Ελληνική Λογοτεχνία στο διαδίκτυο


η αρχική σελιδα της LAND of GODS
Προηγούμενη σελίδα Κεντρική σελ. της ΕνότηταςΕπόμενη σελίδα
Επόμενη Ενότητα..
Επόμ. Ενότητα

"Γη των θεών φροντίδα. Ελλάς ηρώων μητέρα, φίλη, γλυκεία πατρίδα" (Ανδρέας Κάλβος)



Ανθολογία:   Διηγήματα, Νεοελληνική Πεζογραφία

Διηγήματα, Νεοελληνική Πεζογραφία στο Google: τα Kείμενα Photos Videos

κδ.
LAND of GODS (Home)
Ενότητες, Ανθολογίες και άλλα..





Τα δικά μου γραψίματα

  • Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι
  • τα Δημοτικά
  • Ο Κολοκοτρώνης και το '21
  • Τραγούδια για την ξενιτιά
  • Τραγούδια στη γυναίκα μου
  • Συνομιλώντας -τότε- ...
  • τα τραγούδια μου
  • Στο πρώτο Ψίθυρο της εφηβείας
  • Γράμμα στον 'Ελληνα της Διασποράς




    Ελληνική
    Λογοτεχνία στο Δίκτυο

  • Ελλ. Λογοτεχνία Τεύχος 1
  • Ελλ. Λογοτεχνία Τεύχος 2
  • Ελλ. Λογοτεχνία Τεύχος 3
  • Ελ. Λογοτεχνία Τεύχος 4
  • Ελλ. Λογοτεχνία Τεύχος 5
  • Ελλ. Λογοτεχνία Τεύχος 6
  • Ελλ. Λογοτεχνία Τεύχος 7




    Έλληνες Ποιητες
    και Συγγραφείς στο Δίκτυο

  • Κώστας Βάρναλης
  • Νικηφόρος Βρεττάκος
  • Οδυσσέας Ελύτης
  • Γιώργος Σεφέρης
  • Κώστας Καρυωτάκης
  • Κώστας Κρυστάλλης
  • Μήτσος Λυγίζος
  • Κώστας Ουράνης
  • Νίκος Καζαντζάκης




    Απομνημονεύματα

  • Γιάννης Μακρυγιάννης
  • Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
  • τα Ιστορικά του ανέκδοτα
  • ο Λόγος του στην Πνύκα




    A Little Bit of Greece

  • NEWS on Line
  • Culture
  • Hellenic Diaspora
  • History
  • Church
  • Music
  • LINKS
  • SEARCH




    Έλα να δεις..

  • Mια Φωτογραφία και ένας τόπος
  • Δημήτρης Καραλής
  • ποιήματα τ' αγαπημένα
  • Νεοελληνική Πεζογραφία
  • Ανθολογίες της ΕΕΛΣΠΗ
  • Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα
  • Δ Ε Λ Τ Ι Α Τ Υ Π Ο Υ
  • Θωμάς Πετρολιάγκης
  • Ελένη Κατσουλάκη
  • Το περιοδικό "Εποχές
  • Τα απομνημονεύματα τού Δία
  • Χριστιάνα Αβραμίδου
  • Γιώτα Στρατή
  • Μαρία Θανοπούλου
  • Αικατερίνη Σιδέρη
  • Διονύσης Δουζένης
  • Κώστας Καλύβας
  • Κωστής Παλαμάς
  • 'Aσπα Παπακωνσταντίνου
  • Παναγιώτης Τρανούλης
  • 'Aντρια Γαριβάλδη
  • Σπύρος Δαρσινός
  • Τι είναι ποίηση
  • Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
  • Μ. Καραγάτσης
  • Το Γιούσουρι
  • ΕΛΕΝΗ ΤΖΗΚΑ
  • Χριστίνα Τσαρδίκος
  • Αλκυόνη Παπαδάκη
  • Φιλοσοφικές θεωρίες
  • ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ
  • Μάρω Σιδέρη
  • Έλληνα μου
  • Παναρκαδικό Συνέδριο
  • Φωτογραφία και περιήγηση
  • Πατέρα...
  • Βασίλης Παπαθεοδώρου
  • Ένα ακόμη εξώφυλλο
  • «H Πόλις εάλω!»
  • Αυτοί είμαστε οι 'Ελληνες!!!
  • 'Aξιον εστί το τίμημα
  • Τα μάρμαρα του Παρθενώνα
  • Στα 2004
  • Γη των θεών φροντίδα
  • Χαμπέρια..
  • ο Ξενοφών Ζολώτας
  • Ο ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ
  • Ημέρα Πολυτεχνείου
  • Ένας όρκος..
  • Αναζητώντας την LAND of GODS..
  • Κριτικές Αναλύσεις
  • Γαβριήλ Παναγιωσούλης
  • Γιάννης Ανδρεόπουλος
  • Λάκης Φουρουκλάς
  • 'Ατυπη Λέσχη
  • η Ανθολογία «ΞΕΝΙΤΕΙΑ»
  • Νίκος Παλαμήδης
  • Οδυσσέας Πλατύρραχος
  • Κική Δημουλά
  • Στέλιος Καζαντζίδης
  • Η Νάνσυ Μπίσκα
  • Διονύσης Κονταρίνης
  • Γκαμπριέλ Μάρκες
  • Λάρρυ Κουλ
  • Δημήτρης Ζαχαρόπoυλος
  • ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μού έδωσαν
  • να είσαι καλά
  • Ζητείται Ελπίδα
  • Δρ Θωμάς Σαββίδης
  • Γλώσσα τροφός
  • MINAS SAVVAS
  • Λεξικό Μπαμπινιώτη
  • Έκκληση για γλώσσα
  • MATHISIS.COM
  • ο Ιάκωβος Γαριβάλδης
  • Ρούλα Ιωαννίδου
  • Χρήστος Νιάρος
  • Στράτος Δουκάκης :
  • Βάϊος Φασούλας
  • Ελευθερία Μπέλμπα
  • Ιουστίνη Φραγκούλη
  • Γιώργος Δουατζής
  • Εθνική Αντίσταση
  • Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο
  • Κώστας Γεωργουσόπουλος
  • ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
  • η ΜΑΝΗ
  • παράξενη πατρίδα
  • Γνωρίστε το Oakville
  • Ο Νίκος Δημόπουλος
  • Γράμμα από το Γκύτερσλο
  • Τρισαγαπημένη ΑΡΚΑΔΙΑ
  • Δημήτρης Λιαντίνης
  • ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ
  • Hel. Amer. N. Council




