Για να μην ξεχνούμε τους παλιούς και να τους μιμούνται οι νέοι
Αφιέρωμα στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944, στους αγωνιστές και στους ποιητές.
Από το Βάιο Φασούλα
Πέρασαν εξήντα πέντε χρόνια από την
Ιστορική Ίδρυση του ΕΑΜ και η 27η Σεπτεμβρίου 1941, αναμφιβόλως αποτελεί μια
από τις πιο σημαντικότερες ιστορικές σελίδες της Ελλάδας και μια υπέρτατη
ανάταση της ελληνικής ψυχής. Η 27η Σεπτεμβρίου 194, για τη σκλαβωμένη Ελλάδα
ήταν η ημέρα της Ίδρυσης του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου»- ΕΑΜ.
Οι Έλληνες Πολίτες, πέρα και πάνω από διεφθαρμένες
κομματικές πολιτικές του καιρού μας, μίση και πάθια, οφείλουν αειθαλή
σεβασμό και ευγνωμοσύνη στον εθνικό γίγαντα του Ε.Α.Μ. και στον ένοπλο αγώνα
κατά των φασιστών καταχτητών, που οι Έλληνες διεξήγαγαν μέσα από τις τάξεις
του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) καθώς και άλλων
αντιστασιακών οργανώσεων. Φάρος, η Εθνική Αντίσταση, που για ενέργειά του
είχε τον αγώνα και το αίμα των Ελλήνων πατριωτών? φάρος που τύφλωσε τους
ξένους κακούργους και τους ντόπιους συνεργάτες τους και αποτέλεσε Παγκόσμιο
σημείο αναφοράς έναντι στις βάρβαρες ορδές των ονάγρων.
Δε θα επεκταθούμε περισσότερο και τούτο διότι
αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης ήταν και οι τότε ποιητές, λογοτέχνες,
θεατρολόγοι και λοιποί καλλιτέχνες, (εξού και η αναφοράς τής αφιέρωσης και
στο όνομά τους), που με το δικό τους τρόπο, έδωσαν τον αγώνα τους γράφοντας
στα αβάκιά τους λαμπρές σελίδες ιστορίας για να θυμούνται και να μιμούνται
οι μεταγενέστεροι Πολίτες, με πρώτους τους σημερινούς υπηρέτες του Λόγου ...
Διαβάζοντας την Ποιητική Συλλογή της Έλλης Αλεξίου,
στην οποία συμμετέχουν δεκάδες συγγραφείς:«ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1941-1944 Τόμος ΙΙ», θα δώσουμε το λόγο σ' αυτούς με την
παράθεση ορισμένων αποσπασμάτων τιμώντας στο ελάχιστο και τη μνήμη των
ποιητών, εκείνων που έφυγαν.
Κλείνοντας το εισαγωγικό μας σημείωμα με το ταπεινό
μας, ΖΗΤΩ προς όλους τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και την ευχή να
μείνει όχι μόνο στις καρδιές μας αλλά και να μας εμπνέει με πατριωτικά
αγαθά, με αισθήματα αγωνιστικότητας, αξιοπρέπειας και περηφάνιας που να
μπορούμε, εμείς οι νεότεροι και λεύτεροι άνθρωποι, και προπαντός εκείνοι που
θέλουν να λέγονται ποιητές και διεκδικητές του λόγου και της τέχνης, να
μιμούνται τους προγόνους τους και να καυτηριάζουν τα κακώς κείμενα των
καιρών μας, που εξαφανίζουν τις αξίες και τα οράματα.
Εν κατακλείδι, όπως γράψαμε κι άλλες φορές, τα
ανεξίτηλα αχνάρια της Εθνικής Αντίστασης είναι εδώ και περιμένουν χρόνια τη
δικαίωση και την αναγνώρισή τους, όχι τη μερική αλλά την πανελλαδική. Και
δεν είναι λίγοι οι ήρωες που θυσιάστηκαν για τον τόπο μας, που τιμωρήθηκαν
σκληρά από δεξιούς και αριστερούς της εποχής κατά τους χειρότερους τρόπους.
