Since 1996
    
το ηλεκτρονικο μας περιοδικό "Έλα να δεις"

  • Mια Φωτογραφία και ένας τόπος

  • ποιήματα τ' αγαπημένα

  • Δημήτρης Καραλής

  • Ελληνική Πεζογραφία

  • ο στίχος της ημέρας

  • Ανθολογίες της ΕΕΛΣΠΗ

  • Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα

  • Δ Ε Λ Τ Ι Α Τ Υ Π Ο Υ

  • Θωμάς Πετρολιάγκης

  • Ελένη Κατσουλάκη

  • Το περιοδικό "Εποχές" Μάιος 1963 Απρίλιος 1967

  • Τα απομνημονεύματα τού Δία

  • Χριστιάνα Αβραμίδου

  • Γιώτα Στρατή

  • Μαρία Θανοπούλου

  • Αικατερίνη Σιδέρη

  • Διονύσης Δουζένης

  • Κώστας Καλύβας

  • ΤΟ ΚΑΡΔΑΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ

  • 'Aσπα Παπακωνσταντίνου

  • Παναγιώτης Τρανούλης

  • 'Aντρια Γαριβάλδη

  • Σπύρος Δαρσινός

  • Τι είναι ποίηση

  • Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

  • Μ. Καραγάτσης

  • ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

  • Δέκα μύθοι και μία Ιστορία Εισαγωγή

  • ΕΛΕΝΗ ΤΖΗΚΑ

  • Χριστίνα Τσαρδίκος

  • Αλκυόνη Παπαδάκη

  • ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ

  • Μάρω Σιδέρη

  • 'Αιντε λοιπόν Έλληνα μου

  • Φωτογραφία και περιήγηση

  • Βασίλης Παπαθεοδώρου

  • «H Πόλις εάλω!»

  • Αυτοί είμαστε οι 'Ελληνες!!!

  • 'Aξιον εστί το τίμημα

  • Τα μάρμαρα του Παρθενώνα

  • ο Ξενοφών Ζολώτας

  • η Γλώσσα μου η Ελληνική

  • Γιώργος Μπαμπινιώτης: Ο «ποιητής της γλώσσας»

  • ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

  • Δρ Θωμάς Σαββίδης : Γλώσσα και πολιτισμός

  • Prof. Minas Savvas THE VANISHING OF CONSCIOUS HELLENISM

  • Χαιρετισμούς και Αφιερώματα

  • Ημέρα μνήμης Πολυτεχνείου

  • Ένας όρκος και μια Ιστορία

  • Κριτικές Αναλύσεις

  • Γαβριήλ Παναγιωσούλης

  • Γιάννης Ανδρεόπουλος

  • Λάκης Φουρουκλάς

  • 'Ατυπη Λέσχη

  • η Ανθολογία «ΞΕΝΙΤΕΙΑ»

  • Νίκος Παλαμήδης

  • Οδυσσέας Πλατύρραχος

  • Κική Δημουλά

  • Στέλιος Καζαντζίδης

  • Η Νάνσυ Μπίσκα

  • Διονύσης Κονταρίνης

  • Γκαμπριέλ Μάρκες

  • Λάρρυ Κουλ

  • Δημήτρης Ζαχαρόπoυλος

  • Ρούλα Ιωαννίδου - Σταύρου

  • Χρήστος Νιάρος

  • Στράτος Δουκάκης :

  • Βάϊος Φασούλας

  • Ελευθερία Μπέλμπα

  • Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

  • Εθνική Αντίσταση και Λογοτεχνία

  • Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο

  • Κώστας Γεωργουσόπουλος

  • ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

  • η ΜΑΝΗ

  • Όμορφη και παράξενη πατρίδα

  • Γνωρίστε το Oakville και τα πέριξ

  • Ο Νίκος Δημόπουλος

  • Γράμμα από το Γκύτερσλο

  • Τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ

  • Δημήτρης Λιαντίνης

  • ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ

  • Hellenic American National Council

  • Ο Λόγος μέσα από τη Διασπορά

  • ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Φοβάμαι...

  • Αχ Ελλάδα..

  • Γιατί δεν πήρε ο Νίκος Καζαντζάκης το βραβείο


  • Επόμενη Ενότητα..
    Ακολουθείτε το τόξο για την επόμενη ενότητα


    το περιοδικό μας
    Προηγούμενη Ενότητα.. Έλα να δεις..
    Προηγούμενη  σελίδα Κεντρική σελ. της Ενότητας Επόμενη  σελίδα
    Ηλεκτρονικό Περιοδικό
    Λογοτεχνίας και Πολιτισμού

    'Ελα να δεις...
    Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
    και άλλα ποιήματα
    του Γιάννη Ανδρεόπουλου
    e-mail composermusic@in.gr 23 Σεπτεμβρίου, 2003

    ΥΠΑΡΧΩ
    * * *
    Τα τραίνα της σιωπής πέρασαν. Ξεχάστηκα αγναντεύοντας την ανατολή. Μια σφήκα που με τσίμπησε στό χέρι, μου 'δωσε να καταλάβω πως υπάρχω. Κεντρί πόνου, κεντρί αισιοδοξίας. Πόνος και χαρά ανάμικτα.. Υπάρχω… Ζήτω!

    ΠΟΣΟ ΜΟΝΟΣ ΕΙΜΑΙ!
    * * *
    Πόσο μόνος είμαι! Κανείς δεν ακούει την κραυγή μου, την καρδιά μου που τρέχει σαν τραίνο. Πόσο μόνος είμαι! Εγώ που μοίρασα τη αγάπη μου δίκαια, που έγραψα για όλους ένα καλό λόγο, που ανίχνευσα την άνοιξη στις καρδιές τους. Σκληροί, ανελέητοι, αδιάφοροι, μου καρφώνουν όλοι τους ανεξαίρετα, τους ήλους, στα ρημαγμένα χέρια μου...

    ΓΑΛΑΖΙΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
    * * *
    Γαλάζια αισιοδοξία. Ο ουρανός καθρεπτίζεται στην ατέλειωτη έλλειψη των ματιών σου. Χάνονται μέσα τους τα σημεία των καιρών, σαν πιθανή απόδοση των κόπων σου. Περιμετρική, αδιόρατη ζωγραφιά, σπαθίζει περιστασιακά στις ανταύγειες των ακαθόριστων χρωμάτων. Ένας ολόκληρος κόσμος λυγίζει στο βάρος των ολόλευκων πύργων.

    ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ
    * * *
    Ησυχία.. Αίσθηση ανυπαρξίας. Το χάνομαι σε όλους τους χρόνους. Μυστήριο. Ανάμικτη περιέργεια και αναλυτικές δομές στο ανύπαρκτο αποτέλεσμα. Ταλάντωση. Αμφίβολη σταθερότητα στην συχνότητα των κύκλων. Αμηχανία. Αμφισβήτηση της ύπαρξης των γερασμένων επιθυμιών. Τελική κατεύθυνση το σημείο επαφής.

    ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ
    * * *
    Τα συρτάρια γεμάτα με πίκρες του καλοκαιριού και αρώματα των χαμένων επιθυμιών. Ο καθρέπτης στυγνός εγκληματίας, στέκει με την ψυχρότητα ιατροδικαστή, για να θυμίζει τα απροσδόκητα σημεία των καιρών σου. Αδύναμη η φλόγα του καντηλιού, αποδίδει όλη της την δύναμη, στην αμφίβολη τελευταία αναλαμπή της.

    ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ
    * * *
    Τραγωδία. Μάτωσε ο ήλιος σήμερα. Βάφτηκαν ροζ τα δέντρα της γης μου. Ξεσκέπαστος βάλθηκα να κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια, τους ανύπαρκτους φόβους μου. Άφησα το κορμί μου, στην ανάρμοστη φροντίδα των εχθρών μου, με ένα χαμόγελο σβησμένο, ανικανοποίητο

    ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
    * * *
    Δεν είναι πήλινα τα πόδια μου. Δεν κρατώ την βακτηρία για να στέκω όρθιος. Αντιστέκομαι στην ψεύτικη αίσθηση της ύπαρξής μου με χέρια και με δόντια. Κρατώ την ανυποψίαστη επέλαση των δεινών μου.

    ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΨΕΜΑΤΑ
    * * *
    Δεν είναι ανήλιαγα τα σοκάκια της καρδιάς σου. Απλά είναι γεμάτα σκιερές ρουτίνες. Δεν είναι ασημένια τα μαλλιά σου. Απλά πήρανε χρώμα από τις άνοιξες που πέρασαν. Δεν είναι μαραμένη η ματιά σου. Απλά απόκτησε το θάμπωμα από την αέναη εκτυφλωτική λάμψη της. Είναι όλα ψέματα, γιατί η αλήθεια είναι ότι υπάρχεις...

    ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
    * * *
    Δεν περίμενα να χάσω το παιχνίδι.. έγινε, και τέλος; Οχι Θα πατήσω στη πρώτη πατημασιά το πέλμα, και θα στεριώσω αντίθετα στoν άνεμο, θ' αρχίσω να τραγουδώ ολόιδια τα τραγούδια που ξέρω, και θα περιμένω με γυμνά τα στήθια την αμείλικτη πραγματικότητα. Θα την κρατήσω με δόντια και με χέρια, και θ' αφήσω την κραυγή μου, παίρνοντάς την μαζί μου, στο ατέλειωτο ταξίδι της αιωνιότητας.

    ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
    * * *
    Θα σε περιμένω να με δεις ξαπλωμένο στο χώμα μ' απλωμένα τα στήθια στον ήλιο, και τα μαλλιά ν' ανεμίζουν στο πέλαο της δυστυχίας μου. Τότε θα μετρήσουμε τα συν και τα πλην της ανθρώπινης ματαιοπονίας μας. Θα' ναι το τελευταίο ραντεβού πριν από το θάνατο

    ΤΑ ΩΧ ΚΑΙ ΑΧ!
    * * *
    Δεν έχουμε ελπίδα, έχει ακουμπήσει το κεφάλι μας στο χώμα. Δεν υπάρχουν αράδες να διαβάσουμε, έχουν μείνει κάτι ωχ και αχ. Σε τελευταία ανάλυση, γίναμε φυτά χωρίς χρώμα, χωρίς δροσιά, καπνισμένα δέντρα χωρίς κλωνάρια και ικμάδα. Είμαστε ξαπλωμένοι ανάσκελα και κοιτάμε τον ουρανό… με ορθάνοιχτα μάτια.

    ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ
    * * *
    Μόνο ΄γω ξέρω πόσο μ' αδικήσατε. Μόνο 'γω ξέρω πως δεν ξέρετε πρόσθεση, μόνο αφαίρεση ξέρετε... Αποτέλεσμα ! "πεπλατυσμένα οπίσθια", εξέχουσα στρογγυλή σαν αερόστατο κοιλιά, μασέλες τετράγωνες με δόντια σαν τσαπιά. Τεράστια τρωκτικά, τρώτε τη δόξα μέχρι που να σκάσετε. Δεν αφήσατε για μένα ούτε μία μπουκιά, όμως, γεμίζω εγώ την καρδιά μου μ' αγάπη, την ματιά με ομορφιές, το στόμα μ' ένα τραγούδι μελωδικό, το μυαλό με σκέψεις "ανθρώπινες", που γράφω στο βιβλίο που θα πάρω μαζί μου.

    ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
    * * *
    Με ξύπνησαν κάτι θόρυβοι πρωινοί των παλαιών ανιχνεύσεων. Κατευθύνθηκα στην κακοτράχαλη ακτή, και μάζευα μαργαρίτες μες στην καυτή βροχή των αναμνήσεων. Όμως, περιμένω από αύριο, ήλιος μεγάλος να 'βγει, φωτεινός, να με πνίξει στο φως του, να με νανουρίσει κάτω απ΄ τον ίσκιο του δροσερού μου δένδρου, και μία αετονύχισσα κοπελιά να μου βάλει το γαρύφαλλο στο πέτο, να με πνίξει με τ' άρωμα του κορμιού της, να τα 'χω συντροφιά στο χαρούμενο ταξίδι μου.

    Η ΛΕΥΚΑ
    * * *
    Η λεύκα στον κήπο μου σπαθίζει τ' ουρανού τα ντέρτια. 'Έτοιμα τα δάκρυα της νύχτας να κυλήσουν στις ξαφνικές αναπολήσεις. Τους χτύπους της καρδιάς σου προσπαθώ ν' ανιχνεύσω, μέσα απ' το γαλάζιο του ματιού σου. Τους ψάχνω, μα τίποτα!.

    Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
    * * *
    Μετράω τις ώρες που στενόχωρα περνούν, ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι, σφυρίζοντας το μονότονο τραγούδι μου, βγάζοντας μια, μια τις νότες από το πηγάδι των αναμνήσεων. Στο βάθος ένας ήλιος κόκκινος σαν αίμα, στέκει σκεπτικός, κουρασμένος απ' το αιώνιο ταξίδι του. Δυο συννεφάκια που αχνά αρχίζουν να μαυρίζουν του συμπαραστέκονται. Βουβή κι η δική μου ματιά, Ακίνητη,.. προκλητικά καρφωμένη στον ορίζοντα. Σε λίγο θ' αρχίσει η συμφωνία των Αγγέλων σε Ντο ελάσσονα.

    Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ
    * * *
    Χίλια αρώματα μες το κουτάκι που μου χάρισες. Χίλιες αγωνίες μέσα στα χέρια μου. Τις νότες μου τις μοιράζω στους ανθρώπους που περιμένουν στους δρόμους. Τα νυχτερινά μου όνειρα τα χαρίζω στ' αδέλφια μου, που μ' ανησυχούν με τις έγνοιες τους. Τα λόγια μου τ' αφήνω στις νυχτερινές περιηγήσεις μου, στα σιγανά ποτάμια, που τρέχουν στις φλέβες μου. Το βλέμμα μου το στυλώνω στον κόκκινο ήλιο, που μοιράζει τις ελπίδες μου.

    ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ
    * * *
    Θα σε πάρω στο ταξίδι μου κρατώντας μια αχιβάδα μες στη χούφτα μου. Θα σου ανοίξω τα φτερά μου να πιαστείς και ν' ακουμπήσεις τη νύχτα, στον στοργικό ουρανό, ή θα σε βάλω πάνω στο πλοίο της γραμμής να φύγεις για δω γύρω, και να περιμένεις τη λήξη της γιορτής, που θ' αντηχήσουν τα σήμαντρα, θα σπάσουν οι κιθάρες, και τα βεγγαλικά θα ζωγραφίσουν, τα πτερόεντα έπη της ζωής μας. Η θα συνεχίσω εγώ μόνος ν' ακολουθώ τη γραμμή, που χάραξα χθες το απόγευμα στο σημειωματάριό μου.

    ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ
    * * *
    Περιμένω δυο λόγια σου, κι' ας μην έχουν νόημα Θα τους δώσω εγώ τη σημασία που τους πρέπει. Μήπως όταν κρατώ τις αστραπές στα χέρια μου, ξέρω τι γεννιέται; Μήπως όταν κοιτάζω τα ποτάμια των ματιών σου ξεδιψάω; Μήπως όταν περνάω το γιοφύρι του άλλου κόσμου τιθασεύω την περιέργεια; 'Όχι! τα τραγούδια με γλυκαίνουν, οι στάλες της βροχής με ξαποσταίνουν, οι φλέβες των χεριών μου, μ' οδηγούν στις λεωφόρους της ανεξερεύνητης πόλης, κει που το υπάρχω, δεν υπάρχει.. κει που τα όνειρα πεθαίνουν μόλις αρχίζουν. 'Όμως, κάτι θα γίνει.. δυο λόγια περιμένω, κ' ας μην έχουν νόημα, θα τους δώσω εγώ τη σημασία που τους πρέπει.

    ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
    * * *
    Φτωχές οι λέξεις των ανθρώπων. Φτωχά τα σοκάκια των χωριών μας. Αδύνατοι σαν μίσχοι λουλουδιών οι άνθρωποι, πορεύονται με τα χέρια σφιχτά, με τα μάτια χαμηλωμένα, τις ανυποψίαστες νύχτες. Δακρύζουν οι κληματαριές στο πέρασμα των πουλιών, αλλάζουν σχήματα οι πέτρες και τα λιθάρια, από αμηχανία. Ξεφορτώνονται τα υποζύγια το φτωχό τους περιεχόμενο. Μόνο οι μεγάλες πολιτείες τραγουδούν τα μακρόσυρτα τραγούδια τους. Μόνο το νωχελικό ποτάμι σέρνει τους καημούς μας. Τρέχει-τρέχει και δεν φτάνει..

    ΡΙΖΩΜΕΝΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ
    * * *
    Αντιλογία.. Πόλεμος.. σφαίρες που τρυπάνε τα πλευρά μου. Ασύστολες κατηγορίες κατευθείαν στον εγκέφαλο. Δυνατές αποχρώσεις μπερδεμένων εντυπώσεων, δυναμικών λύσεων. Ξεφεύγουν οι νύχτες μέσα από τα δάκτυλά μου.. Ξεφεύγουν τα λόγια μέσα από τους φράχτες των σπιτιών. Δεν φεύγουν οι ελπίδες από μέσα μου, με συντροφεύουν, ως το τέλος..

    ΓΡΑΦΩ
    * * *
    Γράφω για τ' αυγό του Κολόμβου, για τις πενιχρές αποδόσεις των θαυμάτων, για τα ρητορικά σχήματα, για τους ανέμους που δεν φύσηξαν ποτέ. Γράφω για τα δεκαοχτώ μου χρόνια, που δεν χάθηκαν στις ψεύτικες υποσχέσεις, των διάφορων τσαρλατάνων, που με πέρασαν γενεές δεκατέσσερις, και που όμως τους άντεξα. Γράφω για τους απογόνους μου, που με πικραίνουν προκαταβολικά, στη σκέψη πως κάποιους θα πιστέψουν. Γράφω για τα σαπρόφυτα και τους χοντροφτιαγμένους, που τα θέλουν όλα δικά τους. Ακόμα και τα δικά μας πιθάρια.

    ΚΟΜΦΟΥΖΙΟ
    * * *
    Ξεκίνησε η μέρα δίχως ήλιο.. δίχως μυρωδιές. Στ' απέναντι μπαλκόνια τα παράθυρα κλειστά. Και � γω να ψάχνω μ' αγωνία, για ένα λουλούδι ανθισμένο, για μια πρασινάδα... Μα πουθενά.. ούτε ένα χελιδόνι, ούτε ένας ήχος... Όλα νεκρά. Κλίνω τα μάτια, κι' ονειρεύομαι τις αδύναμες σχισμές των βράχων, τις φριχτές παραμορφώσεις του ορίζοντα. Ανοίγω μια οπή βαθιά στο σύμπαν, και τρέχω στα ανήλιαγα δρομάκια. Επικοινωνώ με το υπερπέραν, το με τόσες βέβηλες πράξεις των ανθρώπων βεβαρημένο. Θα δοκιμάσω να εκπορθήσω τα δύσκολα κάστρα του παραδείσου..

    ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
    * * *
    Ο ίσκιος σου πλανιέται πάνω από τη θάλασσα. Σμίγουν οι φωτεινές λέξεις των ανθρώπων, στα κρησφύγετα των ανέμων. Ακουμπούν οι ξεχασμένες υποσχέσεις τους ζωντανούς σατραπίσκους. Χωρίς επιστροφή οι ανοιχτοί δρόμοι, χωρίς νικημένους οι αγώνες.. Περιπλέκονται ακατάπαυστα τα λιμοκτονούντα πλήθη, μπρος στα πόδια του ταλαίπωρου ηγέτη. Αλαλάζουν οι νύμφες αισιόδοξα, ζώντας στο δικό τους κόσμο. Ξεκουράζονται οι λαβωμένοι αετοί, πάνω στους ώμους των μικρών παιδιών, που τραγουδάνε τα αίσχη των ανοιχτών οφθαλμών, των σφραγισμένων πόλεων, των ασύστολων εκπλήξεων. Ξεφεύγουν μέσα από τ' ανόητα σχήματα, τα φωτεινά χέρια, που σφιχτά κρατούν την ελπίδα.

    ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
    * * *
    Δώσε μου ένα λουλούδι να το κρατήσω ανάμεσα από τη σχισμή των δακτύλων μου. Να διδάξω τους άδικους τα ισοσκελισμένα σχήματα. Να πω στα παιδιά τα τραγούδια που θέλουν ν' ακούσουν, κι' άμα αρχίσει η βροχή, να μπω στο πρώτο ποταμάκι που θα βρω μπροστά μου, και να ταξιδέψω στην ανεμοδαρμένη θάλασσα.. Να μετρήσω τα καράβια, να τα ζωγραφίσω σαν νά ' ναι δικά μου, και να φωνάξω τις θλιμμένες ελπίδες μου, να τις βάλω στη χούφτα μου να τις κοιμίσω. Μέχρι να ξαστερώσει, μέχρι νά ΄βγει ο ήλιος, όπου θ� αρχίσω το τραγούδι μου, όπου θα γελάσω δυνατά, να με ακούσουν οι πεινασμένοι του κόσμου και να χορτάσουν, οι ευτυχισμένοι και να κλάψουν. Και τα πουλιά να σχηματίσουν μία ομπρέλα από πάνω μου. Και οι ψυχές να λυτρωθούνε.

    ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ
    * * *
    'Ένα δέντρο μεγαλώνει στη χούφτα μου και μοσχομυρίζει σαν ανοιξιάτικη νύχτα. Μετρώ τα φυλλαράκια του, τα βρίσκω ζυγά.. Μετρώ τα κλαδιά του, τα βρίσκω μονά.. Στην κορφή θρονιασμένη η καρδιά μου, μ' ανεξίτηλο κόκκινο βαμμένη.

    ΕΛΑ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΟΥΜΕ!
    Αφιερωμένο στην ΚΥΠΡΟ και στις ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.
    * * *
    'Έλα να φθάσουμε τον ήλιο, ν' ανεβούμε στις στέγες των σπιτιών, να πούμε το τραγούδι μας στην κορφή του κυπαρισσιού, να κλάψουμε για την πονεμένη μας πατρίδα. ΄Έλα να μετρήσουμε μαζί τα βήματα ως την απέναντι όχθη, να σβήσουμε τις πορφυρένιες λέξεις στο χώμα, να κλείσουμε τα δακρυσμένα μάτια μας και να ονειρευτούμε.

    ΣΤΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΠΤΑ
    * * *
    Επτά μαχαίρια, επτά καρδιές, δυο χέρια με κρατάνε και που με πάνε, δεν ξέρω. Επτά οι νύχτες, επτά κ' οι ήλιοι, επτά παιδιά που κλαίνε, επτά γελάνε, γιατί; δεν ξέρω. Επτά οι νύχτες, επτά οι ήλιοι, επτά τα όνειρα επτά κι οι φίλοι Επτά κ' οι ώρες, επτά οι χαρές. Στα όνειρα σε ψάχνω και δεν σε βρίσκω. Σε χάνω!

    ΟΙ ΚΥΚΛΟΙ
    * * *
    'Έριξα ένα πετραδάκι στα βρώμικα νερά του λάκκου, και βάλθηκα να μετρώ τη συχνότητα των κύκλων. Κύκλοι ζωής είπα.. Λιμοί σεισμοί καταποντισμοί, στη συχνότητα των κύκλων.. Μόνο που κι' αυτοί σπάζουν και σβήνουν, σαν να μην υπήρχαν.. Να μια σχέση που δεν ελέγχεται

    ΕΙΜΑΙ
    * * *
    Ένας παράξενος ταξιδιώτης στων αστεριών την τροχιά είμαι. Ένας αδύνατος μίσχος λουλουδιού, που η αμηχανία των ανέμων σκλαβώνει. Ένα μικρό λιθάρι στην ασήμαντη νύχτα. Μια μικρή κλωστή που κρέμεται η πολυμήχανη αράχνη. Είμαι μια σταγόνα μες στην ξαφνική νεροποντή. Είμαι το αχ στον πόνο, το χα στο γέλιο. Είμαι ότι ξαφνικό κι' αβέβαιο την δωδεκάτη ώρα, που λουφάζουν τα πάντα, που κοιμούνται τα νήπια, που ξεχνιούνται οι ελπίδες, στο λήθαργο της αβέβαιης νύχτας..

    Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥ
    * * *
    Άπλωσα στον ήλιο τη θάλασσα. Κατέβασα μια αγκαλιά αστέρια για χάρη σου. Ζήτησα από την άνοιξη να μου τραγουδήσει τις ξεχασμένες μελωδίες της νιότης μου, κι' ανέβηκα στην κορφή του κυπαρισσιού, να πιάσω τον άνεμο. Δεν ζήτησα τίποτ' άλλο, Παρά, μακριά να κοιτώ, τις αστραπές στο βάθος του ορίζοντα, και τις νυχτερίδες να κόβουν κύκλους σαν κυνηγημένες ψυχές. Τίναξα από τα χέρια μου και τα μαλλιά τις στάλες της νυχτερινής δροσιάς, κι' ανάσανα την ελπίδα στην άκρη των δακτύλων.

    ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΑΝΤΟΧΗΣ
    * * *
    Ξαφνικό μπουρίνι. Ξαφνική λαίλαπα στη σκελετωμένη ψυχή μου. Ρυθμικά παλαμάκια σε ασίκικο σχήμα.. Ένα, δύο τρία..επτά, οκτώ, εννιά.. Ιεροτελεστία ολόκληρη, να κάνω το πρώτο βήμα. Μετέωρο το δεξί μου πόδι. Έχει απλώσει πανιά η καρδιά μου, μουρμουρίζει η φωνή μου τον ύμνο των γενναίων Ανακατεμένες οι σκέψεις της στιγμής, με τις αντιφάσεις, με τις πράξεις.. Στιγμές απαράλακτα, ίδιες, καθημερινές. Προπόνηση αντοχής στα κραυγαλέα παραπτώματα

    ΑΝΑΜΟΝΗ
    * * *
    Άσε με για λίγο να σκεφθώ τις πικραμένες μου λέξεις. Να πάρω από την αρχή στα χέρια μου τα μεστωμένα στάχυα, να μετρήσω τους κόκκους... Άσε με να βάλω στην τσέπη μου, τα κιτρινισμένα χαρτάκια. Ν` απλώσω πάνω στο τραπέζι τις μοναχικές μου νύχτες, να παίξω με τα φτερωτά μου όνειρα. Κι άμα περισσέψει χρόνος, να σου ταιριάξω και κείνο το τραγουδάκι που μου παρήγγειλες. Άσε με να μαζέψω στο τασάκι τη στάχτη των τσιγάρων μου, να τη βάλω στην κλεψύδρα πού΄χω στήση εμπτός μου και να κάθομαι, να τη βλέπω να τρέχει. Άσε με σου λεω, ξέρω εγώ τι σου ζητάω.

    ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ
    * * *
    Δεν περίμενα να βγει το όραμα, να τραγουδήσουν οι μέλισσες πάνω στα λουλούδια, να λουφάξει το πρωινό μες τον κόρφο μου και να αναλυθεί σε λυγμούς ο ήλιος. Δεν περίμενα η άνοιξη να τελειώσει τόσο απότομα.. και τα χελιδόνια να πέσουν σε χειμερία νάρκη. Δεν περίμενα ο αστυνόμος, με τις χειροπέδες στα χέρια, να ψάχνει για τον χαμένο όμηρο, σαν ευκίνητο λιοντάρι σε ανοιχτό κλουβί. Δεν περίμενα να πέσει καταχνιά στα μάτια, πυκνή μα γλυκιά σαν ξεχασμένη αναμονή. Περίμενα να φανούν τα πορφυρά γράμματα, με τα αίσχη των ανθρώπων.

    Η ΣΚΙΑ
    * * *
    Ξέχασε με και μην πεις ούτε μια λέξη πως τάχα πέρασα απ' τη ζωή σου Ξέχασε με και σώπαινε στη θλίψη Ούτε λεπτό δεν θα λείψω. Μυστικά θα 'ρχομαι κοντά σου, μες τη νύχτα, αθόρυβα, σαν ίσκιος στην σκιά σου.

    ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ
    * * *
    Και τώρα, με συγχωρείτε. Θα φύγω Θα φύγω με το κεφάλι ψηλά, και με τ' αστέρια στο μέτωπο Θα αφήσω όμως να πλανιέται το γιατί! Χωρίς απάντηση Βουρκωμένα μάτια, πελιδνά χείλη. Όμως, με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω.

    ΑΝΑΜΝΗΣΗ
    * * *
    Σε κοίταζα, σαν άνοιξη, κ' ήσουν λουλούδι μ' ανοιχτά τα πέταλα, παιδάκι στη γωνιά του δρόμου, που μέτραγες τις στάλες της βροχής. Τραγούδι δεν βγήκε απ' τα χείλη μου, ακούω το χτύπο της καμπάνας και την ευχή της μάνας, στη λήξη της γιορτής.

    ΑΕΝΑΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
    * * *
    Αγκάθι στη καρδιά. Εγώ το ξέρω! Χρωματιστές ανταύγειες που στάζουν αίμα στων ματιών μου την άκρη. Υποψία αιθρίας στην περισπωμένη των χειλιών μου. Αταίριαστη παρουσία σε λάθος συχνότητα Όμως, θα πλανιέμαι στην αιωνιότητα, αφήνοντας τα στίγματα των στεναγμών, τις απραγματοποίητες αποθυμιές, τις νότες μου, στο έλεος των ατέλειωτων ανέμων.

    Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ
    * * *
    Τα φώτα της πόλης τρεμοσβήνουν μακριά. Ο αγέρας φουσκώνει τα στήθια μου, δίνοντας ζωή στη χαμένη ύπαρξή μου. Ανάβει και σβήνει το φωτάκι της νύχτας, σαν stop αυτοκινήτου. Σαν ριπές αυτομάτου οι σκέψεις κατακλύζουν το νου. Κινηματογράφος της εποχής του είκοσι, μερικές σκηνές του δύο χιλιάδες.

    Η ΧΑΡΗ
    * * *
    Μη με ζαλίζεται με τις φάλτσες φωνές σας. Λουφάξτε στην άκρη των βράχων, κι ακούστε πόσο όμορφα αγκομαχάει η θάλασσα. Πληρώστε μου πέντε τάλαρα για τη χάρη που σας κάνω, και κοιτάξτε μαζί μου τ� αστέρια που τρεμοσβήνουν. Κι ακουμπήστε με τα δάκτυλα σας την γραμμή που αφήνει πίσω του ο κομήτης. Έτσι θα' ναι καλύτερα!

    ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ
    * * *
    Ξέρετε να μου πείτε τίποτα για τιs φευγάτες μέρες του καλοκαιριού; Μπορείτε να μου φέρετε τον ήλιο στη σκιά των πλατανιών; Μπορείτε να μου τραγουδήσετε του τριζονιού το μονότονο τραγούδι; Αν όχι, τότε τι φίλοι είστε; Αφήστε με να μετρώ το χρόνο, με το δεξί μου πόδι, ως τ' άλλο καλοκαίρι...

    ΜΑΚΑΡΙΕΣ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ
    * * *
    Κοίταζα τις μικρές Αφροδίτες που λούζονταν στη θάλασσα... μακάρια ευτυχισμένες στον πανάρχαιο πηλό τους. Στολισμένες με τις πούλιες της αιώνιας αδιαφορίας τους, ακουμπώντας στη θάλασσα τις μύριες αποθυμιές τους, κοίταζαν ανέμελα τον ορίζοντα.

    ΝΟΕΡΑ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ
    * * *
    Ανασαίνοντας την αύρα του εσπερινού, ακουμπισμένος στο πελαγίσιο μπαλκόνι σκορπίζω τις μύριες αποθυμιές μου κει που τελειώνει η θάλασσα... και σου στέλνω νοερά χαιρετίσματα.

    ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
    * * *
    Πελαγοδρομώ στις ελλείψεις των τύπων των ήλων. Αμφιβάλλω για την απόφαση στο παραπέντε. Δημιουργώ τεθλασμένες γραμμές, ξεκινώντας από τα σημεία επαφής. Αναγιγνώσκω με στόμφο τις αναγνώσιμες γραμμές, των πεπραγμένων μου...



