Since 1996
    
το ηλεκτρονικο μας περιοδικό "Έλα να δεις"

  • Mια Φωτογραφία και ένας τόπος

  • ποιήματα τ' αγαπημένα

  • Δημήτρης Καραλής

  • Ελληνική Πεζογραφία

  • ο στίχος της ημέρας

  • Ανθολογίες της ΕΕΛΣΠΗ

  • Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα

  • Δ Ε Λ Τ Ι Α Τ Υ Π Ο Υ

  • Θωμάς Πετρολιάγκης

  • Ελένη Κατσουλάκη

  • Το περιοδικό "Εποχές" Μάιος 1963 Απρίλιος 1967

  • Τα απομνημονεύματα τού Δία

  • Χριστιάνα Αβραμίδου

  • Γιώτα Στρατή

  • Μαρία Θανοπούλου

  • Αικατερίνη Σιδέρη

  • Διονύσης Δουζένης

  • Κώστας Καλύβας

  • ΤΟ ΚΑΡΔΑΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ

  • 'Aσπα Παπακωνσταντίνου

  • Παναγιώτης Τρανούλης

  • 'Aντρια Γαριβάλδη

  • Σπύρος Δαρσινός

  • Τι είναι ποίηση

  • Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

  • Μ. Καραγάτσης

  • ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

  • Δέκα μύθοι και μία Ιστορία Εισαγωγή

  • ΕΛΕΝΗ ΤΖΗΚΑ

  • Χριστίνα Τσαρδίκος

  • Αλκυόνη Παπαδάκη

  • ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ

  • Μάρω Σιδέρη

  • 'Αιντε λοιπόν Έλληνα μου

  • Φωτογραφία και περιήγηση

  • Βασίλης Παπαθεοδώρου

  • «H Πόλις εάλω!»

  • Αυτοί είμαστε οι 'Ελληνες!!!

  • 'Aξιον εστί το τίμημα

  • Τα μάρμαρα του Παρθενώνα

  • ο Ξενοφών Ζολώτας

  • η Γλώσσα μου η Ελληνική

  • Γιώργος Μπαμπινιώτης: Ο «ποιητής της γλώσσας»

  • ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

  • Δρ Θωμάς Σαββίδης : Γλώσσα και πολιτισμός

  • Prof. Minas Savvas THE VANISHING OF CONSCIOUS HELLENISM

  • Χαιρετισμούς και Αφιερώματα

  • Ημέρα μνήμης Πολυτεχνείου

  • Ένας όρκος και μια Ιστορία

  • Κριτικές Αναλύσεις

  • Γαβριήλ Παναγιωσούλης

  • Γιάννης Ανδρεόπουλος

  • Λάκης Φουρουκλάς

  • 'Ατυπη Λέσχη

  • η Ανθολογία «ΞΕΝΙΤΕΙΑ»

  • Νίκος Παλαμήδης

  • Οδυσσέας Πλατύρραχος

  • Κική Δημουλά

  • Στέλιος Καζαντζίδης

  • Η Νάνσυ Μπίσκα

  • Διονύσης Κονταρίνης

  • Γκαμπριέλ Μάρκες

  • Λάρρυ Κουλ

  • Δημήτρης Ζαχαρόπoυλος

  • Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου

  • Χρήστος Νιάρος

  • Στράτος Δουκάκης :

  • Βάϊος Φασούλας

  • Ελευθερία Μπέλμπα

  • Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

  • Εθνική Αντίσταση και Λογοτεχνία

  • Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο

  • Κώστας Γεωργουσόπουλος

  • ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

  • η ΜΑΝΗ

  • Όμορφη και παράξενη πατρίδα

  • Γνωρίστε το Oakville και τα πέριξ

  • Ο Νίκος Δημόπουλος

  • Γράμμα από το Γκύτερσλο

  • Τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  • Δημήτρης Λιαντίνης

  • ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ

  • Hellenic American National Council

  • Ο Λόγος μέσα από τη Διασπορά

  • ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι...

  • Αχ Ελλάδα..

  • Γιατί δεν πήρε ο Νίκος Καζαντζάκης το βραβείο


  • Επόμενη Ενότητα..
    Ακολουθείτε το τόξο για την επόμενη ενότητα


    Σωτηρίου
    Προηγούμενη Ενότητα.. Διδώ
    Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
    Ηλεκτρονικό Περιοδικό
    Λογοτεχνίας και Πολιτισμού

    'Ελα να δεις...

