Ι. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Τόπος γέννησης: Βάχλια Αρκαδίας
Διεύθυνση: Ιπποκράτους αρ.10-12 Αθήνα Τ.Κ. 10679 ΙΙ. ΣΠΟΥΔΕΣ 1. Πτυχίο
Θεολογικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 2. Πτυχίο
Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. 3. Πτυχίο Νομικής Σχολής Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. ΙΙΙ. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Το έτος 1961 διορίστηκε στο
Δικαστήριο Ανηλίκων Τριπόλεως ως Επιμελητής Ανηλίκων με συνεχή δημοσιογραφική
παρουσία στην εφημερίδα «Αρκαδικά Νέα» και στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Τριπόλεως για
θέματα ανηλίκων. Μετείχε ως ενεργό μέλος στην Εταιρεία Προστασίας
Αποφυλακιζομένων Τριπόλεως. Στη συνέχεια υπηρέτησε στα Δικαστήρια Ανηλίκων
Αθηνών και Πειραιά. Από το έτος 1969 διορίστηκε Δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο
Τριπόλεως και στη συνέχεια το έτος 1970 μετατέθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο
Αθηνών. Το έτος 1970 διορίστηκε ως Δικηγόρος στη Νομική Υπηρεσία της Εκκλησίας
της Ελλάδος, στην οποία ως Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω από το 1978, προσέφερε τις
υπηρεσίες του μέχρι το 1988. Από το έτος 1988 βάσει του ν. 1811/88 (σύμβαση
μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικού Δημοσίου) τοποθετήθηκε ως Δικηγόρος
στην Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Από το
έτος 1998 με αίτημα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χριστοδούλου διατέθηκε από το
Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ως Νομικός
Σύμβουλος στη συσταθείσα Νομική Υπηρεσία , όπου και μέχρι σήμερα προσφέρει τις
νομικές του υπηρεσίες.
IV. ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
1. «Η οργάνωση και λειτουργία των εν Γαλλία Δικαστηρίων Ανηλίκων», Τρίπολις
1964.
2. «Νομικαί έννοιαι παρά τω Αποστόλω Παύλω», Τρίπολις 1967.
3. «Κώδιξ Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων», Αθήνα 1971.
4. «Η κυκλοφορία των εντύπων των Χιλιαστών βάσει της κειμένης νομοθεσίας»,
Αθήνα 1979.
5. «Το νομοθετικό έργο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πρώτη εικοσιπενταετία
(1969-1985), Αθήνα 1996, Εκδόσεις Πλάτανος.
6. «Οδοιπορικό», ποιήματα, Αθήνα 1997, Εκδόσεις Πλάτανος.
7. «Το αλφαβητάρι της αγάπης», Αθήνα 1998, Εκδόσεις Πλάτανος.
8. �The alphabet of love� poems, Athens 1999, Editions Platanos.
9. «Στη μάνα μου», ποιήματα, Αθήνα 2001, Εκδόσεις Πλάτανος.
10. «Εκκλησία της Ελλάδος-Τριάντα Χρόνια Νομοθετικού Έργου (1969-1999),
Αθήνα 2001, Εκδόσεις Πλάτανος.
11. «Αγάπης Παραλειπόμενα», ποιήματα (υπό έκδοση).
ΣΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ
Μακαριστέ Χριστόδουλε,
πολυτάλαντε και ασυμβίβαστε,
κήρυκα της Πίστης
και της Αγάπης οδηγητής.
Ο λόγος σου,
αμφίστομος μάχαιρα,
λάγαρος και δυνατός,
άγγιξε τις ψυχές μας.
Τον άνθρωπο,
τα Όσια και τα Ιερά του,
βάλθηκες να υποστηρίξεις.
Λάτρευες την Πατρίδα
και κάθε τι Ελληνικό.
Έσπειρες την ελπίδα,
καντήλι της Πίστης Ιερό.
Αγκάλιασες τους νέους,
την φύτρα της φυλής μας,
και, σαν πατέρας στοργικός,
τους κάλεσες κοντά σου.
