Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου, στο κεντρικό τμήμα της, που
σήμερα αποτελεί στο σύνολό της σχεδόν τον νομό Αρκαδίας (4.419 τ. χλμ., 102.035
κάτοικοι) με πρωτεύουσα την Τρίπολη. Ο νομός συνορεύει βόρεια με τους νομούς
Κορινθίας και Αχαΐας, δυτικά με τους νομούς Ηλείας και Μεσσηνίας, νότια με τους
νομούς Λακωνίας και Μεσσηνίας, και ανατολικά βρέχεται από τον Αργολικό κόλπο.
Στο κέντρο σχεδόν της Αρκαδίας απλώνεται το οροπέδιο της Τρίπολης που
περιβάλλεται από τα Αργολιδοαρκαδικά όρη, Ολίγυρτο (Σκίπιζα 1.935 μ.), Τραχύ (1.808
μ.), Λύρκειο (Γούπατα, 1.755 μ.), Αρτεμίσιο (1.771 μ.), Κτενιά (1.634 μ.) και Μαίναλο
(1.980 μ.), το κυρίως αρκαδικό βουνό, με πολλά δάση και άφθονα νερά, όπου κατά την
αρχαιότητα λατρευόταν ο Παν και οι Δρυάδες, και από τις βόρειες προεκτάσεις του
Πάρνωνα (κορυφή Κούκουρα 1.449 μ.). Το οροπέδιο της Τρίπολης χωρίζεται με χαμηλά
εγκάρσια υψώματα στις μικρές λεκάνες της Τρίπολης, της Τεγέας, της Μαντινείας και
του Ορχομενού. Είναι καρστικής προέλευσης και οι λεκάνες του έχουν γεμίσει με
νεότερες προσχώσεις. Τα νερά των λεκανών αυτών αποχετεύονται υπογείως με
καταβόθρες (τα ζέρεθρα των αρχαίων Αρκάδων) που σχηματίζουν λίμνες, έλη και
κεφαλάρια, έξω από τα σύνορα του νομού, ή εκβάλλουν στον Αλφειό και τον Αργολικό
κόλπο. Στα νότια του οροπεδίου της Τρίπολης σχηματίζεται το οροπέδιο της Ασέας, που
κατεβαίνει προς τη λεκάνη της Μεγαλόπολης, τεκτονικό βύθισμα, λίμνη κατά το
τριτογενές και τέλμα κατά το τεταρτογενές. Οι φυτικές ύλες που συγκεντρώθηκαν εκεί
έχουν σχηματίσει επιφανειακά κοιτάσματα λιγνίτη πάχους 65 μ., τα μεγαλύτερα της
Ελλάδας μαζί με αυτά της Πτολεμαΐδας. Τα όρη Λύκαιο (1.421 μ.) και Τετράζιο (1.389
μ.) κλείνουν τη λεκάνη της Μεγαλόπολης στα Δ και τη χωρίζουν από τη σχετικά εύφορη
πεδιάδα της Μεσσηνίας.
Το οροπέδιο της Τρίπολης και τα γύρω βουνά του αποτελούν τον κυρίως υδροκρίτη
της Πελοποννήσου. Στα νότια του οροπεδίου πηγάζει ο Αλφειός. Πριν βγει από τον
νομό δέχεται και τα νερά του Λάδωνα και του Ερύμανθου που και οι δύο πηγάζουν από
την Αχαΐα. Στα βόρεια των Τροπαίων (Γορτυνία) έχει κατασκευαστεί φράγμα μήκους
105 μ. και ύψους 57 μ. που συγκρατεί τα νερά του Λάδωνα και σχηματίζεται έτσι
τεχνητή λίμνη (έκταση 6.000 στρέμ., χωρητικότητας 50.000.000 κ. μ.). Η λίμνη αυτή
τροφοδοτεί υδροηλεκτρικό εργοστάσιο με δύο ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες
εγκατεστημένης ισχύος 70.000 κιλοβάτ που παράγουν κατά μέσο όρο 300.000.000
ωριαία κιλοβάτ ηλεκτρικής ενέργειας τον χρόνο. Το κλίμα του νομού Αρκαδίας, εκτός
από τις χαμηλές παραλιακές περιοχές, είναι μάλλον ψυχρό και ηπειρωτικό. Τον χειμώνα
το ψύχος είναι δριμύ, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, λόγω του ορεινού χαρακτήρα
της περιοχής. Οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 800 χιλιοστά.