    Η Διδώ Σωτηρίου στο Google: τα Kείμενα Photos Videos

    ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ Βιογραφικό σημείωμα

    Η Διδώ Σωτηρίου ήταν μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της με δασκάλους μεταξύ άλλων τους λογοτέχνες Κώστα Παρορίτη και Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Φοίτησε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
    Από το 1936 στράφηκε επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το περιοδικό "Γυναίκα" (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες "Νέος Κόσμος" και "Ριζοσπάστης" (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Πήρε μέρος στο συνέδριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη το 1935, όπου γνωρίστηκε με τη σύντροφο του Λένιν Αλεξάνδρα Κολοντάι και στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών το 1945 στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος "Οι νεκροί περιμένουν". Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ένα κομμάτι του έργου της έχει γνωρίσει επιτυχία στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στην Τουρκία. Η Διδώ Σωτηρίου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου.
    Το έργο της κινείται στο πλαίσιο του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα "Ματωμένα χώματα" η Σωτηρίου εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την "Εντολή", με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το "Κατεδαφιζόμεθα". Τιμήθηκε με το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί, το 1983, με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το 1989, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, το 1990 και με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, το 1995. Το 2001 η Εταιρεία Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο "Διδώ Σωτηρίου", το οποίο απονέμεται "σε ξένο ή έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα". Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Διδώς Σωτηρίου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Σωτηρίου Διδώ", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, 9β, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κάσσος Βαγγέλης, "Διδώ Σωτηρίου", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67", Ζ΄, σ.210-224, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Κούρτοβικ Δημοσθένης, "Διδώ Σωτηρίου", στο "Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός", σ.226-227, Αθήνα, Πατάκης, 1995. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, γεννημένων από τον 18ο αιώνα έως το 1935, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

    Οι νεκροί περιμένουν, Αθήνα, Κέδρος, 1959. Σελ. 256. ISBN: 960-04-0113-6.

    "...Χαιρόμαστε έναν συγγραφέα που δεν κάνει φιλολογία, αλλά ζωή -γιατί η τέχνη είναι ζωή, γι' αυτό άλλωστε και μένει και υπάρχει ύστερα και από μας...
    ....Τα γεγονότα σου δίνονται ζεστά, παραστατικά με όλο το βάρος της πικρής τους πραγματικότητας... με τις ψυχώσεις του ατομικού και ομαδικού ανθρωπίνου δράματος.
    Οι ήρωές της ένας κόσμος ολόκληρος με δικά του χαρακτηριστικά. ...Εκείνα τα δευτερότερα πρόσωπα με τα πρωτεύοντα δράματά τους ο καθένας αντιπροσωπεύει κι έναν κόσμο κι όλοι μαζί την ανθρώπινη μάζα... Και πόσο κοντινοί μας...

    Νικηφόρος Βρεττάκος
    Ποιητής
    Εφημ. ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΤΥΠΟΣ, 6-5-1959


    Ενα αντίο
    για τη Διδώ Σωτηρίου

    Μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής πεζογραφίας, η Διδώ Σωτηρίου, έφυγε από κοντά μας την Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου, στα 93 της. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τη χαρακτήρισε σαν "μια συγγραφέα που έκανε ζωή, όχι φιλολογία" - και δεν είχε άδικο. Γεννημένη το 1911στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, εγκαθίσταται οικογενειακά στη Σμύρνη το '19 και παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς το '22, "χίλια μύρια κύματα" μακριά από τα χώματα που την ανάστησαν, εκείνα τα "ματωμένα χώματα" που τόσο στοργικά τη νανούρισαν και τόσο πολύ τη ζεμάτησαν. Εκείνα τα γεμάτα μνήμες "ματωμένα χώματα", που θρέψαν την οργή και τον πόνο σε ανθρώπους, χρόνια και πεπρωμένα και που η Διδώ Σωτηρίου θέλησε να αναπλάσει με την πένα της, έτσι, "να μην ξεχνούν οι παλαιοί, να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι". Και όλα αυτά μ' έναν τρόπο που "αντί να αναζωπυρώνεται το μίσος, ζωντανεύει το ανθρώπινο δράμα όλων των μικρών λαών που σφαγιάζονται στο βωμό των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων", όπως εύστοχα γράφει ο "Οίκος Σάντερς".

    Η Διδώ Σωτηρίου φοιτά σε Αθήνα και Γαλλία, ενώ από το 1936 στρέφεται επαγγελματικά προς τη δημοσιογραφία. Συνεργάζεται με το περιοδικό "Γυναίκα", με διάφορες εφημερίδες και από το 1944 γίνεται αρχισυντάκτρια στο "Ριζοσπάστη".

    Στην Κατοχή ανέπτυξε αντιστασιακή δράση στον αντιφασιστικό αγώνα. Οι εμπειρίες της από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο εκφράστηκαν στη μετέπειτα συγγραφική δουλειά της με το μοναδικό βιωματικό τρόπο που, θες δε θες, σ' έμπαζε κι εσένα στα δρώμενα, όχι σαν αναγνώστη αλλά σαν πρωταγωνιστή. "Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμισες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα".

    Δραστήριο μέλος του γυναικείου κινήματος, συνεργάζεται στην Κατοχή με τις Μέλπω Αξιώτη, Ελλη Αλεξίου, Ελλη Παπά (αδελφή της και σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη), Τιτίκα Δαμασκηνού, Ηλέκτρα Αποστόλου, Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το 1945 παίρνει μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι. Δημοσιογράφος και επιφυλλιδογράφος στην αρχή, εμφανίζεται με παρατηρητικότητα και εκφραστική δύναμη στη λογοτεχνία το 1959, με το μυθιστόρημα "Οι νεκροί περιμένουν". Θ' ακολουθήσουν τα: "Ηλέκτρα" (1961), "Ματωμένα χώματα" (1962), "Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο" (1975), "Εντολή" (1976), "Μέσα στις φλόγες" (1978), "Επισκέπτες" (1979), "Κατεδαφιζόμεθα" (1982), "Θέατρο" (1995).