    ΧΑΙΡΩ ΠΟΛΥ
    * * *
    Χαίρω πολύ κύριε, που σε γνώρισα.. Τα λόγια σου μ' ανέβασαν το ηθικό. Σου ζητώ άλλη μια φορά, να σφυρίξεις το σκοπό που θέλησες να σου μάθω. Εγώ θα προσπαθήσω να σε ακολουθήσω. Ναι! είναι γνώριμα για μένα, τα μονοπάτια

    ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ
    * * *
    Να μου χαρίσεις τ' όνομά σου, και θα σου δώσω ένα σταυρό, να τον κρεμάσεις στο λαιμό σου, να το θυμάσαι, σ' αγαπώ. Μ' ένα χαμόγελο στα χείλια, σαν σε ζωγραφιά, θ' απλώσω εγώ τα χέρια, σε μια αγκαλιά. Να μου χαρίσεις την καρδιά σου, και γω για λίγο να χαθώ, μέσα στη λάγνα τη ματιά σου. Δεν θα ρωτάς, δεν θα ρωτώ,

    ΧΑΙΡΩ ΠΟΛΥ
    * * *
    Χαίρω πολύ κύριε, που σε γνώρισα.. Τα λόγια σου μ' ανέβασαν το ηθικό. Σου ζητώ άλλη μια φορά, να σφυρίξεις το σκοπό που θέλησες να σου μάθω. Εγώ θα προσπαθήσω να σε ακολουθήσω. Ναι! είναι γνώριμα για μένα, τα μονοπάτια

    Η ΣΥΝΑΞΗ
    * * *
    Στην ξέρα που μπαίνει στη θάλασσα, κάτω απ' το βουνό των καημών μου, τραγουδώ με το χέρι στη καρδιά,.. τραγούδια που 'ρχονται απ� τα παλιά, κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου. Μες στη μέση στη θάλασσα ένα καίκι, κι από απάνω η ομπρέλα του ήλιου να ρίχνει άπλετο το φως, να θαμπώνουν τα μάτια, να γίνεται η καρδιά μου, χίλια κομμάτια κάνοντας την σύναξη των ανθρώπων μου.

    ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΑ ΜΟΥ
    * * *
    Δροσοσταλιά μου, ένα τόσο δα σταλάκι στο προσωπό μου, στην κάψα του καλοκαιριού. Δροσοσταλιά μου, ένα τόσο δα ανθάκι στο ονειρό μου, στο λακκάκι του δεξιού αυτιού.

    ΕΝΩΠΙΟΣ.. ΕΝΟΠΙΩ
    * * *
    Ενώπιος ενωπίω φυσώντας τον καπνό των ονείρων μου σε αβέβαιες κατευθύνσεις. Ενώπιος ενωπίω ζυγιάζοντας την εξουθένωση των κόπων μου, στη ζυγαριά της αλήθειας. Ενώπιος ενωπίω προσμένοντας το τέλος της άνοιξης, που κατά λάθος άνοιξε τα φτερά της. Ενώπιος ενωπίω συμμαζεύοντας τα σύνεργα του ατέλειωτου ονείρου μου. Ενώπιος ενωπίω αναμασώντας τα πεπραγμένα.

    ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
    * * *
    Σε θεωρώ αναρμόδιο κύριε… Να μπαίνεις στην ψυχή μου και ν΄ αλλάζεις την σειρά των συναισθημάτων μου; Να μου τσαλακώνεις τις ελπίδες μου, που τις έχω προφυλαγμένες στο ατσάλινο κουτάκι; Δεν μπορείς! Είμαι ένα κάρβουνο αναμμένο, μια καταρρακτώδης βροχή, οι τελείες και τα κόμματα στο λόγο, οι φάλτσες νότες στο τραγούδι μου, η νύχτα που δεν τελειώνει. Σου απλώνω το χέρι. Είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Μετά απ΄ αυτό δεν υπάρχουν άλλα λάθη. Υπάρχει μόνο το τίποτα!

    ΑΝΑΜΝΗΣΗ
    * * *
    Στύλωσα τα μάτια στο απέραντο.. Θυμήθηκα πως σ΄ έβαζα στους ώμους, μωρό χοντρομπαλάτο.. και με πέντε, έξη σακούλες στ΄ αδύνατά μου χέρια �κάνω τον σταυρό μου, πως μπορούσα τότε; Ήταν η δύναμη της νιότης.- και με τα πόδια πηγαίναμε στη Σαλαμίνα, στο σπίτι που έκανα με χέρια και με δόντια. Χρόνια που περάσανε! Πικρά, μα αγαπημένα. Τώρα σε βλέπω μπρος μου, ολόκληρη γυναίκα, στάχυ καρπερό, μα αγριωπό… που με παιδεύει από αγάπη.. -έτσι φαίνεται- και η ζωή μου τραβάει την ανηφόρα…

    ΨΥΧΙΚΗ ΕΥΦΟΡΙΑ
    * * *
    Πλέω στα πελάγη ευτυχίας της απραξίας μου. Ανιχνεύω το σφυγμό μου κι' αναλογίζομαι τις συνέπειες της λανθασμένης μου ύπαρξης. Ξέρω από πρόσθεση κι' αφαίρεση, όμως κάπου σκοντάφτω. Σκοντάφτω στις εξοχές των πεπραγμένων μου.


    Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ

    Σήμερα ξύπνησα νωρίς,-τι ξύπνησα δηλαδή, αφού λαγοκοιμόμουνα όλη τη νύχτα μπας και δεν ακούσω το τηλέφωνο να με ξυπνά-. Αν και για ασφάλεια έβαλα δύο ξυπνητήρια, μια ρώσικη «γκραν-κάσα» που άμα χτύπαγε σε άφηνε στον «τόπο» και ένα που έπαιζε τη «μελωδία της ευτυχίας» και με ξύπναγε γλυκά.
    Όμως για καλού-κακού πήρα και τον ΟΤΕ αποβραδίς για να με ξυπνήσει η τηλεφωνήτρια. Κι� έτσι έξι και τέταρτο, όπως είχα ζητήσει η γλυκιά φωνή της τηλεφωνήτριας ακούστηκε στο ακουστικό που το άρπαξα με αστραπιαία ταχύτητα μήπως και ξυπνήσει το μωρό και ποιος αντέχει τη γκρίνια του.
    · Καλημέρα σας κύριε. Σας παίρνω για να σας ξυπνήσω.. Είναι έξη και τέταρτο ακριβώς. Τόνισε ιδιαίτερα το έξη και τέταρτο ακριβώς για να καταλάβω πόσο τυπική ήταν.
    · Σας ευχαριστώ καλή μου.. Καλημέρα. Έμεινα με το καλημέρα. Ταυτόχρονα, σχεδόν σε δέκατα του δευτερολέπτου, η ρώσικη γκραν-κάσα άρχισε να χτυπά δαιμονισμένα και σε σεκόντο αταίριαστο και το μελωδικό.
    Σαν σαΐτα πήδηξα να τα σταματήσω, μα παραπάτησα και τάρριξα κάτω. Η γκραν-κάσα σιώπησε διαλύθηκε, ήταν η τελευταία της φορά που κουδούνισε. Το μελωδικό εξακολουθούσε να παίζει τη μελωδία...και γλίτωσε. Σαν να μην έφταναν αυτά, το μωρό άρχισε να τσιρίζει γοερά.
    · Αει-παράτα μας και συ μωρέ μπέμπη. Βαλτός είσαι;
    · Έ μη, μη μαλώνεις το παιδί τσίριξε η γυναίκα μου. Αυτό σου φταίει;
    Δεν έδωσα συνέχεια. Άλλα σκεπτόμουνα εγώ. Άρχισα να ετοιμάζομαι, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό.
    · Ανέστη πάψε ! θέλω να κοιμηθώ. Κούνα λίγο τον μπόμπιρα μήπως και τη γλυτώσω και κοιμηθώ λίγο ακόμη. Αχ πόσο κουρασμένη είμαι..
    · Αχ εγώ να δεις πως είμαι. Το δείχνω καθόλου.΄ Έτσι σε θέλω, χαρούμενα να ξυπνάς.. Αλλά τι λέω εγώ; είναι ο χαρακτήρας μου. Μια ζωή έξω φτώχια και καλή καρδιά. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί εγώ δεν ήμουνα φτωχός, ταλαίπωρος ήμουν.
    Εν πάση περιπτώσει.. Στις εννέα η ώρα έπρεπε να πάω στο στούντιο. Θα βάζαμε τη φωνή στα τραγούδια μου. Θα έκανα τον πρώτο μου δίσκο με μεγάλη Εταιρία.
    · Άχ αυτός ο δίσκος. Μούφαγε δυό ζευγάρια σόλες μέχρι που να δεχθεί ο κύριος Τραμπάκος να μπω στο στούντιο.
    Αυτός ο περίεργος τύπος ήταν ένας κατά βάθος καλός άνθρωπος, αλλά ανεξέλεγκτος, και είχε και δόσεις μαζοχισμού στη συμπεριφορά του.
    Τον έβλεπα βαμμένο με καραμπογιά, με τους κροτάφους «ξαφνικά» άσπρους, με άσπρο έως ελαφρώς ροζ πρόσωπο, με γαμψή μύτη. Ήταν «να μη σου πονεί». Πολλές φορές που τον επισκέφτηκα παλιότερα στο γραφείο του στον ήσυχο μικρό δρόμο της πόλης, ήθελα να τον πνίξω, γιατί ήταν «είπα-ξείπα»,ώσπου τον παράτησα.
    Κ� ήρθε μόνος του και με βρήκε, όταν συμπτωματικά με άκουσε στο στούντιο να ηχογραφώ κάποια τραγούδια μου -μια από εκείνες τις προσωπικές παραγωγές που έκανα όταν το πάθος μου να κάνω δίσκο, ξεχείλιζε.
    Πήρα τη ρεβάνς προσωρινά, γιατί τον έκανα να με παρακαλάει για να συνεργασθώ μαζί του, και επειδή δεν τον πολυπίστευα, όσο νάναι το τράβηξα πολύ το πράγμα.
    Και ενέδωσα στο τέλος, όταν μου είπε πως αυτή τη φορά θα με πάρει στην εταιρία του και μου υποσχέθηκε πως θα με καθιερώσει. Και εδώ που τα λέμε τι νομίζετε πως είναι η καθιέρωση; Έγραφα τραγούδια, τραγουδούσα, άμα ήθελε ο «Μεγάλος» με επέβαλε.
    Ξύπνησα νωρίς για νάμαι στα σίγουρα, στην ώρα μου στο στούντιο. Η αγωνία μου μεγάλη. Έπαιζα τα πάντα μαζί του. Ή κέρδιζα ή έχανα. Έτσι είναι αυτή η τέχνη.. Μια επιτυχία και πας στα ύψη, κυνηγάνε όλοι τη σκόνη σου. Μια αποτυχία και πας στον τάφο.
    Ο Τραμπάκος πάλι «μ�έρριξε» και κει που ήταν να τα τραγουδήσω μόνος μου αφού με άλλαξε με το Γλυφτάκο που ήταν φίρμα, μέσα σε λίγες μέρες εκείνος με παράτησε γιατί απ� ότι κατάλαβα έτσι τον διέταξε η αόρατη συμμορία, γιατί άλλη εξήγηση δεν μπόρεσα να δώσω. Γιατί και τότε παντού κυβερνούσαν οι «αόρατοι»..Τον αντικατέστησε με ένα χειρότερο υποκείμενο, τον Σκοτόπουλο, που μπήκε στην υπόθεση με ειδική αποστολή, την εξόντωσή μου.
    Έτσι στις οκτώ πήρα το Σκοτόπουλο με ένα ταξί ,να μη κουρασθεί ο άνθρωπος, και φύγαμε για το στούντιο.
    Λίγο πριν φθάσουμε ο Σκοτόπουλος κατέβηκε από το ταξί λέγοντάς μου:
    · Πάω σε μια δουλίτσα.. και γω θα φθάσω πιο γρήγορα από σας στο στούντιο. Τον πίστεψα.
    · Εντάξει Στέλιο του είπα αδιάφορα.
    Ο ταξιτζής γύρισε και μου είπε, -γιατί έστησε αυτί και κατάλαβε που πηγαίναμε και τι θα κάναμε.
    · Δεν είναι καλός άνθρωπος αυτός μου είπε με ύφος ανθρώπου που ξέρει πολλά. Πρόσεχε! είσαι πολύ νέος για να γνωρίζεις τους ανθρώπους.
    Το πέρασα απαρατήρητο. Εμένα αλλού ήταν ο νους μου. Στην ηχογράφηση. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει κι� αυτός ο διάολος ο Σκοτόπουλος τι δουλειά τάχατες να είχε; Μήπως είχε δίκιο ο ταξιτζής; Άρχισα να κάνω διάφορες υποθέσεις.
    · Φθάσαμε κύριε είπε κοφτά ο ταξιτζής και μ� επανέφερε στην πραγματικότητα.
    · Α ευχαριστώ. Πλήρωσα.. Γεια σας, και με πηδήματα κατέβηκα τη σκάλα που οδηγούσε στο στούντιο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.
    Κι� όταν είδα τον Τραμπάκο να περιμένει κοκκίνισα που πήγε αυτός πρώτος στο στούντιο.
    · Γειά σας του είπα. Εγώ ήρθα στην ώρα μου. Ο Σκοτόπουλος είπε πως θάρθει σε λίγο. Τον άφησα λίγο πιο κάτω ,στην πλατεία. Θα πήγαινε σε κάποια δουλειά και θάταν εδώ στην ώρα του. Έτσι μου είπε. Δεν μίλησε, μόνο κούνησε λίγο το κεφάλι του. Ήταν εκεί και ο διευθυντής παραγωγής-ένας αμφιβόλου ανδρισμού άνθρωπος-αμίλητος και βλοσυρός. Δεν έδειχνε καθόλου ανήσυχος.
    Και ο ηχολήπτης βεντέτα της εποχής, σαν «κάργια»περίμενε πίσω από το πλατώ. Ο Τραμπάκος μούδωσε τον καλύτερο.. καταλάβαινα πως πίστευε σε μένα.. αφού ήρθε και προσωπικά για να παρακολουθήσει την ηχογράφηση. Αυτό δεν ήταν λίγο. Όλοι επεδίωκαν να τον έχουν ηχολήπτη. Και ΄γω τον γνώριζα από παλιότερα. Είχε κάτι στο παρουσιαστικό του που με απωθούσε. Ήταν η θεόστραβη μύτη του; τα μυστήρια πονηρά μάτια του; το αγέλαστο πρόσωπό του; Η αλήθεια είναι ότι δεν τον «πήγαινα».Ίσως και αυτός να το καταλάβαινε και δεν ήταν καθόλου διαχυτικός μαζί μου. Σχεδόν τυπικά τον καλημέρισα, αν και τον ρώτησα τι κάνει.
    Αυτός βαρύς κι� ασήκωτος μούπε ένα.. Καλά.
    Πέρασε μια ώρα και ο Σκοτόπουλος πουθενά να φανεί. Άρχισα να αγωνιώ, έκανα πάνω-κάτω βόλτες στο διάδρομο.. Σκεπτόμουνα.. τόχει η μοίρα μου; Τόσο άτυχος; Γιατί αργεί ο άτιμος; έλεγα από μέσα μου!
    Ανέστη πες στο γαϊδούρι το Σκοτόπουλο μόλις έρθει να με πάρει τηλέφωνο στην εταιρία. Το κτήνος μ� έστησε .Θα τον κανονίσω εγώ, είπε φεύγοντας ο Τραμπάκος.
    Κι� έφυγε νευριασμένος. Σαν πρόκες είχαν πεταχτεί τα μαλλιά του, από το θυμό του και κοκκίνισαν απότομα τα αυτιά του. Φοβήθηκα μη μείνει από εγκεφαλικό .
    · Εντάξει κύριε Τραμπάκο θα του το πω. Φοβάμαι μήπως τούτυχε τίποτα κακό του ανθρώπου, γιατί μούπε πως θάταν πιο γρήγορα από μένα εδώ. Τον άφησα πριν μια ώρα εδώ πιο κάτω στην πλατεία. Τι να πώ..
    Όταν ο Τραμπάκος βγήκε, αστραπή μπήκε ο Σκοτόπουλος, με ύφος ύπουλο, σαν κάπου να ήταν κρυμμένος.
    · Έλα! Πάμε, είπε στον ηχολήπτη.
    · Έι, Στέλιο, ο Τραμπάκος είπε να τον πάρεις τηλέφωνο. Ήταν πολύ θυμωμένος που σε περίμενε τόση ώρα ,του είπα.
    · Χέστον μωρέ κι� αυτόν. Έλα Νατζιάρη.. Πάμε να τελειώνουμε, είπε στον ηχολήπτη. Ακολουθούσε από κοντά ο κύριος παραγωγός. Η συμμορία των τριών σε πλήρη ανάπτυξη.
    Έπιασα το ακουστικά και τα έβαλα στ� αυτιά μου. Το ίδιο έκανε και ο Σκοτόπουλος. Πρέπει να είχα εκατό σφυγμούς και η καρδιά μου έκανε σαν ταμπούρλο. Μούρθε και κατούρημα. Η αγωνία στο φόρτε της.
    Ο Νατζιάρης έσκυψε αγέλαστος και ψυχρός προς την κονσόλα. Είχε τοποθετήσει το τέιπ και κάτι ρύθμιζε υποτίθεται, πατώντας τα κουμπιά και τους λευγέδες Ήξερε καλά τι έκανε, αλλά είχα την ελπίδα πως θα είναι μαζί μου δίκαιος.
    Ελάτε, πάμε ν� ακούσετε μια φορά το πλέϊ-μπάκ, τσίριξε με την περίεργη φωνή του ο Νατζιάρης. Μερικά δευτερόλεπτα που για μένα φάνηκαν αιώνες, και ξαφνικά.. Ώ ξαφνικά τι άκουσα θεέ μου. Η μουσική μου ενάμιση τόνο πιο κάτω από εκεί που την έγραψα, αργή και βαριά.. Μόνο σε μένα θύμιζε κάτι από αυτό το ολοζώντανο και γρήγορο κομμάτι, που είχα ηχογραφήσει πριν λίγες μέρες.
    · Έλα ρε Στράτο φώναξα σχεδόν παρακαλετά στον Νατζιάρη βγάζοντας τα ακουστικά.
    · Κόψε την πλάκα και βάλε κανονικά τη μουσική μου.
    · Δεν κατάλαβα.. είπε αποφασιστικά ο Νατζιάρης, για να μην μπορέσω να αντιδράσω.
    · Αυτή είναι η μουσική σου. Αυτό έγραψες. Κατάλαβες;
    · Όχι, όχι. Κάποιο λάθος κάνεις, και μήπως.. δεν ακούς τι μας δίνεις ν� ακούμε εμείς;
    · Μα τι λες, εμένα θα μου μάθεις τη δουλειά μου; Αυτό έγραψες.