Αγαπητός στους αδύνατους
και σκληρός στους δυνατούς,
αξέχαστε Ιεράρχη μας,
σέμνυμα της ρωμιοσύνης.
Πανάξιος φρυκτωρός στάθηκες
των δίκαιων της Πίστης και της Πατρίδας.
Αδάμαστος οιακοστρόφος και φύλακας
της παρακαταθήκης του Γένους μας.
Προφητικά αντιλήφθηκες
της μαζικοποίησης το κύμα
και της παγκοσμιοποίησης το δέλεαρ
Διείδες τις μέρες τις σκληρές.
Αντιστάθηκες με σθένος
στη λαίλαπα της υποταγής.
Σε φίμωσαν,
μα ο αντίλαλος της φωνής Σου
θα ακούγεται πάντοτε
ως ερινύες των υπαιτίων.
Ο ΓΟΡΤΥΝΙΟς ΠΟΥ ΕΣΚΑΣΕ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ
Ο διάβολος από τις Γραφές μας αλλά και από τη θυμοσοφία των απλών ανθρώπων
έχει επικρατήσει να θεωρείται το πιο πονηρό και ακατανίκητο πνεύμα.
Διακρίνεται για την πονηριά του, τις δολοπλοκίες του αλλά και για την
εφευρετικότητά του να κάνει ύπουλα το κακό. Τις ζαβολιές του τις εξαγιάζει
μόνος του. Σε πείθει με τον τρόπο του και τις μαλαγανιές του να βλέπεις το
άσπρο μαύρο. Έτσι, έχει επικρατήσει για κάποιον που είναι εξαιρετικά έξυπνος
και πολύ ικανός να τον αποκαλούμε με τις φράσεις: «έχει διαβολεμένο μυαλό» ή
«είναι σκέτος διάβολος».
Θυμάμαι μικρό παιδί που ήμουνα, όταν έκανα κάποια ζημιά, η μάνα μου με
αποκαλούσε : «διαβολο ρεματιανό».
- Γιατί Μάνα με λες διάβολο ρεματιανό και όχι απλό διάβολο; Τη ρωτούσα.
- Παιδάκι μου, οι απλοί διάβολοι, οι πεδινοί, που βρίσκονται σε πεδιάδες και
σε καλά και εύφορα μέρη έρχονται από δρόμο. Μπορείς να τους αντιμετωπίσεις.
Όμως, οι διάβολοι, οι ρεματιανοί, που υπάρχουν στις ρεματιές, στα
κακοτράχαλα και στα πιο απόκρημνα μέρη είναι οι πιο σκληροί και
πεισματάρηδες. Μπορούν να σε σκάσουν με το πείσμα τους.
Θυμήθηκα τον παραπάνω διάλογο όταν άκουσα μια ιστορία για ένα διάλογο, που
έκανε ένας ρεματιανός διάβολος με έναν απλό Γορτύνιο ,νυχτερινό οδοιπόρο.
Για όσους δεν γνωρίζουν τi θα πεί Γορτύνιος τους εξηγώ: Γορτύνιος δεν είναι
όνομα είναι προσδιορισμός της καταγωγής κάποιου ατόμου, όπως π.χ. λέμε
Αθηναίος, Κορίνθιος, κ.τ.λ.. Δηλαδή, όποιος κατάγεται από την Γορτυνία.
Η Γορτυνία είναι μια επαρχία του Νομού Αρκαδίας. Είναι η πιο άγονη και
φτωχική, γι΄αυτό την αποκαλούν περιπαιχτικά «Ευρωπαϊκή Γορτυνία» . Δηλαδή,
τόπος που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με ευρωπαϊκή χώρα. Θυμάμαι, στα
παιδικά μου χρόνια, τα περισσότερα παιδιά του χωριού μου τριγυρνούσαν
ξυπόλητα. Εγώ είχα το προνόμιο να φοράω παπούτσια. Πρώτα, μικρά τσαρούχια
από παλιές ρόδες αυτοκινήτων καμωμένα. Αργότερα, φόρεσα παπούτσια με βακέτα.