    Στο έργο της η Μικρά Ασία, τα πολυτάραχα χρόνια της σκλαβιάς και του εμφύλιου ανατέμνονται με ρεαλιστικές πινελιές και με απλό και θερμό λόγο. Με εντυπωσιακή διεισδυτικότητα "ψυχογραφεί τον κόσμο της συμφοράς", όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος. Η πλούσια σε γεγονότα ζωή της βρίσκει πλούσιο βιογραφικό αντίκρισμα στο έργο της, ενώ η γραφή της συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με την προοπτική μιας ιστορικής ανάλυσης. Η αλήθεια είναι ότι σ' αυτή της την προσπάθεια, πέρα από οποιεσδήποτε προθέσεις, μπορεί κανείς να συναντήσει και βιαστικές και υποκειμενικές επισημάνσεις, που αντανακλούν περισσότερο το κλίμα και τις εξελίξεις των ύστερων των γεγονότων χρόνων συγγραφής των βιβλίων της. Χρόνων τόσο φορτισμένων για την Αριστερά και τις εξελίξεις της... Οπως και να είναι, τα βιβλία της τα είπαν "σεισμική δόνηση", "οργή λαού", "βιβλία που καίνε", κι άλλη μια αλήθεια είναι ότι, όπως και η ίδια γράφει: "Πώς να βάλεις τη λάβα στο χαρτί και να μη σου καούν τα χέρια σου, η καρδιά σου, ακόμα και η τέχνη σου;".

    Η πραγματική δύναμη της Διδούς Σωτηρίου είναι το πάθος και η ανθρωπιά, και, για να ξαναθυμηθούμε τον Ν. Βρεττάκο: "Οι ήρωές της ένας κόσμος ολόκληρος με δικά του χαρακτηριστικά. Εκείνα τα δευτερεύοντα πρόσωπα με τα πρωτεύοντα δράματά τους ο καθένας αντιπροσωπεύει κι έναν κόσμο κι όλοι μαζί την ανθρώπιμη μάζα. Και πόσο κοντινοί μας". Είχε την επίγνωση του μυθιστορηματικού εγχειρήματος που υπηρετούσε και την ευθύνη που κουβαλούσε η πένα της. "Το μεγαλείο και το βόγγο αυτής της αδούλωτης γενιάς τρομάζεις και που το αγγίζεις καθώς πασχίζεις να δώσεις κάτι από κείνα τα χρόνια" θα προλογίσει στην "Εντολή". Και ακόμη: "Τούτο το βιβλίο τό 'γραψα σαν παθός που βλέπει τα χρόνια να φεύγουν και βιάζεται να ξεπληρώσει ένα χρέος", για να καταλήξει: "ποτέ πια άνθρωποι στην ήμερη πατρίδα μας να μην ξαναδοκιμάσουν τέτοια δεινά. Κι ούτε συγγραφέας να βρεθεί μπροστά σε τόσο δύσκολο χρέος".

    Το έργο της Διδούς Σωτηρίου μεταφράστηκε στα γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ρουμάνικα, ουγγαρέζικα, βουλγάρικα, τούρκικα, με πολύ μεγάλη απήχηση. Τα "Ματωμένα χώματα" θα χαρακτηριστούν "κάστρο σωστό λόγου, ενάντια στον καιρό, τη λησμονιά και το ψέμα".

    Η Διδώ Σωτηρίου ο άνθρωπος, η αγωνίστρια, η συγγραφέας, κουνώντας το μαντίλι, μας είπε το στερνό της αντίο με την ευχή το έργο της να δηλώνει πάντα παρών. Πρέπει να της το υποσχεθούμε σαν το καλύτερο μνημόσυνο στα τόσα που σπάταλα μας κληροδότησε. Της το χρωστάμε.

    Δεν ξέρω... ήταν να πούμε το δικό μας αντίο στη Διδώ Σωτηρίου και λόγια και συναισθήματα περίσσεψαν κι ένα δάκρυ συγκίνησης το κρατήσαμε καλά κρυμμένο. Είναι και... το πώς να τελειώσεις την αναφορά σε μια γυναίκα που δεν έφυγε μόνο πλήρης ημερών -όπως λένε- αλλά και πλήρης αγάπης των ανθρώπων, αγάπης που τόσο σπάταλα η ίδια χάρισε. Ετσι, σαν επιμύθιο, από το βιβλίο της "Εντολή": "Το χαμόγελό σου, Νίκο Μπελογιάννη, δεν θα μπορέσει κανείς να μας το πάρει πίσω. Δεν ήσουνα ένας άνθρωπος, μα μια γενιά, ένα κίνημα που νίκησε την ήττα του...".

    φ.510, 2/10/04

    μνήμη : Ο πατέρας


    Απόσπασμα από διήγημα της Διδώς Σωτηρίου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς ημέρες από τις εκδόσεις Κερδος.