Η πολιτεία οφείλει να κάνει μεγάλα και πρακτικά βήματα. Αγωνιστές της
Εθνικής Αντίστασης, όπως και ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ ’ρης Βελουχιώτης,
περιμένουν τη δικαίωσή τους.
Τέλος ευελπιστούμε στην ευαισθησία των ΜΜΕ και των
απανταχού ιστοσελίδων, αυτό το αφιέρωμα να δει το φως της δημοσιότητας. Β.
Φ.
* * *
Από την «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
1941-1944 Τόμος Ι Ι» που η αξιέπαινη παρουσίαση των κειμένων της τιμά τον
Ελληνικό λαό στο έπακρο, διαβάζουμε αποσπάσματα από το Μάρκο Αυγέρη και τα
μεταφέρουμε αυθεντικά:
«Αντί προλόγου: Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΝΕΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ 25 χρόνια από την εμφάνιση στη
ζωή του τόπου μας της εθνική αντίστασης κι ή ηθική ακτινοβολία καί ή δόξα
της μένει ζωντανή πάντα στη συνείδηση του λαού. Το καταπληκτικό αυτό
απελευθερωτικό κίνημα έφερε μια νέα τροπή στην εθνική μας ζωή κι ή δράση του
με τ' αποτελέσματά της ήταν για την ιστορία μας αποφασιστική. Ή αντίσταση
βοήθησε να δημιουργηθεί μια νέα εθνική συνείδηση, με νέους πολιτικούς καί
κοινωνικούς προσανατολισμούς, που την ενέργεια τους τη βλέπουμε από τότε να
φανερώνεται στην πολιτική μας ζωή έντονα κι αδιάκοπα καί θα φανερώνεται με
ολοένα αυξανόμενη δύναμη στο μέλλον. Εξύψωσε τις κοινωνικές καί πολιτικές
αντιλήψεις του λάου καί ενέργησε σα μια πλατιά διαφωτιστική δύναμη,
απαράβλητη με κάθε άλλη. Τα ιδανικά ζωής, πού πρόβαλε στο λαό ή αντίσταση,
εκφράζανε τις ανάγκες του κι ανταποκρίνονταν στους ενδόμυχους πόθους του. Δέ
στάθηκε μόνο μια έκφραση της πάλης ενάντια στους ξένους καταχτητές, παρά καί
μια μεγάλη παιδαγωγική για το λαό, βοήθησε να συλλάβει ένα ιδανικό
τελειότερης καί δικαιότερης ζωής, πού γέννησε μέσα του την έφεση ν' αλλάξει
τις σημερινές συνθήκες. Οι αμέτρητες εαμικές οργανώσεις, όπως ξαπλώθηκαν με
αστραπιαία γρηγοράδα σ' όλη τη χώρα, έδειξαν πώς έφερναν μαζί τους κάποιες
νέες εθνικές αξίες καί κάποια κοινωνικά καί πολιτικά αιτήματα, πού ήταν για
το λαό αναγκαία σαν το ψωμί. Οι αντιστασιακές οργανώσεις στάθηκαν ένα μεγάλο
σχολειό για το λαό.
Στό βουνό καί στην ύπαιθρο, ό λαός οργάνωσε ένα δικό
του λαϊκό κράτος καί μια διοίκηση με τέτοια ευνομία καί δικαιοσύνη, πού
παρόμοια της δε γνώρισε ποτέ. Όλη ή οργάνωση της αντίστασης με τους τρόπους
της ομαδικής ζωής καί την ομοψυχία της, άφησαν βαθιά τη σφραγίδα τους στην
ψυχή του λάου. Ή αντιστασιακή εποχή θα μείνει αλησμόνητη στη ζωή των βουνών
καί της υπαίθρου, σαν μια εποχή όχι μόνο ηρωική, παρά κι ανώτερου κοινωνικού
βίου, μ' όλες τις στερήσεις της...
