Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου, στο κεντρικό τμήμα της, που
σήμερα αποτελεί στο σύνολό της σχεδόν τον νομό Αρκαδίας (4.419 τ. χλμ., 102.035
κάτοικοι) με πρωτεύουσα την Τρίπολη. Ο νομός συνορεύει βόρεια με τους νομούς
Κορινθίας και Αχαΐας, δυτικά με τους νομούς Ηλείας και Μεσσηνίας, νότια με τους
νομούς Λακωνίας και Μεσσηνίας, και ανατολικά βρέχεται από τον Αργολικό κόλπο.
Στο κέντρο σχεδόν της Αρκαδίας απλώνεται το οροπέδιο της Τρίπολης που
περιβάλλεται από τα Αργολιδοαρκαδικά όρη, Ολίγυρτο (Σκίπιζα 1.935 μ.), Τραχύ (1.808
μ.), Λύρκειο (Γούπατα, 1.755 μ.), Αρτεμίσιο (1.771 μ.), Κτενιά (1.634 μ.) και Μαίναλο
(1.980 μ.), το κυρίως αρκαδικό βουνό, με πολλά δάση και άφθονα νερά, όπου κατά την
αρχαιότητα λατρευόταν ο Παν και οι Δρυάδες, και από τις βόρειες προεκτάσεις του
Πάρνωνα (κορυφή Κούκουρα 1.449 μ.). Το οροπέδιο της Τρίπολης χωρίζεται με χαμηλά
εγκάρσια υψώματα στις μικρές λεκάνες της Τρίπολης, της Τεγέας, της Μαντινείας και
του Ορχομενού. Είναι καρστικής προέλευσης και οι λεκάνες του έχουν γεμίσει με
νεότερες προσχώσεις. Τα νερά των λεκανών αυτών αποχετεύονται υπογείως με
καταβόθρες (τα ζέρεθρα των αρχαίων Αρκάδων) που σχηματίζουν λίμνες, έλη και
κεφαλάρια, έξω από τα σύνορα του νομού, ή εκβάλλουν στον Αλφειό και τον Αργολικό
κόλπο. Στα νότια του οροπεδίου της Τρίπολης σχηματίζεται το οροπέδιο της Ασέας, που
κατεβαίνει προς τη λεκάνη της Μεγαλόπολης, τεκτονικό βύθισμα, λίμνη κατά το
τριτογενές και τέλμα κατά το τεταρτογενές. Οι φυτικές ύλες που συγκεντρώθηκαν εκεί
έχουν σχηματίσει επιφανειακά κοιτάσματα λιγνίτη πάχους 65 μ., τα μεγαλύτερα της
Ελλάδας μαζί με αυτά της Πτολεμαΐδας. Τα όρη Λύκαιο (1.421 μ.) και Τετράζιο (1.389
μ.) κλείνουν τη λεκάνη της Μεγαλόπολης στα Δ και τη χωρίζουν από τη σχετικά εύφορη
πεδιάδα της Μεσσηνίας.
Το οροπέδιο της Τρίπολης και τα γύρω βουνά του αποτελούν τον κυρίως υδροκρίτη
της Πελοποννήσου. Στα νότια του οροπεδίου πηγάζει ο Αλφειός. Πριν βγει από τον
νομό δέχεται και τα νερά του Λάδωνα και του Ερύμανθου που και οι δύο πηγάζουν από
την Αχαΐα. Στα βόρεια των Τροπαίων (Γορτυνία) έχει κατασκευαστεί φράγμα μήκους
105 μ. και ύψους 57 μ. που συγκρατεί τα νερά του Λάδωνα και σχηματίζεται έτσι
τεχνητή λίμνη (έκταση 6.000 στρέμ., χωρητικότητας 50.000.000 κ. μ.). Η λίμνη αυτή
τροφοδοτεί υδροηλεκτρικό εργοστάσιο με δύο ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες
εγκατεστημένης ισχύος 70.000 κιλοβάτ που παράγουν κατά μέσο όρο 300.000.000
ωριαία κιλοβάτ ηλεκτρικής ενέργειας τον χρόνο. Το κλίμα του νομού Αρκαδίας, εκτός
από τις χαμηλές παραλιακές περιοχές, είναι μάλλον ψυχρό και ηπειρωτικό. Τον χειμώνα
το ψύχος είναι δριμύ, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, λόγω του ορεινού χαρακτήρα
της περιοχής. Οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 800 χιλιοστά.