    Μέσα στις φλόγες, Αθήνα, Κέδρος, 1978. Σελ. 248. ISBN: 960-04-0146-2

    "Η Διδώ Σωτηρίου πρέπει να ξέρει πολύ καλά το παιδί και την ψυχολογία του. Γι' αυτό και οι σελίδες που περιγράφονται οι αντιδράσεις της νεαρής ηρωίδας κλείνουν τόση θέρμη και συγκίνηση…"

    Βάσος Βαρίκας
    Κριτικός Λογοτεχνίας
    Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 1-1-1959



    Ξεροβόρι, διαβολόκαιρος. Οι περαστικοί τρέχουνε με σηκωμένους γιακάδες· κανείς δε χασομεράει στο δρόμο, ούτε για να πει καλημέρα. Μόνο καμιά δεκαπενταριά άνεργοι οικοδόμοι, μπετατζήδες, ασπριτζήδες κι άλλοι, στέκονται εκειδά στο μπογάζι του σταθμού, σα ριγμένο στο πεζοδρόμιο γιουσουρουμτζίδικο εμπόρευμα. Τους το φύλαγε, θαρρείς, κι ο καιρός ν' αγριέψει τώρα που τους κόψανε το βερεσέ στον καφενέ του Τσαρουλή και χάσανε το στέκι.

    - Ξεγαϊδούρεψε ο Μάρτης, είπε ο Τσέκος, καθώς ήρθε σκεβρωμένος και σκουντούφλης με τα σύνεργα στο χέρι.

    Ο μαστρο-Κωσταντής, ο «Αγιος», που είχε πιάσει την απαγκιά του τοίχου, καθισμένος ανακούρκουδα, θυμήθηκε την παροιμία που λέγανε στο χωριό του για το Μάρτη: «Αν δεν κάνω χειμώνα στις εννιά, θα κάνω στις δεκαεννιά· αν δεν κάνω στις δεκαεννιά, στις είκοσι εννιά θε νά 'ρθω με τον αραμπά».

    Ο Λοΐζος ήταν ο πιο νέος μέσα σε τούτη την κουμπανία των άνεργων. Παίδαρος γερός, με τις στρωτές δοντάρες του, που θέλουν να μασήσουν κοψίδι, με τις χερούκλες και τις κανάρες του, που λαχταρούν την κίνηση. Το 'χε συνήθεια να βολτάρει με τα χέρια στις τσέπες, να χοροπηδά, να σφυρίζει. Κλοτσάει πετράδια, χωρατεύει, τσατίζει και τα κορίτσια που τρέχουνε στα εργοστάσια κι ο αγέρας τούς σηκώνει τα φουστάνια.

    - Το νου σας, δεσποινίδια! Δεν έχουμε ήπατα για γαργαλητά...

    Εδώ και λίγες μέρες ωστόσο είχε χάσει τα κέφια του· όλα τού φταίνε, ακόμα και τα «δεσποινίδια» που παίρνουν τις δουλειές των αντρών και σπάνε τα μεροκάματα - κι ας ξέρει πως κάπως αλλιώς έχει το πράγμα και δε φταίνε σε τίποτα τα δόλια τα κορίτσια.

    Γκίνια και τούτη να σου πετύχει! Πέντε μήνες στην πιάτσα της αναδουλειάς· σπάνια σταύρωνε μεροκάματο. Η μάνα του, η κυρα-Πολυξένη, έπαψε να τον ρωτάει το πρωί «Τι θα φάμε, Λοΐζο;». Της είχε δώσει κάποτε μιαν άσκημη απόκριση. Και δεν της ταίριαζε της γριάς, να πούμε και του στραβού το δίκιο. Είχε γι' αυτόν το γιο ντέρτι· τόνε ξεχώριζε απ' τα άλλα της τα παιδιά. Ελεγε πως μοιάζει στον αρχοντάνθρωπο τον πατέρα της, που είχε χαλβατζίδικο στην Πόλη κι ήξερε να βγάζει παρά. «Του παππούλη σου τα χούγια θέλω να πάρεις», του 'λεγε και του ξανάλεγε. «Ο πατέρας σου, δε λέω, καλός και άγιος, μα τον φάγανε οι ιδολογίες.»

    Τώρα στα γεράματα η κυρα-Πολυξένη έπαιρνε τα αρθριτικά ποδάρια της κι έβγαινε στις μπουγάδες. Ο μεγάλος της γιος, ο Σταύρος, που τη βοήθαγε, έγινε φαμελίτης· πού να του ξεπερσέψει φράγκο. «Για δεν έρχεσαι, μάνα, να κάτσεις μαζί μας;» της έλεγε, το καημένο· μα κείνη πού ν' αφήσει τον Λοΐζο της μονάχο. Βλέπεις, κι η Καλλιοπίτσα, που καλόπεσε και πήρε ναυτικό, τα 'χε κι αυτή τώρα δύσκολα· τα βαπόρια μια λύνανε, μια δένανε, κι είχανε βάλει χρέος με το σπιτάκι που χτίσανε.