Θα θυμούνται βέβαια πολλοί τη μεγάλη διαδήλωση των
νέων στους δρόμους της Αθήνας, όταν θέλησαν να διαμαρτυρηθούν για την
παρουσία καί δράση των βουλγάρων φασιστών στη Μακεδονία· οί χιτλερικοί τότε
αντίκρισαν αυτή τη διαδήλωση με τα τάνκς, τόσο ήταν ορμητική κι επιθετική·
εκεί, σε μια πράξη τυφλής παραφοράς, έδωσε τη ζωή της ή μικρή Σοφίκα, από το
Περιστέρι, ένα κοριτσάκι πού ήταν 18 χρονώ· όταν ή διαδήλωση έφτασε στη
μεγαλύτερη της ένταση καί στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου, κοντά στην
Όμόνοια, άρχισαν οί πολυβολισμοί των χιτλερικών, ή μικρή Σοφίκα στην έξαψη
καί στην αγανάκτηση της καβάλησε ένα από τα θωρακισμένα μεγαθήρια καί πέθανε
χτυπώντας με το γοβάκι της στο πρόσωπο το γερμανό, πού τ' όδηγούσε· ποιος
μυθικός θρύλος μπορεί να ξεπεράσει τέτοιες πράξεις; Ή νεότητα αυτή ήταν
μεθυσμένη- απάνω στην αποκοτιά της προκαλούσε καί παράβγαινε με τον ίδιο το
θάνατο...
Μα ήταν το πεπρωμένο τους οί περισσότεροι άπ' αυτούς
τους νέους να εξοντωθούν τελικά, όχι από τον ξένο εχθρό παρά από τη ντόπια
αντίδραση. Που είσαι, καημένε Κοτζιούλια, να πεις το τραγούδι τους:
«Πώς του Εικοσιένα λέω, άνάδωσαν οί φύτρες, /
ζωντάνεψε ή αρχαία μ' εσάς ή κλεφτουριά
καί τώρα πού χαθήκατε, α, μοιρολογήτρες - κι οί πέτρες
θα σας κλαιν, του αντάρτικου κοντριά ...»
Να θυμηθεί κανείς την εποχή της αντίστασης καί να την
συγκρίνει με τη σημερινή καταισχύνη, θα τον κυριέψει αίσθημα πικρής
νοσταλγίας ήταν μια εποχή εθνικής ανάτασης κι Ιδανικής εθνικής ζωής- κι ας
ήταν κατοχή. Ό λαός περίμενε να βγει κάτι μεγάλο απ' αυτούς τους αγώνες του·
ή αντίδραση με τη βοήθεια των ξένων θριάμβεψε κι οί ελπίδες του βγήκαν
γελασμένες· δεν έγινε καμιά αλλαγή, κι όλα πήγαν στο χειρότερο. Μα οί θυσίες
ποτέ δεν πάνε χαμένες. Του λαού το αίμα είναι σαν τα δόντια του μυθικού
δράκου· όπου θα σπαρθεί, από κάθε σταγόνα του θα γεννιούνται γίγαντες.
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ.
Από τον Π. Χρονόπουλο (Σουδενά Καλαβρύτων) διαβάζουμε το:
« Σ Φ Α Γ Η »
«Ήταν Δεκέμβρης δεκατρείς, Δευτέρα ημέρα. / Ύφανε ή νύχτα τής ομίχλης
πέπλα καί, πριν φύγει,
σκέπασε τά Καλάβρυτα μέ σάβανο θολό, πηχτό. / Με κρύες γάζες τύλιξε
των σκλάβων τις καρδιές,
πικρή στη γέψη στέγνωσε τη γλώσσα, / της αναπνιάς πλοκάμια, μάργωσε τά
στήθη.