    Τόνισε δυνατά και αργά τις δύο τελευταίες λέξεις. Κατάλαβα πως έχανα το παιχνίδι. Ωστόσο ξαναβρήκα το θάρρος μου και σχεδόν αδύναμα ,παραδομένος στη μοίρα μου, του είπα.
    · Δεν μπορεί κάτι συνέβη. Άλλη μουσική έχω εγώ στα χέρια μου. Το τελευταίο το είπα σχεδόν ψελλίζοντας. Έτσι που πέρασε απαρατήρητο.
    · Ξαναδοκίμασε πάλι κύριε Νατζιάρη. Είπα το «κύριε Νατζιάρη» γιατί άθελά μου, από ένστικτο άρχισα να παίρνω αποστάσεις από τον κύριο ηχολήπτη, που φαινόταν πως ήταν ο αρχηγός της «συμμορίας»..και πριν καλά-καλά τελειώσω την πρότασή μου, ο Νατζιάρης ξερά-κοφτά μου είπε.
    · Αυτό είναι, αυτό είναι. Τελεία και παύλα.
    · Ά, τα πράγματα ήταν σοβαρά. Τι έπρεπε να κάνω;
    · Καλά αφού το λες εσύ, είπα κοροϊδευτικά, έτσι θα είναι. Διέκοψε την ηχογράφηση. Δεν συνεχίζουμε. Ο κύριος παραγωγός, ο Γκαράγιας μου φώναξε αφρίζοντας.
    · Θα σε κανονίσω εγώ τώρα.
    Ήμουν μόνος με τρεις αντιπάλους. Με τρεις αποφασισμένους «εκτελεστές».Κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί μου.
    Τόση ώρα ο Σκοτόπουλος είχε βγάλει τ� ακουστικά και άκουγε με ζωγραφισμένη την ενοχή στο πρόσωπό του τον διάλογο μη αρθρώνοντας λέξη.
    Ήταν η πρώτη του δουλειά, και όμως δεν τον ενδιέφερε να πάει καλά. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τέτοια στάση. Αστραπιαίες σκέψεις διάφορες περνούσαν από το μυαλό μου. Φρόντισε ο Γκαράγιας να με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
    Είχε πιάσει το ακουστικό και ουρλιάζοντας σχεδόν έλεγε στον Τραμπάκο.
    · Κύριε Τραμπάκο. Τι είναι αυτός που μας έφερες εδώ; Αυτός δεν ξέρει τίποτα από μουσική. Μας κατέστρεψε οικονομικά. Άφησε απότομα το ακουστικό και γύρισε προς το μέρος μου.
    · Είπε ο Τραμπάκος να πας επάνω στην Εταιρία. Τώρα αμέσως μου είπε σχεδόν επιτακτικά.
    · Έχω ράμματα για τη γούνα σας. Του φώναξα εκτός εαυτού. Θα τα πούμε σύντομα παληοκαθίκια. Και κάνοντας δυό-τρία βήματα πήγα προς το μέρος του Γκαράγια με σφιγμένες τις γροθιές. Μου ερχόταν να τους σκοτώσω όλους, ιδιαίτερα αυτόν για αυτά που είπε από το τηλέφωνο στον Τραμπάκο. Με συγκράτησε ο Σκοτόπουλος πιάνοντάς με από τη μέση. Τόση ώρα ήταν η πρώτη κίνηση που έκανε.
    · Έλα. Ηρέμησε θα τα βρείτε, μου είπε με προσποιητή ενοχή.
    · Τι να τα βρούμε μωρέ απατεώνες. Συμμορία είστε. Θα σας τιμωρήσει ο Θεός, αλλά και γω δεν θα καθίσω έτσι.. είπα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου με δύναμη.
    Με ταχύτητα αστραπής έφυγα από το στούντιο, και σε δυό λεπτά πήγα στην Εταιρία.
    Πήγα κατευθείαν στο γραφείο του Τραμπάκου. Είδα την ίδια γνώριμη φιγούρα. Σχεδόν σαν παραποιημένος πίνακας ζωγραφικής έμοιαζε ο Τραμπάκος. Ήταν πάλι σκυμμένος σε κάποια χαρτιά. Έβηξα δυνατά, σχεδόν ασυναίσθητα για να τονίσω την παρουσία μου. Γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος μου.
    · Φύγε από δω, μου φώναξε ουρλιάζοντας. Με κατέστρεψες..
    · Σκάσε του λέω.. και τον βουτάω από το λαιμό. Σκάσε. Θα μ� ακούσεις πρώτα και μετά πες ότι θες.
    · Ηρέμησε, θα με πνίξεις, φώναξε φοβισμένα.
    Γιατί πάνω στα νεύρα μου ούτε και γω ξέρω τι μπορούσα να κάνω. Μ� έπνιγε το δίκιο ,ήμουν έξω φρενών.
    · Εντάξει! πες μου ότι θέλεις.. μου είπε σε ήπιο τόνο.
    _Άκου, το πλέϊ-μπακ, εγώ το έχω στο σπίτι μου και είναι το πραγματικό. Δεν μπορώ να καταλάβω, ο ηλίθιος ο Νατζιάρης δεν θυμάται που μου τόδωσε για να κάνω πρόβες με το άλλο φιδάκι το Σκοτόπουλο που μου τον επέβαλες; Τόσο γελοίους συνεργάτες έχεις; Απατεώνες έχεις. Δεν σου αρέσουν οι καλοί άνθρωποι εσένα. Εγώ είμαι ο καλός άνθρωπος, αλλά εσύ δεν χαμπαριάζεις. Μ� ακούς εγώ είμαι ο καλός, του είπα αρχίζοντας πάλι να νευριάζω.
    · Καλά, καλά.. Περίμενε! είπες ότι έχεις το πλέϊ-μπάκ; ε.. λοιπόν θα πας στον Τζιμάρα τον μπουζουξή, και ότι μου πει εκείνος, ισχύει.. και θα τα πούμε πάλι, μου είπε ήρεμα.
    Φαίνεται πως άρχισε να ημερεύει. Και εγώ καταλάβαινα πως μπορεί να βρω το δίκιο μου.
    Σχημάτισε τον αριθμό του Τζιμάρα στο καντράν του τηλεφώνου.
    · Στέλιο.. καλημέρα. Σε ξύπνησα ε. Άκου σε παρακαλώ. Θα σου στείλω τον Ανέστη Ντερέκο. Θα σου φέρει το πλέϊ-μπακ των τραγουδιών του. Άκουσέ τα με προσοχή και θέλω τη γνώμη σου.. Πότε να έρθει. Αύριο ε, στις δώδεκα. Εντάξει.. γειά -χαρά. Και γυρίζοντας σε μένα..
    · Πήγαινε αύριο στις δώδεκα στο Τζιμάρα.. και τα λέμε. Μου έγραψε σε ένα χαρτάκι τη διεύθυνση.
    · Άντε πήγαινε τώρα ,μου είπε παρηγορητικά. Σα να καταλάβαινε πόσο με αδίκησε.
    Έφυγα. Βάδιζα στο δρόμο σκεπτικός. Μάλιστα πιο κάτω έπεσα πάνω σε μια κολώνα και χτύπησα λιγάκι. Πήγα στο σπίτι με τα πόδια. Έπαιρνα λεωφορείο για να πάω, αλλά αυτή τη φορά ούτε κατάλαβα πως έφτασα με τα πόδια. Θα βάδιζα πάνω από δύο ώρες. Σκεπτόμουνα συνέχεια όλα που μου συνέβησαν και δεν έβρισκα απάντηση στα ερωτήματα που με βασάνιζαν. Κατέληξα σε ένα πράγμα: Κάποιοι «αόρατοι» συνήλθαν σε σύσκεψη και αποφάσισαν την «εκτέλεσή» μου. Δέχτηκα τη μοίρα μου. Φθάνοντας στο σπίτι μου, πριν χτυπήσω το κουδούνι, πήρα μια βαθιά ανάσα. Μου άνοιξε η γυναίκα μου.
    · Άνθρωπέ μου, πως είσαι έτσι;
    · Πως είμαι της είπα, χωρίς όρεξη.
    · Τα χάλια σου έχεις. Μήπως είσαι άρρωστος;
    · Όχι, αλλά όπου νάναι θα αρρωστήσω, με όσα μου συνέβησαν σήμερα. Και της είπα όσα τραγικά και απίστευτα μου συνέβησαν. Στενοχωρήθηκε και αυτή. Είχαμε μαζί επενδύσει πάνω σε αυτή τη προσπάθεια, κάναμε όνειρα για κάτι καλύτερο. Τόσοι κόποι, τόσοι αγώνες φαίνονταν να πηγαίνουν χαμένοι. Έπεσα πτώμα να κοιμηθώ, γιατί αύριο η μέρα θα ήταν πάλι κρίσιμη. Το τελευταίο χαρτί θα το έπαιζα αύριο. Βέβαια ότι και να συνέβαινε εγώ δεν θα τα παρατούσα. Είναι ο χαρακτήρας μου έτσι. Θυμάμαι πως η επόμενη μέρα ήταν Τρίτη. Πήρα ένα ταξί και πήγα στον Τζιμάρα κάπου σε μια συνοικία της πόλης αντίθετα από εκεί που έμενα. Πλήρωσα το ταξί τετρακόσιες δραχμές. Μούρθε ταμπλάς. Σχεδόν δυο μεροκάματα. Χτύπησα το κουδούνι ακριβώς στις δώδεκα. Μάλιστα περίμενα αρκετή ώρα απ� έξω από το σπίτι του, μέχρι να πάει δώδεκα. Μου άνοιξε βαρύς και ασήκωτος ο Τζιμάρας.
    · Ο Ανέστης είσαι; Ναι του είπα. Με έστειλε ο Τραμπάκος να ακούσης το..
    · Ξέρω, ξέρω μου είπε κόβοντας τη φράση μου στη μέση. Πέρασε μέσα
    · Ευχαριστώ
    · Ένα λεπτό να πάρω το μπουζούκι μου. Έβαλε τη κασέτα στο μαγνητόφωνο, και πάτησε το πλέϊ. Άρχισε να παίζεται το πρώτο μου τραγούδι. Ο Τζιμάρας δεν είχε την παραμικρή δυσκολία να το παίζει ψάχνοντάς το στο όργανο.
    · Πω-πω Θε μου ταλέντο πούχει αυτός ο μουσικός, είπα από μέσα μου, ξέροντας πως δεν ήξερε καθόλου νότες. Με έβγαλε από τη σκέψη μου ο Τζιμάρας.
    · Που ήσουν ρε φίλε μου τόσο καιρό; Αδερφέ μου πολύ ωραίο τραγούδι. Απορώ γι� αυτά που σου κάνανε. Δεν το καταλαβαίνω.. Άκουσε και το επόμενο.
    · Εσύ έχεις μεγάλο ταλέντο φίλε μου, μου είπε με μάγκικο ύφος. Εγώ δεν μίλησα, τι να πώ; Σήκωσε το ακουστικό και πήρε στο τηλέφωνο τον Τραμπάκο.
    · Κύριε Τραμπάκο.. Περίφημος ο νεαρός. Τα τραγούδια του τέλεια. Μεγάλο ταλέντο.. Ναι μεγάλο ταλέντο. Τον άκουγα και άρχιζα να αισιοδοξώ.
    · Ναι ναι, όπως σου το λέω είναι, συνέχισε.
    · Α, εντάξει θα στον στείλω από εκεί ..Πρόσεξέ τον.. Είναι σπουδαίος.. Ξέρω τι σου λέω εγώ, ξέρω.. Άντε γειά..
    · Μου είπε ο Τραμπάκος να πας από εκεί τώρα. Έφυγα αφού τον ευχαρίστησα για τη συμπεριφορά του και την εκτίμησή του. Ασθμαίνοντας και με αγωνία ανέβηκα τις σκάλες της εταιρίας του Τραμπάκου. Τον βρήκα πάλι σκυμμένος να ψάχνει τα χαρτιά του.
    · Ήρθα κύριε Τραμπάκο, του φώναξα χαρούμενα. Σας ακούω.
    · Ναι. Είναι αλήθεια πως δικαιώθηκες.. Όμως εγώ δεν θέλω καμιά συνεργασία μαζί σου, γιατί είσαι γρουσούζης. Έπεσα από τα σύννεφα με την απάντηση που μούδωσε. Πήγα να ψελλίσω κάτι, μα αστραπιαία αποφάσισα να μην πω τίποτα. Έκανα ένα βήμα μπροστά, όρθωσα το ανάστημά μου, και τον χαιρέτησα.
    · Γειά σας κύριε Τραμπάκο. Θα σας θυμάμαι με αγάπη. Γειά σας. Αυτό ήταν. Κατέβηκα αργά-αργά τις σκάλες του παλιού αρχοντικού και πήρα το δρόμο για να πάω για το σπίτι μου. Έχασα έναν αγώνα ακόμη, από πρόστυχους αντιπάλους, μα η ψυχή μου είχε πλημμυρίσει από χαρά, αισιοδοξία.. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Τα τραγούδια μου στέκονται ακόμα στα ράφια της εταιρίας, και σιωπηλά κρατούν το μυστικό τους, την μεγάλη αδικία και τόσα άλλα. Τώρα. Τι γίνανε οι πρωταγωνιστές; Ο Τραμπάκος πέθανε.. Δεν ξέρω πόσο ελαφρύς ήταν τη στιγμή που έφευγε η ψυχή του. Από μένα όμως ο Θεός να τον συγχωρέσει. Οι άλλοι δεν ξέρω τι γίνανε. Κάμποσα χρόνια όμως είναι σίγουρο πως κάνανε τις λαδιές τους, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας κάποιους καλλιτέχνες. Μετά δεν ξέρω.. Τους φαντάζομαι σε κάποια συνωμοτική τους συνάντηση -αν ζουν-να διηγούνται αυτά που μου κάνανε και να γελάνε. Τόσο πωρωμένοι ήταν.