    Ο Λοΐζος είχε δουλέψει σε υφαντουργείο από μικρός κι ήταν άξιος τεχνίτης. Σαν απολύθηκε όμως απ' το στρατό και βρήκε κλειστό το εργοστάσιο και κεσάτια στον κλάδο, πήγε μπογιατζής. Του άρεσε το τραγούδι και, σκαλωμένος στα γιαπιά, έβγαζε το άχτι του. «Δώσε μου σαγρέδες και όπερα», έλεγε, «και πάρε μου την ψυχή.» Τούτο το κακό, να βρίσκεται δίχως δουλειά στο δρόμο, πρώτη φορά το δοκίμαζε.

    - Θα τη σπάσω τη γρουσουζιά, γύρισε κι είπε στο φίλο του τον Τσέκο. Ο,τι δουλειά κι αν λάχει σήμερα, θα τη δεχτώ. Φτιάχνεις έπιπλα; Παπούτσια; Κιβούρια; Σίδερα; Αδειάζεις βόθρους; Γίνεσαι νεκροθάφτης, χαμάλης, ανθρακωρύχος, καροτσέρης, αστροναύτης; Ο,τι θες γίνομαι, και στον Τρουχίλλο παγαίνω. Ναι, μα το Χριστό!

    Πόσες φορές δεν είχε κάνει αίτηση να φύγει για μετανάστης, να πάει στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Βενεζουέλα! Τρεχάλες, πιστοποιητικά, αιτήσεις, χαρτόσημα, έξοδα. Εκειδά φεύγανε όλα τα μεροκάματα της γριάς. Και πάντα στο τέλος έπαιρνε την ίδια απάντηση: «Απερρίφθη η αίτησίς σας». Και γιατί, κύριοι, απερρίφθη; Τι μου λείπει; Γερός είμαι, τρώω σίδερο, που λέει ο λόγος. Νέος είμαι, ειδικευμένος είμαι. Ο,τι διάολο ζητούνε τα κιτάπια σας, όλα τα 'χω.

    Τελευταία με τη Δυτική Γερμανία αναφτερώθηκαν οι ελπίδες του. Κάνουνε κρα, σου λέει, εκεί για εργατικά χέρια. Τούτη τη φορά δε θα το χάσει το παιχνίδι. Εβαλε γερό μέσο, τον πολιτευτή Γεννάδη, άνθρωπο της κυβέρνησης, που μπαινοβγαίνει στα υπουργεία σα στο σπίτι του.

    Ο Λοΐζος έβγαλε απ' την πίσω τσέπη του αμερικάνικου παντελονιού του ένα άδειο κουτί τσιγάρα και το μύρισε παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τον είδε ο Αλεξανδρής, ο «Μπερτόλδος», κι έτρεξε να του ζητήσει φωτιά.

    - Αμ' αν είχα φωτιά, φουκαρά μου, θα 'χα και τσιγάρο, κι αν είχα τσιγάρο, θα 'μουνα Ροκφέλερ.

    - Τσιγαράκι θες για τη χώνεψη; πετάχτηκε ο Πιπιλής, άλλο μέλος κι αυτός της κουμπανίας. Γίνεσαι καλά με πούρο; Πούρο διαθέτω και μένει άχρηστο.

    Γελάσανε όλοι χοντρά κι άχαρα. Ο μαστρο-Κωσταντής ξεθάρρεψε με τούτη την κουβέντα. Αφησε στην μπάντα την ντροπή. Από ώρα είχε βάλει στο μάτι μια γόπα, εκειδά καταμεσής του δρόμου. Προχώρησε με μικρές δειλές κινήσεις, την περιμάζεψε· έκανε πως τη σφουγγίζει με το δάχτυλο να δείξει πως ξέρει να σιχαίνεται και μετά την κόλλησε στα ξερακιανά χείλη του και βάλθηκε να την πιπιλάει με λαχτάρα.

    - Και μη χειρότερα να λέμε, μουρμούρισε ο Τσέκος.

    Γύρισε στον Λοΐζο, τον τράβηξε απ' το μανίκι να πάνε απόμερα να του μιλήσει:

    - Ψες βράδυ καταχείρισα την κυρά, ετσιδά στα καλά καθούμενα. Γύρισα σπίτι μ' αδειανά χέρια. Τα κουτσούβελα κλαψουρίζανε, πεινούσανε. «Σκάστε, παναθεματισμένα!» Τι μ' έπιασε; Γυρνάω στη συμβία και της λέω: «Μωρή, γιατί με στραβοκοιτάς; Τι θες; Να κλάψω;» «Εγώ; Οχι, δεν...» «Τι δεν και ξεδέν, εμένανε θα τα πεις αυτούνα;» Χιμάω, που λες, και σου την κάνω τ' αλατιού. Κλάμα εκείνη, κλάμα τα παιδιά, κλάμα εγώ. Μου 'ρχότανε να πιάσω ολουνών τα λαρύγγια να τα στρίψω, να σύρω υστερνά μαχαίρι στην καρδιά μου, να πάμε ολοσούμπιτοι στο διάολο, να συχάσουμε. Ετσιδά φτάνει άνθρωπος στο έγκλημα. Ναι, μα το Χριστό!