Τα γεμάτα δάση βουνά, τα άφθονα νερά, οι όμορφες τοποθεσίες, οι ηλιόλουστες
κοιλάδες, όπου βόσκουν προφυλαγμένα τα κοπάδια, έκαναν από την αρχαιότητα την
Αρκαδία ιδιαίτερα ειδυλλιακή χώρα. Οι ποιητές (Θεόκριτος, Βιργίλιος) έπλασαν έτσι μια
φανταστική χώρα όπου οι βοσκοί διατηρούσαν τα αγνά ήθη τους και επικρατούσε η
ευτυχία της ήρεμης ζωής. Με τον τίτλο Αρκαδία ο Ι. Σανατσάρο δημοσίευσε βουκολικό
ποίημα, το οποίο θεωρείται ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα της ιταλικής
λογοτεχνίας. Με τον ίδιο τίτλο ο ’γγλος ποιητής Φ. Σίντνεϊ έγραψε έργο σε πεζό λόγο
όπου παρεμβάλλονται στίχοι (η τρίτη μορφή του δημοσιεύτηκε το 1593) και ο Λόπε ντε
Βέγκα βουκολικό ποίημα (1598). Αλλά και ο Γάλλος ζωγράφος Πουσέν εμπνεύστηκε από
την Αρκαδία τον περίφημο πίνακά του Ποιμένες της Αρκαδίας (1653) που φυλάσσεται
στο Μουσείο του Λούβρου.
|
|
|
|
Η κ. Ελένη Ι. Γρίβα γεννήθηκε και ζει στην Κάτω Τιθορέα Λοκρίδας. Είναι αδελφή του ποιητή Στάθη Γρίβα. Η ποίησή της - σε παραδοσιακό στίχο - έχει ρυθμό, μουσικότητα, είναι λιτή, απλή αλλά γεμάτη μηνύματα. Απολαύστε την:
Ποιήματα της Ελένης Ι. Γρίβα
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ
Το χωριό μου ήταν ωραίο
όπως ήτανε παλιά,
που περνούσαν δυο ποτάμια,
κελαηδούσαν τα πουλιά.
Ο ουρανός ήταν γαλάζιος
κι η γη ήταν καρπερή,
είχε βγάλει απ' όλα τ' άνθη
και μοσχοβολούσε η αυγή.
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΚΙ Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας
βρεθήκανε στ' αλώνι,
ο τζίτζικας όλο λαλεί
κι ο μέρμηγκας μαζώνει.
Ήρθε χειμώνας, μάτια μου,
κι ο τζίτζικας παγώνει,
μα ο μέρμηγκας μες στη φωλιά
τρώει και καμαρώνει.
ΡΥΠΑΝΣΗ
Σε μια ακρούλα του βουνού
θα πάω να κατοικήσω
που έχει αέρα καθαρό
για να μπορώ να ζήσω.
ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ
Εκεί ψηλά στον ουρανό,
που φεύγουμε και πάμε,
αντί γι' αστέρια, μάτια μου,
αγγέλους συναντάμε.
ΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ
Πάρε μολύβι και χαρτί
και γράψε αυτό το ποίημα.
Να με θυμάσαι, μάτια μου,
πριν φύγω για το μνήμα.
"Παιδάκι μου, να ΄σαι καλά
και για να ευτυχήσεις
να ΄χεις γεια και σιγουριά,
χρόνια πολλά να ζήσεις.
Μικρούλα όταν ήμουνα
και μάζευα βιολέτες,
δεν πολυκαταλάβαινα
δυο σοφές κουβέντες:
Να ζήσεις και να χαίρεσαι
τον ήλιο, το φεγγάρι
κι όλα τ' αστέρια τ' ουρανού
που ΄χουν περίσσια χάρη."
ΔΕΝ ΞΕΡΩ
Δεν ξέρω τι να κάνω
και που ν' αποτανθώ
στα δύσκολα τα χρόνια
που τώρα εγώ περνώ.
Την μόνη μου ελπίδα
την βρίσκω στο Χριστό,
είναι η παρηγοριά μου
και Τον ευχαριστώ.
ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Ω, Παναγία Δέσποινα
μεγάλη είν' η καρδιά Σου,
πολλά είναι τα θαύματα,
μεγάλη η προσφορά Σου.
Εσύ στηρίζει τους φτωχούς,
τα ορφανά, τις χήρες,
δίνεις χαρά και σιγουριά
σ' όσους χτυπούν οι μοίρες.
Η ΑΓΑΠΗ
Ο άνθρωπος δεν αγαπιέται
από τα πλούτη τα πολλά,
αλλά από το χαρακτήρα
κι από τη συμπεριφορά.
