Ο
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
γεννήθηκε στην Πύλαρο
Κεφαλονιάς, το 1933.
Μεγάλωσε στην κοινωνία της
παγκοσμιότητας, έζησε στη
θάλασσα ναυτικός 12 χρόνια, στη
Γουατεμάλα, Κεντρική Αμερική 8
χρόνια, και από το 1970 ζει
μόνιμα με την οικογένειά του
στη Νέα Υόρκη Η.Π.Α.
Έχει γράψει πέντε
βιβλία στα ελληνικά και
ένα μεταφρασμένο στα αγγλικά με
τίτλο: "THE UPROOTED",
που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.
Το "Αχ!
Νάξερα..." είναι το νέο
μυθιστόρημά του, που
κυκλοφόρησε στην ελληνική
γλώσσα από τον εκδοτικό οίκο
Β. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ που
αναμφισβήτητα, όπως και τα
προηγούμενά του, πολλούς θα
συναρπάσει.
'Αρθρα του με θέμα τα
προβλήματα της Ομογένειας,
αλλά και επιστολές του,
δημοσιεύονται στην
ομογενειακή ηλεκτρονική
εφημερίδα "Το
ΚΑΛΑΜΙ", καθώς και σε
άλλες σε ιστοσελίδες, εντός
και εκτός Ελλάδας.
Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της
Επιτροπής Πρωτοβουλίας για
την Ένωση
Ελλήνων Συγγραφέων Πέντε
Ηπείρων (ΕΕΣΠΗ) και
απόσπασμα από έργα του
περιλαμβάνονται στο πρώτο
συλλογικό βιβλίο Απόδημων
συγγραφέων από όλο τον κόσμο,
με τίτλο: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ - ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΝΤΕ
ΗΠΕΙΡΩΝ ΓΡΑΦΟΥΝ ΚΑΙ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ, που αξίζει
τον κόπο να το γνωρίσετε.
Πρόσφατα τον παρουσίασε η ΝΕΤ
στα πλαίσια της ενημερωτικής
σεράς "Δεύτερη Πατρίδα",
στο επεισόδιο "ΕΛΛΗΝΕΣ
και ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ",
που σκηνοθέτησε ο ταλαντούχος
κ. Τάσος
Ρηγόπουλος.
Επισκέπτεται τακτικά την
Ελλάδα και ιδιαίτερα το χωριό
του στην Κεφαλλονιά.
(Από τις Σελίδες του Εκδοτικού Οίκου "Β. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ")
|
|
|
Ξαπλωμένος στο αχυρένιο, καναβατσένιο στρώμα μου, σκεπασμένος με χοντρές του αργαλειού υφαντές, μάλλινες κουβέρτες, έχωνα το κεφάλι μου κάτω απ' τα σκεπάσματα για να ζεστάνω το κορμί μου με το ζεστό αχνό της αναπνοής μου. Έτσι προσπαθούσα να κοιμηθώ. Όταν μου έφευγε η τρεμούλα και η ζέστη του ακίνητου κορμιού μου, άρχιζε να περιλούζει το δέρμα μου, τότε ξετρύπωνα το κεφάλι έξω από τα σκεπάσματα. Εκεί έμενα ακίνητος για να μη χάσω τη ζεστή θαλπωρή της αχυρένιας φωλιάς που είχε φτιάξει το σώμα μου.
Το φως του λύχνου, ένα ημίφως θαμπό, ομιχλώδες, έμοιαζε σα μακρινό αστέρι που τρεμόσβηνε στέλνοντάς μου, τις τελευταίες αναλαμπές του.
Τα μάτια μου άρχισαν να περιπλανώνται στο ταβάνι, ένα άχαρο σανιδί χρώμα. Κάθε βράδυ έβλεπα το ίδιο ταβάνι, φτιαγμένο από χοντρές κυπαρισσένιες σανίδες, γεμάτες ρόζους και γραμμές από τις φλέβες του δένδρου. Το ταβάνι ξεκουραζόταν πάνω σε ολόκληρα κυπαρισσένια κορμιά που το υποβάσταζαν, ανάμεσα στους πέτρινους τοίχους, σα να ήταν ένας ξύλινος ουράνιου θόλος. Επάνω του είχαν μαζευτεί οι φίλοι της βραδιάς, ήταν αυτοί που θα με συντρόφευαν να περάσουμε τη νύχτα μαζί, αυτοί που θα με νανούριζαν ώστε να με πάρει ο ύπνος.
Ήταν επάνω στο ταβάνι πουλιά που με απλωμένα τα φτερά τους με κοίταζαν αιωρούμενα, ήταν τσολιάδες πιασμένοι στο χορό, ήταν ποτάμια και λίμνες, μια εκκλησιά με το πανύψηλο καμπαναριό της, μαζί και μια τετράγωνη φωτογραφία χαραγμένη στη σανίδα, σα να ήταν η μορφή του Θεού. Από ένα ανοιχτό παράθυρο πετούσαν νεράιδες, με μακριά λυτά μαύρα μαλλιά, προσπαθώντας να μπουν μέσα να μου δώσουν τις χάριτες της ζωής.
Ένα τσίριγμα ακούστηκε, μια μυρωδιά καμένου φυτιλιού λύχνου που μένει χωρίς λάδι, γέμισε τον αέρα. Η μικρή φλόγα του λύχνου τρεμόσβηνε, κάνοντας με το τρεμούλιασμά της, τις σκιές του ταβανιού να κινούνται. Τα ποτάμια να ρέουν, τα πουλιά να κελαηδούν, τις νεράιδες να πετούν γύρω μου προσπαθώντας να με αγγίξουν με τη μαγική ράβδο τους, να μου δώσουν τις χάριτες της ζωής, τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν χαρμόσυνα, το πρόσωπο του Θεού να μου χαμογελά.
Ο αέρας σφύριζε περνώντας από τις χαραμάδες της σκεπής, η βροχή χτυπούσε τα κεραμίδια, αγκαλιασμένοι οι δυο τους, αέρας και βροχή στροβιλιζόταν κάνοντας ένα σιγανό ψίθυρο, σα φτερουγίσματα Αγγέλων, που είχαν κατέβει από τον ουρανό να με προστατεύσουν. Όλοι τους με νανούριζαν. Το φως του λύχνου έσβησε, σκοτάδι απόλυτο, αισθάνθηκα το χέρι του Θεού να με σκεπάζει, έχωσα το κεφάλι μου κάτω απ' τα σκεπάσματα και κοιμήθηκα στον δικό μου κόσμο.
Είχε αρχίσει να θαμποφέγγει όταν η φωνή του πατέρα με ξύπνησε.
«Σήκω, θα πάμε στο δάσος να κόψουμε ξύλα, εγώ θα κόβω εσύ θα κουβαλάς.»
