Τό κλειδί της νύχτας...
...είναι τεράστιες,
μου έλεγαν οι νύχτες,
αλλα εγώ,
όταν υψώνω οφθαλμούς,
βλέπω τό φώς,
από αμέτρητους πλανήτες,
κι από τ' αστέρια,
που μετράνε τους καημούς,
τόσων θνητών,
όσων η άμμος της θαλάσσης,
εγκλωβισμένων,
μεσ' τής ύλης τη χλιδή,
μπροστά σε πόρτα,
που σ' αρνείται να περάσεις,
αν δεν διαθέτεις,
το κατάλληλο κλειδί,
αυτό πού,
μόνο αλαφροϊσκιωτοι κρατούνε,
και το προσφέρουν,
σ' ανοιχτόκαρδες ψυχές,
μα αγνούνται δυστυχώς,
στή λήθη ζούνε,
γιατί ετόλμησαν,
να είναι ποιητές.
ΜΗΤΕΡΑ
Σύμβολο θέλησης, ανάσα της ζωής,
μήτρα αγάπης, των αγώνων ηρωϊδα,
άνθος ελπίδας, κάθε πόνου γητευτής,
πνεύμα περήφανο, στου χρόνου τη σελίδα,
πάθος ευθύνης, επιβίωσης πηγή,
χάδι του όμορφου, η θύρα στη γαλήνη,
θέα παυσίληπη, η θεία σου μορφή,
ίαμα άλγους, το χαμόγελο στα χείλη,
νιώθω ανάλαφρο, ένα τρέμουλο ψυχής,
στην αγκαλιά σου, με την αύρα του αιθέρα,
κι έναν σμιλεύω, πόθο μέγα της ζωής,
μόνο, να νιώθω την ανάσα σου ΜΗΤΕΡΑ.
* * * Σημείωσης:
"το ποίημα η "Μητέρα"
στον διαγωνισμό για την ημέρα
της μητέρας βραβέυτηκε
με το Α' Βραβείο
απο την Internationla Academy
"Θεά Αθηνά". 2005" Τ/Ιωαν.
Υπό έκδοσιν ευρίσκονται τα βιβλία
"Τί πόθησες σήμερα ψυχή μου" ποιητικό
και "Ανέσπερα φεγγάρια, αναδυομένες ιστορίες", πεζό.
Απο το οπισθόφυλλο του βιβλίου "Πνοή και Αύρα" σας μεταφέρουμε το:
|
Είναι η μοίρα τής ποίησης,
να βυθίζει το βλέμμας της
μέσα στό ανθρώπινο επίκαιρο
να αγωνίζεται για τον άνθρωπο
και την πραγμάτωση των ιδανικών του
να αναδεικνύει τις εναέτιες αξίες
να καλλιεργεί την συνειδησιακή
ανάπτυξη
να την οδηγεί στο προσκύνημα
της θείας πηγής του φωτός
να εκδηλώνει μέσα της
την τάση πρό το θείον
να γίνει συνειδητά η ευτυχία του
|
ΑΡΚΑΔΙΑ
Εγώ αναστήθηκα, από μήτρα Αρκαδική
Από έναν τόπο, προ-σελήνιο και θείο
Που η αρμονία της συνύπαρξης, ωθεί
Παλίρροια αισθήσεων, που υφαίνουν μεγαλείο
Νύμφες με βύζαξαν, Δρυάδες και θεές
Τον Πάνα πρόσχαρο, στην κούνια μου τον είδα
Μέσ' απ' το πράσινο, μ' αγνάντεψαν κορφές
Στην πρωτογέννητη, Λυκόσουρας κοιττίδα
Χρονο-περπάτησα, στο αύριο και στο χθες
Μέσα στις δίνες, της ανθρώπινης μανίας
Γεφύρια, αέρινες ψηλές κορμοστασιές
Που γεφυρώνουν, κάθε χάσμα ιστορίας
Στα μονοπάτια της σιωπής, το αυθεντικό
Μ' έρανε, μ' άρωμα μεστής ελευθερίας
Μορφές ανθρώπων, αγλαές ντοπιο-λαλιές
Πολιτισμός και στίλβη ένδοξης ανδρείας
Αρκάδες ήρωες στην πάλη με τη γη
Αλλά με γνώση, να φιλιώνουν με τη φύση
Στο καθαρτήριο του Λούσιου, η ψυχή
Φλεγόταν κι έτρεχε στον Λάδωνα να σβήση
Ελατοσκέπαστη του Μαίναλου η μορφή
Που το ανάγλυφο του, γνέφει στη γαλήνη
Στ' ανεμοσμίλευτα φαράγγια οι βρυχηθμοί
Ανάσες δύναμης, που διώχνουν κάθε δίνη
Μεσ' την αγκάλη των κρυφών της των σχολειών
Κράτησε μάνα στοργική, Ελλήνων γλώσσα
Στα μοναστήρια της, τους πόθους των πιστών,
Γόνιμους έθρεψε και ζέστανε σαν κλώσα
Πολλοί αλλόθρησκοι την άλωσαν, μιαροί
Μα μεσ' τα σπλάχνα της εσμίλεψε ανδρεία
Κολοκοτρώνη με αλύτρωτη ψυχή
Και πήρε αρχόντισα και πάλι, τα ηνία
Λίγο απ' το φρέσκο σου νερό, φωτο-πηγής
Λίγο ελεύθερο αέρα στα όνειρά μας
Μάνα Αρκαδία, κιβωτός αγνής ζωής
Που γεφυρώνεις κάθε ρήγμα στην καρδιά μας
Πατρίδα σύμβολο, ψυχής μου γιατρικό
Είσαι τοπίο που αναπάλλεται και θάλλει
Μάνα φιλόξενη, με σώμα αιθερικό
Εάν ξαναγεννιώμουνα, θα σ' ήθελα και πάλι.