Τα γεμάτα δάση βουνά, τα άφθονα νερά, οι όμορφες τοποθεσίες, οι ηλιόλουστες
κοιλάδες, όπου βόσκουν προφυλαγμένα τα κοπάδια, έκαναν από την αρχαιότητα την
Αρκαδία ιδιαίτερα ειδυλλιακή χώρα. Οι ποιητές (Θεόκριτος, Βιργίλιος) έπλασαν έτσι μια
φανταστική χώρα όπου οι βοσκοί διατηρούσαν τα αγνά ήθη τους και επικρατούσε η
ευτυχία της ήρεμης ζωής. Με τον τίτλο Αρκαδία ο Ι. Σανατσάρο δημοσίευσε βουκολικό
ποίημα, το οποίο θεωρείται ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα της ιταλικής
λογοτεχνίας. Με τον ίδιο τίτλο ο ’γγλος ποιητής Φ. Σίντνεϊ έγραψε έργο σε πεζό λόγο
όπου παρεμβάλλονται στίχοι (η τρίτη μορφή του δημοσιεύτηκε το 1593) και ο Λόπε ντε
Βέγκα βουκολικό ποίημα (1598). Αλλά και ο Γάλλος ζωγράφος Πουσέν εμπνεύστηκε από
την Αρκαδία τον περίφημο πίνακά του Ποιμένες της Αρκαδίας (1653) που φυλάσσεται
στο Μουσείο του Λούβρου.
|
|
|
|
Ο Γιώργος Δουζένης γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1960 στην Αθήνα, από γονείς Γορτύνιους (Διονύσης Δουζένης από Καρδαρίτσι και Ευγενία Τσίκα από Μοναστηράκι).
Οι σπουδές του φθάνουν μέχρι το εξατάξιο γυμνάσιο και την Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Ο χώρος όμως εργασίας του σήμερα είναι αυτός των πωλήσεων.
Την τελευταία διετία έχει καταπιαστεί με την μελέτη και έρευνα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας καθώς επίσης με τα θέματα που αφορούν την ελληνική γλώσσα και ειδικότερα την ετυμολογία. Ο λόγος που ξεκίνησε αυτήν την "περιπλάνηση", είναι που ανακάλυψε πως οι "παλαιοί" είχαν μελετήσει, ερευνήσει, φιλοσοφήσει και απαντήσει στους προβληματισμούς που ο ίδιος είχε ως τα σήμερα και θεώρησε πως για να έχει μέλλον, πρέπει να επανασυνδέσει τον χαμένο αυτόν κρίκο του πνεύματος για την ορθότερη εξέλιξη της ανθρωπότητας τοποθετώντας κι εκείνος - αν τα καταφέρει - ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα που ονομάζεται Πολιτισμός.
Εχει γράψει μία ποιητική συλλογή με τίτλο: "’νθρωπος", χωρισμένη σε 4 ενότητες. Και όπως λέγει ο ίδιος: "Δεν διεκδικώ περγαμηνές λογίου-συγγραφέα, απλά επικοινωνώ μ' ανθρώπινη παρέα".
Ποιήματα :
ΚΑΙ ΣΥ ΚΟΡΗ ΓΡΟΙΚΑΣ...
Πλάση!
Που ο άνθρωπος προσπαθεί να σε προσπεράσει...
Τι αποκοτιά αλήθεια!
Μα και τι σκέψη...