Καβάλησα το γαϊδουράκι, μέσα στο πρωινό μισοσκόταδο, ένιωσα τη φθινοπωρινή καταχνιά, να περνά τα κόκαλά μου, ο νους μου ήτανε φορτωμένος από αναμνήσεις, της νυχτερινής μου συντροφιάς, εις μάτην περίμενα τις νεράιδες να με συντροφεύουν, να εμφανισθούν, να κάνουμε παρέα.
Περνώντας μπροστά από την ερημική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, σ' ένα άδειο χωράφι είδα μια τετράγωνη τρύπα στο έδαφος. Ένας καλόγερος κατέβαινε τα σκαλοπάτια μπαίνοντας στο μνήμα του. Να που είναι αλήθεια αυτά που λένε οι γριούλες στο χωριό για φαντάσματα, σκέφτηκα. Τρόμαξα τόσο που έδειρα το γαϊδουράκι να προχωρήσει πιο γρήγορα, για να συναντήσω τον πατέρα μου. Πείσμωσε, κλώτσησε, σήκωσε τα πισινά του πόδια ψηλά και με πέταξε στο έδαφος.
Ο πόνος που ένιωσα στην πλάτη μου, μ' έκανε να ξυπνήσω, έπιασα τα κόκαλά μου να δω αν ήταν αλήθεια, κοίταξα γύρω μου, το φως της ημέρας έμπαινε από τα σκεβρωμένα παραθυρόφυλλα. Η βροχή είχε σταματήσει. Τίναξα τα σκεπάσματα από πάνω μου, πετάχτηκα όρθιος, άνοιξα το παράθυρο, φάνηκε ένας ντροπαλός ήλιος που μόλις σκάριζε στον ορίζοντα, είδα τις αχτίνες του, να με καλωσορίζουν. Προσπάθησα να εξηγήσω τον κόσμο του τόσο πλούσιου φανταστικού μου ονείρου, έμεινα στην αμφιβολία, μην μπορώντας να καταλάβω, που αρχίζει η πραγματικότητα και που η αυταπάτη.
Στο τέλος κατάλαβα πως ζωή χωρίς όνειρα δεν υπάρχει, έτσι, υπομονετικά περίμενα και τον ήλιο να λάμψει μεσούρανα, για ν' απολαύσω ένα ακόμα ζέσταμα του κορμιού μου, στην απάνεμη κρυψώνα που με περίμενε.
|
|
Σκεπασμένο από τη σκιά του βουνού σα να ζητούσε την προστασία του, το πατρικό μου σπίτι με καλωσόρισε. Εγκαταλειμμένο, έρημο, πνιγμένο από αγριόχορτα και με τις μισό-ξηραμένες κληματαριές του να το περικυκλώνουν. Κανείς δεν με περίμενε. Στο άνοιγμά της, η πόρτα έτριξε σα να φοβήθηκε τη βεβήλωση του ξένου. Έτριξε σα να ζητούσε προστασία από τον απρόσμενο επισκέπτη. Οι αράχνες με αναγνώρισαν και παραμέρισαν, κάνοντάς μου χώρο να περάσω. Με λύπη κοίταξα το σπίτι που γεννήθηκα, ερειπωμένο, σκεβρωμένο, από τα τόσα πολλά χρόνια μοναξιάς.
Από κάθε γωνιά του, εμφανίστηκαν μπροστά μου αναμνήσεις σα φαντάσματα μιας άλλης προηγούμενής μου ζωής, που τώρα έχει χαθεί. Στο πάτωμα βρήκα την καταπακτή που έβλεπε προς το κατώι, έτσι όπως την είχα αφήσει εδώ και πολλά χρόνια. με χέρι τρεμάμενο έβαλα το δάχτυλο στον κρίκο και σήκωσα την πορτίτσα. Μια τετράγωνη τρύπα φάνηκε μπροστά μου. Κατέβηκα την παλαιά σκόρο-τρυπημένη ξύλινη σκαλίτσα, ήταν η ίδια όπως τότε, μια κίτρινη σκόνη από σάπιο ξύλο γέμισε τα χέρια μου, μπήκε στην αναπνοή μου. Έσκυψα το κεφάλι, κύρτωσα και την πλάτη μου για να χωρέσω, σκυφτός προχωρούσα, ο φακός έτρεμε στο χέρι μου. Το πόδι μου έμπλεξε σε κάτι σύρματα, τράβηξα την άκρη τους. Ένα λυχνάρι εμφανίστηκε, μπρούτζινο με χερούλι από τενεκέ σκουριασμένο. Το πήρα στο χέρι μου, το χάιδεψα, γέμισα σκόνη, σκουριά.
Θυμήθηκα στο φως του έγραφα το αλφαβητάρι σε μαύρη πλάκα με κοντύλι, στο φως του η μάνα μου άναβε το τυλιγμένο με μπαμπάκι και μουσκεμένο σε οινόπνευμα πιρούνι για να μου ρίξει βεντούζες και δίπλα της το ξυραφάκι για κοφτές όταν το κρυολόγημα ήταν βαρύ. Το φως του βοηθούσε τη μάνα μου να βλέπει ώστε να ψήνει στο τηγάνι σιναπόσπορο για κατάπλασμα στο στήθος τυλιγμένο σ' ένα μάλλινο πανί που με γέμιζε εξανθήματα. Το φως του διέσχιζε τα τζάμια του παραθύρου μαζεύοντας τις κουκουβάγιες στο διπλανό κυπαρίσσι. (Τώρα δεν υπάρχει πια, ξεράθηκε.) Το λυπητερό λάλημά τους μας κράταγε συντροφιά στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας. Με το φως του λύχνου παρέα καθόμαστε τα βράδια εμείς τα παιδιά γύρω απ' το αναμμένο με κάρβουνα μαγκάλι, χουχουλίζαμε τα χέρια μας και όταν είχαμε, ψέναμε καλαμπόκι, ή ψωμί μουσκεμένο με λάδι και κρασί. Με το φως του λύχνου κατεβαίναμε στο κατώι να πάρουμε λάδι από τα πήλινα πιθάρια, που από το κρύο είχε παγώσει. Το λυχνάρι αυτό κυνηγούσαν και οι γάτες, να φάνε το μουσκεμένο με λάδι φυτίλι, ήταν ο καλύτερος μεζές.
Ήταν μια εποχή που την άνοιξη μαζεύαμε παπαρούνες, να κάνουμε με τα φύλλα τους μελάνι, να γράψουμε όταν υπήρχε χαρτί το μάθημά μας στο σχολείο με αγκίνια της χήνας ή Χ. Ήταν εποχή που ανάβαμε φωτιά τσουγκρίζοντας κόκκινη σκληρή πέτρα του βουνού με μέταλλο, για να προξενηθεί σπινθήρας και φυσάγαμε την ίσκα. Τότε που οι γυναίκες έγνεθαν μαλλί στη ρόκα τους, να γεμίσουν το αδράχτι με γνέμα, για να πλέξουν φανέλες και τσουράπια. Τότε που με τα ζεστά ούρα μας γιατρεύαμε τις χιονίστρες, τότε που βράζαμε ρίγανη για τον πονόδοντο, τότε που η βδέλλες ήταν σε καθημερινή διάταξη για μια επί τόπου αφαίμαξη αρρώστων. Μια εποχή που με τα φλούδια από τα νωπά καρύδια κάναμε βαφή υφασμάτων, η ίδια βαφή έβαφε και τα γκρίζα μαλλιά των ηλικιωμένων.
