'Αγιος Κωνσταντίνος Φθιώτιδας ,
ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Δημήτρης Του Γεωργίου..
Απόστρατος Λιμενικός
|
Αυτοβιογραφικό: Γεννήθηκα στον Μεγαπλάτανος Αταλάντης, στην Φθιώτιδα, σε ένα χωριό γεμάτο φως και χρώματα. Τα ξωκλήσια του, σταθμός στην παιδική ψυχή μου. Όλοι περιμέναμε πότε θα έρθει η μέρα που γιόρταζαν, για να βρεθούμε συγκεντρωμένοι σ΄ αυτόν τον ιερό χώρο. Εκεί οι συναντήσεις είχαν μια γλυκιά μυρωδιά από φλερτ και εικόνες, που νοστίμιζαν τη σκέψη, ακολουθώντας τους χτύπους της καρδιάς. Παιδιά... και μεγάλοι.
Σ΄ αυτό το χωριό, έζησα και μεγάλωσα ως τα δεκαοχτώ μου χρόνια... Χρόνια όμορφα γεμάτα με τη γλύκα της παιδικής αγνότητας. Με τις φίλες και τους φίλους που ζέσταιναν την ματιά μου, καθώς τους άγγιζε. Ήταν υπέροχα αυτά τα χρόνια..! Έκτοτε, αφού υπηρέτησα την πατρίδα, ξενιτεύτηκα για ένα χρόνο και γυρίζοντας κατατάχθηκα στο Λιμενικό Σώμα. Αυτό στάθηκε αφορμή να χαθώ μέσα στον χρόνο, καθώς ήμουνα πότε εδώ πότε εκεί, και να βρίσκομαι συνεχώς μακριά από ότι αγάπησα, τον τόπο μου! Από μικρό, σχεδόν δεκαπεντάχρονο παιδάκι, στα χωράφια, με το μυαλό μου ανήσυχο, έψαχνα να βρω διεξόδους από τα καθημερινά... διεξόδους, που να έχουν και να μην έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι...
Κάποιες στιγμές εκεί έξω, άλλοτε στον ανοιχτό κάμπο, και άλλοτε μες στους λόγγους, στην απόλυτη μοναξιά
μου, χανόμουν σε ατέλειωτες δαιδαλώδης στράτες κι έπλαθα διάφορες ιστορίες... Δεν μου έφτανε όμως αυτό, ήθελα οι ιστορίες μου να έχουν νοστιμιά. Τούτο έγινε, καθώς τους έδωσα και ποιητικό λόγο. Και... έτσι, σιγά, σιγά, άρχισα να στοιχοπλοκώ και να γράφω... έγραφα ακόμα και παραμύθια. Ασίγαστος νους! Κι όσο έπηζε το μυαλό, δεν αρκούμουνα μόνο στο στοίχο και στα παραμύθια. Ξεκίνησα ένα μυθιστόρημα... και το ένα έφερε τα' άλλο.
Σήμερα έφτασα να έχω γράψει: 1.) Τρεις ποιητικές συλλογές, 2.) Ένα μυθιστόρημα 260 σελίδες, 3.) Τρία βιβλία με παράξενες ιστορίες, 4.) Ένα βιβλίο με δυο θεατρικά, και 5.) Δέκα παραμύθια. Επίσης έχω στα σκαριά άλλα δυο μυθιστορήματα και μια νέα ποιητική συλλογή.
Το ανήσυχο πνεύμα μου, με προστάζει πάντα να μαθαίνω, να γνωρίζω πράγματα, να υιοθετώ όσα μου πρέπουν, και να ζω μέσα σ' αυτόν τον πνευματικό κήπο. Μου αρέσει να βάζω ένα μικρό λιθαράκι... Ελπίζω να είναι στέρεο.
Δ.Γ.Ζ
Σκηνικό.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ορεινό χωριό.
Σε ένα ανηφορικό δρομάκι με σκαλιά, που καταλήγει σε ένα σπίτι με αυλή. Μπροστά στην αυλόπορτα, μια μουριά με πλούσιο ίσκιο. Στη σκιά της, σε ένα σκαμνί, κάθετε μια μεσήλικη γυναίκα που πλέκει. Δίπλα της μια στάμνα με νερό.
Από κάτω, φαίνεται να πατάει το πρώτο σκαλί
και ανεβαίνει ένας ασπρομάλλης ξένος.
Σαν φτάνει σιμά στη γυναίκα, κοντοστέκετε
και της απευθύνει το λόγω:
- Ώρα καλή κυρούλα μου, ξένος κι αποσταμένος,
μια ανάσα εδώ στον ίσκιο σου,
να πάρω ο καημένος;
- Ώρα καλή σου άγνωστε, που πας;
Ποια η πατρίδα π' άφησες
και τι στη γειτονιά μου γυρεύεις,
θέλεις να μου πεις;
Κόπιασε!
- Ωχ..! Έχω μες το μυαλό μου μια πληγή
και στην καρδιά μ' αγκάθι,
δεν λέει να κλείσει η πληγή και με πονάει
τ' αγκάθι.
Είναι χρόνια τώρα που τριγυρνώ, κάθε στρατί, κάθε χωριό.
Μέρα και νύχτα, χωρίς αναπαμό...
Μα δε βαριέσαι, έχει χαθεί το όνειρο.
- Μα τι μου λες ξένε, τι ειν' αυτά...
τι τρώει τα σωθικά σου;
Μη τάχα έχεις μυστικό, που κλέβει τη χαρά σου;
- Να σε χαρώ κυρούλα μου, πες...
να κάτσω εδώ να χάμω, να ξαποστάσω ο καψερός
και μια γουλιά απ' τη στάμνα σου,
στο στόμα μου να βάνω;
Και... θα σου πω τον πόνο μου,
τι λειώνει το κορμί μου,
γιατί μ' ασπρίσαν' τα μαλλιά,
γιατί άδεια ειν' η ζωή μου.
- Να το ρωτάς ειν' άγνωστε, κάτσε στο σκαλοπάτι,
κι απ' τη στάμνα μ' όσο θες, πιες δροσερό νεράκι.
Και κρίνε μου... Πες όσα θες,
βγάλε τον στεναγμό σου, να ξαλαφρώσεις την ψυχή, να έβρεις το μυαλό σου.