Να προσπεράσει τι δηλαδή;
Τον εαυτό του;
Το πνεύμα ή το σώμα;
Ή και τα δυό μαζί;
Πώς το σκέφτηκε άρα γε;
Στον ύπνο του ή στον ξύπνιο του;
Και σύ Κόρη γροικάς...
Και γελάς...
Μα το γέλιο σου δε μοιάζει τέτοιο.
Μοιάζει με κωμική σκηνή σε αργή κίνηση.
Με τραγική σκηνή σε γρήγορη κίνηση.
Με εικόνα χωρίς ήχο.
Με ήχο χωρίς εικόνα.
Κι αναδεύονται όλ' αυτά και συμπλέκονται.
Σε μιά συμπλοκή που μοιάζει με τον κωφάλαλο
που προσπαθεί να πείσει τον τυφλό να πεί
τη γνώμη του γι αυτά που... ο ίδιος είδε
και με τον τυφλό που προσπαθεί να πείσει τον
κωφάλαλο να πεί τη γνώμη του γι αυτά που...
ο ίδιος άκουσε!
Μα την.....
'Aς το καλύτερα. Δε μ' αρέσει να ορκίζομαι.
Γιατί δεν απέχουν πολύ οι όρκοι από τα ξόρκια.
Και σύ Κόρη γροικάς...
Κι αλυχτάς...
Μα, ο άνθρωπος δεν σ' ακούει...
Μήτε σε βλέπει.
Το κρίμα δικό του...
|
ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
Στο ξενοστράτι το παλιό
κάπου βημάτισα κι εγώ
μικρό παιδί.
Θολές οι μνήμες τρέμουνε
και στο μυαλό μου παίζουνε
κάποια σκηνή.
Σε σκοτεινά υπόγεια
μά που χαρά γι' ανώγεια
μοίρα σκληρή.
Μα πάντα μέσα μου έλαμπε
ήλιος μικρός που γέλαγε
χαρά μισή.
Και πάντα με τραγούδι
και χρώμ' από λουλούδι
καρδιά, ψυχή.
Αχ! Πόσο πάλι θά 'θελα
να ξαναγίνω
ανάθεμα
μικρό παιδί!
|
ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Αλήθεια, πώς τη μάθατε άνθρωποι την Ιστορία ;
Ακούγοντας, κοιτάζοντας ή μέσα από βιβλία ;
Κάθε πρωί πώς ξεκινά η μέρα σας η νέα ;
Σχολιάζοντας και κρίνοντας όλη τη "παρέα" ;
Για δέστε μέσ' στο σώμα σας και μέσα στη ψυχή σας,
θα δείτε πως θα βρίζουνε ακόμα και οι οπαδοί σας.
Αυτογνωσία νά 'χατε και λίγη ηθική,
στα σίγουρα θα βλέπατε τα λάθη στη ζωή.
Αυτά που κάνουμε όλοι μας και δεν τα μολογάμε
και τ' όνομα που έχουμε ποτέ μας δεν τιμάμε.
Γι αυτό επιτέλους ψάξτε την, καλά τη κεφαλή σας,
μη βρείτε λίγο απ' το μυαλό κάτω απ' το μαλλί σας.
Μυαλό, καρδιά, μα και ψυχή, τρισδιάστατο το σώμα,
μα μόλις πάει ν' ανυψωθεί, πέφτει σε μέγα κώμα.
Σε βλάβη ανήκεστον βαριά περιέπεσεν η πόλη,
αργοπεθαίνει άναυδη η ανθρωπότης όλη.
ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Τον άνθρωπο κι αν συμπονάς, εκείνος δεν σε θέλει
έχει η ψυχή του κώνειο και η λαλιά του μέλι.
'Aβυσσο, τον φωνάζουνε τον ψυχικό του κόσμο,
μία σκορπά χαμόγελα και μιά σκορπά τον τρόμο.
Χιλιάδες χρόνους έζησε σα ζώο στις σπηλιές,
ανάμεσα σε τέρατα, πολέμους και φωτιές.