Η εξαίρεσή μου αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης.
Η Γορτυνία φημίζεται για τις εξαγωγές της σε ανθρώπους. Δηλαδή, όταν
μεγαλώνουν τα παιδιά, επειδή δεν μπορούν να ζήσουν στην άγονη αυτή περιοχή,
μεταναστεύουν είτε στις μεγάλες πόλεις της χώρας μας, είτε, στο εξωτερικό,
κυρίως, Αμερική και την Αυστραλία ή και στην Ευρώπη. Από την γορτυνιακή αυτή
ζύμη αναδεικνύονται οι μεγάλοι επιχειρηματίες και οι πρωτοπόροι επιστήμονες.
Αλλά ας επανέλθω στον διάλογο, που υπαινίχτηκα παραπάνω: Ένας γορτύνιος,
λοιπόν, αγρότης από τη Δημητσάνα, είχε νυχτώσει κάτω από την Μονή Τιμίου
Προδρόμου, κοντά στο Λούσιο ποταμό. Ο δρόμος για να φτάσει κανείς στη
Δημητσάνα ήταν μακρινός αλλά και ανηφορικός. Φεγγάρι δεν υπήρχε και ο δρόμος
ήταν θεοσκότεινος και ερημικός. Ο Δημητσανίτης προχωρούσε αργά με κομμένη
την ανάσα.
Ξαφνικά από ένα στενό μονοπάτι του δρόμου παρουσιάστηκε ένας ρεματιανός
διάβολος μεταμορφωμένος σε ανθρώπινη μορφή.
- Γειά σου πατριώτη, του είπε ο διάβολος με ευγενική και ήρεμη φωνή για να
ηρεμήσει τον ξαφνιασμένο οδοιπόρο.
- Γειά σου και σένα. Πού πηγαίνεις; ρώτησε ο Δημητσανίτης, προσπαθώντας να
κρύψει την ταραχή του.
- Και εγώ στη Δημητσάνα πάω. Θα πάμε παρέα. Θα συζητάμε στο δρόμο για να μας
περάσει η ώρα, ώσπου να φτάσουμε, απάντησε φιλικά ο διάβολος.
Περπατούσαν και οι δύο μαζί. Ο διάβολος δεν έβαλε γλώσσα μέσα του. Συνέχεια
μίλαγε και προσπαθούσε να εντυπωσιάσει τον ολιγομίλητο και φοβισμένο
γορτύνιο. Σε μια στιγμή ο διάβολος μηχανεύτηκε ένα τέχνασμα για να
εκμεταλλευτεί τον συνοδοιπόρο του. Του πρότεινε μια απλή και φαινομενικά
δίκαιη συμφωνία:
-Γιατί, φίλε μου, να κουραζόμαστε και οι δύο περπατώντας , είπε ο διάβολος.
Υπάρχει τρόπος να περπατάει ο ένας και να έχει τον άλλον στην πλάτη του,
«ζαλούκα» που λέμε. Έτσι, εκείνος που θα ξεκουράζεται στην πλάτη του άλλου
θα λέει ένα τραγούδι. Όταν τελειώνει το τραγούδι, θα αλλάζουμε ρόλους. Με
τον τρόπο αυτό και πολλά τραγούδια θα ακούσουμε αλλά και μισό δρόμο θα κάνει
ο καθένας μας, αφού το μισό δρόμο θα είναι στην πλάτη του άλλου, συμπλήρωσε
με πειστικότητα ο διάβολος.
- Συμφωνώ, απάντησε ο Γορτύνιος. Θέλω όμως εγώ να σε μεταφέρω πρώτος.
- Μετά χαράς απάντησε ο διάβολος και στρογγυλοκάθισε στην πλάτη του
Δημητσανίτη.