Οι Αλαμάνοι με φιδίσια μάτια θανατά, / με κρύα γκρίζα μάτια στέκονται
φρουροί
και κρατούν της ομίχλη τήν ταφόπετρα, / πού την τρυπούν της εκκλησιάς
οί τρούλλοι
με δυό λευκούς σταυρούς απελπισίας. / Σαν ένα μνήμα απέραντο φαντάζει
ό κάμπος.
Και ξάφνου σαν ολολυγμός, σά θρήνος / της καμπάνας το στόμα αρχίζει ν'
αλαλάζει
βραχνή βουή, στους σκλάβους προσκλητήρι, / κόλασης κάλεσμα στού Χάρου
το τραπέζι
Μέσα στην καταχνιά σαλεύουν τότε / κι αρχίζουνε να τρέχουν τρομαγμένα
ανθρωπινά φαντάσματα, να τρέχουν / άντρες, παιδιά, γυναίκες, νέοι,
γέροι.
Ό ένας στ' αλλουνού τα μάτια φρίκη μόνο, / μόνο τη φρίκη βλέπει καί
διαβάζει.
Μια κουβέρτα κρατούν στον ώμο τους σφιχτά / καί τροφές για ταξίδι -
ποιο ταξίδι; - μιας ημέρας.
Φτάνουν στην πλατεία. Της καταχνιάς τη στάχτη / ρουφούν οί ουρανοί κι
οι σκλάβοι
στης αγωνίας τα σαγόνια παραδέρνουν. / Κι ήρθε ή προσταγή σα
γρυλλισμός θεριού οργισμένου.
Τα παιδιά, δώδεκα χρονών καί κάτου, / με τις γυναίκες να παν προς το
σκολειό
κι οί σερνικοί, παιδιά καί νέοι καί γέροι / προς το νεκροταφείο να
βαδίσουν.
Της υποψίας τα φίδια μπήγουν πιο βαφειά / τα δόντια τους στων σκλάβων
τις καρδιές.
Φριχτή πομπή. Κοντά χίλια λείψανα βαδίζουν / κι ανηφορίζουν
ζωντανά στο γολγοθά τους.
Βουβοί μαζί τους ψάλτες καί παπάδες, / λείψανα ζωντανά κι αυτοί στου
μαρτυρίου το δρόμο.
Στό λόφο ο Γερμανός λοχίας τους μετράει, / όπως ένας χασάπης τα σφαχτά
του.
«θεέ μου, θά μας σκοτώσουν οί κακούργοι»
Τότε ένα βουητό σηκώθη από το πλήθος, / όπως όταν βυθίζεται καράβι
κι ανοίγουν τα νερά του πόντου - ίδιος τάφος- / καί για τους επιβάτες
έλεος δεν υπάρχει,
δεν υπάρχει σωτηρία. / Ο Γερμανός λοχίας τότε ουρλιάζει,
να τους ειπεί, πώς δε Φα τους σκοτώσουν, / αλλά φωτιά στα σπίτια τους
θά βάλουν
κι ή τιμωρία τους θάναι να τα ίδούνε. / Λίγες στιγμές ακόμη κι άπ' την
πόλη
σηκώθηκε ό καπνός άπ' άκρη σ' άκρη. / Οι φλόγες λιμασμένες τρώνε τώρα
τίς κούνιες των μωρών, των γέρων τα κρεβάτια. / Όνειρα καί καϋμοί κι
ελπίδες, όλα στάχτη.
Ξάφνου, πέντε φωτοβολίδες σφεντονίσθηκαν στα ύψη / κι εύτύς από τα
πολυβόλα, γύρω - γύρω,
όχεντρες μύριες, σιδερένιες, έσκισαν σφυρίζοντας, / τον πράο, πρωινόν
αέρα πέρα ως πέρα.
Αόρατο μελίσσι σκλήρισαν κι εσπάραξαν τίς σάρκες / των σκλάβων, τίς
καρδιές, τα σπλάχνα.