Ήταν ο καιρός που βράζαμε στάχτη για καθαρισμό ρούχων, που κάναμε σαπούνι από μούργα λαδιού και στάχτη, που το κάντιο ήταν φάρμακο για το βήχα, τότε που φοβόσουν να αγγίξεις ξένα αντικείμενα από τον φόβο μήπως ήταν χτικιασμένα. Μια εποχή που με ξόρκια προσπαθούσαν να γιατρέψουν τη βεντερούγα (ραχίτιδα) και την ανημποριά του ματιάσματος σε ανθρώπους και ζώα. Τότε που οι παπάδες έκαναν λιτανεία παρακαλώντας το μεγαλοδύναμο να βρέξει.
Ήταν μια εποχή που ακόμα δεν είχε εφευρεθεί η πενικιλίνη, η τηλεόραση, το στυλό διαρκείας, τα παγωμένα φαγητά, τα συσκευασμένα προϊόντα, τα ηλεκτρικά πλυντήρια, ψυγεία, το ραντάρ, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, το νάιλον, οι βίντεο-κασέτες, το χάπι, το καλσόν, το χαρτί υγείας,
Τότε που δεν υπήρχε κινηματογράφος, ηλεκτρικό φως, τηλέφωνο, υπέρ-βραχέα ραδιοφωνικά κύματα.
Κοιτάζοντας το λυχνάρι παρομοίασα αυτή την περασμένη εποχή, σαν τον καιρό που ζούσε ο Διογένης, ο οποίος με το λυχνάρι έψαχνε να βρει ανθρώπους, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια και κάτι.
Αμφιβάλλοντας για την ορθότητα της σκέψης μου, κοίταξα τον εαυτό μου, στο θαμπό-χάραμα της ύπαρξής μου. Τα χιόνια έχουν έρθει στα μαλλιά μου, τα χρόνια μου έχουν κυρτώσει την πλάτη, ρυτίδες σαν ξερά και άγονα ρυάκια γέμισαν το πρόσωπό μου, σκέφθηκα τα δυο χιλιάδες χρόνια που έχουν περάσει από τότε και τρόμαξα. Στάθηκα σα μαρμαρωμένος. Μα είναι ποτέ δυνατόν να έχει περάσει ένα τόσο μεγάλο διάστημα χρόνου από την εποχή του Διογένη έως την εποχή του λύχνου και να μην έχει αλλάξει τίποτα;
Κοίταξα πίσω μου, ο ίσκιος της τότε εποχής, της εποχής του λύχνου με ακολουθούσε, δοκίμασα να του ξεφύγω, αδύνατον, αφού ο ίσκιος ήταν δικός μου.
«Ε! που φεύγεις που πας;» μου είπε, «σε περίμενα, είμαι δικός σου, ο δικός σου ίσκιος.»
Τον αναγνώρισα, ήταν αυτός που με ακολουθούσε, έμοιαζε όπως τότε, ο ίδιος, ούτε τα' άσπρα μου μαλλιά, ούτε τις ρυτίδες έδειχνε. Πήρα θάρρος. Με χαρά φώναξα: «Ίσκιε μου, δικέ μου, είσαι ο μόνος που έμεινες όπως τότε.»
Έτρεξα να τον πιάσω, έσκυψα, μου ξέφυγε, κουράστηκα, τότε ένιωσα τα σημάδια του χρόνου να με νικούν
Μέτρησα τα χρόνια από την εποχή του λύχνου και διαπίστωσα ότι έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια.
Πήρα το λυχνάρι στην ξενιτιά στο σπίτι μου, το έτριψα, γυάλισα τον μπρούντζο, το τενεκεδένιο χερούλι έμεινε σκουριασμένο. Τον κρέμασα στον τοίχο. Είναι ο μόνος που ξέρει το μυστικό μου, είναι η παρέα μου, ο μάρτυρας που με είδε να μεγαλώνω, ο σύνδεσμός μου στα ξένα μιας ύπαρξής μου, της άλλης προηγούμενης ζωής μου, αυτής που χάθηκε, αυτής που δεν υπάρχει, αυτής που τείνει να ξεχασθεί, αυτής που επιμένουν ν' αγνοούν οι νεοέλληνες ότι κάποτε υπήρχε.
| |
|
Η βαριά σιδερένια σχάρα του εστιατορίου, που ήτανε πίσω από τον πάγκο έσταζε λίπος.
Η φωτιά κάτω απ' το μαντέμι έκανε τ' αυγά που ψηνόταν πάνω της να χοροπηδούν, έμοιαζαν με ζωντανά όντα, ανακατεμένα με χοιρινό
μπέικον τσιτσίριζαν σα να κλαίγανε τη μοίρα τους. Τα δάκρυά τους έσταζαν σε φόρμα λίπους, ξεχείλιζαν από τις άκρες του καυτού
σίδερου, με πιτσίλιζαν και μου καίγανε τα σωθικά. Εκεί στην άκρη της ζεστής μαντεμένιας πλάκας, βρισκόταν ένας τεράστιος σωρός
από βρασμένες, τριμμένες και μετά ψημένες πατάτες, μουσκεμένες με λίπος από μπέικον και πασπαλισμένες με ουγγαρέζικη πάπρικα.
Πατάτες που σερβιριζόταν μαζί με τ' αβγά.
Σα σίφουνας ορμούν οι πελάτες, όλοι μαζεμένοι, τρέχουν
να βρεθούν πρώτοι στην ουρά, αφού όλοι αρχίζουν δουλειά την ίδια ώρα, μερικοί προσπαθούσαν να
προσπεράσουν για να σερβιριστούν πρώτοι. Ήταν μια γειτονιά της Νέας Υόρκης με πολλά εργοστάσια
και οι πελάτες, οι περισσότεροι έπαιρναν το πρωινό τους να το φάνε κάπου έξω, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο,
για να μην καθυστερήσουν, ή σε κάποια γωνιά του εργοστασίου.
Εδώ, στα γούστα τους, καθρεφτίζεται η προβληματική
ανθρώπινη παραξενιά και ιδιοσυγκρασία.
«Εγώ, θέλω δυο αυγά χτυπητά με κρεμμύδια, πατάτες και μπέικον,»
φώναξε ένας ταξιτζής, κάθισε στο σκαμπό και περίμενε να σερβιριστεί.
«Εμένα θα μου βάλεις τέσσερα ασπράδια από αυγά ομελέτα,
όχι με πατάτες αλλά με κουρκούτι, και φρυγανιές σταρένιες ολικής αλέσεως,» είπε ένας χοντρός, κάθισε
δίπλα στον ταξιτζή και περίμενε.