Τότε ο διάβολος άρχισε να τραγουδάει ένα μαγευτικό πρωτάκουστο τραγούδι με
μια εξαίσια μουσική. Η μουσική του έμοιαζε μεταξύ ψαλμωδίας εκκλησιαστικής
και πένθιμης κλασσικής μουσικής. Στη σιγαλιά της νύχτας του ερημικού τοπίου
ακουγόταν ο αντίλαλος της μουσικής από την απέναντι πλαγιά της Μονής του
Φιλοσόφου. Νόμιζε κανείς ότι άκουγε χορωδία, στην ηρεμία της οποίας
ακουγόταν μόνο ο γδούπος των βημάτων του καταϊδρωμένου Γορτύνιου, που
περίμενε με ανυπομονησία να έρθει η σειρά του.
Σε μια στιγμή ο διάβολος σταμάτησε το τραγούδι του και είπε στον συνοδοιπόρο
του:
- Έλα να σε κουβαλήσω εγώ και, όταν τελειώσεις το τραγούδι σου, θα ξανανέβω
στην πλάτη σου.
Έτσι και έγινε. Ο Γορτύνιος στρογγυλοκαθισμένος στην πλάτη του διαβόλου
άρχισε να τραγουδά με στεντόρια φωνή:
Τι ωραία, τι καλά, άλλος να σε κουβαλά. Τριαλαλά, τριαλαλά !
Τί ωραία, τί καλά, σ΄άλλονε νάσαι ζαλιά. Τριαλαλά, τριαλαλά!
Το τραγούδι συνεχιζόταν. Ο Γορτύνιος άλλαζε τον δεύτερο στίχο του τρίστιχου
τραγουδιού του και έτσι δεν υπήρχε τέλος. Ο διάβολος αγκομαχούσε. Έχασε την
υπομονή του και ρώτησε:
- Φίλε, δεν θα τελειώσεις το τραγούδι σου;
- Αργώ, ακόμα. Είμαι στην αρχή.
Ο διάβολος, καίτοι ρεματιανός , είχε βρεί τον διάβολό του από τον Γορτύνιο.
Είδε ότι είχαν φτάσει κοντά στο Μοναστήρι των Αιμυαλών, πλησίαζαν δηλαδή στη
Δημητσάνα. Τότε οργισμένος ο ρεματιανός διάβολος κατάλαβε ότι παγιδεύτηκε,
πιάστηκε κορόϊδο.
Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και σχηματίστηκε ένα σύννεφο καπνού. Ο
ρεματιανός διάβολος είχε σκάσει από το κακό του.
Ο Γορτύνιος Δημητσανίτης έσκασε το διάολο. Το γορτυνιακό πνεύμα είναι
διαβολεμένο.
Παρουσίαση βιβλίων:
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ - TRAVELOGUE
Τα ποιήματα της συλλογής αυτής, γραμμένα σε
στιγμές προσωπικής αγωνίας και έντονου εσωτερικού προβληματισμού αποτελούν
καταγραφές οδύνης και πόνου ενός παιδιού της επαρχίας που βρίσκεται μόνο του
στην Αθήνα κάνοντας τιτάνια προσπάθεια για τις σπουδές του, αλλά ταυτόχρονα
και σκληρό αγώνα για την καθημερινή του επιβίωση.
Το κάθε ποίημα, γραμμένο σε
συγκεκριμένη στιγμή φόρτισης απηχεί αναμφίβολα τον προβληματισμό και την
αγωνία του γράφοντα. Η καταγραφή όμως αυτή γεννιέται από μία αναπότρεπτη
ανάγκη ανακούφισης και εσωτερικής ηρεμίας. Αποτελεί μία αναγκαία διέξοδο στο
προσωπικό αδιέξοδο και μία προσπάθεια υπέρβασης της προσωπικής αγωνίας, του
ψυχικού άλγους και του καθημερινού άγχους.
ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - THE ALPHABET OF LOVE
Η Αγάπη, όπως ξετυλίγεται από τους στίχους
του ποιητή, αποτελεί, τη ζωογόνα και ακατάλυτη πνοή της ζωής μας. Είναι ο
μαγευτικός σπινθήρας, που εσωτερικά βιώνει ο καθένας μας ξεχωριστά με το
δικό του τρόπο. Ένα βίωμα κρυφό, νοσταλγικό και ονειρεμένο, που φυλάγεται
σαν τον πιο πολύτιμο προσωπικό θησαυρό μυστικής χαράς, έμπνευσης και
ελπίδας.
Τα ποιήματα αυτά, στα οποία
κυριαρχεί το στοιχείο του ρομαντισμού και της προσωπικής υπέρβασης,
αποτελούν έναν ισχυρό πομπό εξομολόγησης και ειλικρίνειας, που απευθύνεται
στο δέκτη του μεγάλου μηνύματος της Αγάπης. Τη βίωση αυτή της συνύπαρξης
(πομπού-δέκτη), που η πεζότητα της ζωής μας αρνείται συχνά, προσπαθεί να
προσεγγίσει ο ποιητής. Στην προσπάθειά του αυτή, όπως φαίνεται από το πάθος
της γραφής του, βιώνει νοηματικά και ρομαντικά το μεγαλείο της Αγάπης. Και
οι καταγραφές αυτές στο ημερολόγιό του, είτε ζωντανεύουν όνειρα
απραγματοποίητα, είτε εξωραΐζουν τα προσωπικά του βιώματα, αποτελούν τις πιο
κορυφαίες στιγμές ευδαιμονίας και ικανοποίησης.
ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ - TO MY MOTHER
Τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι κατά
κάποιον τρόπο διαποτισμένα από βιώματα, αναμνήσεις και λογισμούς του νου και
της καρδιάς. Ο στίχος είναι πολύ εύχυμος και τρυφερός, γραμμένος με
γνησιότητα και γόνιμη ευαισθησία ομοιάζει με κατανυχτικό τραγούδι, άσχετα αν
μας παρουσιάζονται κάποιες εικόνες με σπαραχτικές λεπτομέρειες που
συγκλονίζουν, αλλά που είναι πλούσιες σε λυρικό χρώμα και κριτικό στοχασμό.
Η συλλογή αυτή είναι αποτέλεσμα
της ευγνωμοσύνης, της αγάπης, της τιμής και του σεβασμού του ποιητή στο Ιερό
και αναντικατάστατο πρόσωπο της Μάνας. Γεμάτη παιδικές μνήμες - από τις
στιγμές στο οικογενειακό τραπέζι και τις γέννες στο χωριό μέχρι τις ώρες
στον αργαλειό και το όργωμα - προσωπικές αναμνήσεις αλλά και γεγονότα που
σχετίζονται με την κατοχή και τον εμφύλιο.
Ποιήματα:
NTAN Από μια πραγματική ιστορία
Νταν,
πολυαγαπημένε μου,
δροσιά και φλόγα της ψυχής μου,
και πόθε μου κρυφέ.
Θυμάσαι; Έκανα την Απογραφή.
Ήσουν ο τελευταίος μου.
Πολλές φορές σου κτύπησα.
Βρήκα την πόρτα σου κλειστή
και γύρισα να φύγω.
Ξάφνου η πόρτα άνοιξε
και φάνηκε το λυγερό, χυτό κορμί σου
μεσ' το μπουρνούζι σκεπασμένο
λες κι' είδα τον Ερμή του Πραξιτέλη φασκιωμένο.
'Aρχισα την Απογραφή.
Μου έδινες σωστές τις απαντήσεις
και ενώ τις ρίζες, τη φύτρα σου έγραφα
μια άλλη μέσα μου γινόταν μυστική καταγραφή,
αγάπης ανεξίτηλη γραφή,
που τίποτα δεν σβήνει,
και μένει ανέγγιχτη ακόμα.
Στο ταβερνάκι, το λιμανάκι το μικρό,
μεσ' το γυαλό. Είμαστε δίπλα-δίπλα καθισμένοι
και μεσ' του Φλοίσβου τον χαρούμενο ρυθμό
άκουγα τη γλυκειά σου τη φωνή,
παιδούλα τότε, και μ' έκανες ευτυχισμένη.