«ΛΕΥΚΟΧΩΡΙ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ»
Είναι στήν φύση αρεστό να προκαλεί,
Ν' αποκαλύπτει στούς θνητούς όποια μαγεία,
Και να οπλίζει των θνητών τη λογική,
Πού ενεργεί με την θεόσταλτη μανία,
Έτσι αναδύθηκε ο τόπος μου, ιερός,
Δροσοσταλίδα πού εκύλησε σε μι' άκρη,
Μιά γοητεία αρμονίας που στο φώς,
Κοσμεί του Μαίναλου τό φόρεμα σάν δάκρυ,
Ακουμπισμένο σ' ένα φρύδι Αρκαδικό,
Να σέ μυήσει επιθυμεί στην ομορφιά του,
Προστάτη έχει τον Αϊ Γιώργη στόν «Tροχό»,
Εκεί πού έχασε ο Τούρκος τη λαλιά του,
Ενας διθύραμβος στη θέαση αυγής,
Πλάι στην χθόνια υδάτινη μανία,
Νύμφης αρχέγονης Τουθόας, πού θαρρείς,
Πώς τα νερά της, προσκαλούν τη γοητεία,
Τα μαστορόκτιστα γεφύρια του καλούν,
Ν' αναζητήσεις τον απόηχο ιστορίας,
Σ' ένα συνταίριασμα των θρύλων, που ποθούν,
Νά μάς ενδύσουν, με το πέπλο της μαγείας,
Ένα κερί στο καντηλέρι και μιά ευχή,
Κάθε π' αφήνω στόν ναό του Αϊ Δημήτρη,
Αύρα αδιόρατη θωπεύει την ψυχή,
Σάν τότε πού ήμουνα μικρός, Μεγάλη Τρίτη,
Τό Λευκοχώρι είναι ο τόπος μου , που ακούς,
Μέσα σε έκρηξη αμέτρητων χρωμάτων,
Τίς κρήνες ρέουσες χυμούς μεθυστικούς,
Σε χώρο στίλβωντα, των θείων αρωμάτων,
Είμαι μακριά του, μα σμιλεύω στην καρδιά,
Θέση, μ' αισθήματα του νόστου κοσμημένη,
Μά ένα θρόϊσμα μού γνέφει από μακριά,
Να μή ξεχνώ ό,τι κι αυτό με περιμένει.
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Η Φλόγα ψάχνει μέσα μου,
Βωμό ν' αναπαυθεί,
Καί η βροντή, ένα σύννεφο,
Τή βάση της νά εδράσει,
Σάν φύλλου αναρρίγημα,
Δονείται η ψυχή,
Απαύγασμα συνείδησης,
Λειτούργημα η δράση,
Ο όρκος μέσ' τό πνεύμα μου,
Πυρώνει τό αίσθητό,
Τ' ανθρώπινο επίκαιρο,
Παλίρροια πού καλπάζει,
Η σκέψη είναι ισάδελφη
Αγάπης, ξωτικό,
Μέσ' τόν Θεό, η έμπνευση,
Η ρίζα πού φωλιάζει.
Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ
Στην πέτρινη απάτητη,
Ορέων παρουσία,
Πού στέκονται πυργόκτιστοι,
Ξενώνες των αητών,
Στον θρύλο χέρι άπλωσε,
Του γέρου η οπτασία,
Κι η μοίρα τον απόθεσε,
Εν μέσω των θεών,
Μωριά η γή τον ζύμωσε,
Μαγιά των ημιθέων,
Ο Οδυσσέας φύσηξε,
Στο στόμα του πνοή,
Κι η αντριωσύνη Αλέξανδρου,
Στην αίγλη των ωραίων,
Πλήθος ηρώων σμίλευσε,
Κι απώθεσε στην γή,
Εκεί, εμπρός στού Δράμαλη,
Τ' αχόρταγα τ' ασκέρια,
Πού την Ελλάδα πόθησαν,
Να πνίξουν οι μιαροί,
Κολοκοτρώνης άρχοντας,
Κρατώντας με τά χέρια,
Όπλα ιερά, αφουγκράστηκε,
Την θεία επιταγή,
«Σε σταυροδρόμι βρέθηκες
θνητέ, μεγάλων δρόμων,
κι η Ελλάδα ταλανίζεται,
στενάζει στον ζυγό,
γκρεμός εμπρός της βάραθρο,
και έρμαιο των πόνων,
την αρωγή σας χρειάζεται,
με τον Θεό οδηγό»,
Το βλέμμα του αψεγάδιαστο,
Επέτρωσε τους Τούρκους,
Το τάμα γύρω σκόρπισε,
Τά ξόρκια του εχθρού,
Κι η μάνα Ελλάδα ανέπνευσε,
Μακριά από τους βούρκους,
Σ' αγκάλη βαθυγάλανη,
Ελεύθερου γυαλού,
Τά Δερβενάκια εκόσμησε,
Το κλέος των ηρώων,
Τους σμίλευσα ορκίζομαι,
Στην μνήμη νοερά,
Όχι γι' αυτό πού θα' θελα
Νάναι εν μέσω όλων,
Αλλά γι' αυτό πού έγιναν,
Τά πρότυπα ιερά.