«Εγώ θέλω ομελέτα με αμερικάνικο τυρί, βάλε μου και αγγουράκια
τουρσί, πατάτα σαλάτα, και κολ-σλοου,» φώναξε ένας εβραίος, μάζεψε το πανταλόνι του που ήταν έτοιμο να
πέσει, κάθισε και φώναξε για νερό, καφέ κι άρχισε τη μουρμούρα για το πόσο αργεί να ετοιμαστεί η παραγγελία.
«Θέλω ένα αβγό σάντουιτς σε φρυγανιά με μπέικον, αλλά να μη σπάσει ο κρόκος.»
Είπε μια όρθια παράξενη βιαστική ύπαρξη, που δούλευε καθαρίστρια σε σχολικό κτίριο της περιοχής.
Ένας Ιταλός εργάτης φώναζε: «Δυο αυγά χτυπητά με τηγανιτές πατάτες,
σε Ιταλικό φραντζολάκι, θα το πάρω μαζί μου.»
«Δυο αβγά μελάτα, με καπνιστό χοιρομέρι,» φώναξε ένας που είχε χώσει τα
μούτρα του σε μια ανοιχτή εφημερίδα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι και περίμενε.
«Δυο αυγά μάτια με λουκάνικα. Δεν θέλω βούτυρο στις φρυγανιές μου,
οι πατάτες να είναι ξεροψημένες.» Από κάπου ακούστηκε μια φωνή.
Η σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τ' αυγά και μου είπε.
«Αυτή εκεί η χοντρή λέει ότι είναι πολύ ψημένα τ' αβγά, θέλει άλλα να είναι
πιο ωμά. Πρόσεχε πάλι, αυτός εκεί ο εβραίος λέει ότι σε είδε να πιάνεις τη φρυγανιά με τα χέρια σου, δεν τη θέλει,
δώσε του άλλη, βάλε και αυτά τα ρημάδια τα γάντια σου επιτέλους, γιατί σου τα φέρανε, να τα κοιτάς;»
Ένας Ισπανόφωνος μπερδεύτηκε στη γλώσσα, «θέλω τηγανιτές γαλλικές πατάτες.»
«Φτιάξε μας μια ομελέτα με μαρμελάδα και Γαλλικές φρυγανιές,»
φώναξαν κάτι νεοφερμένοι Ιρλανδοί.
Η σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τις τηγανιτές πατάτες.
«αυτός ο Ισπανόφωνος λέει ότι του λείπουν τ' αυγά, θύμωσε μάλιστα.»
«Μα δεν μου είπε για αβγά,» τόλμησα να πω.
«Δεν πειράζει, βάλε του αβγά να τελειώνουμε.»
Μια παρέα από εργάτριες εργοστασίου φάνηκε, περικύκλωσαν τον πάγκο,
«θέλουμε δέκα φραντζολάκια ζεστά με πολύ βούτυρο,» μου είπαν «και δέκα καφέδες με γάλα και ζάχαρη»
«Τους καφέδες θα τους πάρετε από τη σερβιτόρα,» τους είπα.
Η σπάτουλα στα χέρια μου ανεβοκατέβαινε σα μηχανή. Ο ιδρώτας μου,
έσταζε μέσα στα πιάτα, για να μην ξεχνάω τις παραγγελίες δεν μιλούσα. Τα χαρτόνια με τ' αβγά άδειαζαν το ένα
μετά το άλλο. Προσπαθούσα να βγάλω κι αυτή τη μέρα, με την καταπιεστική σκλαβιά, σώματος και νου, ενωμένους,
πασχίζοντας να επιζήσω, στο κατεστημένο του μεροκάματου. Οι παραγγελίες γι' αβγά ερχόταν σαν αλυσίδα άγκυρας
βαποριού, που γλιστρά να βρει τον πάτο της θάλασσας.
Μια άγρια συρτή σπαρακτική φωνή ξέσχισε τον αέρα. «Μη βαράς ρε! Έλληνας είμαι.»
Γύρισα το κεφάλι προς την φωνή. Το αφεντικό είχε ρίξει έναν άνθρωπο στο πάτωμα και τον έδερνε. «Να και τούτη, να και την άλλη,
που θα μου πεις ότι η πορτοκαλάδα μου είναι νερωμένη.» Βαρέθηκε να χτυπά, τον άφησε, σηκώθηκε από πάνω του, πέρασε τ'
ανοιχτά δάχτυλά του σα χτένα για να στρώσει τα μαύρα μαλλιά του, ήρθε πίσω από τον πάγκο και μου είπε:
«Γιατί δεν ήρθες να βοηθήσεις;»
«Δηλαδή, να κάνω τι;»
«Να χτυπήσεις κι εσύ, εκεί σε χρειαζόμουνα,» δεν του απάντησα, εξακολούθησα να
δουλεύω στο καυτό μαντέμι, ικανοποιώντας χιλιάδες ιδιοτροπίες, ανάμεσα στ' αβγά και στους ανθρώπους.
Όταν τελείωσα τη δουλειά είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει. Το αφεντικό φώναξε τον
πιατά να κατεβάσει τα ρολά της πόρτας και να κλειδώσει από μέσα. ’νοιξε τα χέρια του κι αγκάλιασε το ταμείο, έχωσε τα
χέρια του στα εντόσθιά του κι άρχισε να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας, αρχίζοντας από τα κέρματα και τελειώνοντας με τα
πράσινα χαρτονομίσματα. Μια βλαστήμια ξέφυγε από το στόμα του. «Σήμερα δεν είχαμε τόσο πολύ δουλειά, όπως άλλες
φορές.» Μετά με φώναξε και μου είπε:
«Κοίταξε να βρεις αλλού δουλειά, δεν κάνεις για το μαγαζί μου.»
Πέταξα τη βρώμικη ποδιά σε μια γωνιά, πήρα τα χρήματα του κόπου μου που μου
έδινε με το βρώμικο χέρι του. Μετά φώναξε τον πιατά και του είπε να μου ανοίξει την πόρτα να φύγω και ξανά να κλειδώσει
πίσω μου. Ήταν η γειτονιά του Μπάουρι της Νέας Υόρκης.
Ένα βάρος ξέφυγε από το στήθος μου. Τα χείλη μου άνοιξαν κι ένας βαθύς χαρούμενος
αναστεναγμός όρμησε έξω, σφυρίζοντας για τη λευτεριά νου και σώματος.
Απ' τη χαρά μου έδωσα μια κλωτσιά στον αέρα και προσπάθησα να χαρώ τη στιγμή της
λύτρωσής μου, κλείνοντας τα παράθυρα των υποχρεώσεών μου.