Υπόσχεση σου έδωσα να σου τηλεφωνήσω
και ξέρω πως περίμενες ν' ακούσεις τη φωνή μου
μα'γω, πως να στο πω, πως να στο μολογήσω,
δεν μπόρεσα. Σε ψάχνω να σου πω, γιατί, ψυχή μου.
Σε ψάχνω από τότε Νταν
σε κάθε Απογραφή. Σε ψάχνω στην Πιπίνου,
μου είπαν έφυγες, άγνωστη η φυγή σου.
Μα'γω κοιτάζω στην ψυχή μου
τη μυστική απογραφή σου
και συνδιαλέγομαι μαζί σου,
σαν τότε... ..
Γλυκέ μου Νταν,
νοσταλγικέ μου τύραννε
στης μοναξιάς τις ώρες.
ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ
Να περπατάς, να μη σε βλέπουν.
Να τους μιλάς,
να μη σ' ακούνε.
Να τραγουδάς
και να σιωπούνε.
Να τους βοηθάς
και να γογγίζουν.
Να τους πονάς
και να σε βρίζουν.
Να νουθετείς, να φωνασκούνε.
Πέφτεις, λυγίζεις, δεν μιλάς.
Τα πόδια σου δεν σε βαστούνε..
Έτσι σε θέλουν να σε δούνε.
ΟΙ ΝΑΝΟΙ
Είπαμε πως στην Ιθάκη θα βρεθούμε
μαζί σε απάνεμο λιμάνι,
λοτούς εφάγαμε χωρίς να το σκεφτούμε,
και από γίγαντες εγίναμε δυο νάνοι.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Μου λες
Κάθε πρωϊ,σαν σε θωρώ, πως
βιάζομαι να φύγω, πως τρέχω και
αγκομαχώ και την ζωή δεν ζω
Και γώ σου απαντώ.
Πως η ζωή μας τρέχει, πάει
μπροστά μας γρήγορα κι'ακολουθούμε
μεις τρεχάμενοι κοντά της.
Είδες... ροδίζει η αυγή. Κάθε λεπτό,
κάθε στιγμή Φεύγει, δεν περιμένει.
Κι'εμείς ξοπίσω τρέχουμε, χαρούμενοι, θλιμμένοι,
για να χαρούμε κάτι τι,
προτού ναρθεί το βράδι,
προτού να γίνει χτες.
Μάθε πως κάθε μας στιγμή είναι ζωή μοναδική,
είναι για μας φτιαγμένη.
Η φευγαλέα η στιγμή
μεγαστιγμή θα γίνει
θα γίνει θύμηση,σημάδι λαμπερό,
το μέτρο, σαν θα βρούμε, το σωστό.
ΜΑΘΕ ΜΕ Ν΄ΑΓΑΠΩ
΄Ελα, δέσποινα φαντασία μου, πιστή μου συντροφιά,
ξεστράτησε απ΄του λογισμού το φρούριο το κλειστό.
Φανέρωσε τα όνειρα του πόθου τα βαθειά,
αδάμαστη, λαμπρόηχη, κάνε με ν΄ αγαπώ.
Ύμνησε, μούσα μου γλυκοστάλακτη, του διάβα μου τα πάθη,
κάλλυνε, θεά του νου γοργόφτερη , τις πίκρες και τα λάθη
και ψάλλε μου γλυκόηχα και πες μου πώς μπορώ
να στέκομαι, να περπατώ, να ζώ για ν΄ αγαπώ.
Ηλιόφωτη στερνή χαρά στο δειλινό του χρόνου,
φώτισε το ηλιοβασίλεμα, κάνε το λαμπερό,
ημέρεψε τις μέρες μου, μέρες χαράς και πόνου,
κι΄ όσο υπάρχω μάθε μου, πώς πρέπει ν΄ αγαπώ.
|