    Ο Λοΐζος τον άκουγε δίχως να μιλά· έξυνε το κεφάλι του. Τι να του πει, του χριστιανού; Είχανε δουλέψει κάποτε μαζί, τον ήξερε νοικοκύρη, κουβαλητή, φιλότιμο. Σε ταβέρνα δε ζύγωνε, μήτε σε καφενέ. Ενα μεράκι είχε αυτός: το περβολάκι και την κυρά του. Οσο το μπόι εκεινής, τόσο κι ο κήπος του. Ούτε ήξερες πώς τα βόλεψε να στήσει κείνο το περβολάκι ανάμεσα στις κολλητές τενεκεδοπαράγκες της Δραπετσώνας, που μοιάζανε μ' αραδιασμένες καβαλίνες, η μια πάνω στην άλλη.


    Το ΒΗΜΑ, 26/09/2004 , Σελ.: S02
    Κωδικός άρθρου: B14274S023
    ID: 265391

    Ματωμένα χώματα - Διδώ Σωτηρίου

    Κανά μήνα πριν στα δελτία ειδήσεων, ένα από τα βασικά θέματα ήταν οι αλλαγές στο βιβλίο ιστορίας της 6ης δημοτικού. Ένα βιβλίο που την προηγούμενη χρονιά (πρώτη χρονιά κυκλοφορίας του) είχε κάνει μεγάλο ντόρο, λόγω των «εκφράσεων» με τις οποίες αναφερόταν σε σημαντικά κομμάτια της ιστορίας μας όπως η μικρασιατική καταστροφή. Μαζί με αυτές τις αλλαγές, η κυβέρνηση -σε μια προσπάθεια κατευνασμού της λαϊκής αντίδρασης- αποφάσισε την επόμενη σχολική χρονιά να μοιράσει μαζί με το αλλαγμένο σχολικό βιβλίο και το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Ματωμένα χώματα».

    Αυτό το βιβλίο φρόντισα να δανειστώ από την κολλητή μου και να το διαβάσω –ή να το ξαναδιαβάσω όπως αποδείχτηκε- για να έχω ιδία άποψη επί του θέματος. Πριν σας μεταφέρω όμως λίγα πράγματα από το μυθιστόρημα αυτό, να σας πω ότι κυκλοφόρησε (και εξακολουθεί να κυκλοφορεί) από τις εκδόσεις Κέδρος το 1962.

    Βασικός ήρωας και ταυτόχρονα αφηγητής στο βιβλίο είναι ο Μανώλης Αξιώτης. Στις σελίδες του δημιουργήματος της Διδώς Σωτηρίου ο Μανώλης μας μιλάει για την ζωή του, ξεκινώντας από τότε που ήταν παιδί στο χωριό Κιρκιντζέ της Μικράς Ασίας.

    Παιδί τότε ο Μανώλης και η ζωή στο χωριό κυλούσε ομαλά με μοναδικό φόβο τον πατέρα της οικογένειας. Βρισκόμαστε πριν την μικρασιατική καταστροφή και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας όχι μόνο συμβιώνουν αρμονικά με τους Τούρκους αλλά και ευημερούν δημιουργώντας αξιόλογες περιουσίες.

    Έξυπνο παιδί ο Μανώλης και έτσι ο πατέρας του τον στέλνει να εργαστεί στην Σμύρνη για να μάθει τα τερτίπια του εμπορίου ώστε να μπορέσει η οικογένεια να επεκτείνει μελλοντικά τις οικονομικές τις δραστηριότητες και σε αυτόν τον τομέα –αφού μέχρι τότε ήταν γεωργοί. Εκεί ο ήρωας μας θα καταλάβει ότι το εμπόριο δεν είναι -τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις- μια τίμια εργασία. Στην όμορφη πόλη θα εργαστεί σε διάφορες δουλειές και θα «δείξει» σε εμάς πως ζούσαν οι Έλληνες στην Μικρά Ασία πριν έρθουν τα μαύρα χρόνια των πολέμων και της μικρασιατικής καταστροφής.

    Κάποια στιγμή ο πόλεμος ξεσπά και ο Μανώλης, λεβεντόπαιδο πια, ως Οθωμανός υπήκοος αναγκάζεται να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό στα λεγόμενα «Αμελέ Ταμπούρια». Τα «Τάγματα Εργασίας» όπου υπηρετούσαν τα ελληνόπουλα. Εκεί από την μια δεν τους έδωσαν όπλα (οπότε δεν θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν τα «αδέρφια» τους από την μητέρα Ελλάδα) από την άλλη όμως ήταν τέτοιες οι συνθήκες που ένα ποσοστό από όσους παρουσιάστηκαν κατάφεραν τελικά να σώσουν την ζωή τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

    Μέσα σε αυτούς και ο Μανώλης που όταν ο Ελληνικός στρατός εισέβαλε στην Μικρά Ασία κλήθηκε να υπηρετήσει –με όπλο αυτήν την φορά- τις τάξεις του. Μέσα από πολλές περιπέτειες φτάνει ο ήρωας μας, και εμείς, στην καταστροφή της Σμύρνης. Ο Μανώλης είναι από τους άτυχους που δεν πρόλαβαν να φύγουν και τον συνέλαβαν οι Τούρκοι. Όμως… την συνέχεια θα την διαβάσετε στις σελίδες του εκπληκτικού αυτού βιβλίου.