    ο Ελληνισμός της Διασποράς

  • Τι είναι Αμερικανός;
  • Κρις Σπύρου
  • OI ΕΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ
  • Παύλος Τσόγκας
  • Με το αίσθημα του νόστου
  • Οι Χαιρετισμοί του Ρήγα
  • Το θαυμαστό έργο
  • η MAGNA GRECIA
  • Cafe Aman Amerika
  • το Γλωσσάριο των gringlish
  • Οι "Έλληνες" της Ουρουγουάης




    το ΠΟΙΗΜΑ της ΗΜΕΡΑΣ

  • ψυχική υγεία
  • 53η Έκθεση Φρανκφρούρτης...
  • Χιονίζει στο δωμάτιό μου
  • Χεζάση
  • Ράντυαρντ Κίπλινγκ: Αν
  • Pablo Neruda: Αργοπεθαινει...
  • ΠΑΤΡΩΑ ΓΗ
  • Χορεύουν
  • Από μικρός
  • The art of loosing
  • I Carry Your Heart
  • ΓΗ ΜΟΥ
  • 'Aνοιξη!
  • Έμπνευση και φαντασία
  • ΔΟΞΑ ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ
  • Θανάσης Κωσταβάρας
  • Θανάσης Μαρκόπουλος
  • Θρήνος
  • ΄Ετσι θάθελα τη ζωή
  • Αυτή είναι η Ελλάδα
  • ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙ
  • Βασίλης Ρώτας
  • Μόνη μου
  • Ανδρέας Συλλελόγλου
  • Διονύσης Σαββόπουλος
  • Έντγκαρ 'Aλαν Πόε : Το Κοράκι
  • Α η αγάπη..




    ο Στίχος της ημέρας

  • ο Στίχος της ημέρας 1
  • ο Στίχος της ημέρας 2
  • ο Στίχος της ημέρας 3
  • ο Στίχος της ημέρας 4
  • ο Στίχος της ημέρας 5
  • ο Στίχος της ημέρας 6




    ΒιβλιΑ και Αφιερώματα

  • Νότα Κυμοθόη
  • Κώστας Πουλιανίτης
  • Θοδωρής Βοριάς
  • Nicholas D. Kokonis
  • Κωνσταντίνος Δημ. Μαρίτσας




    Αρκαδική Ανθολογία

  • Γαϊτανάκη Ζαχαρούλα
  • Γιαννούκου Ευαγγελία
  • Γρίβα Ελένη
  • Γρίβας Στάθης
  • Δημόπουλος Γιάννης
  • Διονυσόπουλος Κώστας
  • Δουζένης Γιώργος
  • Δουρίδας Κώστας
  • E. Ηλιοπούλου - Ζαχαροπούλου
  • Ιωαννίδης Τάκης (Παναγιώτης)
  • Καπαρδέλη Ευτυχία
  • Καπορδέλης Δημήτρης
  • Καπορδέλη - Ζογκαρη Ρέα
  • Καραμούντζος Κ. Σπύρος
  • Κατράκης Πότης
  • Κομίνης Θ. Αντώνης
  • Κουφοπούλου-Ηλιοπούλου Θ.
  • Κουσουνέλος Γιώργος
  • Μποτής Γεώργιος
  • Παναγοπούλου Μαρία
  • Παπαιωάννου Καλύβα Ζ.
  • Πρωτοπαπάς Κάκου Γ.
  • Ρέππας Χρίστος
  • Σπηλιόπουλος Τάκης
  • Στασινόπουλος Γιώργος
  • Συμιγδαλάς Αντώνης
  • Τριάδης Νικόλαος
  • Τρουπής Θεόδωρος
  • Τσίτσος Ιωάννης
  • Χρυσοχός Ηλίας




    τα ΔΕΚΑΧΡΟΝΑ

  • Φίλες και φίλοι.,
  • Aν ήταν..
  • Οριάνα Φαλάτσι
  • Φεντερικο Γκαρθια Λορκα
  • Σωτήρης Παστάκας
  • Η βιβλιοθήκη του Μάρκου Αυγέρη
  • ΤΟ ΜΥΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ
  • Οι φωνές του ποιήματος
  • "Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης"
  • Μήτσος Παπανικολάου
  • Ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη
  • Πάμπλο Νερούντα
  • Γιάννης Σκαρίμπας
  • Ποιήματα για τον Aγγελο Μάνη
  • Φαίδων Θεοφίλου
  • Θωμάς Γκόρπας
  • ΑΜΑΛΙΑ Κ. ΗΛΙΑΔΗ
  • Χόρχε Λούις Μπόρχες
  • Κυριαζής Aθανάσιος
  • Γιώργος Παπασιδέρης
  • Γιώργος Ιωάννου
  • Λήθη του Μαβίλη
  • Ανδρέας Καρκαβίτσας
  • Λεωφορείον: Ο Λόγος
  • Χρυσούλα Δημητρακάκη
  • Μάνος Ελευθερίου
  • Νίκος Κότσικας
  • Νίκος Μπατσικανής
  • Νίκος Εγγονόπουλος
  • Mιχαήλ Μητσάκης
  • Ντίνα Κορδώνη
  • Ι. Φίλιππος Μουζάς
  • Γιάννης Αυδίκος
  • Παντελής Ξανθίδης
  • Στέλλα Ζάμπουρου
  • Γεώργιος Βιζυηνός
  • Στέλιος Καζαντζίδης
  • Μελίνα Μερκούρη
  • Μίκης Θεοδωράκης
  • Jim Warren
  • Νίκος Καββαδίας
  • Ευαγόρας Παλληκαρίδης
  • Γιάννης Ρίτσος
  • Ανδρέας Κάλβος
  • Μανολης Αναγνωστάκης
  • 'Αγγελος Σικελιανός
  • Κώστας Κατσούλης
  • Θεόδωρος Τρουπής
  • Φανή Αθανασιάδου
  • Παύλος Νιρβάνας
  • Νεκτάριος Μαμαλούγκος
  • Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
  • ΓΚΑΙΤΕ
  • κ ART ά SOS
  • ΜΙΣΤΡΑΛ
  • Τεύκρος Ανθίας
  • Κωνσταντίνος Καβάφης
  • Στέλιος Α. Δουμένης
  • Κική Δημουλά
  • ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ
  • Νικόλαος Τριάδης:
  • Χρήστος Δάγλαρης
  • Κωστής Παλαμάς
  • Μιλτιάδης Μαλακάσης
  • Διονύσιος Σολωμός
  • Γλαύκος Αλιθέρσης
  • Μίλτος Σαχτούρης
  • Hλίας Bενέζης
  • Λεμεσός αροδαφνούσα




