ΑΡΚΑΔΙΑ ΜΟΥ
Αγάπησα την άγονη
τη γη της Αρκαδίας,
το χώμα της που μ' έθρεψε.
Μάνα, γλυκιά Πατρίδα!
Αγάπησα ψηλά βουνά
με έλατα και χιόνια
και τ' άλλα τα μικρότερα
με πέτρα και πουρνάρια.
Περπάτησα ξυπόλητος
όλα της τα ρουμάνια,
πιο όμορφο δρόμο για να βρω
απ' τα δικά της βράχια.
Τον βρήκα, τον περπάτησα,
μακριά της μ' έχει πάρει.
Νοστάλγησα, Πατρίδα μου,
κοντά σου να 'ρθω πάλι.
Αν δεν μπορέσω, όσο ζω,
πάλι να σ' αντικρίσω,
το σώμα μου το άψυχο
σε σένα το δωρίζω.
Εσύ που μου το έθρεψες,
δικό σου το γυρίζω,
χώμα σου πάλι κάνε με
απ' την ψυχή σαν φύγω.
Αν ήτανε να ξαναρθεί
στο σώμα η ψυχή μου,
τον Πλάστη μου παρακαλώ
πάλι να ξαναγεννηθώ,
στην Αρκαδία, τη γη μου.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
Στου νου μου σαν βγαίνω γύρα τις στράτες
φαντάσματα φίλων - εγώ τους θυμάμαι -.
Μακριά μου είν' όλοι αυτοί, με ξεχνάνε.
Της νοσταλγίας σαν έρχεται η ώρα
τους φίλους μου κράζω,
απλώνω τα χέρια, ζητώ να τους πιάσω.
Στου νου τους τις στράτες μαζί να βολτάρω
τραγούδια να λέμε γυρνώντας τα βράδια.
Ρεφενέ στην ταβέρνα να γινόμαστε λιώμα,
για το αύριο να λέμε, τι κάνουμε τώρα.
Δίχως φίλους είναι άδεια η ζωή μου.
Ας γινόταν να σμίγαμε πάλι.
Δυνατά το φωνάζω ν' ακουστεί η φωνή μου:
Φίλοι ας γινόταν και να σμίγαμε βράδυ,
της ζωής μας ο ήλιος πριν δύσει
και να πούμε πως πέρασε η ζήση.
ΜΟΝΟΣ
Της μοναξιάς σαν ξεχειλίζει το ποτήρι
τρίζεις τα δόντια και ζητάς
εκδίκηση να πάρεις του Θεού
που σε 'πλασε μονάχος σου να ζήσεις.
Δεν σε φοβίζει η μοναξιά, την έχεις συνηθίσει,
μονάχα να, λες καμιά φορά έτσι είναι η ζωή
και συ ήθελες να έχεις ευτυχήσει.
Όχι, δεν την φοβάσαι συ την μοναξιά,
μονάχα λες καμιά φορά γιατί;
Δεν άξιζες δίπλα σου να 'χεις τη χαρά;
Ο ΤΡΕΛΟΣ
Τ' αλφαβητάρι του τρελού σαν ανοίξεις
μούρλες και τρέλες όσες θες,
πρόσεξε όμως μην μιλήσεις
είναι γι' αυτόν γλυκές στιγμές.
Βλέπει τον κόσμο θεατής
μα η παράσταση κουτή
και μας φωνάζει με οργή:
- Παίξτε καλά, βρε γνωστικοί.
Εμάθαμε το ρόλο λάθος,
δεν ξέρει κανένας τι να πει,
χάσαμε στη σκηνή το θάρρος,
μήπως εγίναμε τρελοί;
Πριν η παράσταση τελειώσει,
σηκώνεται, φεύγει ο τρελός.
Η αγωνία θα μας λιώσει,
εμείς ή αυτός ήταν τρελός !
ΦΙΛΕ ΧΡΙΣΤΕ
Δυο λόγια προσευχής, φίλε Χριστέ,
που βγαίνουν μες απ΄ την καρδιά μου.