    Όπως σας έγραψα και στην αρχή του κειμένου, θέλησα να διαβάσω το βιβλίο αυτό για να έχω άποψη για το θέμα, του μοιράσματος του στα παιδιά της 6ης δημοτικού. Το βιβλίο όπως ανακάλυψα στις πρώτες σελίδες το είχα διαβάσει ξανά στο παρελθόν απλά δεν θυμόμουν ότι ήταν αυτό.

    Αναμφισβήτητα είναι ένα εκπληκτικό και συγχρόνως σκληρό βιβλίο. Μέσα από τις σελίδες του ξεπηδούν ο πόνος, τα βασανιστήρια, οι φρικαλεότητες της τότε εποχής αλλά και η ελπίδα που δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο ακόμα και τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του. Δεν ξέρω αν τα γεγονότα που έγιναν πριν πενήντα, εκατό ή διακόσια χρόνια πρέπει να επηρεάζουν τις σχέσεις μας με τους άλλους λαούς. Αυτό είναι και προσωπικό θέμα του καθενός πως αντιλαμβάνεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Σίγουρα πάντως πρέπει να γνωρίζουμε τι έγινε στο παρελθόν, και βιβλία όπως το «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου μας διδάσκουν την ιστορία μας με ζωντανό τρόπο μέσα από τις ζωές των τότε πρωταγωνιστών.

    Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η πολιτεία πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο. Από εκεί δηλαδή που λέγαμε ότι στην Σμύρνη παρουσιάστηκε απλά συνωστισμός στο λιμάνι, περάσαμε να λέμε τι πραγματικά έγινε και να το περιγράφουμε με κάθε λεπτομέρεια. Η ένσταση μου είναι κατά πόσο παιδιά τις έκτης δημοτικού μπορούν να διδαχθούν από ένα τέτοιο βιβλίο όπως μπορούν σίγουρα να το κάνουν μεγαλύτερα παιδιά ή ενήλικες. Το γεγονός βέβαια ότι ένα αξιόλογο βιβλίο θα μπει σε αρκετά Ελληνικά σπίτια και θα διαβαστεί από ανθρώπους που πιθανών να μην το διάβαζαν είναι θετικό και για αυτό εν κατακλείδι σκέφτομαι ότι καλώς έχει.

    Αν πάντως δεν είστε από τους τυχερούς που έχουν βλαστάρι στην έκτη δημοτικού, αγοράστε το βιβλίο αυτό και μάθετε ένα κομμάτι στης ιστορίας μας από την πένα της Διδώς Σωτηρίου. Καλή Ανάγνωση!


    Η συγγραφέας
    ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

    ...Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα έργο όχι μόνο σίγουρης ωριμότητας αλλά και μεγάλου, δυναμικού ταλέντου. Θα έλεγα, ένα έργο άψογο, αν αυτή η λέξη δεν μου φαινόταν πολύ ψυχρή. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με στοιχειώδη ανησυχία οφείλει να είναι επιφυλαχτικός μπροστά στα άψογα πράγματα, αφού είναι αδύνατο κάτι άψογο να σε αναστατώσει. Προτιμώ την αρχαία μας λέξη υ π έ ρ ο χ ο . Γιατί το βιβλίο που αξιώνει αυτό τον τίτλο κάθε άλλο παρά μας αφήνει αδιάφορους και μαλθακά ευχαριστημένους. Αρπάζει το στοχασμό και την καρδιά μας και τα στροβιλίζει για να τα τινάξει στον απαραίτητο ύψος, που απ' αυτό όλα φαίνονται πεντακάθαρα και διάφανα.

    Αναστάτωση και ύψος, αυτά είναι τα συναισθήματα που έχω διαβάζοντας, τελειώνοντας το βιβλίο "Ματωμένα χώματα". Έχουμε πια τη Βίβλο της σύγχρονης Εξόδου του μικρασιατικού Ελληνισμού, πυκνωμένη σ' ένα μύθο στέρεο και άρτιο.

    Μα αν αυτό είναι το υλικό του βιβλίου, το ουσιαστικό του περιεχόμενο είναι πολύ πλατύτερο και το νόημά του πολύ πιο μεγάλο. Έχουμε ένα δικό μας Π ό λ ε μ ο κ α ι Ε ι ρ ή ν η που ανάλογα με το ανάστημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας - σε σύγκριση με τη ρωσική του τέλους του 19ου αιώνα - δεν έχει καθόλου μικρότερη σημασία από το αριστούργημα του Τολστόϊ. Πιστεύω ότι πρόκειται τουλάχιστον για το καλύτερο πεζό νεοελληνικό δίπτυχο: ειρήνη - πόλεμος, για την αρτιότερη μετάπλαση σε επική πρόζα μιας μεγάλης και βαρυσήμαντης εθνικής περιπέτειας. Οι πίνακες από την ειρηνική ζωή και προπαντός οι πίνακες από τον πόλεμο είναι συνταρακτικοί, ενώ η σύνθεσή τους μας περνάει σοφά από τις μικρές στις μεγάλες κλίμακες του πάθους, από το προσωπικό στο γενικό για να μας ξανοίξει τελικά μια μεγαλειώδη συνολική θέα της ανθρώπινης μοίρας που πλάθεται με τα αίματα και τα δάκρυα των γενεών. Αυτό το πετυχαίνει το αφήγημα της Διδώς Σωτηρίου χωρίς ούτε στιγμή να ξεφεύγει από το θέμα, χωρίς να φιλοσοφεί ή να γενικολογεί. Μας δίνει την υψηλή σκοπιά, που από κει μπορεί να δει κανείς σε βάθος και σ' έκταση, ν' αναμετρήσει τη συνολική ανθρώπινη περιπέτεια, την πεμπτουσία της ιστορικής πείρας, ν' ατενίσει το μέλλον με καθαρό μάτι, και να βαθύνει τη συνείδησή του. Ο σκοπός του δεν είναι ν' αναπαραστήσει αμέτοχα, αδιάφορα τις ατομικές περιπέτειες των ηρώων και ενός πληθυσμού που παρασύρθηκε σε φριχτή κόλαση. Είναι να δείξει το βάθος των πραγμάτων, να διαφεντέψει τις πολύτιμες ανθρώπινες αξίες, να βοηθήσει στην κατανόηση, να μας γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους.