    Στην 'Aκρη του Mατιού

  • Τεύχος2
  • Τεύχος3
  • Τεύχος4
  • Τεύχος5
  • Τεύχος6
  • Τεύχος7
  • Τεύχος8
  • Τεύχος9
  • Τεύχος10
  • Τεύχος11
  • Τεύχος12
  • Τεύχος13
  • Τεύχος14
  • Τεύχος15
  • Τεύχος16
  • Τεύχος17




    Καπνόν Αποθρώσκοντα
    Γράμμα στον 'Ελληνα
    της Διασποράς:

  • ο 'Υμνος του μετανάστη
  • ο Πρόλογος
  • Πνεύμα Κοινότητας
  • Γη των πατέρων μου
  • Οι αυριανοί Ποσειδωνειάτες
  • Αποξεχασμένη μεραρχία
  • Πάνω στα βράχια της πατρίδας
  • Στο ελληνόπουλο της διασποράς
  • 'Αγιε μου μετανάστη
  • η Προσευχή του μετανάστη
  • το Πάσχα των Ελ. της διασποράς
  • Λαμβρινή Σταύρου
  • Μάθε προχτές σου έστειλα
  • Ο Θάνατος του μετανάστη
  • Στις εκκλησιές της διασποράς..
  • Τα απόμακρα χωριά
  • Και λέω άραγε ταχιά..
  • Και είπε ο λαός μου..
  • «'Oπου φωνάζω...»
  • Κυπριακή παράδοση
  • Ένα τραγούδι για το 21
  • Με το τραγούδι το δημοτικό
  • Στάλα τη στάλα
  • Και οι μέν πήραν τους δρόμους..
  • 'Ενα ακόμα λάθος
  • Χαμπέρια
  • Υστερόγραφο
  • Οι χωριανοί λιγόστεψαν
  • Να μου το θυμάσαι..
  • Στον ύπνο του μικρού παιδιού..
  • Στις αυλές και στα μπαλκόνια..
  • Στις πέρα ανηφοριές
  • Φύγανε τα χρόνια μας
  • Στα 2004
  • Η Φλόγα του μετανάστη
  • Τόσο μακριά
  • 'Ελα βρε γέρο να μας δεις..
  • Για μιαν Αθήνα...
  • Ανδρέας Πούλος
  • Το μόνο που ξέχασαν
  • Σε ψάχνω
  • Γεννήθηκε στην Γαλλία..
  • Ζει ο Μεγαλέξανδρος;
  • Αρετή Κετιμέ
  • Αφιέρωμα
  • Η πατρίδα μου
  • Διασπορά μου
  • Θέλω να ξέρεις
  • Κοίτα φίλε μου..
  • Μου ήρθε κοντά..
  • Παλιέ μου φίλε..
  • Την μάνα την φευγάτη
  • O έφεδρος λοχίας Παπαχρήστου
  • Ο χαμένος μου παράδεισος
  • Tσάμικο, βλάμικο!
  • Τα παιδιά του μετανάστη
  • Πρόσωπα
  • ΠατροΚοσμάς
  • Αυτός ο τόπος
  • Είναι το ίδιο??
  • η Επιστροφή..
  • Kαι θα υπάρχω...
  • Με πέντε οργιές καζάντι..
  • Στον τόπο τα κλαρίνα
  • Ελένη Φοκά
  • Σκληρή Πραγματικότητα
  • Κοινοτικά και Οργάνωση
  • Ζητείται ελπίδα
  • Ελληνική διασπορά ώρα μηδέν?
  • η Ελ. δ. απ' αρχαίους χρόνους..
  • Τι είναι η Διασπορά?
  • Αντί για Επίλογο


  • Λεξικό Google in.gr

    Ιστοσελίδες που έχουν βάλει πρόσβαση στη "Χώρα των Θεών"