Το στόμα του σαν έμαθε, τις λέξεις να λαλεί,
μέσ' στο μυαλό του δόξασε..., χρήμα..., πολιτική.
Τα κάλπικα τα όνειρα που πούλαγε στους άλλους,
εγέννησαν τους ήρωες, μικρούς μα και μεγάλους.
Παράλογο το θέατρο που παίζει νύχτα - μέρα,
εθέριεψε τους "άρρωστους", χάρις στη ταμπακιέρα.
Με σύνορα τον χώρισε και τον πλανήτη Γή
και νόμους και ψηφίσματα, έβγαλε στη βουλή.
Τό 'να παιδί, "καλό" παιδί και τ' άλλο βράσε ρύζι,
και οι πολλοί πιά ψάχνουνε, για νέο μετερίζι.
Το βιός μπορεί να πήρανε, μα τη ψυχή σου όχι,
κάνε τον πόνο μουσική και τον καημό σου λόγχη.
Τον άνθρωπο σαν θα τον δείς, μπροστά σου με κανόν ι,
κάν' τη καρδιά σου μέγγενη και το μυαλό σου ακόνι.
ΣΤΟΝ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ
Της ξενιτιάς οι ανηφοριές,...μικρές,...στενές
και συ τα βήματα βαριά με θύμησες παλιές.
Ανάσα την ανάσα σου τραβάς την ανηφόρα
και στο μυαλό σου τριγυρνούν, πατρίδα, δέντρα οπωροφόρα.
Πού να σταθείς, πώς να σταθείς, ανάστημα να ορθώσεις,
μα ήθελες τα όνειρα στη πλάτη να φορτώσεις.
Και με τη πίστη σου βαθιά, μέσ' στη ψυχή σου ριζωμένη,
έσυρες τα βήματα μπροστά, επιταγή στην ειμαρμένη.
Σαν έφτασες εκεί στα ξένα, σε νέο αραξοβόλι,
είδες τον χάροντα εμπρός, σε ζώσανε πολλοί διαβόλοι.
Δέ μοιάζανε οι άνθρωποι σαν άνθρωποι, μοιάζανε με τέρατα
και σύ εκεί στο πουθενά, στου κόσμου μας τα πέρατα.
Τότε θυμήθηκες γιατί, ταξίδεψες, παιδεύτηκες και έφτασες εκεί
και το μυαλό σου δούλεψες, γιατί 'χες μέσα σου ζωή.
Το ανάθεμα που έδωσες, πίσω το πήρες πάλι,
τη κόλαση φαντάστηκες σαν όμορφο ακρογιάλι.
Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η...ΜΕΡΑ
Η νύχτα είναι κάλεσμα στον κόσμο του ονείρου,
μα η μέρα είναι η πρόσκληση στον κόσμο του απείρου.
Η νύχτα έχει όρια στον κόσμο τον δικό της
και η μέρα έχει σύνορα, ψηλά, τον ουρανό της.
Η μέρα, νύχτα έγινε και η νύχτα πάλι μέρα,
μα πάντα ανασαίνουμε τον ίδιο τον αέρα.
Η νύχτα θέλει έρωτα και η μέρα εργασία,
μα πάντα θέλουμε χαρά, να νοιώθουμε ευτυχία!
Καληνύχτα....! Καλημέρα....!
ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ
Πώς να ξεχάσω τη ζωή μου,
το διάβα μου σ' αυτή τη γη,
πόνος, χαρά, μέσ' στη ψυχή μου
με ανεξίτηλη γραφή.
Πώς να ξεχάσω όσο ζώ
το έργο της ζωής μου,
μοίρα κακή, μοίρα καλή,
στα βάθη της στιγμής μου.
Θυμάμαι όλα τα βήματα
πού 'κανα σαν παιδί,
θυμάμαι τα σκιρτήματα
το πρώτο μου φιλί.