- Αχ! Πώς να σου πω κυρούλα μου
και από πού ν' αρχίσω..;
Σε τούτα γύρω τα βουνά, σ' ένα χωριό με μύλο,
ήταν το πεπρωμένο μου, μια νέα ν' αγαπήσω!
Μια ομορφονιά, έναν ανθό, μια με περίσσια χάρη,
μια που μου πήρε το μυαλό, Αγνούλα την ελέγαν!
- Μα τι μου λες τώρα 'δω 'να;
Τι είναι αυτά που κρένεις..;
Είναι σωστά τα λόγια σου; Μη τάχα βουρλισμένος,
λες λόγια που ματώνουνε και βάνεις στο κορμί μου,
χίλια μαχαίρια κοφτερά να κόψουν την ψυχή μου;
- Στάσου! Στάσου κυρούλα μου...
σάστισες μ' όσα είπα;
Μήπως γνωρίζεις τι μου λες..;
Γιατί να σε ματώνουν, τα λόγια που είπα τώρα δα;
Γιατί μες το κορμί σου, μαχαίρια μπήχτηκαν
μα θες, να κόψουν την ψυχή σου;
Γνωρίζεις τάχατες κάτι εσύ, για 'κείνον εκεί τον μύλο, με τον τρανό τον πλάτανο,
όπου είναι χαραγμένες, δυο καρδιές, με δύο λέξεις μόνο; " Αγάπη μου! "
Πες μου κυρούλα μου γλυκιά,
μέλωνέ μου τον πόνο.
- Σώπα καλέ μου άγνωστε, σώπα...
μη θες να συνεχίσεις και άλλα λόγια μη μου πεις
και την καρδιά μου σκίσεις!
- Στάσου κυρούλα να χαρείς, τι λες...;
Σαν πιότερο σε βλέπω... κάτι σκιρτάει
στα στήθια μου!
Κι αν είναι ν' αφαιρέσω, μια τούφα εδώ,
μια τούφα εκεί, απ' άσπρες τρίχες που 'χεις,
και βγάλεις τη μαντίλα σου...
Ω! της μοίρας μαύρη φορεσιά, έντυσες τη ζωή μου
με χίλια πηγάδια βάσανα,
με χίλιους σπόρους στέρφους,
που έλιωσες τα πόδια μου,
που 'γειρες το κορμί μου,
τι σόι παιχνίδι ειν' τούτο δω;
Τι μέλει να μου κάνεις;
Μη τάχα ονειρεύομαι... μη τάχα στο όνειρό μου,
βλέπω εκείνο που ήθελα, με τόση επιθυμία;
Μη ειν' το όνειρο απατηλό
και σαν το χέρι απλώσω,
χαθεί από τα μάτια μου εκείνη,
η φωτεινή μορφή της;
- Τι μουρμουράς χαρόπουλο,
για ποια μοίρα μου λέγεις;
Ποιος είσαι εσύ που λόγια λες,
για κάποια περασμένα,
που εδώ βαθιά μες το μυαλό μ',
βρίσκονται χαραγμένα..;
Μη..! Στάσου..! Όχι!
Δε το μπορείς, δεν πρέπει...δεν ειν' αλήθεια!
Τα μάτια μ' με προδίδουνε,
μα η καρδιά στα στήθια..;
Μη! Στάσου άγνωστε, θαρρώ...
θαρρώ πως όλα σβήνουν..!
Άγνωστε... είσαι άγνωστος, ή... ή είσαι ο καλλ...
Όχι..!!
Μάνα μου απ' τα τρίσβαθα του Άδη, φανερώσου
και πες μου πως είναι ψέματα,
πες πως η ζωή μ' η έρμη...
τώρα κοντά δω στα στερνά, πάει να μου θερίσει,
οτ' είχα μες τα τρίστρατα, του νου μου φυλαγμένο.
Μάνα..! Μάνα τώρα τι να πω;
Να κλάψω, να γελάσω..;
Δεν με κρατούν τα πόδια μου,
τα μάτια μου στερέψαν'
τα χείλη σκάσαν' στον καημό
και γέλιο πια δε βγάνουν.
Η άμοιρη!! Πώς να ειπώ και πώς να μολογήσω..;
Έχω εδώ, μες το μυαλό, αμάρτημα που καίει
και στην καρδιά μου μια καρδιά,
που πρόδωσαν, να κλαίει!
Άγνωστε, πες μου να χαρείς,
μια λέξη ακόμα μόνο...
Έχεις βαθιά λαβωματιά, στο δεξιό σου ώμο..;
Ναι! Μη μου το πεις,
το βλέπω σ' αυτά τα μάτια και στο κεφάλι
που κουνείς...
Αχ! Οι θύμησες ξυπνήσανε...
κι ετούτο δω το βλέμμα, μου καίει ακόμα το κορμί, το στέρνο μ' πάει να σπάσει...
δεν το χωράει το μυαλό..!
Ξένε... ξένε; γνωστέ μου, άγνωστε..;
Ψυχή βαλαντωμένη, τα 'χω χαμένα..!
Πιες πάλι απ' τη στάμνα μου...
δρόσισ' αυτά τα χείλη,
βρέξε μετά το μέτωπο το χίλιοζαρωμένο,
και βγάλε δύο στεναγμούς!!
Κλάψε, για σένα και για μένα!
- Πω! Ω , γλυκιά κυρά τα λόγια σου...
σημάδι είναι για μένα!
Γι αυτό, όχι! Τα κλάματα δεν στέκουνε
για όσα περασμένα, μας κάναν' και πονέσαμε.
Μόν' πες μου... Είσαι στ' αλήθεια εσύ;
Όχι όραμα... Θεέ μου!
Μη και ξυπνήσω ο άμοιρος
και πάψουνε να βλέπουν,
τα τυχερά τα μάτια μου, το μεγαλείο τούτο!
Να έχω μπροστά μου εδώ να, ότι πολύ ποθούσα,
στα χρόνια που η στράτα μου, τελειωμό δεν είχε;
Ω..! Είναι μια τρέλα όλα τούτα δω,
που σήμερα συμβαίνουν!
( Είναι... Μέρα χαράς, πόνος βαρύς,
συλλογισμός που καίει, ή λυτρωμός..;
Μήπως γνώση βαθιά..;
( Τώρα, θα πάψω για να ψάχνω; Θα μάθω..; )
Δε θέλω! Δε θέλω!!! Τ' αρνιέμαι όλα!