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
    e-mail composermusic@in.gr

     
    Κώστας Δουρίδας
    τα δικά μου γραψίματα:
       Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι:  το Καρδαρίτσι / Journey to Kardaritsi (η παλιά σελ.)   τα Δημοτικά / Folk songs (η παλιά σελ.)   το Εικοσιένα / the 1821 (η παλιά σελ.)   Τραγούδια της Ξενιτιάς / The songs of foreign land (η παλιά σελ.)   τα Τραγούδια της αγάπης.. Songs of love (η παλιά σελ.)   Μιλώντας τότε με τον 20χρονο εαυτό μου.. Speaking then with the 20-year old myself.. (η παλιά σελ.)   Είσαι Παιδί.. You are a Child.. (η παλιά σελ.)   τα Τραγούδια μου My Songs (η παλιά σελ.)   Στο πρώτο Ψίθυρο της Εφηβείας.. The first Whisper of Adolescence (η παλιά σελ.)   Η χαμένη μας Hiroshima Our lost Hiroshima (η παλιά σελ.)  
       ΚΑΠΝΟΝ ΑΠΟΘΡΩΣΚΟΝΤΑ: 
    Γράμμα στον 'Ελληνα της Διασποράς (η παλιά σελ.)  
    A Letter to the Greek in Diaspora