    1. Θρανίο Εκπαιδευτική Πύλη

    2. Εlogos Λογοτεχνικό
      Περιοδικό & Πύλη

    3. http://www.plefsis.gr/

    4. Πύλη Πληροφόρησης
      για την Εκπαίδευση

    5. Πληροφορική Υποστήριξη
      για τo μάθημα της γλώσσας

    6. Ένας τόπος
      ταυτότητας της Αρκαδίας

    7. Μικρός Απόπλους

    8. allgreekbooks.com

    9. George's Greek MIDI

    10. Σαραντάκος Ανθολογία

    11. Γυμνάσιο Καστρίου
      Ψηφιακή Βιβλιοθήκη

    12. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΣΤΟΧΩΡΟΣ

    13. ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

    14. Ε-ΚΙΜΟΛΙΑ

    15. ΠΝΕΥΜΑ

    16. Touristic guide of Arcadia

    17. Greek History Resources

    18. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

    19. ENLACES

    20. FOUNDATION OF HELLENES

    21. lexima.gr

    22. Michael Lahanas
      Ελληνική Λογοτεχνία

    23. Ελληνικό Σχολείο η Αθηνά

    24. Εκδόσεις Κοχλίας

    25. η Σελίδα του Μετανάστη

    26. 'Ασχετος

    27. Greek Embassy in Canada

    28. Κopernikos

    29. Εκπαιδευτική Πύλη του ΥΠΕΠΘ

    30. schoolworks.gr

    31. translatum.gr

    32. η Σελίδα
      του Στράτου Δουκάκη

    33. η Σελίδα
      του Νίκου Δημόπουλου

    34. Panellines

    35. Kypros.org

    36. Deyteros.gr

    37. geo.gr

    38. Griekse websites

    39. krokeai.com

    40. Ιστότοποι του Διαπολιτισμού

    41. η Σελίδα
      του Βάϊου Φασούλα

    42. η Σελίδα της Μάνης

    43. Η ιστοσελίδα
      του Τσαμαντά Θεσπρωτίας

    44. Kyknos Books

    45. Greek Poetry, badly designed site, but great content, including Elytis: Axion Esti

    46. Ανθολογία
      του Σταύρου Αμπελά

    47. Η Ποιηση, ο Λογος και το Δια-δικτυο

    48. η Αλίκη στη Χώρα του Θεάτρου

    49. biblio.html

    50. Constantinople Byzantium

    51. sadness.gr

    52. stoabibliou.gr

    53. ΔΙΚΤΥΑΚΗ ΜΑΘΗΣΗ

    54. constadina/literature

    55. 6 Γυμνάσιο Σερρών.gr

    56. arachova.com

    57. ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ

    58. fryktories/

    59. Ελληνική Ομογένεια

    60. Εκπαιδευτική Πύλη
      Νοτίου Αιγαίου

    61. Λογοτεχνικά λινκς2

    62. Odysseas Platyrrahos

    63. vathos_okeanou

    64. η Αλήθειας
      Εφημερίδα της Ομογένειας

    65. Ψάρι Ηραίας

    66. Syllabus

    67. panellines

    68. archaeonia.com

    69. η Σελίδα
      του Νίκου Γκάτσου

    70. Ελλάδα , Ιστορία , Γλώσσα

    71. Parallel texts

    72. Δακανάλης Δημήτρης

    73. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ

    74. ΚΝΩΣΟΣ ΚΡΗΤΗ

    75. roundtable.gr

    76. Φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης

    77. Λαβύρινθος Σιωπής

    78. Ποίηση - Λογοτεχνία

    79. εκπαίδευση

    80. Griechenland-Links

    81. arcadians.gr

    82. Asimos_sindesmoi.html

    83. ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ GUTERSLOH

    84. mononifika.gr

    85. Ρένος Αποστολίδης

    86. Literature

    87. η Πληροφορική
      στη Δημοτική Εκπαίδευση

    88. opinion/syndeseis

    89. 9ο Δημοτικό
      Σχολείο Ρεθύμνου

    90. οι Σελίδες
      του Θ. Καστρινού

    91. greekstandard.com

    92. Μυρτιώτισσα

    93. Αετορράχη Ηλείας

    94. disabled.gr

    95. auth.gr

    96. Π λ ε ύ σ τ ε Σ τ η ν
      'A κ ρ η Τ ο υ Μ υ α λ ο ύ

    97. Αντίπαρος 2004

    98. των Ελλήνων οι Κοινότητες

    99. e-xios.gr

    100. anemologio.gr

    101. Tsounis
      St. John's University

    102. Ναός της Γνώσεως

    103. psathades

    104. diadiktiondirectory

    105. Ελληνική Λογοτεχνία

    106. Athena's v.3

    107. ΠΥΛΗ

    108. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

    109. Συνάντησης

    110. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΣΙΚΑΓΟ

    111. Ελληνική Ιστορία

    112. www.ADSLgr.com !

    113. kalimera.nu

    114. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

    115. ο Ζωγράφος
      Γιάννης Σταύρου

    116. ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ ΠΩΓΩΝΙΟΥ

    117. Greek literature p1

    118. Kazantzakis Nikos

    119. Literature from Leonidio

    120. Διμοτικό Σχολείο Κω

    121. Rempetika

    122. Σχολείο Λιέγης

    123. Σολωμός Διονύσιος

    124. adverts.gr

    125. Full Version: Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

    126. www.agoraellas.gr

    127. Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού

    128. Ελληνική Αστυνομία της Πάρου

    129. ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ

    130. Isocrates.gr

    131. Αετοράχη Ηλείας

    132. a9.com

    133. Σαρακατσάνοι

    134. Ράδιο Ήπειρος

    135. Ελληνική Γλώσσα

    136. WBYB Greek Radio Live

    137. Συνδέσεις

    138. Μετανάστης

    139. ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

    140. Βιβλιοθήκη Κολλεγίου Αθηνών

    141. Foreing Language

    142. Ted Kapsalis

    143. ΛΕΥΚΟΧΩΡΙ - LEFKOHORI

    144. Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο

    145. Queens College, Queens NY

    146. Εσπερινά Σχολεία

    147. ΦΕΚ

    148. ΕΦΕΝ Εθνικής

    149. ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

    150. langues anciennes

    151. Ελληνική Ασπίς

    152. Ομογένια

    153. Εκπαιδευτικές σελίδες

    154. Χωριό Σέρβου

    155. 1ο ΤΕΕ ΕΥΟΣΜΟΥ Θεσ/νίκης.

    156. 4ο Δημοτικό Σχολείο

    157. Διευθύνσεις για τη Λογοτεχνία

    158. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

    159. Χαλούλος Παναγιώτης

    160. Δημοτική μουσική
      Παραμυθιά on Line

    161. ΛΥΚΕΙΟ ΠΡΕΒΕΖΑΣ

    162. Kimisis Serron

    163. Deykalion o Trachinios

    164. Κώστας Πετρόβ

    165. Γρηγόρης Αυξεντίου

       (1). Αργύρης Εφταλιώτης    (2). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης    (3). Γεώργιος Βιζυηνός    (4). Παύλος Νιρβάνας    (5). Κωνσταντίνος Θεοτόκης    (6). Εμμανουήλ Ροΐδης    (7). Κωνσταντίνος Χατζόπουλος    (8). Κωνσταντίνος Καβάφης    (9). Γιάννης Σκαρίμπας    (10). Πηνελόπη Δέλτα    (11). Hλίας Bενέζης    (12). Φώτης Kόντογλου    (13). Αγγελική Βαρελλά    (14). Βούλα Δαμιανάκου    (15). Ανδρέας Καρκαβίτσας    (16). Νίκος Μεντζίνης    (17). Στράτος Δουκάκης