Και τα σχολειά που πήγαινα
και τους συμμαθητές,
δασκάλους αξιόλογους
μα και καθηγητές.
Μα πάντα μές στη μνήμη μου
μία μορφή μεγάλη,
για τη μανούλα μου μιλώ
με τη ζεστή αγκάλη.
Και τον Χριστό με τον σταυρό,
αλήθεια, ποιος θυμάται;
Ο άνθρωπος το διάβα του
ξεχνάει, δε λυπάται.
Πώς να ξεχάσω όσο ζώ
γλυκόπικρο ταξίδι,
πότε με γλυκό κρασί
και πότε με το ξύδι.
Είν' η ζωή μας μιά στιγμή
στου χρόνου το ταξίδι,
σταθμός χωρίς αναμονή,
μα να τη ζής αξίζει.
ΘΑΛΑΣΣΟΜΗΤΩΡ
Και νά 'μουν λέει αφημένος,
στης θάλασσας τ' απέραντο χαλί,
ανάσκελα για μπρούμυτα, δε με χαλάει πολύ.
Ετσι μ' αρέσει η θάλασσα.
Ν' αφήνομαι στην απέραντη γαλάζια αγκαλιά της
και να με ταξιδεύει.
Κύμα στο κύμα να με πηγαίνει, όπου γουστάρει
η μεγάλη αυτή αφέντρα του πλανήτη.
Και στο βοριά και στο νοτιά, σ' ανατολή και δύση.
Μήπως κι εγώ το νοιώσω της φύσης το μεθύσι...
Και να με σαϊτεύει ο Φοίβος με τις αχτίνες του
και να με λυώνει. Ν' ανακατώνεται ο αρμυρός
ιδρώτας μου με τ' αρμυρό ίδρωμα της αφέντρας μου.
Και να χορεύουν τα δελφίνια τον μυστικό χορό της ζωής...
Και να είμαι γώ και γητευτής και γητεμένος σε τούτον εδώ
τον γαλάζιο ναό της Μάνας μου.
Να με αρμενίζει αδιάκοπα σε τόπους αλαργινούς.
Σ' αραξοβόλια μυθικά και μαγικά να μπαίνει ίσα-ίσα για
να ξανασάνει. Μετά να συνεχίζει, χωρίς σταματημό. Κι αργά.
Μη τάχα δε το 'χω ξανακάμει το ταξίδι αυτό;
Μα δεν το θυμούμαι! Γιατί ήμουνα στη κοιλιά της μάνας
μου. Μά, κάπως έτσι θά 'ταν κι αυτό. Σαν σε θάλασσα.
Ισως γι αυτό μας γαληνεύει αυτή η γαλάζια απεραντοσύνη.
Και μας γοητεύει. Και μας φοβίζει. Και τη σεβόμαστε.
Επειδή μας θυμίζει εκείνο το εννιάμηνο ταξίδι.
Κι έρχεται η μεγάλη κυρά και μας προσκαλεί. Και προκαλεί.
Μοιάζει να λέει: "Εδώ είμαι. Μη διστάζεις. Έλα σε μένα
να σ' αγκαλιάσω κι εγώ".
Κι αν πάς, θα νοιώσεις μικρός. Θα νοιώσεις ασήμαντος.
Μα δε πειράζει, ανθρώπινο είναι. Θα νοιώσεις άνθρωπος!
Αυτή είναι η θάλασσα... Που όσο τρομερή κι αν φαίνεται
καμμιά φορά, αμέσως γαληνεύει μόλις νοιώσει τη θαλπωρή
από τη ζεστή αγκαλιά του μεγάλου της αδερφού του ουρανού,
που την περιβάλλει πάντα με στοργή και νύχτα και μέρα.
Κάπως έτσι πρέπει και ο άνθρωπος με τη σειρά του, να φερθεί.
Ας αφήσει τον αγνό μανδύα της ψυχής να σκεπάσει τη γη
κι ας πετάξει τη μάσκα της ντροπής στα τάρταρα.