Θα πιω κυρά απ' τη στάμνα σ', όπως θες, λίγο για να δροσίσω τα φλογισμένα χείλη μου
και τον ξερό λαιμό μου,
να ξαποστάσω μια σταλιά, ανάσα για να πάρω...
κι απέ μετά, το δρόμο μου ξανά θα συνεχίσω...
Να ψάχνω...
Έτσι μονάχα, θα ξέρω ότι ζω...
Θα έχω μιαν ελπίδα..!
Μη! Μη με κοιτάς κυρά...
είμαι σαλεμένος τώρα δα, τίποτα δε λογιάζω...
Λέω...να κινήσω... για τις κορφές,
κει στις ψιλές ραχούλες...
Να πέσω στις σκιερές τις ρεματιές,
σε μια σπηλιά να μείνω.
Εκεί, με τα αγρίμια συντροφιά,
να βρω το ριζικό μου...
- Ξένε, δεν είσαι ξένος πια...
όχι, άγνωστος πια δεν είσαι...
Ναι... Είσαι εκείνος που χάραξε,
στον πλάτανο στο μύλο, σημάδια...
που τα χρόνια αυτά, κράτησαν τη ζωή μου!
Γι αυτό, μη λες λόγια τρελά, κι όχι παλαβομάρες,
μον' θυμήσου, μονάχα μια στιγμή...
σκέψου όπου σε βρήκα...
Στην πάνω στάνη, στη ρεματιά,
κι πίσω απ' την ραχούλα...
Ήσουνα ώρες λιπόθυμος... Σαν άνοιξες τα μάτια,
με κοίταξες και ρώτησες με όσο κουράγιο είχες:
" Άγγελος συ δεν είσαι..; Ναι!
Και πώς να σε λέω άγγελε...;"
Και εγώ σου είπα αμέσως:
" Όχι, δεν είμαι άγγελος, είμαι μια βοσκοπούλα.
Μα, στηρίξου απάνω μου εσύ και να με λες
" Αγνούλα. "
Κι όλα πήραν το δρόμο τους...
Εκεί δα να, στον μύλο, σου 'δωσα πάλη τη ζωή
και την ζωή μου πήρες...
Πήρες όμως και την καρδιά και όλο μου
το σώμα...
Μα ήταν γραφτό κ' οι μοίρες μας,
μας είχαν άλλα γραμμένα!
- Σώπασε γλυκοκέλαηδο πουλί,
σαν σε κοιτώ, όλα μου τα θυμίζεις...
Ότι έγινε ήταν γραφτό και...
- Ω! Μη μου λες να κάνω τι... άσε με να μιλήσω
και από τα μάτια μου τη γη, δάκρια να ποτίσω.
Να γίνουν χείμαρρος τραχύς και μέσα τους
να πέσω,
να πλύνω την αμαρτία μου,
μήπως και το μπορέσω,
στα μάτια μέσα να σε δω κι ευθύς να σου ζητήσω,
συγχώρεση από καρδιάς!
- Σώπα λέω τώρα άγγελε, σώπα μη βαλαντώνεις...
- Ω! Μη μου λες να κάνω τι... άσε με
να σου κρίνω...
Το κρίμα έχω στην ψυχή και έγινε κατάρα!
Μόνη μου καταράστηκα, μόνη μου τη ζωή μου,
μόνη να ζήσω ανύπαντρη,
ν' αναθρέψω το παιδί μου!
- Παιδί..; Παιδί σου..; Τι παιδί..;
Ανύπαντρη μου είπες... να τώρα δα, μ' αχνή φωνή,
με χείλι όπου τρέμαν'...
Πες άγγελε, ποιανού παιδί, είναι το, το βλαστάρι;
- Ω! Γλυκέ μου Σταυραϊτέ...
Έτσι είπες πως σε λέγαν',
γιατί γυρνούσες στα βουνά,
μες τις σπηλιές χωνόσουν,
να μη σε βρούνε οι οχτροί,
να μη σε βρουν τα βόλια...
Μα ένα βόλι σ' έβρικε και σ' έστειλε σε μένα.
Σαν έμεινες στους ζωντανούς, εγώ ψυχορραγούσα,
γιατί είχα φόβο Σταυραϊτέ, φόβο να μη σε βρούνε.
Ξέρεις, ρωτούσαν στο χωριό, μη τάχα
και σε είδαν...
Με χίλιους τόσους κίνδυνους
και την ψυχή στο στόμα,
σ' ανάστησα κρυφά, κρυφά,
που στο χωριό, κανένας δεν το μυρίστηκε ποτέ!
Αχ..! Μόνο η δόλια η μάνα μου...
μόνο αυτή κατάλαβε.
Μόνο αυτή κατάλαβε, πως έχανε το παιδί της,
και όταν της είπα... πως, γιατί,
τότε ήρθαν να σε πιάσουν.
Και από τότε... έχασα, τα μάτια μ', την ψυχή μου!
- Σώπα καλέ μου άγγελε, δεν έφταιξες εσύ,
να ξέρεις, ποτές μου δεν επίστεψα,
κι ούτε θε να πιστέψω, πως θα 'κανες εσύ κακό,
σ' εκείνον εκεί το νέο...
Σ' εκείνον, που στον κόρφο σου έκρυψες,
κι ανάσα απ' τη δική σου, του έδωσες και ανάσανε!
Χμ! Και μύρο απ' το κορμί σου!
Μόν' πες μου σε παρακαλώ...
Μες τη θολούρα του νου μου, σ' άκουσα να λες,
για ένα παιδί που ανάθρεψες,
ή μες το ξαφνικό, που μ' έχει βρει τώρα δω να,
και μέσα σ' αυτή την τρέλα, ακούω λόγια,
που μπορεί να πλάθει, το σαλεμένο μου μυαλό;
Λες..; Λες να είναι πολύ για μια καρδιά,
που χρόνια καρτεράει, να βρει το μόνο βάλσαμο,
να πάψει να πονάει, και με το βάλσαμο αυτό,
να βρει Θεού τη χάρη και από αγάπη άσβεστη,
να δει γλυκό βλαστάρι;
Πες μου γλυκέ μου άγγελε, πες μου
γλυκιά μ' Αγνούλα...
Είναι παιδί, απ' το κορμί, που εκείνη την αυγούλα,
μου χάρισε τον ουρανό, τ' αστέρια, όλη την πλάση;
Πες το μου, πριν ο Σταυραϊτός
τα λογικά του χάσει.
