Στην άκρη του ματιού: Ένα οδοιπορικό μέσα από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού "Έλα να δεις" της "LAND of GODS" |
«Η Χώρα των Θεών», των ποιητών και του καπνόν αποθρώσκοντα...
|
|
|
Θοδωρής Βοριάς
Περιοδικό ΕΝΔΟΧΩΡΑ
τεύχος 79, Απρίλιος-Μάιος 2002, ποίημα "Αναρριχητής"
τεύχη 81-82, Σεπτέμβριος - Νοέμβριος 2002, ποίημα "Συνθήματα"
τεύχος 83, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2002, ποίημα "Γρηγόρης Αυξεντίου"
τεύχος 85, Απρίλιος - Μάιος 2003, ποίημα "Ημίθεος"
τεύχος 86, Ιούνιος - Σεπτέμβριος 2003, ποίημα "Το πλατάνι"
τεύχη 89 - 90, Ιανουαρίου - Αυγούστου 2004, ποίημα "Πυρετός"
τεύχος 91, Σεπτέμβριος - Νοέμβριος 2004, ποίημα "Επισκέπτης"
τεύχος 92, Ιούλιος 2005, ποίημα "Παπούτσια"
τεύχος 96, Νοέμβριος 2006 - Μάρτιος 2007, ποίημα "Όνειρα της άσπρης σκόνης"
Περιοδικό ΡΩΓΜΕΣ
τεύχος 3, Σεπτέμβριος 2006, ποιήματα "Στον απέραντο διάδρομο" και "Τα προσχήματα"
τεύχος 4, Φεβρουάριος 2007, Ανιλίνες: "Γίνε σκιά", "Εκεί μονάχα", "Ανεμοστρόβιλοι στις πολεμίστρες", "Σπάζεις μικρά κομμάτια", "Έσπασε ο καθρέφτης", "Τη στιγμή που τον πνιγμό μας μοιραζόμασταν",
"Τις νύχτες τρυπώνεις", "Κανένας δεν ακούει τον άνεμο", "Πώς ν' ανεβάσω τα μάτια στον ουρανό"
τεύχος 5, Απρίλιος 2007, ποιήματα "Aγγελοι φονιάδες" και "Γύρω μυρίζει πεθαμένη θάλασσα"
Περιοδικό ΜΠΙΛΙΕΤΟ
τεύχος 9 - 10, Ιούλιος 2006 - Ιούνιος 2007, ποιήματα "Κόκκινος κύκλος", "Ανθρωποφυτείες", "Εργολάβος", "Νιώθεις τους τοίχους"
Ηλεκτρονικό περιοδικό ΣΤΑΧΤΕΣ
τεύχος 16, Δεκέμβριος 2006, ποιήματα "Όπως με ήξερες", "Μεταθέσεις", "Κόκκινος κύκλος", "Πίσω απ' το Ποσειδώνιο", "Νιώθεις τους τοίχους"
Εφημερίδα της Ανοιχτής Σκηνής Ποιητών Ale Amoroza ΓΡΑΦΗ ΒΟΥΣΤΡΟΦΗΔΟΝ
φύλλο 2ο, Νοέμβριος 2006 - Ιανουάριος 2007, ποίημα "Σκόρπιες σκιές"
φύλλο 3ο, Φεβρουάριος - Απρίλιος 2007, ποίημα "Δρόμοι των Σάτυρων και των Κενταύρων"
|
|
| |
|
| |
|
| |
|
|
Ποιήματα:
Όποτε βρέχει στάζει η σκεπή,
δεν μέτρησα ποτέ τις τρύπες.
Στάζει... πώς έγινε διάτρητη!
Μέρα τη μέρα εξατμίζομαι
κι αναστατώνονται
τα έντομα και τα ποντίκια
που ανασαίνουν τη ζωή μου
στο τρύπιο ταβάνι.
|
|
| |
|
| |
|
|
|
Λόγια καρφωμένα από παλιά στους τοίχους
συζητάνε χαμηλόφωνα για ιδέες.
Συνθήματα που ήταν κάποτε γραμμένα
φουντώνουν τη συζήτηση...
ανάσες αγωνίας, φανατισμού,
ανάσες ενθουσιασμού, πόνου.
Κάποιοι τοίχοι στη Θεσσαλονίκη ζωντανεύουν,
μαντρότοιχος του λιμανιού,
υδραγωγείο της Καλλιθέας,
μάντρα των μνημάτων της Αγια Παρασκευής.
Λόγια, συνθήματα, ανάσες στοιχειώνουν,
τρομάζουν τους ανυποψίαστους,
φωνάζουν το χθες στους πρωταγωνιστές.
|
|
| |
|
| |
|
| |
|
|
Σαν να σε βλέπω,
βάφεις στον τοίχο κόκκινο κύκλο.
Ξεκολλάει η ώχρα,
χύνονται τα χρώματα
που 'χανε βάψει με τα χρόνια οι νοικάρηδες.
Ρέει απ' τον κύκλο
η γλουτολίνη της παλιάς αφισοκόλλησης
κι όλο το σπέρμα που γεννούσε τις ιδέες...