Γειά σου θάλασσα! Σ' ευχαριστώ!
ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ
Μεγάλες νύχτες, σκοτεινές, το δυό χιλιάδες τρία
νύχτες ψυχρές και φοβερές, με περισσή μαγεία.
Τα άστρα πιά δέ φέγγουνε, μέσ' στον ουράνιο θόλο,
το σέλας λές και χάθηκε από τον βόρειο πόλο.
Ο Αποσπερίτης έχασε τη λάμψη του στο δρόμο,
του κάκου ψάχνει ο Αυγερινός τον φωτεινό του θρόνο.
Μόνο η Σελήνη απόμεινε σαν τον ακοίμητο φρουρό,
να μας θυμίζει ενίοτε τον Μέγα Δημιουργό.
Έτσι μας κατάντησε ο νέος "πολιτισμός",
που λειτουργεί στο πνεύμα μας ως ένας εθισμός.
Με προϊόντα τεχνικά, καταναλωτικά,
χάσαμε τη σήμερον αξίες κι ανθρωπιά.
'Aστρο λαμπρό, πώς να φανεί, από ανθρώπων χνώτα,
στον δρόμο μας δε βλέπουμε και ψάχνουμε για φώτα,
κατευθυντήρια δύναμη εμπρός να πορευθούμε
και ένα πνεύμα ερατεινό τώρα αναζητούμε.
Κάποτε υπήρχε ο Αίσωπος, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος,
ο Δημοσθένης ο λογάς, εσώπασε κι εκείνος.
Κάποτε υπήρχε ο Πλάτωνας, ο Περικλής, ο Αίας,
και ο Σωκράτης ο σοφός κι ο βασιλιάς Ατρέας.
Και ο Αριστοτέλης φυσικά, της λογικής καμάρι
και ο Διογένης φίλοι μου μ' εκείνο το φανάρι,
καθώς επίσης ήρωες, τρανοί και δοξασμένοι,
ο Ηρακλής και ο Ιάσονας, στον κόσμο ξακουσμένοι.
Ενδεικτικά τα ονόματα τα προαναφερθέντα,
μά δόξα φανερώνουνε κι άς είν' όλα ταφέντα.
Σήμερα δεν υπάρχουνε, σαν τα παλιά τα χρόνια,
πρόσωπα πνευματικά, που θα θυμούνται αιώνια.
Γι αυτό αν εφαρμόζαμε τις ρήσεις των αρχαίων,
πνευματική υπερδύναμη θα είμαστε και πλέον.
Και την Αγάπη του Χριστού, αν τη θωρούσαμ' όλοι,
θα έφευγαν για πάντοτε σκοτάδι και διαβόλοι.
Πνευματικός συναγερμός, το σύνθημά μας τώρα,
αν θέλουμε ν' αξιωθεί και πάλι αυτή η χώρα,
να έλθει η μέρα Έλληνα και πάλι να γελάς,
άλλο σκοτάδι δεν χωρά, εδώ είναι η Ελλάς!
Η ΝΥΧΤΑ ΚΙ ΕΓΩ
Βραδάκι ήταν όμορφο, γλυκό, σεληνιασμένο,
μονάχος μου περπάταγα σε δρόμο φωτισμένο,
η νύχτα με προσκάλεσε παρέα να της κάνω,
"έλα", μου είπε, "φίλε μου, έλα να σε τρελάνω".
Μιά ιστορία θα σου πώ, παλιά, λησμονημένη,
για χώρα όμορφη μιλώ, που ήταν δοξασμένη,
με παλληκάρια ατρόμητα και κόρες ζηλευτές,
με πνεύμα που εγέννησε αξίες και αρχές.
Περήφανα είχε τα βουνά κι ονομαστά ποτάμια,
με νύμφες και νεράιδες στους λόγγους, στα λιβάδια.
Οι άνθρωποί της οι απλοί για θρύλους διηγούσαν,
Για μύθους και ιστορήματα μ' αγάπη αυτοί μιλούσαν.
Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να ομολογήσω,
ειλικρινά είναι δύσκολο το πώς να ξεκινήσω...
...Μια λάμψη ήταν στην αρχή, λάμψη πολύ μεγάλη,
που απλώθηκε στον κόσμο μας σα νά 'τανε αγκάλη.
Από τη λάμψη φτιάχτηκε η γή που τη πατάμε,
κι έπειτα θάλασσα πλατιά, αυτή που κολυμπάμε.
Σειρά είχαν τώρα τα φυτά, που τόσα μας προσφέρουν,
καθώς επίσης ζωντανά, συμπλήρωμα να φέρουν.
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν και ήρθαν αλλαγές,
σεισμοί και ηφαίστεια έδρασαν και πύρινες φωτιές.
Πολλά βουνά βουλιάξανε και άλλα νησάκια γίναν
Και κάποιοι λόγγοι πράσινοι, αποκαϊδια μείναν.
Και αφού κατασταλάξανε τα πράγματα στη γή,
ξάφνου παρουσιάστηκε η ανθρώπινη ζωή.
Όλα τη θαυμάσανε τη νέα τη τροπή
και χάρηκαν που ο άνθρωπος είχε τη "λογική".
"-Μήπως σε κούρασα πολύ, θέλεις να σταματήσω
και διάλειμμα να κάνουμε, μετά να συνεχίσω;"
"-Όχι, νυχτιά μου όμορφη, μη σταματάς να λές,
να μάθω θέλω, ειλικρινά, πως ήτανε το χθές".
"Που λές λοιπόν, ο άνθρωπος, τα πάντα εξερευνούσε
και με τα μάτια και τ' αυτιά, όλα παρατηρούσε.
Όλα τα εργαζότανε με τέχνη και σπιρτάδα
και έγινε το πνεύμα του ανθρώπινη λαμπάδα.
Εδώ αρχίζουν τα καλά, τα ένδοξα κι ωραία,
γι αυτό μη φύγεις, φίλε μου, κάνεις καλή παρέα.
Κι αν απορία δύσκολη θέλεις να με ρωτήσεις,
εγώ να ξέρεις θα σου πώ όλες τις απαντήσεις.
Η τέχνη η πρώτη ήτανε να φτιάχνει εργαλεία,
άλλα τα είχε για δουλειά και άλλα για θηρία.
Μετά με χώμα και νερό, κεραμικά θα φτιάξει
κι έπειτα σπίτια πλίθινα σ' ολάκερη τη πλάση.
Και γή επεξεργάζεται και σχέδια πολλά,
τώρα μιλά με γράμματα και μαθηματικά.
Σπουδαία οικοδομήματα φτιάχνει με τεχνική,
τα συνδυάζει αρμονικά στης φύσης το χαλί.
Το πνεύμα του πιό δυνατό και λόγους τώρα βγάζει,
οι άνθρωποι αυξάνονται και νόμους αραδιάζει.
Τώρα καλό απ' το κακό ξέρει να ξεχωρίζει,
την ηθική και τις αρχές μαθαίνει να ορίζει.
Στη γή, στη μάνα γή, οπού 'μαθε να οργώνει,
ναό περίλαμπρο, τρανό, ο άνθρωπος ορθώνει,
είναι σε όλους ξακουστός, είναι ο Παρθενώνας,
που μας εμπνέει ψυχικά εις όλους τους αιώνας".
"-Πιστεύω να κατάλαβες που τη κουβέντα πήγα,
υπάρχουν όμως πιο πολλά κι αυτά είναι μόλις λίγα.
