ΤΡΟΠΑΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Γαρύφαλλο μαβί στ' αυτί θα βάλω,
χρυσό στο πέτο μου τσετσέκι,
στα πόδια μου φτερά αετού, στο μάτι αστροπελέκι,
στης Γορτυνίας τα χωριά να πάω να σεργιανίσω,
σημάδια κάποιας εποχής μήπως και συναντήσω.
Της Μονοβύζας τ' άλογο με χαϊμαλιά να ζέψω,
τα θρυλικά της 'Aκοβας τα κάστρα ν' αγναντέψω.
Κι απ' της Κουκούλας τη στροφή του Σέρβου ν' αντικρίσω,
τις αναμνήσεις τις παλιές μήπως και αναστήσω.
Με τα σημάδια των καιρών αδρά ζωγραφισμένα
στο πρόσωπο και γύρω μου μοιάζουν κεριά σβησμένα.
Τίποτα πάλι δεν γυρνά πίσω απ' την αρχή,
έμεινε η ματιά βουβή κι η σκέψη μοναχή.
Της περασμένης εποχής τ' αξέχαστα βιώματα
είν' ανεξίτηλες γραμμές βαθιές σαν χαρακώματα.
Πώς όλα θα λησμονηθούν τίποτα δεν με πείθει,
δεν παραδίδω αμαχητί το παρελθόν στη Λήθη.
Στα δίστρατα ν' απλώνουνε στημόνι στις διάστρες,
ζουμπούλια και βασιλικά να γέρνουνε στις γλάστρες,
τους γέροντες να κάθονται στ' Αγιώργη την πλατεία
της περασμένης εποχής η αριστοκρατία.
Λόγγους κι αλώνια και βραγιές πάλι να ξαναδώ.
Να είναι όπως τ' άφησα; Λες νάναι ακόμα εδώ;
Τους φούρνους που εψένανε λαγάνες οι μανάδες
κι αχνίζανε στον τέντζερι χιονάτοι τραχανάδες.
Στον Σίλλερ και τον Γκαίτε να γράψω δυο αράδες,
να τους θυμίσω πως κι αυτοί γεννήθηκαν Αρκάδες.
Να στείλω χαιρετίσματα στου κόσμου όλου τα πέρατα,
στης Γορτυνίας τα παιδιά, της μάθησης τα "τέρατα".
ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ (στο χωριό μου τα Τρόπαια)
Μια βαλίτσα έχω στο χωριό, που χρόνια περιμένει,
σε ένα χρονοντούλαπο κλεισμένη, ξεχασμένη.
Θέλω να πάω να την βρω, να την ανοίξω,
να δω τι έχει απ' τα παλιά, μια ματιά να ρίξω...
Όσο τα χρόνια σου περνούν και δεις ότι γερνάς,
στα χώματα που πρωτοπάτησες πίσω γυρνάς.
Και όταν κάποτε, μια μαύρη πέτρα πέταξες ξωπίσω,
ορκίστηκες: σ' αυτόν τον τόπο πια ποτέ δεν θα γυρίσω.
Όταν από της πολυτάραχης ζωής την παραζάλη,
στην θαλπωρή της γης σου που γεννήθηκες, γυρίζεις πάλι.
Τα χρόνια αδυσώπητα περνάνε με βιασύνη,
σε ξένους τόπους μην ζητάς να βρεις ελεημοσύνη.
Αν το ποτάμι της ζωής μπορούσα να το στρέψω
κι από το σήμερα στο χτες πίσω να επιστρέψω,
εκεί, που νοσταλγεί η ψυχή κι αναζητά το βλέμμα,
στις φλέβες που κύλαγε της νιότης μου το αίμα.
Θα βγω στον δρόμο την αυγή, καρτέρι για να στήσω,
όταν ο χρόνος θα περνά, να τον σταματήσω.
Σαν του Ασώτου τον υιό, ξαναγύρισες σκυφτός
και ρώτησες αν είσαι εσύ του εαυτού σου ο εαυτός.
Είναι ανυπόμονη, σκληρή στην ξενιτιά η πλήξη.
Να καρτερείς το εισιτήριο επιστροφής με λήξη.
"Έτσι, κάπως απρόοπτα" στον τόπο σου όταν φτάσεις,
σε κεφαλόβρυσο να πιεις νερό να ξεδιψάσεις.
ΤΡΟΠΑΙΑ στην Αρκαδία - TROPEA στην Καλαβρία
Αστράφτουνε και τρέμουνε
στον ουρανό τ' αστέρια
και καθρεφτίζονται στο μπλε της θάλασσας,
φωτάκια απ' τα αιθέρια.
Ελλάδα, χώρα αιώνια,
ιστορική και χώρα φημισμένη,
είσαι στον κόσμο ξακουστή,
μοναδική και δοξασμένη.
Το άπειρο γαλάζιο τ' ουρανού,
τυλίγει την σελήνη,
που με ασήμι αστραφτερό
σκορπά στην φύση τη γαλήνη.
Απ' του Ολύμπου την κορφή,
κοιτάζει ο Δίας τ' άπειρο,
ψάλλει μια θεία προσευχή στη γη,
που την Ελλάδα του 'δωσε για λάφυρο.
