμμα που του έστειλε από την τουρκική πρωτεύουσα. «Η 'Aγκυρα είναι μια πολιτεία-κυβικό μανιτάρι που ξεπετάχτηκε μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια, επειδή έτσι το πρόσταξε ένας άνθρωπος. Το αξιοπρόσεχτο είναι ότι ο οικοδομικός αυτός οργανισμός που απλώνει διαρκώς τα πλοκάκια του δεν ανάδειξε ούτε τον παραμικρό αρχιτέκτονα...».
Πιο πολύ τον βασάνιζε ο μακρύς χειμώνας και το πυκνό χιόνι. «Εγώ που έχω σύρει τις μετζεσόλες μου σε τόσα μέρη της γης δεν μπόρεσα ακόμη να συνηθίσω, μολονότι το προσπάθησα, να δουλεύω σε όποιο πλάτος και με όποιο καιρό», του έγραφε. Ήταν ένας ακόμη λόγος ν' αποζητά την Ιωνία. «Κάθε φορά που βγαίνω από την αγκυρανή στέντα, ένα πολύ μεγάλο βάρος φεύγει από πάνω μου», έγραφε στο ημερολόγιό του. Συντροφιά του στις νύκτες της στέπας ο Καβάφης και η Χαλιμά. Με το δεύτερο ταξίδι του στη Σμύρνη, λίγους μήνες πριν από την οριστική μετακόμισή του από την 'Aγκυρα, εύρισκε ότι «ο βραχνάς της 'Aγκυρας είχε φύγει» από πάνω του. Η θητεία στην 'Aγκυρα του είχε ξαναδώσει την Ιωνία. Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, εξόριστος ποιητής, πρόσφυγας από τη Σμύρνη, διπλωματικός σύμβουλος στην 'Aγκυρα από 1948 μέχρι το 1951 κι αργότερα πρεσβευτής στη Βηρυτό και το Λονδίνο, είχε αποδεχθεί τις δύο του πατρίδες και τη μοίρα που του επιδίκασε ο εικοστός αιώνας, ο αιματηρότερος της ιστορίας.
Το συνέδριο για τη σεφερική ποίηση, που ολοκληρώθηκε χθες στη γενέτειρά του, σηματοδότησε μια τρίτη επιστροφή. Έπαψε πια οριστικά η υπερορία του. «Το βρίσκω τόσο φυσικό που πέρασα από τούτα εδώ τα μέρη στην Αττική· έχουν τόση συγγένεια· την ίδια ατμόσφαιρα, τον ίδιο μύθο· θαρρείς πως και οι θεοί σε κοιτάζουν με τον ίδιο νου», έγραφε στο ημερολόγιό του, στις 15 Οκτωβρίου του 1950, στη Σμύρνη.

Ο Γιώργος Γεωργής είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

ΤΑ ΝΕΑ , 07/10/2000 , Σελ.: R08

  
The LAND of GODS Since October 1996
Oakville Ontario Canada