    Αργύρης Εφταλιώτης
    Πρώτη Αγάπη, Βιογραφικά

    Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) (ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια του και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιδιωτικό σχολείο του πατέρα του. Το 1866 πέθανε ο πατέρας του και ο δεκαεφτάχρονος τότε Αργύρης ανέλαβε να συνεχίσει τη διδασκαλία των συμμαθητών του ως το τέλος της χρονιάς. Το 1866 ξενιτεύτηκε λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Εργάστηκε αρχικά στην Πόλη, κοντά στον τραπεζίτη αδερφό της μητέρας του και κατόπιν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο και εντάχτηκε στον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος. παράλληλα υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου Λόγιος Ερμής του Μάντσεστερ, πραγματοποίησε ομιλίες, μελέτησε τους αρχαίους έλληνες κλασικούς, καθώς επίσης άγγλους και γάλλους λογοτέχνες και μπήκε σε λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους. Η εμπορική του σταδιοδρομία στην Αγγλία υπήρξε επιτυχημένη και σύντομα άνοιξε κατάστημα με τη δική του επωνυμία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 προσλήφθηκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γκράχαμ. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας και στη Βομβάη των Ινδιών με έξι ενδιάμεσες επισκέψεις στην Ελλάδα ως το τέλος της ζωής του. Το 1891 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλονίστηκε η ψυχική υγεία του και αποσύρθηκε στο Cab d' Antibes της Γαλλίας, όπου πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων. Η είσοδος του Εφταλιώτη στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1869 με μεταφράσεις ποιημάτων και συγγραφή πρωτοτύπων ποιητικών έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων των Μπάιρον και Μακώλεϋ. Το 1889 με προτροπή του Αλέξανδρου Πάλλη που στάθηκε στενός φίλος και πνευματικός οδηγός του πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Τραγούδια ξενιτευμένου, που τιμήθηκε με έπαινο. Τον επόμενο χρόνο πήρε ξανά μέρος στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Ο καθρέφτης του πύργου μου και Αγάπης λόγια, δε βραβεύτηκε ωστόσο, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μεταξύ άλλων και του Παλαμά, ο οποίος επαίνεσε το έργο του Εφταλιώτη, απέδωσε την αδικία κατά του ποιητή στο ότι η γλώσσα του ήταν δημοτική και εναντιώθηκε στον τότε εισηγητή της κριτικής επιτροπής του Φιλαδέλφειου ’γγελο Βλάχο. Ο Εφταλιώτης συνέχισε να γράφει ποιήματα, όχι όμως συστηματικά. Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία, καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και εμμένοντας θεματικά στον πόνο της ξενιτιάς και τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι οι Νησιώτικες ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1894 και αποτελούν συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων που δημοσίευε από το 1889 στην Εστία. Το 1900 εξέδωσε τη Μαζώχτρα και το Βουρκόλακα το μοναδικό θεατρικό έργο του (εμπνευσμένο από το τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με στόχο την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία). Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα το Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. Παράλληλα από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) και τα Ιστορικά ξεγυμνώματα (1908). Το 1914 ξεκίνησε να μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου, έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του. Τη συνέχισή του (ραψωδίες φ΄ - ω΄) ανέλαβε ο Νικόλαος Ποριώτης. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αργύρη Εφταλιώτη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Εφταλιώτης Αργύρης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Θωμαΐδου- Μώρου Μάρθα , «Εφταλιώτης Αργύρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μερακλής Μ.Γ., «Αργύρης Εφταλιώτης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.262-265. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Παγανός Γ.Δ. «Αργύρης Εφταλιώτης», Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η΄ (1880-1900). Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
    (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).



    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
    Τα διηγήματα: Στρίγγλα Μάννα, Πάσχα ρωμέικο, Όνειρο στο κύμα
    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)

    O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911, στη Σκιάθο. Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ήταν ιερέας. Μεγαλώνοντας σε τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον ήταν φυσικό ο Αλέξανδρος να επηρεαστεί και να συνδεθεί με μια βαθιά ευλάβεια με τον χριστιανισμό και τα εκκλησιαστικά γενικότερα.
    Παρόλη τη φτώχεια και τη στέρηση που συνόδεψε τα παιδικά του χρόνια ο Παπαδιαμάντης αγαπάει τα γράμματα και καταφέρνει με πολλές δυσκολίες, μετά από πολλές διακοπές να τελειώσει το γυμνάσιο και να γραφτεί στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Όμως δεν θα καταφέρει ποτέ να τελειώσει τις σπουδές του. Παραδίδει μαθήματα για να βγάλει τα προς το ζην και παράλληλα μελετάει με πάθος αρχαία ελληνική γραμματεία αλλά και την Ευρωπαϊκή λογοτεχνία της εποχής του. Μαθαίνει μόνος του αγγλικά και γαλλικά. Για να ζήσει κάνει μεταφράσεις, δουλεύει ως διορθωτής σε εκδόσεις και δημοσιεύει κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Ταυτόχρονα αρχίζει να εκπληρώνει το όνειρο του να γίνει συγγραφέας και κάνει την είσοδο του στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα " Η μετανάστις " που δημοσιεύεται στον Νεολόγο της Πόλης.
    Ο κυρ Αλέξανδρος για τους απλούς ανθρώπους που τον γνωρίζουν αλλά και για τους νεους λογοτέχνες της εποχής που τον συναντούν στο στέκι του, το καφενεδάκι της δεξαμενής, εντυπωσιάζει με την πλατιά του μόρφωση αλλά και με τα μυθιστορήματα και διηγήματα του που δημοσιεύει. Εντυπωσιάζει επίσης με την ασκητική μορφή του αλλά και την ασκητική ζωή του. Διάφορα οικογενειακά προβλήματα, η οικονομικές του δυσκολίες αλλά και ο θάνατος του αδερφού του, τον οδηγούν στον αλκοολισμό.
    Το 1908 αποφασίζει να επιστρέψει στο αγαπημένο του νησί την Σκιάθο για να βρει την ηρεμία και τη γαλήνη που του τόσο πολύ του έλειψαν, έστω στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πεθαίνει μετά από μια σύντομη αρρώστια ενώ λίγες μέρες πριν το ελληνικό κράτος που μέχρι τότε δεν τον είχε βοηθήσει σε τίποτε, τον παρασημοφορεί αναγνωρίζοντας την μεγάλη του πνευματική προσφορά.
    Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Γράφει σε μια ιδιότυπη αρχαΐζουσα καθαρεύουσα που πιθανόν να χρειάζεται μετάφραση για κάποιον που μιλάει μόνο δημοτική, ενώ τους διαλόγους των απλών ανθρώπων του νησιού του που είναι και οι περισσότεροι ήρωες των διηγημάτων του, τους γράφει στο δημοτική ντοπιολαλιά της Σκιάθου. Παρόλα αυτά τα κείμενα του έχουν τεράστια εκφραστική δύναμη. "Ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων" κατέχει δικαιωματικά μια θέση στο πάνθεον των πιο σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών.

    Έργα του

    H Μετανάστις
    Η Έκπτωτος Ψυχή
    Oι Έμποροι των Εθνών
    Η Γυφτοπούλα
    Το Χριστόψωμο
    Η Χήρα Παπαδιά
    H Υπηρέτρια.
    Η Σταχτομαζώχτρα.
    Εξοχική Λαμπρή
    Η Μαυρομαντηλού
    Ο Φτωχός ’γιος
    Ο Αμερικάνος και άλλα
    Στο Χριστό στο Κάστρο
    Ο Τυφλοσύρτης
    Βαρδιάνος στα Σπόρκα
    Της Κοκώνας το σπίτι
    Η Νοσταλγός
    Η Γλυκοφιλούσα
    Πατέρα στο σπίτι
    ’για και Πεθαμένα
    Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη T'αγνάντεμα
    Tα Δαιμόνια στο ρέμμα
    Υπό την Βασιλικήν Δρύν
    Η Φόνισσα
    Η Φωνή του Δράκου
    Ο Πεντάρφανος
    Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου
    Φορτωμένα Κόκκαλα
    Το Μοιρολόγι της Φώκιας
    Τα Δυο Τέρατα
    ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