Όταν ο ήλιος την αυγή
προβάλλει απ' τα βουνά
αγγέλους, μούσες και θεούς
απ' τον όρθρο τον βαθύ ξυπνά.
Χρυσή κορώνα στον ορίζοντα
πηγαίνει για να δύσει,
με τον Ορφέα συντροφιά,
την Ευρυδίκη πάει να συναντήσει.
Μέσα στης νύχτας την σιγή,
σμίγουνε μύθοι και μυστικά
και ξαγρυπνούν οι Ποιητές
τις νύχτες στωικά.
Για το χωριό μου ΤΡΟΠΑΙΑ
με πιάνει νοσταλγία,
που δίνει ζωντάνια κι αντοχή
στην πυρωμένη φαντασία.
ΜΝΗΜΕΣ, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, ΜΝΗΜΕΙΑ
Τις θύμησές σου κράτησε σφιχτά στο χέρι
και σφράγιστες μες στην καρδιά με βουλοκέρι..
Σε μανιασμένη θάλασσα θα βγω με πυροφάνι
και θα τις ρίξω στο βυθό μ' ένα χρυσό στεφάνι.
Εκεί θα μείνουνε νωπές απ' την υγρή αλμύρα,
πολύχρωμα κοράλλια να γινούν, των δελφινιών η λύρα.
Στην θάλασσα και στην ξηρά σβήσανε οι φάροι,
τις περπατούν οι βάρβαροι και πειρατές κουρσάροι.
Στις σάρκες μου δυο άνθρωποι, δυο φωνές μαλώνουν,
δυο πρόσωπα, δυο εχθροί, δυο ξένοι μεγαλώνουν.
Ποια φωνή από τις δυο να 'ναι η πιο σωστή;
Κι οι δυο τους άμα τεντωθούν θα σπάσουν σαν κλωστή.
Φυλακισμένη μένει η καρδιά μέσα στο στήθος:
"Πρόσεχε! Να μην ξεχνάς: Αλήθεια, Αγάπη, Ήθος".
Και η ψυχή ελεύθερη που τριγυρίζει απέξω:
"Θέλω να ζήσω, να χαρώ, στο "Θέατρο" να παίξω.
- Πώς θα μπορέσω εαυτέ μου να σ' αντέξω;
ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ
"...Πέρα από τη σκοτεινή γραμμή,
Ναι! Πηγαίνει κανείς τις τα εκεί,
κι ο καιρός προχωρεί ως τη στιγμή
που ξεχωρίζει κανείς, όχι πολύ μακριά του πια
μια σκοτεινή γραμμή που του θυμίζει
ότι πρέπει ν' αφήσει πίσω του
τα χρόνια τις ανέμελης νιότης." Γ ιόχαν ΚΟΝΡΑΤ
Με συνεπαίρνει η ερημιά, του κόσμου αυτού το πλήθος,
μ' αποξενώνει η μοναξιά, με συντροφεύει ο μύθος.
Στένεψαν και ερήμωσαν τα σύνορα κι ο χώρος
και χάνομαι στο χάος του ζητιάνος και οδοιπόρος.
Αν το ποτάμι τις ζωής μπορούσα να το στρέψω
κι από το σήμερα στο χτες πίσω να επιστρέψω,
εκεί που νοσταλγεί η ψυχή κι αναζητά το βλέμμα,
τις φλέβες που κύλαγε τις νιότης μου το αίμα.
Θα βγω στο δρόμο την αυγή καρτέρι για να στήσω,
όταν ο χρόνος θα περνά να τόνε σταματήσω.
Και τώρα πού 'ρθε στα μαλλιά το γκρίζο χρώμα,
αυτό που μου έταξε η ζωή το περιμένω ακόμα.
Στο πρόσωπο με κοίταξε η ζωή μες' από τον καθρέφτη,
έμοιαζε αυλαία στη σκηνή που άρχιζε να πέφτει.
Ένα παλιό σενάριο μες' το γυαλί είχε γραφεί,
του έλειπαν τα Χρώματα, το Φως και η Αφή.
Από τα βάθη τις ψυχής τις αναμνήσεις φέρνω,
με κουρασμένα βήματα το παρελθόν τις σέρνω.
Μες' τα κιτάπια τις ζωής μία ματιά αν ρίξω
κουβάρια η ανάμνηση που ΄χω να ξετυλίξω.
Και συ ζωή του θρόνου σου τις σκάλες κατεβαίνεις,
πέφτεις στο χώμα σαν βροχή, σαν πάχνη ανεβαίνεις.
'Aκουσες μύθους, μυστικά, έδωσες, πήρες, είδες,
ύμνους, ψαλμούς και θούρια, βροντές και καταιγίδες.
Νοσταλγικέ μου εσύ καημέ και συ παλιά μου έγνοια,
βάλ' την καρδιά σου σε κλουβί, σε πόρτα σιδερένια.
Κλείς' την ψυχή στο στήθος σου να μην την βρει το λάθος,
να μην την βρει το άδικο, το μίσος και το πάθος.
Και συ παλιέ μου εαυτέ και τωρινό μου άχτι,
μην ψάχνεις σπίθες για να βρεις μες' τη σβησμένη στάχτη.
Μάθε του χρόνου οι εποχές δεν είναι μόνο 'Aνοιξη.
Βλέπε με δέος το παρόν, του μέλλοντος την άφιξη.