Τότ' ένας βόγγος έσηκώθη ούρανοδρόμος, / ασίγαστος ό θρήνος του
αρχαίου χορού
της Μοίρας των ανθρώπων στους αιώνες. / Σκληρά τα «ξανθά χτήνη» του
Βορρά μυρίστηκαν
το αίμα, σαν τίς ύαινες κι εσίμωσαν / τους νεκρούς, πού με γυάλινα τα
μάτια
έβλεπαν τους θλιμμένους ουρανούς. / Καί τότε σα σκυλιά, πού
λυσσασμένα,
μ' άφρη στο στόμα καί μανία δαγκώνουν, / ό, τι βρεθεί μπροστά τους κι
ανασαίνει,
σα θεριά, πού μένουν από το αίμα / καί ξεσκίζουν το θύμα τους κι ας
μην πεινούνε,
έτσι των Ούνων ή καταραμένη φύτρα, / δρασκελώντας τα πτώματα ζητούσε
όποιον ακόμη σάλευε ν' αποτελειώσει.
Καλότυχοι, πού κλείσανε τα μάτια καί δεν είδαν, / δεν άκουσαν τους
θρήνους, τίς φωνές, το κλάμα,
πού τράνταζε τους τοίχους του σκολείου / από τίς αδερφές, τίς κόρες,
τίς μανάδες,
ίς γερόντισσες, τ' ανήλικα, τα βρέφη, / πού τίς έκλεισαν μέσα καί
κατόπι
εβάλανε φωτιά για να τίς κάψουν. / Ω σεις, πού για πολιτισμό μιλάτε κι
ανθρωπιά,
το πρόσωπό σας κρύψετε σκυμμένοι / από ντροπή, μπροστά σε τούτο το
σκολειό.
πού φλόγες πυρπολούν καί περιζώνουν! / Τί κι αν ευρέθηκε σε τρεις
χιλιάδες ένας
καί τους άνοιξε την πόρτα να σωθούνε; / Καμμένο το σκολειό καί
γκρεμισμένο,
με τα παράθυρα του -κούφια μάτια� / καί την πόρτα - στόμα του ανοιχτό
�
πέτρινο κρανίο της Παιδείας μας εμπαίζει, / αναγελάει, σαρκάζει τις
κουλτούρες.
Σά μια στάνη πού σκούζοντας σκοντάφτει / καί τρέχει απ' του θεριού
τα δόντια να γλυτώσει,
έτσι το φρενιασμένο γυναικόπαιδα σκορπίστη, / του μακελλάρη να ξεφύγει
το μαχαίρι.
Κι ήρθε ή νύχτα ζοφερή, νύχτα Δεκέμβρη, / κι έσκυψε τό δικό της
σάβανο ν' απλώσει
πάν' από ζωντανούς καί, πεταμένους. / Οι νεκροί καινούργια αυγή δεν
περιμένουν,
μ' αυτοί πού ζουν, μ' ορθάνοιχτα τα μάτια, / κείνη προσμένουν, να
σηκώσει την αυλαία,
το τρομερό σφαγείο ν' άντικρύσουν. / Τίποτες οι νεκροί πια δε ζητάνε,
μόνο τα χέρια μάννας, αδελφής, γυναίκας, / να τους κρύψουν μονάχα από
τ' αγρίμια,
τίς αλεπούδες, τα σκυλιά καί τα κοράκια. / Κι ήρθε το φως της μέρας,
πού σκορπάει
τους απονύχτερους τρόμους, τα τελώνια... / Μα τούτη ή μέρα τι πάει να
ξεσκεπάσει;
Θεέ μου! σ' αυτά τα στήθη, πούδωσαν το γάλα / στα σκοτωμένα τους
παιδιά, πού θ' άντικρύσουν,
βάλε μια πέτρα για καρδιά σ' αυτές τίς ώρες! / Στίς νιές γυναίκες, πού
θα σκύψουν να φιλήσουν
τους άντρες τους λείψανα κρύα, ματωμένα, / Στίς αδελφές, στις
θυγατέρες, στα παιδάκια,
το φίλτρο της υπομονής, το θάρρος χάρισε τους / Δεν έρχονται στο
γολγοθά σα μυροφόρες,
αρώματα δε φέρνουν, καθαρά σεντόνια δε γυρεύουν, / λίγο νερό να πιονν,
για να μπορούν να κλαίνε,
λίγο νερό, να νίψουνε τα πρόσωπα μονάχα / των σκοτωμένων, δεν υπάρχουν
πληγωμένοι,
Τρέμουν τα γόνατα τους, θεέ μου, καί τα χέρια. / Στά ματωμένα χώματα
τα πόδια τους γλιστράνε.