Εσύ δεν τ' άκουσες ποτέ, φίλε Χριστέ,
λίγα κι απλά τα όνειρά μου,
να 'ρθεις κοντά μου, αν θέλεις πάλι.
’κου τα λόγια τα στερνά μου'
εγώ δεν σκύβω το κεφάλι,
έχεις αν θες τη συντροφιά μου.
Ότι είσαι Συ, είμαι κι εγώ,
μίσος, κατάρα, αγάπη.
Πατέρα έχουμε Θεό
κι οι τρεις μας έχουμε τα ίδια πάθη.
Ο ΓΕΡΟ - ΝΙΟΣ
Μεσάνυχτα με βρήκανε στο δρόμο μεθυσμένο.
Καθόμουνα κατάχαμα παρέα μ' ένα γέρο.
Μύριζε αυτός, μύριζα εγώ κρασί, του καπηλειού τη μπόχα.
Καημό ποιος είχε πιο πολύ το έμαθα σαν έφθασε του πρωινού η ώρα.
Ο γέρος μου 'πε δυνατά η νύχτα να τ' ακούσει.
Εγώ δεν ήμουνα κιοτής, εγώ ήμουν παλικάρι.
’λλοι με βάλαν κι έστειλα πολλούς στον άλλο κόσμο,
για την πατρίδα, μου έλεγαν, μαζί σου έχεις άγιο.
Με το κρασί, αγόρι μου, ζαλίζω το κεφάλι.
Ξεχνώ αυτούς που φώναζαν "έλεος, παλικάρι".
Μα να χαρείς τα νιάτα σου, παρέα μου γιατί είσαι;
Εσύ 'σαι νέος, άγουρος. Πιωμένος να μην είσαι.
Γέροντα, βάσανα πολλά και βάρη έχω στην πλάτη.
Ήπια κι εγώ να ζαλιστώ, ο νους να ησυχάσει.
Ζυγό μου βάλανε βαρύ στους τρυφερούς μου ώμους.
Κουράστηκαν τα πόδια μου, στα χέρια έχω ρόζους.
Κουράγιο, παλικάρι μου, και σπάστ' τους το αλέτρι
και φώναξέ τους πως εσύ πάντα ψηλά θα στέκεις.
ΕΦΙΑΛΤΗΣ
(Διαβάζοντας το βιβλίο του Γ. Μόδη "Ανεκπλήρωτες Υποσχέσεις")
Περπατά μοναχός μες τη νύχτα. Σιωπή.
Θυμάται μέρες του χθες, ψέμα, ντροπή.
Τον Χάρο σαν βλέπει στο μαύρο του άτι
"αδέλφι" τον κράζει, του κλείνει το μάτι.
Συχώριο ζητάει, ποιος θα του δώσει;
Φοβάται στο μνήμα μήπως δε λιώσει.
Έθαψε μάνα, πατέρα, αδελφούς. Κρίμα!
Τον πάνε φτύνοντας στο άδειο του μνήμα.
Φίλους πατριώτες για το τίποτα πρόδωσε,
με λόγια δικά του σε ενέδρες τους σκότωσε.
Ανάθεμα ο τάφος του μεγάλο ας γίνει,
το χώμα που του 'ριξαν νερό να μην πίνει.
ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Κάποτε τη συνάντησε κι αυτή του υπεσχέθη
κοντά του θα 'ναι πάντοτε και πως θα τον προσέχει,
το χέρι του της έδωσε λίγο να τον κρατήσει
όμως εκείνη του έγνεψε μόνος του να βαδίσει.
Δρόμος μακρύς, ανήφορος κι αυτός μικρό πουλάρι,
εγλύστραγε και έπεφτε, κατρακυλούσε πάλι,
το πείσμα του μεγάλωνε, ήθελε να την φτάσει
και στην κορφή στο θρόνο της μαζί να ξαποστάσει.
Στο τέλος τα κατάφερε, μα είχε πια γεράσει
και η κορφή δεν τ' άρεσε, ήθελε πίσω να ΄ρθει.