Ψάχνεις να καταλάβεις
τι του 'κανες του τοίχου?
η ιστορία χύνεται συνέχεια
στο πεζοδρόμιο, στην άσφαλτο.
|
|
| |
|
| |
|
|
|
Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια
κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων,
συνήθισα το σκοτάδι
και τα βήματα των μεθυσμένων
στους ξερούς ήχους των στιγμών μου.
Τώρα που έμαθα,
αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει,
αναπνέω μα δεν ζω με τ' οξυγόνο
των γκρίζων δρόμων,
μήτε του σπασμένου λιθαριού
που ήταν κάποτε καρδιά.
Τώρα που έμαθα,
μπορώ ν' ανοίγω την καρδιά μου,
τη θάλασσα που τη φοβόμουν,
να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες
τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους.
Τώρα που έμαθα
το μυστικό των λευκών χαρτιών
-που δεν ειν' άλλο
από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-
τρέμω τους άσπρους τοίχους
που δεν έχουν πάνω τους σημάδια
κι όλο νομίζω βλέποντάς τους
πως ξεμαθαίνω πια να γράφω.
|
|
| |
|
| |
|
| |
|
|
Ξέρεις; Στεκόμαστε σε λάθος μέρος,
σιγά σιγά κιτρινίζουν τα παπούτσια μας.
Πάμε πιο κάτω,
μπροστά στη βιτρίνα, τόση ώρα,
ίσως θεωρηθούμε κράχτες.
Ακόμα μισό στίχο και θα τη γκρεμίζαμε.
Βγάλε τα ρούχα σου, να δεις, πώς σκαρφαλώνει
στο κορμί σου το κιτρίνισμα.
Βγάλ' τα, δε θα τα σκορπίσω εδώ κι εκεί,
τώρα είμαστε μέσα στον κόσμο
θα τα κρατήσω μ' επιμέλεια.
Πάμε πιο κάτω,
μας κοιτάζει ένας κίτρινος ζητιάνος
...το στήθος σου δεν έχασε
τ' όμορφο χρώμα του,
έχεις ακόμα κόκκινη καρδιά.
Πάμε πιο κάτω,
τα όνειρα της βιτρίνας
μάς σκοτώνουν.
|
|
| |
|
| |
|
|
|
Ξαποσταίναμε κάτω από τα δέντρα,
απλώναμε τις σκέψεις μας
και βάζαμε φωτιά με τα λόγια
-γιατί κάτω από τις σκιές των δέντρων
ο κόσμος γίνεται εύφλεκτος.
Με το τραγούδι των τζιτζικιών
τα όνειρά μας κατέβαιναν απ' τα ψηλά βουνά,
ξαπλώνονταν στα πόδια μας,
τα χαράζαμε στο χώμα με ψιλές βεργούλες.
Στη μικρή αυλακιά της ζωγραφιάς
το χώμα σκούραινε
κι άφηνε τη μυρωδιά της θαμμένης βροχής να μιλήσει.
Ο καπνός των τσιγάρων μας
ήταν καπνός απ' τις κολλημένες αφίσες
που κάποιος, κάποτε έβαλε φωτιά
μια νύχτα στην Αριστοτέλους...
-τοίχοι φλεγόμενοι, κάτω απ' τα δέντρα,
κι η ζωή μας κολλημένη πάνω τους
να βρωμάει συνοικία.
|
|
| |
|
| |
|
| |
|
|
[1]
Όταν σκοτώσουν τις ιδέες
Θα μείνουμε γυμνοί μπροστά στον εμποράκο,
Θα κρατάμε τη λευκή σημαία της υποταγής,
Θα κοιτάμε στα κορμιά μας
τις σφραγίδες πιστοποίησης.
Όταν σκοτώσουν τις ιδέες
Θα μας πουλήσουν στην αγορά
για ψηφοφόρους,
Με τις συνειδήσεις μας θα στρώνουν
το μέλλον τους,
Με τις βραχνές φωνές μας θα γελάνε.
* *
[2]
Στρατευμένος
Τις νύχτες ξαπλώνει
κι ονειρεύεται
ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι,
κι ύστερα
-τόσα χρόνια το ίδιο όνειρο-
μαζεύει σκόρπια κουρέλια αξιοπρέπειας,
να ράψει μια σημαία
για το τέλος,
για να σκεπάσει την καρδιά του
στην εξόδιο ακολουθία.
* *
[3]
'Aγγελοι φονιάδες
τις νύχτες του έρωτα
τραβούν κάτω απ' τα πόδια σου
τα πεταμένα ρούχα.
Γλιστράνε μέσα τους,
σκοτώνουν
τις τελευταίες σου ανάσες.
Φλέγεσαι και λιώνεις
πάνω από τα νεκρά σου ρούχα,
στάζεις στα μάτια
που σε κοιτάζουν απ' τα μανίκια τους,
απ' τα διαρρηγμένα φερμουάρ τους.
|
|
| |
|
| |
|
|
|
|
|
The LAND of GODS Since
October 1996 Oakville/Τοροντο Canada |
|
|
|
|
|
|
|
|
| | | |
|