- Πριν πω καλέ μου ότι πω,
θέλω πρώτα να ξέρω, πως σώθηκες και είσαι εδώ; Πως ζωντανό σε βλέπω;
Αφού οι οχτροί σου σ' έπιασαν, με δόλια προδοσία!
Τους άκουσα... σε ξέκαναν!
Έτσι είπαν και στην προδότρα.
Και ω! Ουρανοί... στην προδοσία μέσα αυτή
και εγώ έχω μερίδιο...
Γιατί, αν δεν έλεγα ποτέ, στην δόλια μου τη μάνα, που σ' είχα κριμένο απ' τους οχτρούς,
εκείνη, δε θα μπορούσε να στείλει το απόσπασμα,
για να σε ξετρυπώσει.
Το έκαμε... σαν έβλεπε, εμέ την μόνη κόρη,
εμέ το μόνο της παιδί, να τρέμω για έναν ξένο!
Κατάλαβε, πως μ' έχανε και πάνω στον καημό της,
έκαμε μιαν αποκοτιά και σ' έδωσε σ' εκείνους...
Σ' εκείνους που παίρνουνε ψυχές,
μα ούτε καν δεν ξέρουν, γιατί το κάνουνε αυτό...
Για την πατρίδα; Το Θεό;
Ή για συμφέροντα άλλων; Πες μου!
- Ω! Άγγελέ μου, Αγνούλα μου...
να σου κρατώ το χέρι;
Α! Έτσι μπράβο, να χαρείς... καλύτερα είναι έτσι!
Και τώρα, άκουσε και εμέ...
( Τότε... κανένας δεν με ξέκανε, έστω και αν προσπαθήσαν'!
Εκείνο εκεί το σούρουπο,
περίμενα για να 'ρθεις, όπως το κανονίσαμε,
ψιλά πίσω απ' το μύλο,
μα σ' είδα στην άλλη την κορφή,
να είσαι αλλοπαρμένη και τότενες κατάλαβα...
Σβέλτα, πήρα νερό, λίγο φαγί και έσουρα
στο ρέμα...
Τα βόλια πέσανε βροχή, με είχανε στριμώξει..!
Από παντού μου ρίχνανε
και δίπλα στον καταρράχτη,
με βάρεσαν στα ξώφαλτσα και έπεσα στο ποτάμι.
Έπεσα και σε λήθαργο, μες σε βαθύ σκοτάδι και χάθηκα!
Ξύπνησα, κι όλα γύρω μου φάνταζαν μαγεμένα..!
Μία γριούλα κάθονταν, στο τζάκι παραπέρα
και έγνεθε... και παρακεί... ένα μικρό παιδάκι, χωρίς καν να με κοιτούν...
Ήταν κι οι δυο αμίλητοι!
Σα να 'μουν, σ' άλλο κόσμο...
Στο τζάκι, το κούτσουρο σπινθήριζε, κι η φλόγα,
σα να μιλούσε... για ένα κακό που γίνηκε,
κάπου μες το σκοτάδι του νου μου.
Κοίταξα εμένα...
Σε ασπρόρουχα ήμουνα, γυμνός και τυλιγμένος,
με μια πληγή στο μέτωπο, να καίει ο καημένος..!
Δεν ξέρω πόσο έμεινα σ' εκείνο εκεί το μέρος...
Ποιος ήμουν, που... και πως βρέθηκα να είμαι ξαπλωμένος, σ' ένα κρεβάτι μεν φιλόξενο,
μα... μ' αλλόκοτους ανθρώπους;
Τους ρώτησα:) " Ποιος είμαι εγώ, γιατί είμαι λαβωμένος; "
Μου είπαν και γελούσανε:
" Πως πριν σαράντα μέρες, χτυπήσαν'
σε μια ρεματιά, παν' απ' τον καταρράχτη,
έναν ληστή, ένα φονιά! Μα συ όμως δεν είσαι...
Είσαι παιδί αμούστακο, άκακο σαν αρνάκι....
Όχι! Δεν είσαι εσύ που βρήκαμε,
λάθος θα έχει γίνει".
Ωστόσο, νύχτα με πήραν από κει...
Τραβήξαμε στο άγνωστο, καβάλα σε γαϊδούρια...
" Για σιγουριά, μου είπανε, να μη σε δει ο ήλιος
και αφορμίσει η πληγή! "
Ένας παππούς, κι ένα παιδί..!
Απ' άγνωστους τόπους με πήγανε,
σε δύσβατα μονοπάτια και σε λημέρια απάτητα...
Μες σε σπηλιές με κρύβανε και...
πέρασε μια βδομάδα!
Κάποτε, νύχτα φτάσαμε, κοντά εκεί που θέλαν'...
" Να, εδώ, μου 'παν' με το στανιό...Τράβα, για λίγο κρύψου, και Ο Θεός να σε φιλά,
κι η Παναγιά μαζί σου!"
Και... χάθηκαν σαν τα στοιχειά,
σαν καν, να μην υπήρχαν.
Μπήκα, σε πόλη άγνωστη... Ρώτησα
και μου είπαν'...
Δεν τη θυμάμαι και καλά...Τι σημασία έχει...
Χάθηκα στον ορυμαγδό της πόλης, στα σκοτάδια!
Και γύρευα λίγο φαγί, τ' αφέγγαρα τα βράδια.
Πέρασαν μήνες, πολύς καιρός...
" Ο αλήτης " με φωνάζαν'...
Γυρνούσα εδώ, γυρνούσα εκεί,
τίποτα δε θυμόμουν... Παρά μονάχα εκεί δα να,
σ' εκείνο το κρεβάτι, κει μέσα, στα ασπρόρουχα, που μ' είχαν και κοιμόμουν'...
Μία γιαγιά, κι ένα παιδί... και ο παππούς ακόμα,
που μ' αναστήσανε μαζί!
Με βρήκαν λέει στην ποταμιά,
μες τα δασιά τα χόρτα, εκεί, όπου ψαρεύανε μαζί... ένας παππούς, κι ένα παιδί!
Κι ενώ όλοι με ψάχνανε...
εκείνοι, μ' έσουραν κρυφά,
μες το δασύ λαγκάδι και από εκεί,
για κάπου εκεί... Δεν έμαθα ποτέ μου!
Τριάντα χρόνια πέρασαν... Κι ενώ είχα γυρίσει,
γιατρούς να δουν τα μάτια σου...