Χαρούμενος κατευθύνθηκα στο υπόγειο μετρό, στο σπίτι με
περίμεναν με ανοιχτή αγκαλιά σε μια οικογενειακή ζεστή θαλπωρή, πήγα αποφασισμένος ν' απολαύσω τη
λευτεριά μου μαζί τους, έστω και προσωρινός. 'Αφησα τις σκέψεις μου στο ντουλαπάκι του αύριο, για να χαρώ
την παρούσα κατάσταση, αρνούμενος προς στιγμή να σκεφτώ ότι την ερχόμενη εβδομάδα νους και σώμα θα έβγαιναν
παρέα για αναζήτηση δουλείας στα διάφορα γραφεία εργασίας της 8ης Λεωφόρου και 40 δρόμων της Νέας Υόρκης.
| |
|
Διαμαρτύρομαι για την αδυναμία του πνεύματος, διαμαρτύρομαι για τη βασανιστική κατάσταση, του να υπάρχεις σωματικός σε μια κοινωνία ξένη και ψυχικώς στον τόπο που γεννήθηκες κι ας έχει αυτός αλλάξει. Ζητώ την τιθάσευση της άγριας νοσταλγίας μου.
Ζητώ να πάψω να είμαι ο αιώνιος ξένος σε κάθε γωνιά της γης. Ζητώ την ελευθερία του πνεύματος, να αισθάνομαι πολίτης του κόσμου.
Κάποτε σ' ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι, πνιγμένο στην τροπική βλάστηση της οροσειράς Σιέρρα Μάδρε της Κεντρικής Αμερικής, μου σύστησαν τον εισαγγελέα του χωριού.
-«Από πού είσαι;» Με ρώτησε.
-«Έλληνας,» του είπα. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη, με κοίταζε και δεν πίστευε στα μάτια του.
-«Δηλαδή απόγονος του Σωκράτη;»
«Ναι,» του απάντησα.
Μ' έπιασε από το μπράτσο, μου έσφιξε το χέρι, λες και βρήκε ένα χαμένο θησαυρό.
«Θέλω να συζητήσουμε εμείς οι δυο μας.» μου είπε.
Αισθάνθηκα σαν ένας πολίτης του κόσμου, ελεύθερος σε μια πνευματική και πολιτιστική ελληνική παγκοσμιότητα, που υπάρχει και θα υπάρχει στον αιώνα τον άπαντα.
Αλλά η νοσταλγία δεν έπαψε ποτέ να με τυραννά, είναι η τιμωρία του τόπου μου, προς τον εαυτό μου επειδή τον άφησα κι έφυγα. Τώρα ατενίζοντας τα περασμένα και φθάνοντας σχεδόν στο τέλος του σκληρού μου δρόμου, έπαψα πλέον να διαμαρτύρομαι, γιατί κατάλαβα ότι εγώ ήμουν ο αρχιτέκτων του δικού μου πεπρωμένου.
| |
|
Είσαι Έλληνας όταν τα μάτια σου βουρκώνουν από υπερηφάνεια, ακούγοντας τον ύμνο στο θεό Απόλλωνα, θεό του ήλιου στην τελετή αφής της Ολυμπιακής φλόγας, όταν έχεις γεννηθεί σε αυτά τα άγια χώματα, όταν το στήθος σου φουσκώνει με υπερηφάνεια βλέποντας τα δυο μεγαθήρια αεροπλάνα ονομαζόμενα "Ζευς" και "Ήρα" να μεταφέρουν την Ολυμπιακή φλόγα στις πέντε ηπείρους, όταν η Οικουμένη ολόκληρη ζητωκραυγάζει και περιμένει με ανυπομονησία την έλευση στο μέρος τους, της Ολυμπιακής φλόγας μεταφερομένη στην αγκαλιά των Ολυμπίων θεών, όταν καρτερούν να γίνουν λαμπαδηδοφόροι, να αγγίξουν τη δάδα και να αισθανθούν κι αυτοί το μεγαλείο της χώρας που έδωσε τον πολιτισμό, να αισθανθούν έστω και για μια στιγμή την τιμή να είναι Έλληνες, τότε αισθάνεσαι την Ελλάδα να έχει τυλίξει την παγκοσμιότητα στον μανδύα του πολιτισμού της, σ' ένα αραχνοϋφαντο χιτώνα σοφίας με τα αθάνατα ελληνικά έπη, μυθολογίες, φιλοσοφίες και θεότητες, που ζουν μέχρι και σήμερα. Κι εσύ αισθάνεσαι ένα κομμάτι αυτής της παγκοσμιότητας, μιας ευτυχίας το να υπάρχεις σαν Έλληνας. Η απουσία των αγιασμών, του ραντίσματος, με ευλογίες των εγκαινίων των έργων, ή στην εορτή της Αφής της Ολυμπιακής φλόγας στην αρχαία Ολυμπία, ή στο ξεκίνημα της Ολυμπιακής φλόγας ανά τον κόσμο, η απούσα αυτή πράξη, η οποία πραγματικά δεν χωρά μέσα σε μια καθεαυτού ελληνική τελετή, κάνει πολλούς από τους Έλληνες να προβληματίζονται με το οξύμωρων πιστεύω της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, με αυτό που μαρτυρούν τα αιώνια μνημεία του δικού μας ελληνικού πολιτισμού. ευχαριστώ
| |
|
Με το βιβλίο του "Αχ!
Νάξερα..." ο συγγραφέας Γαβριήλ Παναγιωσούλης
κέρδισε το πρώτο βραβείο απ' τον Οργανισμό
"Πνευματική Εστία" του Τάκη Τρανούλη.
Ευχόμαστε στον
φίλο Γαβριήλ Παναγιωσούλη να έχει πάντα υγεία
και μακροημέρευση για να μας δώσει ακόμη και
άλλα αριστουργήματα. Η δική του επιτυχία είναι
επιτυχία ολόκληρου του πνευματικού Ελληνισμού
της διασποράς.
Κώστας Δουρίδας
|
Αχ! Νάξερα... 'Ενα
κυνήγι για το "Χρυσόμαλλο Δέρας" στη μυθική χώρα που δύει ο
ήλιος, εκεί που κατοικούν οι Δυτικοί, έμοιαζε όλη η ζωή του
Γερασιμάκη.
Μία περιπέτεια στα σπλάχνα της γης, μένοντας για 12 χρόνια
στο βασίλειο του Ποσειδώνα, 8 χρόνια σε χώρες εξωτικές,
μαγεμένος από Καλυψώς και Κίρκες.
Πολεμώντας τα στοιχειά της φύσης, τους μαγεμένους,
ακίνητους γραφειοκράτες, να αντιστέκεται στα γυναικεία βότανα
και μάγια, και να απολαμβάνει τη γυμνή αγάπη της θάλασσας, που
ζηλόφθονα τον αιχμαλώτισε για 12 ολόκληρα χρόνια,
Γυναίκα έκλεψε την αγάπη της. Στο θυμό της, τα κύματά της,
χτυπούν τον άπιστο. Κι' όταν έφτασε στη χώρα που θα έβρισκε το
"Χρυσόμαλλο Δέρας" είχε ζήσει στον κάτω κι επάνω κόσμο μια
Οδύσσεια 20 χρόνων.