Γι' αυτό κι εγώ σας συμβουλεύω
με μία λέξη δυνατή,
μόνο η αγάπη είναι εκείνη,
που γαληνεύει την ψυχή.
ΜΑΝΑ
Μάνα, λέξη μοναδική,
που κρατώ μες την ψυχή μου,
είναι η λέξη μου αυτή
που πρωτοείπα στη ζωή μου.
|
|
|
|
|
Τα πρόσωπα.." της kathimerini.gr. |
|
|
τα Ιστορικά ανέκδοτα του Κολοκοτρώνη |
Ο θρυλικός «Γέρος του Μωριά» γεννήθηκε στην Παλαιά Μεσσηνία. Να πως τον περιγράφει ο Βλαχογιάννης: 'Οψη «αδύνατη και μαυρειδερή' μάτια βαθουλά, ματιά σκληρή και δυνατή' μεγάλο μουστάκι μαύρο, γερακωτή μεγάλη μύτη' μαλλιά μακρυά κυματιστά. Μικρό κόκινο φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο που χτυπάει και ξαφνίζει, και που του κάκου θα γύρευε κανείς να βρη σ' έναν Ευρωπαίο το ταίρι του».
Οι Αρβανίτες έτρεμαν κυριολεκτικά το Κολοκοτρωναίκο σπαθί. Γι' αυτό κι' ο φοβερώτερος όρκος τους ήταν: -Να μη γλυτώσω απ' το σπαθί του Κολοκοτρώνη!.
-Πόσο μεγάλη είναι η χώρα που γεννήθηκες; τον ρώτησε κάποιος 'Αγγλος περιηγητής.
-'Εχει διακόσιους φούρνους! είπε γελώντας ο Κολοκοτρώνης. (Κάθε σπίτι στα χωριά έχει και δικό του φούρνο).
Μια γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη: -Αφέντη μου, τού'λεγε, κάνε μου αυτό το καλό, και σκλάβα σου να γένω! -Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε κι' εσύ θέλεις να γίνης σκλάβα μου;
Του είπαν κάποτε: -Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψη. -Το ξέρω, απάντησε' εμένα θα πρωτοεξορίση.
Κάποτε φιλοξένησε εν γνώσει του το φωνιά του αδερφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον ξέρει ο «Γέρος». -Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του παιδιού μου; -Σώπα μάννα' είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο του σκοτωμένου.
Από τη στιγμή, που ο Κολοκοτρώνης ανακατεύτηκε στην πολιτική, έχασε τα νερά του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε το σφάλμα του και ξαναγύρισε στ' άρματα.
Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξη πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνη πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια.
'Αφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζη. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!.
'Ελεγε κι αυτόν το μύθο: Η κουκουβάγια είχε βρωμίσει πολύ τη φωλιά της κι αποφάσισε να κατοικήση αλλού. Της λέει τότε ο κούκος: -Του κάκου βασανίζεσαι, όσο παίρνεις μαζί σου και τον πισινό σου.
Οι μεγάλοι καπεταναίοι της Επαναστάσεως είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους.
Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον έλεγαν Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του' Γέροντα έλεγαν τον Γκούρα για την φρονιμάδα του' Γύφτο έλεγαν τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του' Γύφτο έλεγαν και τον Καραϊσκάκη.
Καταδιωκόμενος ο Κολοκοτρώνης από τα κυβερνιτικά στρατεύματα στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στάθηκε κάτω από μια καρυδιά να ξεκουραστή. Και μονολογούσε λυπημένος: -Τί έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολάνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια...
* (Γνωστή και η λαϊκή παροιμία: «Το δέντρο πώχει τον καρπό όλο πετροβολιέται».
Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφωνία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο:
Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο,
που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι κι έγινε.
Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μαστορά τους.
'Ετσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πλυγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργισαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο...
Στον 'Οθωνα, ο οποίος τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το νέο πανεπιστήμιο, που άρχισε να χτίζεται, απάντησε:
-Να σας πω, μεγαλειότατε' μου φαίνεται ότι τούτο εδώ -κι έδειξε το Πανεπιστήμιο- δεν
έπρεπε να κτισθή κοντά σε κείνο -κι έδειξε το Παλάτι' διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο..
'Ελεγε «Οι 'Ελληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον».
Μετά την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή
και τον αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. -Θα γελάσω το βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους! Αποκρίθηκε.
|
|
|
|