Μου 'λεγαν, " Αμνησία! "
Ξύπνησα κάποια μεσάνυχτα, απ' έναν εφιάλτη,
που τακτικά μου 'ρχότανε, μες στο βαθύ μου ύπνο.
Και να, που ξεκαθάρισαν, λίγα μες το μυαλό μου...
Θυμήθηκα ο καψερός και ως το πρωί βαλάντωσα!
Θυμήθηκα, απ' τη στιγμή, που άνοιξα τα μάτια μ',
και σ' είδα, να στέκεις πάνω μ' άγγελε!
Ποιος ήμουν' και ήρθα από πού..;
Είχα γονείς; Γιατί κυνηγημένος..;
Ακόμα Αγνούλα μου γλυκιά, ακόμα δεν γνωρίζω...
Κι ακόμα, ποιος ο τόπος σου;
Από ποιο μέρος ήσουν'... ούτε κι αυτό....
Ζούσα στον κόσμο... απ' τη στιγμή που σ' είδα άγγελέ μου!
Και... γνώρισα το τι θα πει... Αγάπη! Ευτυχία!
Σε λάτρεψα, σαν Το Θεό!
Μα όμως... η απορία. μου τριβέλιζε το μυαλό...
"Ήμουν' ληστής; ήμουν φονιάς;
Γιατί κυνηγημένος;" Και...
Πήρα τους δρόμους και αναζητούσα,
μια αγάπη χαμένη, χαμένη στο χθες,
και πήρα τις ράχες τα μονοπάτια,
τον καταρράχτη γύρευα, στις ρεματιές.
Εκεί, ο μύλος και το πλατάνι,
θα μου μιλούσαν για τα παλιά,
Για μια αγάπη, που είχε ανθήσει
και είχε χαθεί στην ερημιά!
- Ω! Σταυραϊτέ μ' κακότυχε, όλα στερέψαν πια...
Και ο καταρράχτης, τα δάκρυά μου,
κι αυτή η αφρίζουσα η ποταμιά,
έγιναν όλα σαν την ζωή μου,
σαν του φθινοπώρου, τα φύλλα τα ξερά...
- Γιαγιά, γιαγιά, ( μια κοριτσίστικη φωνή ),
που είναι η μαμά μου, που είναι η μαμά;
Α, να την! Έρχεται απ' το δρομάκι,
που βγάζει κάτω στη ρεματιά.
Πάει παππού, σ' ένα πλατάνι,
σε μια εικόνα της Παναγιάς
κι ανάβει χρυσό καντήλι, που ποτέ δε σβήνει...
Είναι το τάμα της γιαγιάς!
- Τι είπες παιδάκι τώρα δα; Για ξαναπές το πάλι... μ' είπες παππού και μ' άρεσε!
Έλα στην αγκαλιά μου...
Έλα, έλα, και δώσ' μου ένα φιλί,
να έχεις την ευχή μου!
- Τι λες γλυκιά Αγνούλα μου,
τι είν' αυτά που λέγεις; Τον ξέρεις εσύ τον κύριο..; Παππού, πως τον φωνάζεις;
- Μα βρε γιαγιά, εσύ δε λες,
να έχω εγώ το νου μου... και πως,
αν κάποτε θα 'ρθει, ξένος μες την αυλή μας
και από το χέρι σε κρατεί, θα είναι ο παππούς μου;
Μαμά, μαμά, τρέξε να δεις... τούτος ο κυριούλης,
από το χέρι την κρατεί, τη μάνα, τη γιαγιούλα.
Είν ο παππούς μου βρε μαμά;
Πες μου, ειν' ο παππούλης;
Λες ο μπαμπάς σου ναν' αυτός,
όπου θρηνείς τα βράδια;
- Μάνα μου που με γέννησες, μονάχη μες το μύλο
και με το μύθο μ' ανάθρεψες,
εκείνου του ανθρώπου,
που πάντα μ' αγάπη έλεγες,
πως κάποια μέρα θα φανεί...
Απάντα στην εγγόνα σου και πες της την αλήθεια...
Η μάνα της, ως πότε θα είναι ορφανή;
Ως πότε έναν άγνωστο, πατέρα θα θρηνεί;
Χίλιες φωτιές να καταπιούν, του Άδη τα σκοτάδια
και η ψυχές ν' αναστηθούν και να λυθούν τα μάγια,
για να φωτίσουν στη στιγμή,
της κόρης την κραυγή!
Μάνα! Φώτισε μας μάνα!
- Αχ..! Κόρη μου! Και της κόρης μου παιδί,
του Σταυραϊτού εγγόνι...!
Σήμερα άνοιξ' ο ουρανός και η ζωή μ' η έρμη,
έγινε άσπρο σύγνεφο και χάθηκε για πάντα!
Και ενώ, χρωστώ μία απάντηση, ακόμα και στους τρεις σας...
Τι ν' απαντήσω; Τι να σας πω;
Το αίμα, σας φωνάζει! Δεν το ακούτε όλοι σας..;
Τ' ακούσαν' και πολύ καλά... Ναι!
Όλοι πήραν το μήνυμα!
Μέσα στα γέλια, στις χαρές,
μέσα στις χίλιες αγκαλιές...
Χέρια σηκώθηκαν ψιλά...
Ένας παππούς και μια γιαγιά,
μια κόρη κι ένα εγγόνι,
ευχαριστούσαν Το Θεό...
για το κακό και το καλό,
που χόρια ποτέ δεν πάνε...
Και σαν εσώθει το κακό,
βγήκε διπλό ναν' το καλό.
Έτσι, σώθηκαν τα ατέλειωτα,
τα μοναχά τα βράδια,
και το καντήλι στην Παναγιά,
" στον πλάτανο ", στο μύλο,
ένα εκκλησάκι έγινε, για τους ερωτευμένους..!
Για να σκαλίζουνε καρδιές, για να υμνούν αγάπες.
ΤΕΛΟΣ
Δ.Γ.Ζ.
Εν όψη της Ολυμπιάδας.
Το κάλεσμα Παγκόσμιο!