Στην μοναξιά της ξενιτιάς, κοίταζε στη θάλασσα την ελπίδα
του γυρισμού, την ελπίδα της λευτεριάς του, μιας ελπίδας που
σαν σύννεφο χανόταν και ξεθώριαζε απ' την ορμή του ποτισμένου
από την νοσταλγία αέρα.
| |
Κριτικές της επιτροπής:
Γιάννης Μουγογιάννης
Κριτικός Λογοτεχνίας
"Αχ! Νάξερα..." --- Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Το βιβλίο αυτό του Γαβριήλ Παναγιωσούλη με τίτλο "Αχ! Νάξερα..." το προτείνω ανεπιφύλακτα για Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ στο Διαγωνισμό σας.
Πρόκειται για ένα βιβλίο καλογραμμένο και συγχρόνου ύφους, που προκαλεί το αμέριστο ενδιαφέρον του αναγνώστη, με την πλοκή των αληθινών και μυθοπλαστικών στοιχείων που το συγκροτούν, τον πυκνό και γλαφυρό λόγο και την αφτιασίδωτη διατύπωσή του.
Οι περιπλανήσεις του Γερασιμάκη στις θάλασσες και στις στεριές αναβιώνουν εναργέστατα την περιπέτεια του ανθρώπου και διεγείρουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Κείμενο που διαθέτει όλες τις αρετές ενός ικανοποιητικού πεζογραφήματος που αξίζει να βραβευθεί.
Θανάσης Χρήστου
Καθηγητής Πανεπιστημίου
"Αχ! Νάξερα..." --- Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Ο συγγραφέας έχει πένα δυνατή, η οποία κινείται με άνεση από το λυρισμό και τη συγκίνηση μέχρι τον έντονο προβληματισμό και την αναζήτηση λύσεων στα αδιέξοδα της ζωής.
Θεματικός άξονας του βιβλίου είναι το "Αμερικανικό όνειρο" και κεντρικός ήρωάς του ο Γερασιμάκης από την Κεφαλονιά, ο οποίος σε τρυφερή ηλικία μεταναστεύει παράνομα στην Αμερική.
Εκεί βρίσκεται παγιδευμένος μέσα στη μοναξιά, το φόβο και την άγνοια, "χωρίς εφόδια, χωρίς μόρφωση, μόνο με τα γυμνά μπράτσα του, ώστε να κατορθώσει να πιάσει το "Αμερικανικό όνειρο", σαν ένας καινούριος Ηρακλής".
Το "γεμάτο περιπέτεια και συναρπαστικό άγνωστο" θα αποδειχθεί τελικά ο τόπος μιας σκληρής δοκιμασίας και μιας σειράς αδιάλειπτων συμβιβασμών. Εκεί ο Γερασιμάκης θα γίνει ναυτικός, χωρίς να το έχει θελήσει, και θα παλέψει για δώδεκα χρόνια με τα στοιχεία της φύσης και τους ανθρώπους, ώσπου να φθάσει στην "Ιθάκη" του και στην ολοκλήρωση του ονείρου του.
Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης σκιαγραφεί τον ήρωά του από τα πρώτα βήματα στη γενέτειρά του, ένα ορεινό χωριό της Κεφαλονιάς, μέχρι το τέρμα της οδύσσειάς του στην Αμερική. Στην πορεία αυτήν ιχνηλατεί γεγονότα, ζωντανεύει με ρεαλισμό χαρακτήρες, διατυπώνει σκέψεις και απόψεις, διεισδύει σε βάθος στην ψυχολογία του μετανάστη και ανατέμνει το "αμερικανικό όνειρο" που μοιάζει με "ουτοπία δονκιχοτικής φαντασίας".
Το τέλος της ιστορίας είναι αίσιο, αλλά ο απολογισμός πικρός. Το μήνυμα όμως του βιβλίου είναι αισιόδοξο, γιατί ο Γερασιμάκης στο πολυτάραχο ταξίδι του είχε πυξίδα την αγάπη του για την Ελλάδα, η οποία όχι μονο έμεινε ανεξίτηλη, αλλά μεγάλωσε και αγκάλιασε όλη την οικουμένη.
Το έργο του Γαβριήλ Παναγιωσούλη συνιστά μια αξιόλογη προσπάθεια αυτοπροσωπογραφίας.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2003
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "Β.
ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ"
Πληροφορίες: Ντίνα
Νικολοπούλου
τηλ. 210 - 3609126 / 210- 3607725
mailto: bkyriakid@otenet.gr
Ο συγγραφέας με τον εκδότη
Σωτήρη Νικολόπουλο
|
Ο εκδότης Σωτήρης Νικολόπουλος, ο συγγραφέας
Γαβριήλ Παναγιωσούλης και ο ιδρυτής του βραβείου κ. Παναγιώτης Τρανούλης
| |
|
Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης γεννήθηκε στην Πύλαρο Κεφαλονιάς το 1933.
Μεγάλωσε στην κοινωνία της παγκοσμιότητας, έζησε στη θάλασσα ναυτικός 12 χρόνια, στη Γουατεμάλα, Κεντρική Αμερική 8 χρόνια, και από το 1970 ζει μόνιμα με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη Η.Π.Α.
Έχει γράψει πέντε βιβλία στα ελληνικά και ένα μεταφρασμένο στα αγγλικά με τίτλο: "THE UPROOTED", που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.
Το μυθιστόρημά του με τον τίτλο "Αχ! Νάξερα..." που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο "Β. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ" (Αθήνα), τιμήθηκε με το Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2003 από την "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΝΟΥΛΗΣ".
’ρθρα του με θέμα τα προβλήματα της Ομογένειας, αλλά και επιστολές του, δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες, εντός και εκτός Ελλάδας.
Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων (Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.) και αποσπάσματα από έργα του περιλαμβάνονται στα δύο συλλογικά βιβλία που κυκλοφόρησαν από την Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.
Πρόσφατα τον παρουσίασε η ΝΕΤ στα πλαίσια της ενημερωτικής σειράς "Δεύτερη Πατρίδα", στο επεισόδιο "ΕΛΛΗΝΕΣ και ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ", που σκηνοθέτησε ο ταλαντούχος κ. Τάσος Ρηγόπουλος.
Επισκέπτεται τακτικά την Ελλάδα και ιδιαίτερα το χωριό του στην Κεφαλονιά.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΙΔΡΥΤΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΡΑΝΟΥΛΗ
Ο Παναγιώτης Τρανούλης, καταξιωμένος λογοτέχνης και ο ίδιος, γεννήθηκε στο Αίγιο από πολύ φτωχή οικογένεια. Ορφάνεψε από πατέρα στα εφτά του χρόνια και το γεγονός αυτό σημάδεψε ανεξίτηλα την παιδική ηλικία του. Πέρα από το συναισθηματικό κόστος μιας τέτοιας απώλειας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εσπευσμένα το σχολείο για να δουλέψει, ώστε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, που απαριθμούσε εφτά παιδιά και τη μητέρα του.