Πώς ·θά σηκώσουν τους νεκρούς μες στίς απλάδες / πώς στο νεκροταφείο
θά τους πάνε ;
Τους τάφους πώς θα σκάψουνε με νύχια ματωμένα; / Είναι τα σπίτια
καψάλα, τίποτε πια δε μένει·
στάχτες μονάχα καί καπνοί κι οι θύμησες μαυρίλα. / Θαν' όλα μαύρες
θύμησες, μόνο θά ξεχωρίζει
μια αυγή π' άσπρισε ό βωμός με μια πασπάλα χιόνι κι όλη ή πλαγιά λουλούδισε
μ' άλικες παπαρούνες.
Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε... / Το βωμό σταυρός πελώριος σημαδεύει.
Μα δίπλ' απ' το βωμό μέρες καί νύχτες, στα χιόνια, / στίς βροχές καί
στα λιοπύρια,
γονατισμένη ή Μοίρα των ανθρώπων / προσεύχεται στη λέαινα την Ειρήνη,
λυτρωτής ποθητός νάρθει κι οδηγήτρα.
Από τον Απόστολο Σπήλιο (Λαμία) διαβάζουμε:
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΕΑΜ
Η γριά ή βαβά μ' - καλά υστερνά / -ταϊρνά ταΐρνά,
σβούρα τ' αδράχτι στριφουϊρνά - / ή βάβω, γριούλα, ή άφιντιά τς,
πήγε μι τ' ρόκα στήν αγκαλιά τς / κι έκατσι κειά κουντά στ' φουτιά
τς...
Κι τ' άγγουνάκι απ' τη γουνιά / τρίφ' κι στα γόνατα εκεινά:
-Βαβά μ', βαβούλα μ', πέστου πάλι / του παραμύθι δώ στού μαγκάλι
του παραμύθι για τσ' τρεις μιγάλοι. / Κι ή γριά ή βαβά μ' - καλά
υστερνά � του παραμύθι έτσι αρχίνα:
...-Ήταν τα χρόνια τα δεινά / - ταϊρνά, ταϊρνά, / σβούρα τ'
αδράχτι στριφουϊρνά
-πέσαν απάνω μας Δεινά � / δόξα σοι Κύριε των δυνά -...
αχ, πόσες δυνάμες, θιέ μ' / πέσαν με μιας απάνωθε μ' !...
«Γιαβόλ», διαβόλ κί «γκούτ» κί «σι», / πάει κί του τσίπ' ρου, πάει
κί τ' κρασί
πάει κι ή γιλάδ' άπ' το κατώι / κί του παπού σ' πάει του ρουλόϊ .
Κι οι τεσσιροι, κουντέψαν να μας παν / ή τας πιδάκι μ', ή επί
τάν...
ήταν ή μοίρα μας καλή: / Γιρμαναράδις, Ιταλοί,
οι δυο πααίναν σιαμπρουστά / κί πίσου ιρχόνταν, κουνιστά
σα φίλοι, φίλοι � καραφύλι / οι δυο, οι άλλοι μας οιί φίλοι:
’γγλους κί Μπρούκλης αγκαζέ, / χορός, καντρίλλιες κί «σανζέ»...