14/9/03
|
Ελάτε στην Πατρίδα μας, στης γης, τη μάνα Ελλάδα! Ελάτε όλοι οι Λαοί και ενώστε την φωνή σας, βροντή να γίνει αστραπή! Σε όλη την οικουμένη να ακουστεί. Ελάτε στην Αθήνα, την πόλη που προστάτισσα, έχει την θεά -! Αθηνά !- αγαπημένη κόρη του θεού "Δία", πατέρα όλων των θεών και των ανθρώπων τότε... που η θέλησή του προσταγή! Αυτή η κόρη, η -Παλλάς-, ή -Εργανή-, ονόματα που πείρε απ' τους θνητούς, που λατρευόταν, ήταν που νίκησε στη διεκδίκησή της, τον θεό Ποσειδώνα και στους Αθηναίους, χάρισε, το ιερό δέντρο, την - Ελιά Σύμβολο νίκης, αφού στεφάνωνε τους νικητές, μετά απ' τους αγώνες.
Ελάτε, κι ενωμένοι, μέσα από τους "Ολυμπιακούς αγώνες", με μια φωνή, με μια ορμή, σεισμός να γίνει, και η γης, συθέμελα να τρίξει. Να ακουστούν οι αλήθειες της ζωής. Να μπει στ' αυλάκι το νερό, κι πλάση να καρπίσει, με έναν παγκόσμιο καρπό, από του ουρανού το άστραμμα. Να νοστιμίσει η νύχτα μας, κι η μέρα να ευωδιάσει. Να τον ε φάνε τον καρπό, να τον ε φαν' τα' "αγρίμια", να ημερέψουν τα "θεριά", να ξεθολώσει ο νους. Να σταματήσουν τα δεινά, και οι Λαοί, να πιούνε αθάνατο νερό, απ' του καρπού το στάλαμα!
Κι εδώ, στο 2004, στον ιερό τόπο της Ολυμπίας, ντυμένη μες την φορεσιά με τ' ουρανού το χρώμα, με τη ψυχή ζωσμένη από ατσάλινη θέληση, και την καρδιά γεμάτη από αγάπη και πίστη, η ιέρεια... Τείνει τα χέρια της ψιλά και το θεό παρακαλεί, να στρέψει το βλέμμα χαμηλά. Να κάμει μια, να ρίξει φως, φως ιερό, να ανάψει η δάδα, ν' αρχίσουν οι αγώνες στην Αθήνα, με τιμές! Κι οι νικητές, να μπούνε στ' αθάνατο παζλ της ζωής.
Κι οι νικημένοι...
Όχι οι τιμημένοι, που αγωνίστηκαν και έχασαν μέσα στα στάδια, από αντίπαλους ισάξιους, κάτω απ' τον ήλιο που ζέσταινε τις καρδιές τους, και Ολυμπιακά μετάλλια, στολίζουν την ψυχή τους, Μ' αυτοί, που στα σκοτάδια ίντουσαν και στα σκοτάδια μένουν.
Μέσα από όλα τούτα, θα φανεί το μήνυμα που πρέπει...
ΕΙΡΗΝΗ!
Σε όλο τον κόσμο, χωρίς ρατσισμό, χωρίς πολέμους.
Όλοι αδέρφια, κάτω απ' τον ίδιο ουρανό.
Δ.Γ.Ζ.
Για κοίτα 'κεί...
Για κοίτα εκεί, στο χάραμα, στο ξύπνημα του ήλιου...
Κορμιά αδαμαντόστραφτα, κορμιά σοκολατένια!
Μπράτσα, ατσάλινα σφυριά. Πόδια, σα να ν' κολώνες!
Μυαλό ξουράφι, - αστραπή το βλέμμα σαν γυρίζει.
Που έχουν τον άνεμο ούριο, την Παναγιά μαζί τους
Τη τύχη έχουν συντροφιά , και τους κριτές δικαίους.
Για κοίτα κει... στο δειλινό, στο άλικο το χρώμα,
κορμιά μες τον αγώνα τους, να δίνουν την ψυχή τους,
για μία θέση α ψιλά, στο βάθρο, να ανεβούνε,
να ακούσου της πατρίδας τους, τον ύμνο τον ωραίο!
Για κοίτα 'κει., στον ύπνο τους, μες τα βαθιά ονείρατα...
Πως τρέχουν σαν τον άνεμο, πόσο μακριά πετούν τη σφαίρα,
πως το ακόντιο πετούν, πόσο ψιλά πηδάνε.
Τι δισκοβόλος είναι αυτός!
Πως πολεμούνε σαν θεριά, στην ξακουστή την πάλη.
Τόσο καλά που στέκονται κάτω από την μπάρα,
και πως σηκώνουν τα κιλά.
Για κοίτα 'κει'... είναι αυτός, στο στάδιο που μπαίνει.
Αυτός φέρνει μαντάτο αιώνιο!
Είναι ο πρώτος νικητής! Από πια χώρα είναι;
Δεν έχει σημασία.
Είναι αυτός ο αθλητής, που σαν τη σκέψη έτρεξε
στων πρώτο των αγώνων, τον " ΜΑΡΑΘΩΝΙΟ ! "
Για κοίτα 'κει... όποιας Χώρας και νάνε οι αθλητές,
σαν ήρθαν στην Ελλάδα, την ένιωσαν πατρίδα τους
και αυτή τους καμαρώνει.
Πάνω στον βάθρο τους έστεψε, με το κλαδί Ελέας
και ξακουστούς τους έκανε, σε όλων τις συνειδήσεις.
Για κοίτα 'κει...
Και νικημένοι, και νικητές, τη νίκη έχουν στην καρδιά τους.
Και την σημαία της Πατρίδας τους, ψιλά την ε σηκώσαν!
Όλοι αντάμα, αγκαλιά, μία ελπίδα, μια λέξη.
ΕΙΡΗΝΗ φωνάζουν, ΕΙΡΗΝΗ, ακούτε;
Για δείτε 'κει...
Στον ιερό τον τόπο, την μάνα Ελλάδα,
την πρώτη των διδαξάντων,
Εκεί στην Αθήνα, σε όλα τα στάδια,
δίνουνε όλοι, όρκο τιμής.
Ποτέ Πατρίδα μας, ποτέ μη σταυρωθείς!
Δ.Γ.Ζ.
Γλιστράνε τα όνειρα ένα, ένα, και τα πυκνά άσπρα σύγ-νεφα, αιωρούνται σαν τις αλύτρωτε ψυχές, πάνω από τα κεφάλια των αθλητών...
Η αλήθεια με τις δυο όψεις, είναι έτοιμη να πέσει πάνω στα αγαλματένια κορμιά τους...