Αλλά η θέλησή του για μάθηση και η φλόγα που ένιωθε να σιγοκαίει μέσα του για γνώση δεν τον άφηναν να ησυχάσει και να αφεθεί έρμαιο της σκληρής μοίρας του. Έτσι, παρά τις αντίξοες οικογενειακές συνθήκες, με ζήλο, με υπομονή, αλλά κυρίως με πείσμα και επιμονή, πάλεψε και έκανε το όνειρο του πραγματικότητα. Έμαθε γράμματα μόνος του και μπόρεσε έτσι να βρει τη δική του, προσωπική δικαίωση στις πνευματικές αγωνίες και αναζητήσεις του, μέσα από την Πεζογραφία, που έμελλε να αποτελέσει το δικό του διέξοδο και γι' αυτό την περιέβαλε με ιδιαίτερη αγάπη.
Έτσι, αν και πετυχημένος πλέον επιχειρηματίας, ο βιοπορισμός έπαψε να αποτελεί την πρώτη έγνοια του, δεν λησμόνησε τη Λογοτεχνία και αγκάλιασε με αγάπη τους δημιουργούς της.
Θέλοντας μάλιστα να συνεισφέρει ενεργά ίδρυσε το 1984 την "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΡΑΝΟΥΛΗ" και θεσμοθέτησε βραβείο Μυθιστορήματος με οικονομικό έπαθλο 30.000 ευρώ, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τους Έλληνες κυρίως συγγραφείς.
Έργα του:
"Το Κερατοχώρι" (1973)
"Για μια ρόγα σταφύλι" (1980)
"Από το Καμίνι στη φυλακή" (1981)
"Κρυβιέται" (1989)
Το 1993 τα βιβλία του: "Το Κερατοχώρι", "Για μια ρόγα σταφύλι", "Από το Καμίνι στη φυλακή" μεταφράστηκαν στα ρώσικα από τον Εκδοτικό Οίκο "Ράντουκα" της Μόσχας.
Το 2001 το βιβλίο του "Το Κερατοχώρι" μεταφράστηκε στα Ουγγαρέζικα από το εκεί Πανεπιστήμιο.
Ο Παναγιώτης Τρανούλης ζει σήμερα μαζί με τη γυναίκα του, τους δύο γιους του, ένα γιατρό και ένα αρχιτέκτονα, τις δύο νύφες του, επιστήμονες και αυτές, και τα τέσσερα εγγόνια του, στην Παλαιά Πεντέλη.
| |
|
|
'Αλλη μια τιμητική διάκριση
για το βραβευμένο συγγραφέα
της Ομογένειας Γαβριήλ Παναγιωσούλη:
της Ντίνας Νικολοπούλου
Υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων Εκδοτικός οίκος "Β. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ"
Από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού "Ν. Καββαδίας".
Τιμητικό έπαινο απέσπασε το διήγημα "Ο Καθρέφτης και η Ομίχλη" του ήδη βραβευμένου με το Α΄ Λογοτεχνικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2003 από την Πνευματική Εστία "Π. Τρανούλη",
για το μυθιστόρημά του "Αχ! Νάξερα...",
ομογενούς συγγραφέα Γαβριήλ Παναγιωσούλη.
Η τελετή θα γίνει παρουσία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας κ. Γιώργου Πασχαλίδη
και του Προέδρου του ΟΛΠ ΑΕ κ. Σωτήρη Θεοφάνη,
την Τετάρτη στις 18 Φεβρουαρίου στις 20.00 μ.μ., στην Πέτρινη Αποθήκη ΟΛΠ.
Θα ακολουθήσει συναυλία, όπου ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και ο Χρήστος Θηβαίος θα ερμηνεύσουν ποιήματα του Ν. Καββαδία, παρασύροντας τους καλεσμένους σε ένα "θαλασσινό ταξίδι", όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην πρόσκληση.
Ντίνα Νικολοπούλου
| |
|
Εισαγωγές ένδεκα διηγημάτων,
(short stories) με το λογοτεχνικό έπαινο "Νίκος Καββαδίας" βραβευθέντος βιβλίο του Γαβριήλ Παναγιωσούλη
"Ο Καθρέφτης και η Ομίχλη" από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, 2004.
Εκδοθέν στην Αθήνα από εκδόσεις Β. Κυριακίδη Σόλωνος 96 5ος όροφος
Αθήνα 106 80, Ιανουάριος 2005. Τηλ. 210-36.09.126 bkyriakid@otenet.gr
Ο Καθρέφτης και η Ομίχλη
Το ποτάμι της ζωής σου από τη γέννησή του,
ως ότου χαθεί στην αγκαλιά της θάλασσας,
ρέει μέσα σ' ένα μαγικό καθρέφτη.
Αν θες να μάθεις το μέλλον σου,
δεν έχεις παρά να κοιτάξεις
Τον καθρέφτη...B
Στη φωλιά των Γερακιών
Χωρίς να το θέλεις, αφήνεις τον εαυτόν σου
να πέσει σε μια καλοστημένη παγίδα,
όπου σε χρησιμοποιούν σαν πιόνι σκακιέρας.
Τότε η συνείδησή σου επαναστατεί,
αλλά δεν μπορείς ν' αντιδράσεις,
γιατί όταν το καταλαβαίνεις, είναι πλέον αργά...
Το Κεντρί
Η γυναικεία αγκαλιά είναι γλυκιά σαν μέλι.
μοιάζει με τη μέλισσα, που
αφού σου ρίξει το κεντρί της, πεθαίνει...
Το Αγκίστρωμα
Η ζωή του Έλληνα ναυτικού των ποντοπόρων πλοίων στα
λιμάνια της Διασποράς είναι γεμάτα απρόοπτα γεγονότα.
Ο Γιώργος, Ανθυποπλοίαρχος του πλοίου "ΑΝΑΪΔ",
προσπαθώντας να ξεφύγει από την εμπορία του σεξ, να βγει
από τη λάσπη των καταγωγίων του αγοραίου έρωτα, εκεί
όπου συχνάζουν ναυτικοί, αγκιστρώνεται στην αγκαλιά
μιας γυναίκας, η οποία έχασε την αγκαλιά του κήρυκα του
Ευαγγελίου και αυτή η άδεια αγκαλιά, αντικαταστήθηκε
από τη συμβουλή της μάνας για να πιαστεί ο ναυτικός στο
δίχτυ μιας φαταλιστικής περιπέτειας.
Ο Κλέφτης
Στο Ελληνικό πλοίο "ΣΟΝΙΚΣ" που φόρτωνε σακιά με
Πράσινο ωμό καφέ στο λιμάνι του Μπάριος Κεντρικής
Αμερικής, έγινε μια κλοπή. Παρ' όλες τις ανακρίσεις της
αστυνομίας, ο κλέφτης δεν πιάστηκε. Τα κλοπιμαία όμως
τα έκλεψε από τον κλέφτη, άλλος κλέφτης μιας
καλοστημένης παγίδας...