Το χέρι τότε του 'δωσε, τάχα να τον στηρίξει,
την κατηφόρα μόνη της φοβόταν να γυρίσει,
τότε αυτός της άρπαξε το ζαρωμένο χέρι
μαζί του την ετράβηξε στον τάφο του να πέσει.
ΕΔΩΣΑ
Μου 'δωσε η μάνα μου τόση αγάπη,
όση ο κόσμος λύπη.
έδωσα στη μάνα μου τόση λύπη,
όση στον κόσμο αγάπη.
ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ
Η αναμονή και η μοναξιά είν' ένας αλλιώτικος,
ένας αλλιώτικος, άδοξος, φτωχός, μοναδικός,
ένας αλλιώτικος, βασανιστής, πικρός θάνατος.
ΛΥΤΡΩΜΟΣ
Στερεύει η πηγή, τροφή δεν του δίνει,
το κρύο σκοτώνει, η σκιά πάει, σβήνει.
Μια φωνή τον καλεί. Τη ζωή την αφήνει,
την κόλαση χάνει, τον παράδεισο βρίσκει.
ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΜΕ ΟΝΕΙΡΑ
Ψάξε να βρεις, πως ανθίζουν τα λουλούδια στην καρδιά σου,
περίμενε να δεις, πόσο κρατά η ζωή τους,
ψάξε να βρεις, πως πλάθονται τα όνειρά σου
περίμενε να δεις, πώς θα 'ναι η ζωή τους.
ΛΙΜΑΝΙ
Στέναζε η μοναξιά
κι όλα θλιμμένα γύρω.
Να! Μια θλίψη αρχοντική
φτάνει σωστή κι αγνή,
βλέμμα θολό με ζάλη,
χείλη που λένε κάτι.
Αστραπή, που μας φωτίζει,
να! λες: "αυτή είναι".
Και να ρωτά: "γιατί";
Και συ μην απαντάς.
Έλεγε: "είσαι συμπαθής"
κι εσύ ήσουν ευτυχής.
Ε! κι αυτό όπου θέλει, ας πάει.
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
Θυμόσουν, πάντα θα θυμάσαι,
έκλαιγες, πάντα θα κλαις.
Ξέχασες, ποτέ δεν ξεχνούσες,
γελάς, ποτέ δεν γελούσες.
Πονούσες, πάντα θα πονάς,
διψούσες, πάντα θα διψάς.
Αγαπάς, ποτέ δεν αγαπούσες,
ζεις, ποτέ δεν ζούσες.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ
Χέρια που δεν τρέμουνε,
σηκώνουν τα ποτήρια,
τσουγκρούν τη μια, γελούν,
τσουγκρούν τις δυο, δακρύζουν,
τσουγκρούν τις τρεις και εύχονται
τη λευτεριά να βρουν.
ΑΝ
Το παρελθόν σου αν χρειαστεί
εγώ θα στο θυμίσω.
Η φωτιά σου αν σβηστεί
εγώ θα στην ανάψω.
Τα λουλούδια σου αν διψούν
εγώ θα στα ποτίσω.
Το χέρι σου αν τρέμει
εγώ θα στο κρατήσω.
Το τέλος αν θα 'ρθει
εγώ θ' ακολουθήσω.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΘΑ 'ΡΘΕΙΣ;
Αν η αγάπη που σου 'χουνε τάξει, τελειώσει,
δος την καρδιά σου σε μένα, πριν λιώσει.
Που ποτέ σου δεν είχες φυλάξει ένα δάκρυ
στων ματιών σου για μένα την άκρη,
γιατρικό για τον πόνο σου έχω φυλάξει
κουρασμένο το σώμα να γύρεις παλάτι.
Κι ασ' το χρόνο αν θέλει, ας ψάξει
και το χάρο ας ρίξει το μαύρο του κάτι.
Κανάρη 11 * Περιστέρι * 121 - 31 * Αθήνα
| |
Γιάννης Δημόπουλος
Web sites:
|
|