Το μυαλό συγκεντρώνετε και η ματιά αγριεμένη μετράει την απόσταση, απ' την αφετηρία, μέχρι την τελική κρίση.
Η αλήθεια, πέφτει με ορμή ακριβώς στο κέντρο. Ο νους σπαρταράει, η καρδιά σταματάει και το αίμα παγώνει. Η ψυχή ταλαντεύεται, ξεκολλά και μένει μετέωρη, άηχη. Ένα νόμισμα, με δυο ίδια πρόσωπα κείτεται εκεί, μπρ-οστά στα πόδια της ιστορίας. Η αγωνία μεστώνει, η καρτεράδα σωπαίνει. Το σφύριγμα φέρνει εικόνες μακρινές στα μάτια του στοχαστή.
Η κούρσα αρχίζει...
Οι καλογυμνασμένοι μυς, σαν έμβολα καλολαδωμένης μηχανής, ανταποκρίνονται στο έπακρο, στις δονητικές εκρήξεις του μυαλού, καθώς στέλνει στην πρωτιά, το ζητούμενο. Η ανάσα, ζεσταίνει το πνεύμα, που αχαλίνωτο έχει δει την ευθεία και ο νους αδάμαστος, έχει πια τερμα-τίσει. Η καρδιά, χτυπά ασταμάτητα στον ρυθμό της ανάγκης, να παραβγεί του ηθελημένου και να μείνει σταθερά στη αμέριστη συμπαράσταση του τερματίζω, έστω μόνο και προ τελευταία.
Η κούρσα τελειώνει...
Οι αθλητές βαριανασαίνουν, μα η λάμψη στο βλέμμα, δικαιώνει την ευόδωση της προσπάθειας, γιατί αυτή μόνο μετράει, γιατί είναι νικητές στον αγώνα, νικητές στις ιδέες της άμιλλας, νικητές στην αστείρευτη γεύση της δυναμικής του σκοπού, που αναβιώνει την ένωση των διαφορετικών, όπως φανερώνει το αέναο αρχαίο πνεύμα της εποχής της διδαχής.
Ω! Παίδες Ελλήνων... Ω! Παίδες ανά τω Κόσμο... Ω! Παίδες της διαφορετικότητας. Αθλούμενοι παίδες, που τα ιδανικά των Λαών σπουδάζατε, κάτω από τις σημαίες της πατρίδας σας και σέρνετε στους στιβαρούς σας ώμους, καλούμενοι να διακηρύξετε την ομόνοια και την ελπίδα για μια νέα των πραγμάτων εποχή, μέσα απ΄ τους αγώνες σας..
Ω! παίδες, ευελπιστείτε έναν καλύτερο ουρανό να είναι η σκέπη σας. Χωρίς καρκινογόνες ουσίες, χωρίς ναρκω-τικά, χωρίς μολυσμένες ιδέες. Χωρίς σκοταδισμούς, χωρίς εγκλεισμούς στα κάτεργα της παγκοσμιοποίησης.
Στα χέρια σας, είναι η αρχή και το τέλος.
Σας ευχαριστώ παίδες, για τη χαρά που θα πάρουν όλοι εκείνοι που θα μπορέσουν να δουν μέσα από εσάς, τον σκοπό της Ολυμπιακής Φλόγας, στην Ελληνική διοργάνωση του 2004.
Η προσφορά σας, λίθος μιας αέναης προσπάθειας του καλού.
Δ.Γ.Ζ.
22/9/03
Παρά Ολυμπιάδα.
Κραυγή!
|
Δάκρυσα υπερήφανα, σαν είδα την εικόνα,
δυο αθλητών στο στάδιο,
προθέρμανση να κάνουν.
Με ιδικές ανάγκες ήτανε,
μα σου 'βαζαν " γυαλιά! "
Ζύγωσα, τους συστήθηκα
και είπα για να πάρω,
συνέντευξη κι από τους δυο
και μια φωτογραφία τους,
που να 'ναι αγκαλιά.
Ο ένας, δρομέας ήτανε.
Ο άλλος, ήτανε άλτης,
κι είχαν ψυχή μέσα στο σώμα τους,
κι είχανε λιονταριού καρδιά,
κι αν ασθενούσαν μερικώς,
δεν υστερούσαν πουθενά,
απ' τ' άλλα τα παιδιά.
Πόζαραν και τους τράβηξα μία φωτογραφία,
κι άστραφταν κι οι δυο από χαρά!
"Εδώ, στο στάδιο αυτό", μου δήλωσαν,
"είμαστε όλοι νικητές!
Για την Πατρίδα μας, ρε συ αγωνιζόμαστε
και είμαστε της, Δημοκρατίας εραστές.
Ας πάρει ο κόσμος ένα μήνυμα,
κι ας έχει τα μυαλά του ανοιχτά...
Την ένταξή μας, μες το σύνολο γυρεύουμε,
που θε' να μας στερήσουν ρατσιστικά".
Το παρακάτω, είναι από το ανέκδοτο βιβλίο μου.
"Παραμύθια για μικρούς και μεγάλους"
"Στο δάσος της νεράϊδας
του νου και της καρδιάς"
31/8/03 |
Σκιές πάνω στις κορφές των δέντρων... ο ψίθυρος από το θρόισμα, φτάνει στα αφτιά μου και με κάνει να νιώσω παράξενα, εξωπραγματικά! Περπατώ μέσα στο δάσος της φαντασίας και μπροστά μου, βλέπω ένα παράξενο φως... Μία φωνή, με καλεί από το πουθενά και τα βήματα μου με οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο πύρινο τείχος, που ξεπροβάλει μπροστά μου. Ξάφνου, μια γλυκιά οπτασία, παρουσιάζετε στα έκπληκτα μάτια μου και μου γνέφει να την ακολουθήσω. Μαγεμένος με την τόση ομορφιά της, δεν σκέφτομαι... την ακολουθώ. Σε λίγο, βλέπω να πλησιάζουμε σ' έναν επιβλητικό γκρίζο πύργο. Τότε, μια αλύτρωτη μελωδία, διάχυτη στον αγέρα, αγγίζει την ύπαρξή μου!
Ακολουθεί ένα τραγούδι με λυπητερά λόγια αγάπης, που μπήγει ακίδες βαθιά στην καρδιά.
"Έφυγα, χάθηκα, μες τη νεφέλη, στην παραζάλη.
Σε έναν κόσμο, σε μια διάσταση, που πάνε κι άλλοι..