    
    Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη  

    Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις. 'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίανμ ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην. Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν. Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά; Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε -Έχεις πεντάρα; Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον. -Βάλε συ το ρούμι, είπεν. Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν. Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον -Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν. Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων. -Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' ’η- Νικολάου δουλέψαμε, τ' ’η-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα... Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν. -Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές. -Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση. -Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. ’λλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή. -Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε... -Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς. Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν. Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!" Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας! Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή; Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του. Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ' ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν. -Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου; -Του κυρ-Θανάση του Μπε... Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου. -Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι. -- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; είναι η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια. Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε -Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου. Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν. Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα. Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.' -Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε; Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν. Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης. Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι. -Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. ’λλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες; Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά -Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου; -Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε... -Είναι μέσα; -'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του. Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην. -Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος... Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου. -Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας. Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. ’φσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς; -Τ' ακούω. -Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε -Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα! Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά. -Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!... Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν. -Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!



    Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Στο Χριστό στο Κάστρο

    - «Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν' στο Κάστρο, τ' ν πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ' ακούσατε;»

    Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων και ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186... Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δυο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης, οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπη μίαν καλησπέραν και να πιή μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο. κι η θειά το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τάς λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.

    «Τ ακούσαμε κι ημείς, παπά» απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος, «έτσ είπανε».

    «Τί είπανε; Είναι σίγουρο, σάς λέω» επανέλαβεν ο παπα-Φραγκούλης. «Οι βλοημένοι, δε θα βάλουν ποτέ γνώση. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν απ' του Κουρουπή τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί πού δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!» «Μυαλό δεν έχουν αυτός ου κόσμους, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ. «Τώρα οι αθρώποι γινήκαν αποκότοι».

    «Να είχανε τάχα τίποτα κ' μπάνια μαζί τ' ς;» είπεν η παπαδιά.

    «Ποιός του ξέρ' ;» είπεν η θειά το Μαλαμώ.

    «Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια» υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ' αλατίσουν για τα Χριστούγεννα».

    «Τώρα, Χριστούγεννα θα κάμουν απάν στο Στοιβωτό τάχα;» είπε μετ οίκτου η παπαδιά.

    «Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια...» εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.

    Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.

    «Τί βοήθεια να τους κάμουνε;» είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Απ τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Ερριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο ’η-Θανασης εγιν ένα με τα Κάμπια. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ του Κουρούπη».

    Ο Πανάγος ωνόμαζε τεσσάρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς:

    «Κι απ τη θάλασσα, μαστροΠανάγο;» «Απ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης όξ' απ το λιμάνι, κατά τ' Ασπρόνησο!»

    «Από Σοφράν το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;» Ο ιερεύς επροφερεν ούτω τους όρους Sopra vento και Sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.

    «Από Σταβέτ, παπά, μα είναι φόβος μην τόνε γυρίση στο μαΐστρο».

    «Μα τότε, πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε» είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς.

    «Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο».

    «Έ, παπά μ , ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ' . Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα».

    Ο παπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ής ζώσα ηχώ εγίνετο ο Πανάγος.

    «Και τί θα πάθουνε, το κάτω κάτω;» επανέλαβεν, ως διά ν ανάπαυση την συνείδησίν του, ο μαραγκός.

    «Νά, θα είναι χωμένοι σε καμμία σπηλιά, τσακμάκι θα χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μου χε κι εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά πού θεν έχουν αυτοί. Για μία βδομάδα πάντα, θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπαν από πέντε μέρες πού αγρίεψε ο χειμώνας».

    «Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό στο Κάστρο» επανέλαβεν ο ιερεύς,

    «θά είχε διπλό μισθό, πού θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσυ πού ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε. Φέτος πού είναι βαρύς...»

    Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς ειχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ησαν μεμελετημενα.

    «Και γιατί δεν κάνει κάλον καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουνε στην εορτή του;» είπεν αυθαδώς ο μαστροΠανάγος.

    Ο ιερεύς τον εκοίταξε με λοξόν βλέμμα και είτα ηπίως του είπε:

    «Έ, Πανάγο γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε... Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά! Αλλο το γενικό και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για κάλο, και για την ευφορίαν της γής και για την υγείαν ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε... Μα όπου είναι μία μερική προαίρεσις καλή κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια. Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλας και με θαύμα ακόμα, τί νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πώς θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρό, αφού άλλες χρονιές έκαμε και ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;»

    Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μαλαμώ έσπευσε να είπη:

    «Αλήθεια, παπά μ' , δεν είναι κάλο πράμα αυτοδά, θα πώ, ν' αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του... Για τούτο θα μάς χαλάσ' κι ου Θεός!»

    «Κι είχαμε κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκαμερο � αλήθεια, παπαδιά;» είπεν αίφνης στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.

    Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει.

    «Όπου ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης» επανελαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του.

    «Θυμάσαι το τάμα πού κάμαμε;»

    Η παπαδιά εσιωπα.

    «Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε σα μπροστά να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του».

    «Το θυμούμαι» είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.

    Τώ όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξής έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει ν αποθάνη πέρυσι τάς ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασιών, ών αι δυο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ών αι δυο δίδυμων, και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.

    Το ενθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ' αρχής της ομιλίας του παπά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολωτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.

    Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτικήν του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσυνήν τού, απεφάσισεν ενδομύχως να μή αντιλέξη. Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τί ηρωίκωτερον και εις πολλούς απίστευτον όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι αύτη μαζί του.

    Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.

    Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ούς της μητρός της:

    «Πού θα πάτε, θα πώ; Παλαβώσατε, θα πώ; Με τέτοιον καιρό! να πάτε στο Κάστρο; Ώχ, καημένη... Τί να γίνω;»

    Η νεώτερα κόρη, η δεκαεξαέτις το Βασώ, αρχίσασα και αύτη να εννοή, υπεψιθύρισε:

    «Τί λέει; Θα πάνε στο Κάστρο; Κι άρχισες τα κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θα με πάρουν κι εμέ μαζί. Θα με πάρετε, μά;»

    «Σούτ! Λ' φάξτε!» είπεν αυστηρώς η παπαδιά.

    «Τί τρέχει;» είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.

    «Τίποτε, Μαλαμώ» είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς.

    «Ησύχασε, Πανάγο» είπε, στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη,

    «δέν πάς, να �χης την ευχή, να πής του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκα να ρθή από δω; Τόνε θέλω να τ' πώ».

    Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη, υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάαξας τα σκέλη του. «Πηγαίνω, παπά» είπε.

    «Θέλω κι εγώ να πάω να ιδώ μή μο' χή τίποτα η Παναγαινα για να φαμ' απόψε».

    «Πήγαινε να του πής πρώτα, κι ύστερα γυρίζεις και τρώτε».

    «Η ευχή σας. Καληνυχτά, παπαδιά». Και εξήλθε.

    «Τί λέει, θα πώ» είπεν η θειά το Μαλαμώ μετά την αναχώρησιν του Πανάγου,

    «θά πάς στο Κάστρο, παπά;»

    «Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπερκας».

    «Ιγω, ενας-ίμ» είπεν η θειά το Μαλαμώ,

    «α' θε πάς, έρχουμι».

    «Κι ιγώ» είπεν η παπαδιά.

    «Δεν είναι για να ρθης εσύ, παπαδιά» είπεν ο ιερεύς.

    «Φτάνει πού θα κακοπαθησω εγώ. Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυο απ το σπίτι».

    «Ίγω το καμα του τάμα» είπεν η παπαδιά.

    «Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι».

    «Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ' » είπεν η παπαδιά.

    «Κι ημάς, πού θα μάς αφήσετε!» έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιω.

    «Σιωπά, καημένη» είπε το Βάσω.

    «Θα με παρ' νέ κι εμένα μαζί, σιωπά!»

    «Ναί, εσενά σ' φαίνεται πώς εισ' ακόμα μικρή, χαδούλα μ' ! Γιατί ετσ' σ' εμάθανε. Δε φταίς εσύ!» είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζηλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικρότερα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απειργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι, και απελαυε σχετικής τίνος ελευθερίας.

    Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.

    «Θα με πάρετε κι έμενα μαζί, μάννα;» εψιθυρισε περιπτυσσομενος τον λαιμόν της.

    «Τί λές, χαδουλη μ' ! Τί λές, πιδί μ' » απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά.

    «Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιέ μ' , κι αν απομείνω, για σενα θ' απομείνω, γυιόκα μ' , για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παππας σ' , μικρό μ' . Τώρα, σύρ' να πής την προσευχή σ' και να κάμης μετάνοια �τ παππάσ' , να πλαγιάσης, για να μή μαργώνης, κανάρι μ' !»

    «Ναί, θα πάς, αμ' δε θα πάς!» έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις εν ρήμα της μητρός της.

    «Σιωπάτε! Ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι εσηκωσατ επανάσταση» είπεν ο παπάς.

    «Να ιδούμε τί θα μάς πή κι ο μπαρμπα-Στεφανης».

    Ειτα στραφείς προς την παπαδιά:

    «Μάς φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπαριμ» Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ραβδωτήν διχρουν σινδόνα, τάς ολιγας προσφοράς, όσας ειχάν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μελλουσαι να μεταλαβώσι τη επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θειά το Μαλαμώ τάς είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τάς ξεσκεπάση οιονεί με τάς ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.

    «Μάς βρίσκεται και τίποτε παξιμάδι;» ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς.

    «Θα έμεινε κάτι ολίγο απ της Παναγίας. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρώμε απ τα βλογούδια» είπεν η πρεσβύτερα.

    Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτισκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσοτεραι* ενορίτισσαι κατά τους τελευταίους χρόνους επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι

    «εζυμωναν απ τα βλογούδια».

    Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον. Ηνοιχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μάλλινην βαθυκυανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δυο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφανη και άλλη μορφή, ορθή ιστάμενη παρά την θύραν. Ητο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και ειχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τί τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκαν, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.

    «Καπετάν Στεφανή» είπεν ο ιερεύς,

    «τί λές, μ αυτόν τον καιρό μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο με τ βάρκα, από στχβετ;»

    «Από Στάβετ; Με τ' βάρκα; Στο Κάστρο;» ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ.

    Ητο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευρά οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.

    Αλλ ο μπαρμπα-Στεφανης, μόλις ηκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι εμπερδεμενην προφοράν του, ανέκραξε:

    «Μπράβο, μπράβο! Ακούς, ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! Όρεξη να χης, όρεξη να χης, παπά!»

    «Να άνθρωπος!» είπεν ο παπάς.

    «Έτσι σε θέλω, Στεφάνη! Τί λές, είναι κίνδυνος;»

    «Κίντυνος, λέει; Ντίπ καταντίπ, καθολ' ! Εγώ σας παίρνω απάνου μ' , παπά. Μοναχά πώς μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θα ρθή κι η παπαδιά, θα ρθή κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νοματοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ ουλές τις κουμπχνιές σάς, με τα σεγίχ σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πεφτ . Ταχιά θα χουμε καλωσυνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κι καλωσ νεύει, νά, τώρα καλωσυνεψε!»

    Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συρριγμος παγερού βορρά ηκουσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξωστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.

    «Νά, ακούς; Καλωσύνεψε!» είπε καγχάζων θριαμβευτικως ο μαστροΠανάγος.

    «Σιωπά εσύ, δεν ξερ ς εσύ» ανεκραξεν ο Στεφάνης.

    «Εσύ ξερ ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αύτη είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είναι αέρας πού ψ χομαχαει. Αύριο θα μαλακωσ ο καιρός, σάς λέω εγώ. Μπορεί να χουμε ακόμα και καμμία μικρή χιόνια, δε σας λέω, μα ημεις, από στχβετ, ανάγκη δεν έχουμε».

    «Και σαν τόνε γυρίση στο μαΐστρο;» επεμεινεν ο μαραγκός.

    «Κι χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ λέω πώς απ την Κεχριά κι εκεί θεν έχουμε θχλχσσιτσχ» είπε τριβών τάς χείρας ο Στεφάνης.

    «Αυτά είναι χποθσχλχσιες και δε λείπουν, κατάλαβες, κι ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι ούλο στρίβει. Μα δε μας πειραζ ημας αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ , ο Στεφάνης σας παίρνει απαν τ !»

    «Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ έκαμες ν αποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι άλλο ένα» είπεν ο παπάς.

    «Έχω πιεί πέντ εξ ως τώρα, έτσι να χω την ευχή σ , παπά»..

    «Πιέ κι άλλο ένα να γίνουν εφτά».

    Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.

    «Είσαστ έτοιμοι, είσαστ έτοιμοι;» είπεν ακολούθως.

    «Πήρες τα ιερά σ' , παπά, τα χαρτιά σ' ούλα, τα χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σάς κουβαλήσω, για να μαστ ασένιο;»

    «Από τώρα;» είπεν ο παπα-Φραγκούλης.