Το Εύρημα
Τα σκουπίδια έγιναν θησαυρός στα μάτια του.
Ο ναυτικός θεωρήθηκε κλέφτης που ήρθε
από άλλη γη...
Οι Πιγκουΐνοι
Μια σταγόνα αιωνιότητας έσταξε
από τον ουρανό.
Οι Πιγκουΐνοι την μετρούν.
Εγώ προσπαθώ να την αιχμαλωτίσω...
Νανουρίσματα
Η θαλπωρή της αχυρένιας φάτνης
στη ροή της ζωής,
μια συντροφιά στο ποτάμι του χρόνου...
Το Λυχνάρι
Στο στερέωμα λάμπει ο ήλιος,
στης νύχτας τη σιγαλιά τρεμοσβήνει
το φως του λύχνου.
Και τα δυο μου χαρίζουν το μοναδικό σύντροφο
της ζωής μου...
Μια μέρα στην Κόλαση
Ο κρίκος έσπασε, η αλυσίδα της σκλαβιάς κόπηκε
σ' ένα χείμαρρο ελευθερίας πνεύματος και σώματος,
ζητώντας τη λύτρωση...
Ο Αρχιτέκτων
Διαμαρτύρομαι για την αδυναμία του πνεύματος,
διαμαρτύρομαι για την βασανιστική κατάσταση
του να υπάρχεις σωματικά σε μια καινούρια κοινωνία ξένη
και ψυχικά στον τόπο που γεννήθηκες
κι ας έχει αυτός αλλάξει.
Ζητώ την τιθάσευση της άγριας νοσταλγίας μου.
Ζητώ να πάψω να είμαι ο αιώνιος ξένος
σε κάθε γωνιά της Γης.
Ζητώ την ελευθερία του πνεύματος,
ζητώ να αισθάνομαι πολίτης του κόσμου
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (ποιήμα)
Πλέω στο ποτάμι του χρόνου,
ψάχνοντας να βρω,
την αληθινή αγάπη.
Αυτή που δεν πουλιέται.
Περνώ στην απέναντι όχθη,
βρίσκω τον αέρα π' αναπνέω,
το φως του ήλιου
το γαλάζιο τ' ουρανού,
αυτά που δεν πουλιόνται.
Στην απλότητα του τοπίου,
στην παρθενία της ζούγκλας,
στο φιλί μιας γυναίκας βρίσκω
την αληθινή αγάπη,
Αυτή που δεν πουλιέται.
Πλέω στο ποτάμι του χρόνου
το ρεύμα της φθοράς
συμπαρασύρει την αληθινή αγάπη,
Αυτή που δεν πουλιέται.
|
|
|
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Τρία ποιήματα
Η ΜΝΗΜΗ
Γράφω,
γιατί η μνήμη είναι,
καθεαυτό δική μου,
που καταλήγει σε θάνατο υποχρεωτικό.
Οι ιστορίες μου,
της ζωής αθάνατα παιδιά.
Δεν πρέπει να φύγουνε μαζί μου.
Πεθαίνοντας εγώ,
θα μείνουνε εκείνες αθάνατες...
Γραμμένες στις μνήμες όλου του κόσμου.
ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ
Απ' το Ιερό φυτό των Μάγια,
το λευκό και κίτρινο καλαμπόκι,
δειλά ξεφύτρωσε,
το μπουμπούκι της αγάπης.
Καράβι αγγυροβόλησε,
μπρος το κλειστό μπουμπούκι,
ο ναυτικός το μύρισε
κι άνθισε λουλούδι.
|
Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
Μες το λαβύρινθο του πάθους
ρέει το ποτάμι της ψυχής
εκεί που πνίγεται η ύλη
εκεί που πεθαίνει η λογική.
Μες το λαβύρινθο της σκέψης,
υπάρχει η σκάλα τ' ουρανού,
χιλιάδες μάτια την κοιτάζουν,
αποτελέσματα του νου.
Μες το λαβύρινθο του πάθους,
λάσπη, μπουμπούκια λουλουδιών,
ανθρώπινες ζωές, μαγικές νύχτες,
αγάπες που εκλιπαρούν.
Μες το λαβύρινθο της σκέψης,
στα μονοπάτια της ζωής,
τυφλός οδηγός με οδηγεί,
στην άβυσσο της μοναξιάς.
|
|
Τα βιβλία του συγγραφέα στο διαδίκτυο |
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
> > Συγγραφέας
Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης γεννήθηκε στην Πύλαρο Κεφαλονιάς το 1933. Μεγάλωσε στην
κοινωνία της παγκοσμιότητας, έζησε στη θάλασσα ναυτικός 12 χρόνια, στη Γουατεμάλα, Κεντρική
Αμερική 8 χρόνια, και από το 1970 ζει μόνιμα με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη Η.Π.Α. Έχει γράψει
πέντε βιβλία στα ελληνικά και ένα μεταφρασμένο στα αγγλικά με τίτλο: "The uprooted", που σημείωσαν
μεγάλη επιτυχία. Το μυθιστόρημά του με τον τίτλο "Αχ! Νά ξερα..." που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο
"Β. Κυριακίδης" (Αθήνα), τιμήθημε με το Α' Λογοτεχνικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2003 από την Πνευματική
Εστία "Παναγιώτης Τρανούλης". ’ρθρα του με θέμα τα προβλήματα της Ομογένειας, αλλά και επιστολές
του, δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες, εντός και εκτός Ελλάδας. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής
Πρωτοβουλίας για την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων (Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.) και
αποσπάσματα από έργα του περιλαμβάνονται στα δύο συλλογικά βιβλία που κυκλοφόρησαν από
την Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. Επισκέπτεται τακτικά την Ελλάδα και ιδιαίτερα το χωριό του στην Κεφαλονιά.
|
|
|
ΑΠΕ, Τορόντο 7-12-2004
Μιά νέα σελίδα πολιτισμού άνοιξε για τον Ελληνισμό του Τορόντο καθώς την Κυριακή μέσα σε πλήθος κόσμου εγκαινιάσθηκε η νέα πτέρυγα ελληνικού βιβλίου Ελευθερουδάκη στο καναδικό κατάστημα Chapters, στην καρδιά της καναδικής μεγαλόπολης. Ενα χρόνο μετά το επιτυχημένο εγχείρημα του Μόντρεαλ η μεγάλη καναδική αλυσίδα βιβλιοπωλείων άνοιξε την αγκαλιά της στα ελληνικά βιβλία σε μια λαμπρή τελετή όπου παραβρέθηκαν οι ιδιοκτήτριες του γνωστού ελληνικού βιβλιοπωλείου Σοφίκα και Μαρίνα Ελευθερουδάκη καθώς και διευθυντικά στελέχη του Chapters, μεταξύ των οποίων η ιδιοκτήτρια Χέδερ Ρίσμαν.
.chapters.indigo.ca - Store Locations & Events |
|
|
|
|