    Για να φτάσει σ' αυτό, φυσικά, δεν ανίχνευσε μυστικούς δρόμους, εσωτερικούς δαιδάλους που οδηγούν τελικά στο Μινώταυρο της αγιάτρευτης αμφιβολίας. Διάλεξε τους ίσιους δρόμους των αισθήσεων, της πείρας, του λογικού, της γνώσης, της πιο επιστημονικής μεθόδου. Διεκδικώντας ταυτόχρονα αδιάλλαχτα τα δικαιώματα της καρδιάς, μη παραχωρώντας ούτε σπιθαμή της στα μηχανοκίνητα της οποιασδήποτε "τετράγωνης" λογικής. Με το ίδιο πάθος που διαφεντεύει τα γενικά, μάχεται για την υπόθεση της προσωπικότητας, των αισθημάτων, των αποχρώσεων.

    Αυτή περίπου είναι η σημασία του έργου, η ουσία του. Όπως κάθε δημιούργημα μεγάλης πνοής, παρουσιάζει άπειρες πλευρές, φέρνει σ' επικαιρότητα ένα πλήθος προβλήματα και ζητήματα, φιλοσοφικά, ιστορικά, αισθητικά...

    Η Διδώ Σωτηρίου από παιδί βρίσκεται πρώτα ανάμεσα σε μια οικογένεια που ξεπέφτει οικονομικά και κοινωνικά, σε γονείς που κάνουν τραγική προσπάθεια να προσγειωθούν. Ύστερα ζει την όλη τραγωδία του ξεριζωμού, της σφαγής και της προσφυγιάς, μ' όλα όσα περιέχει αυτή η λέξη. Ζει τις αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας μετά το 22, οξυμένες στο κατακόρυφο, και τις ζει ακριβώς στο επίκεντρό τους. Κι όσα ακολουθούν, κάθε άλλο παρά χαλαρώνουν την ένταση: δικτατορία, κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, σημερινή κρίση. Είναι υπεραρκετά για να φορτίσουν την ευαισθησία μιας καλλιτεχνικής φύσης με την ενεργειακή τάση που χρειάζεται η δημιουργία...

    Η Διδώ Σωτηρίου δεν έπαιξε στο μαύρο ούτε στο ζερό. Ποντάρει στο κόκκινο, που είναι η σημερινή πληβεία πίστη, η κατάργηση της ανθρώπινης δουλείας και του πολέμου, ο θρίαμβος της αγάπης...
    Δεν μπήκε στην κατάψυξη της άμορφης και κρύας μάζας των γεγονότων, των εικόνων, των αποδείξεων. Έβαλε τη θέρμη των δικών της ιδεών, συνειδητά, φροντίζοντας να μην τις προδώσει: να μην κατασκευάσει πλαστές αποδείξεις, αφού οι γνήσιες αφθονούν, να μην παραμορφώσει τον κόσμο για να τον διορθώσει. Πρόκειται για την πιο ευτυχισμένη ως τώρα σχετική περίπτωση στα γράμματά μας, νομίζω. Θ' άξιζε λοιπόν να μιλήσει κανείς πιο ανοιχτά πάνω σ' αυτό, παίρνοντας αφορμή από τα "Ματωμένα Χώματα"...

    Τέλος αξίζει να προσέξουμε ιδιαίτερα τον τρόπο που συνθέτει η συγγραφέας την προσωπική περιπέτεια του ήρωα και αφηγητή με τη γενική κρίση, φθάνοντας στο αρτιότερο αποτέλεσμα που είδαμε τα τελευταία χρόνια...

    Δημήτρης Ραυτόπουλος
    Κριτικός λογοτεχνίας
    Περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ
    Νο 92, Αύγουστος 1967

    The LAND of GODS
    Since October 1996
    Oakville Ontario Canada
    2.500 χρόνια από τη μάχη του Μαραθώνα
    Δείτε εδώ τα κείμενα -μπορεί και τα δικά σας- μέσα από το Google.. (About 712 results)
    ..Φωτογραφίες της LAND of GODS στο Google..
    Γράψτε μας!!