Άφησα πίσω μου, αγάπες, έρωτες, καημούς, μεράκια,.
Και έδωσα σ' αυτόν π' αγαπώ, πίκρες και φαρμάκια.".
Ταχύνω το βήμα μου και να, μια θεόρατη πύλη. Η οπτασία, με ένα κροτάλισμα των δαχτύλων της, την ανοί-γει... Ένα φτερωτό άλογο παρουσιάζετε και σταματά δίπλα μου. Χλιμιντρίζει και κουνώντας το κεφάλι του, είναι σαν να με προκαλεί, να το καβαλήσω. Η γλυκιά συνοδός μου, με κοιτάει με σημασία και παίρνοντας θάρρος, δίνω ένα σάλτο και ανεβαίνω στη ράχη του. Το σάλτο, ήταν τόσο ανάλαφρο, που λες και δεν χρησιμο-ποίησα καθόλου δικιά μου ενέργεια. Όλα έδειχνα τόσο μαγικά!
Το άλογο, πέταξε προς το σημείο που ακουγόταν η μελωδική φωνή... Με άφησε πάνω σε μια βεράντα, κρεμασμένη από το θόλο του ουρανού... Ένας άγγελος, παρουσιάστηκε από το πουθενά... Με έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε πάνω σε ένα νεφέλωμα. Στο άσπρο τούλι που το καλύπτει, υπάρχει ένα πουπουλένιο στρώμα... και πάνω στα αστεροειδή στρωσίδια του, κάθεται και φτιάχνει ένα υφαντό, μια κόρη με κλειστά μάτια. Ο άγγελος μου γνέφει να κάτσω σιμά της... Κάθομαι και τότε σταματάει το τραγούδι... Την κοιτώ και ένα κάτι, σαν φούντωμα κυριεύει το κορμί μου... τα μάτια μου λιγώνονται και τα χέρια μου τρέμουν. Λόγια ακατάληπτα, βγαίνουν από τα χείλη μου, που νόημα δεν βγάζουν... μα η κόρη, λες και τα καταλαβαίνει, χαμογελά και απλώνει το δεξί της χέρι... Με ακουμπά, και η απα-λότητα της, με συγκλονίζει. Μέσα στο σύθαμπο των αισθήσεων, αντιλαμβάνομαι, πως στη θέση των ματιών της, υπάρχουν δυο αστραφτερά μαργαριτάρια... Και τότε, ξεκαθαρίζουν όλα...
Λες και οι αχτίδες που εκπέμπουν, διέλυσαν το θάμπος και είδα καθαρά. Είδα την κόρη, με φτωχά κουρελια-σμένα ρούχα και με το πρόσωπο, γεμάτο ρυτίδες πόνου, μα είδα και τη καρδιά της! Τόση καθάρια καρδιά, δεν είχα ξαναδεί... Μα, να, μέσα από μια πτυχή της, ξεπρόβαλε καθαρά ένα όνομα... και αυτό, αν δεν ήταν έκπληξη! Έγραφε το όνομά μου! Την κοίταξα... Ναι! Έμοιαζε στην πρώτη μου αγάπη! Στη μία τη μοναδική! Εκείνη, που άδικα έχασα, πολλά χρόνια πιο πίσω. Τότε, που για να πεις το σ΄ αγαπώ, σχέση να κάνεις, λέει... κλέφτικα μόνο το μπορούσες. Έπρεπε να έχεις δύναμη!
Ψέλλισα ένα όνομα... τα μάτια της κόρης γυάλισαν και έσταξαν ένα δάκρυ. Κύλησε εκεί στα πόδια μου και έγινε μια καρδούλα, μία καρδιά, που χτύπαγε ξανά όπως και τότε... Την πείρα και τη κράτησα, όσο τρυφερά μπορούσα και ένα παράπονο χύθηκε, ξάφνου απ' την ψυχή μου. Έκλαιγα μ' αναφιλητά και όλα τα δάκρυά μου, έσταξαν πάνω στην καρδιά. Μίλησε τότε η καρδιά και είπε με μια φωνούλα, λόγια που μπήκαν στο μυαλό και αναμνήσεις βγάλαν'...
Θυμήθηκα δύο παιδιά... που από την αγάπη που έκρυβαν, βαθιά μες τα στήθια, φυτρώσανε δυο άνεμοι. Ο ένας, έφερνε τη ζωή... κι ο άλλος τον πέρα κόσμο... και εκείνη, μόνο άφησε το δόλιο το αγόρι...
Και τώρα; Να, εδώ να, όλα ξανά τα φέρνω... Τότε... Τότε... ακούγεται η φωνή και τα δυο μάτια ανοίγουν... Βλέπω τα μάτια όλο φωτιά, που καίνε τα δικά μου! Και απ' το νεφέλωμα αυτό, μέσα απ' αυτήν την δύνη... να με και πάλι στο παρόν...
Βρίσκομαι μες το δάσος, απ' όπου η στράτα με έφερε, σε όλα τα παραπάνω... Μπροστά μου, ένα φτωχόσπιτο και μέσα μια ανάσα, μία ανάσα, δυο ψυχές! Μια μάνα και μια κόρη... που θα φανεί στα γρήγορα και όνομα θα πάρει... Το όνομα της αστραπής, το όνομα εκείνης, που έγινε νεράιδα στην καρδιά, νεράιδα στα όνειρά μου και την ε λέγαν' ΑΝΘΗΣΤΗ!! Όνομα, που ανθίζει θύμησες, όπου την ψυχή, πάντα την γαληνεύουν...
Ξέρει εκείνη πότε να 'ρθει, να πάρει το μερίδιο...
Τέλος.
ο
ΕλληνισμόςSince
1996 της
Διασποράς
...Αλλά ο Οδυσσέας ποθεί ακόμη και
καπνό μονάχα της πατρίδας του να δει να πετιέται προς τ' απάνω κι ας πεθάνει...
(Οδύσσεια, α, στ. 57 κ.π.) |
|
|
|
|
..Με την Ελλάδα να σου στέλνει χαιρετίσματα για να μην ξεχαστείς στα καταράχια
της οικουμένης... 'Οτι εσύ αδελφέ μου δεν εγεννήθηκες να γίνεις πολίτης του
κόσμου επειδή η καρδιά σου είναι σημαδεμένη την Ελλάδα!...
|
|
|
|
|
|
|
|
|