Τι να σου κάνω, φίλε μου, μιά νύχτα είμαι μόνο,
παρέα απόψε ήθελα, για να ξεχνώ τον πόνο...".
|
|
|
|
|
Τα πρόσωπα.." της kathimerini.gr. |
|
|
τα Ιστορικά ανέκδοτα του Κολοκοτρώνη |
Ο θρυλικός «Γέρος του Μωριά» γεννήθηκε στην Παλαιά Μεσσηνία. Να πως τον περιγράφει ο Βλαχογιάννης: 'Οψη «αδύνατη και μαυρειδερή' μάτια βαθουλά, ματιά σκληρή και δυνατή' μεγάλο μουστάκι μαύρο, γερακωτή μεγάλη μύτη' μαλλιά μακρυά κυματιστά. Μικρό κόκινο φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο που χτυπάει και ξαφνίζει, και που του κάκου θα γύρευε κανείς να βρη σ' έναν Ευρωπαίο το ταίρι του».
Οι Αρβανίτες έτρεμαν κυριολεκτικά το Κολοκοτρωναίκο σπαθί. Γι' αυτό κι' ο φοβερώτερος όρκος τους ήταν: -Να μη γλυτώσω απ' το σπαθί του Κολοκοτρώνη!.
-Πόσο μεγάλη είναι η χώρα που γεννήθηκες; τον ρώτησε κάποιος 'Αγγλος περιηγητής.
-'Εχει διακόσιους φούρνους! είπε γελώντας ο Κολοκοτρώνης. (Κάθε σπίτι στα χωριά έχει και δικό του φούρνο).
Μια γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη: -Αφέντη μου, τού'λεγε, κάνε μου αυτό το καλό, και σκλάβα σου να γένω! -Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε κι' εσύ θέλεις να γίνης σκλάβα μου;
Του είπαν κάποτε: -Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψη. -Το ξέρω, απάντησε' εμένα θα πρωτοεξορίση.
Κάποτε φιλοξένησε εν γνώσει του το φωνιά του αδερφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον ξέρει ο «Γέρος». -Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του παιδιού μου; -Σώπα μάννα' είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο του σκοτωμένου.
Από τη στιγμή, που ο Κολοκοτρώνης ανακατεύτηκε στην πολιτική, έχασε τα νερά του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε το σφάλμα του και ξαναγύρισε στ' άρματα.
Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξη πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνη πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια.
'Αφησε ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζη. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να πάθω!.
'Ελεγε κι αυτόν το μύθο: Η κουκουβάγια είχε βρωμίσει πολύ τη φωλιά της κι αποφάσισε να κατοικήση αλλού. Της λέει τότε ο κούκος: -Του κάκου βασανίζεσαι, όσο παίρνεις μαζί σου και τον πισινό σου.
Οι μεγάλοι καπεταναίοι της Επαναστάσεως είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους.
Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον έλεγαν Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του' Γέροντα έλεγαν τον Γκούρα για την φρονιμάδα του' Γύφτο έλεγαν τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του' Γύφτο έλεγαν και τον Καραϊσκάκη.
Καταδιωκόμενος ο Κολοκοτρώνης από τα κυβερνιτικά στρατεύματα στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στάθηκε κάτω από μια καρυδιά να ξεκουραστή. Και μονολογούσε λυπημένος: -Τί έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολάνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια...
* (Γνωστή και η λαϊκή παροιμία: «Το δέντρο πώχει τον καρπό όλο πετροβολιέται».
Ο Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφωνία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο:
Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν' απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο,
που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι κι έγινε.
Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μαστορά τους.
'Ετσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πλυγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργισαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο...
Στον 'Οθωνα, ο οποίος τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το νέο πανεπιστήμιο, που άρχισε να χτίζεται, απάντησε:
-Να σας πω, μεγαλειότατε' μου φαίνεται ότι τούτο εδώ -κι έδειξε το Πανεπιστήμιο- δεν
έπρεπε να κτισθή κοντά σε κείνο -κι έδειξε το Παλάτι' διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο..
'Ελεγε «Οι 'Ελληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον».
Μετά την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή
και τον αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. -Θα γελάσω το βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους! Αποκρίθηκε.
|
|
|
|