Σανζέ κί φίλοι - κί τούν ούχτρό σ'... / μπιζέλια πριν, μπιζέλια
τρως,
πείνα κί δίψα κί λουρί / κ' οι πλούσιοι στού κιμέρι φλουρί...
-Γιαγιά, κί πούν' οι τρεις μιγάλοι, / πού θά γιομίσουν το
τσουκάλι;
-Βάστε, πιδί μ' αγάλι αγάλι, / του παραμύθι θέλει προυσουχή
κί θά του πάρου απ' την αρχή:
Τότις στα χρόνια τα Δεινά / πού ζούσαμι στην κατουχή,
άκσώθ' καν τρεις - κι οι τρεις Ρουμιοί, / τρεις ντόπιοι, τρεις ντρέτοι
κι καν καν άλλοι
κί φτιάκανι τσί Τρεις Μιγάλοι:
Ένας του Ε... ου άλλους Α... / -ταϊρνα, ταϊρνα,
σβούρα τ' αδράχτι στριφουϊρνά - / πάρι την πλάκα σ' άγγουνέ,
πάρι την πλάκα κι κουντύλι, / τέκα ν' άνάψου του καντήλι,
να κάνουμι μια προυσευχή / για τσ' ψυχές πόχουν χαθεί...
-Λοιπόν, που μείναμε, νενέ; / -Στού Α... πουμείναμ' άγγουνέ,
του Μί, του τρίτου, στη γραμμή: / ΕΑΜ - ΕΑΜ ! αντιλαλεί
όλ' ή Ελλάδα μια φουνή... / Κι ελεγ' έτούτην ή φουνή:
-Να συναχτούν οί Ταπεινοί, / να δώκουν όλοι μαζύ του χέρι,
τα μάτια κει ψηλά, στ' Αστέρι, / κί να κινήσουν στη γραμμή
κόντρα σε Πείνα, Όχτρό, Θανή...
Το Ε για όλο το μελέτι, / όλο το Έθνος στη γραμμή,
του Α, πιδί μ' για Λιφτιργιά, / του Μί, μέτο)πο κόντρα στο δοβλέτι,
-ξένο κί ντόπιο - σπολλά έτη... / πού μας έτάϊζε μ,' ελιά,
μ' ελιά κί Κώτσου Βασιλιά...
Γράφ' το, άγγονέ, γράφ' το καλά, / δεν ξέρω γράμματα πολλά,
μα γράφ' το έτσι ζουγραφιστό / να το τηρώ, να τ' ασπαστώ...
ΕΑΜ, ΕΑΜ !... σα μεγαλώϊσ' / κι φύγουν όλα τα δεινά
-ταϊρνα, ταϊρνα, / σβούρα τ' αδράχτι στριφουϊρνά...-
μες τσ' πλατέες θά του βλέπ' ς, / να μι θυμάσι πού στο λέω,
-μη μί τηράς τώρα πού κλαίω... - / σε μάρμαρα να ξεφυτρώνει
σαν τώρα του Κολοκοτρώνη !
Και κλείνουμε με το «Επίγραμμα» του ’γγελου Σικελιανού (Λευκάδα):
«Δεν είναι τούτο πάλεμα σέ μαρμαρένια αλώνια
εκεί νά στέκει ο Διγενής καί μπρός νά στέκει ο χάρος
Εδώ σηκώνετ΄ όλ' η γή μέ τους αποθαμένους
και με τόν ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της
Κι απάνω στα δασιά βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μέ μιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες
--χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια--
κι είν' οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες!»
Ευρωπαϊκή Ένωση, Σεπτέμβρης 26 2005
http://www.fasoulas.de
|
The LAND of GODS Since October 1996 Oakville Ontario Canada | | |
|
|
|