    «Από τώρα! Τί λές; Να είμαστ' απρόντο, παπά. Εγώ στες δυο θα ρθω να σάς φωνάξω, κι εσείς να είσαστ' αλέστα. Διάβασε τί θα διαβάσης, παπά, κι στες τρεις να μπαρκάρουμε».

    «Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ τη μία» είπεν ο ιερεύς,

    «γιατί έχω το ξυπνητήρι μου... Κι έπειτα, είμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρείς, είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφάνη, και να μπαρκάρουμε».

    «Στες τρείς, στες τέσσερες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ' ναριές, να χουμε μέρα μπροστά μας. Από κεί ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά σιγά με το κουπί. Από κεί ως τις Κεχρεές κι ως την ’για Ελένη, θα μάς παίρνη αγάλι αγάλια με το πανάκι. Κι απ την ’για Ελένη κι εκεί, αν δεν μπορέσουμε να μ' ντάρουμε...»

    «Έ, ύστερα;»

    «Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σάς τραβώ με την μπαρούμα ως τον ’η Σώστη».

    Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ού ο λόγος, παρετηρησε προς παραμυθίαν των ακροατών:

    «Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιάλια, τον κρεμνα τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται».

    Έμειναν σύμφωνοι, να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τάς τρεις διά να ετοιμασθούν, και εις τάς τεσσάρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα, και εις δυο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δυο επταόκαδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτιά δυο η τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ίσχαδας και μεγαλόρραγας σταφίδας. Τα δυο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρύφιους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τεσσάρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δυο προσφορά τυλιγμένα εις οθονας, με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανην να περάση από τα σπίτια δυο εμποροπλοιάρχων φιλών του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρισκετο, ολίγον κρέας σάλαθο, εξ εκεινού το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μάκρους πλούς. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δυο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δυό.

    Όλας ταύτας τάς προμήθειας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικως διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιονα, περί ων έγινε λόγος εν άρχη, καθώς και δι εαυτόν και τους μεθ εαυτού συνεκδημησοντας προσκυνητας, καθ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς.

    Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τώ ενοριακώ ναώ, καθ όσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον.

    Είχαν πάρει είδησιν αφ εσπέρας δυο τρεις ενοριτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξέλθων ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγηθή εις τάς γειτόνισσας. Επίσης και η θειά το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κύρ Αλεξανδρην τον ψαλτην, μεθ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλύτιση δυο η τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνήτριας.

    Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανη, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκεινών, οίτινες συχνά τρεχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλησια. Ησαν ο παπα-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπυρου, ο μπαρμπα-Στεφανης μετά του δεκαεπταετούς υιού, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θειά το Μαλαμώ, ο κύρ Αλεξανδρης ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισται και τεσσάρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος εκτός.

    Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργυρή, του αποκλεισμένου από τάς χιονας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σακκον πλήρη τροφίμων και με αλλά τίνα εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς:

    «Πώς το έμαθες, Βασίλη;» του λέγει.

    «Το έμαθα, παπά, απ το μαστροΠανάγο το μαραγκό».

    «Τί ώρα και πού τον είδες;»

    «Κατά τάς δέκα τον ηυρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κι εβγηκε να πιή δυο τρία κρασιά με το ισναφι. Έλεγε πώς αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σάς εκατακρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ρθω μαζί σας, αν με παίρνετε».

    «Ας είναι, καλώς να ρθης» είπεν ο ιερεύς.

    Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικον του λιμένος, κι έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός και ο πλούς ευοίωνος ηρχιζε. Ναί μέν εκρυωναν πολύ, αλλ ησαν όλοι βαρεως ενδεδυμε.νοι. Ο παπάς εκαθισεν εις το πηδάλιον φορών την γουνάν του. Η πρεσβύτερα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζουκά της. Ο μπαρμπα-Στεφανης ήτο με την νιτσεράδα του, με τον κηρωτον πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμενον υπό τον πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπαζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τάς πρεκνάδας και με τάς βούλλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μάλλινης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας.

    Ευτυχώς δεν εχιονιζεν, αλλ ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πουλιά εμεσουρανει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα εφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκουοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικως απηντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας.

    Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ηρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατάνια. Έφεξαν εις τον Στρουφλια, αντίκρυ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτυων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ ναριες. Τότε οι επιβαται ειδον αλληλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλληλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ώχρα και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραι και χείρες κοκκαλιασμεναι. Η θειά το Μαλαμώ ειχεν αποκοιμηθή δίς ήδη υπό την πρύμνην, όπου εσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδηλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κύρ Αλεξανδρής είχε πάρει δυο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς, αύτη εκινείτο ευρυθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπυρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον όρατον μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει ότι ωφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι αυτόν ήτο το ταξιμον. Τον απεσπασεν αποτομως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με δίπλα υποκάμισα, δυο φανελλας, χονδρόν μάλλινον γελεκιον, διπλούν σακκακι κι επανωφόρι, και περιετυλιξε τον λαιμόν του με χνοωδες όλομαλλινον μανδήλιον, ποικιλοχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στερνόν και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην, αριστεροθεν του παπά καθημενη, αριστερά της είχε τον Σπυρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι ής είχε περιχαρακώσει τον υιόν της. Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ έπαυε ν ανταλλάσση αστείσμους και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανην, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:

    «Νά, γι αυτονε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά».

    «Και τί πάθαμε, με τ δυναμ τ Θεού;» απηντα η παπαδιά, ήτις, κατά βάθος, πολύ ανησυχεί με αυτό το παράτολμον ταξιδιον. Ευτυχώς, η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος.

    «Δε μ λές, παπαδιά» είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανης, θελησας ν αστείσθη και με την πρεσβυτέραν,

    «δέ μ λές, γιατί λένε: Κυρι ελέησον, παπαδιά! πέντε μήνες δυο παιδιά»;

    «Γιατί, μαθές, το λένε;» απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβύτερα.

    «Πάρε παράδειγμα από μενα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά».

    «Θα πή, το λοιπόν, πώς οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;»

    «Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρονοχρονικης από κοντά τούς» είπεν η θειά το Μαλαμώ.

    «Νά, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε» είπεν ο παπάς,

    «δέν σάς το λεγα εγώ; Εσύ κι ο εξάδερφός σου ο Αλεξανδρης» � εννοών τον ψαλτην �

    «έχετε μεγάλον νού».

    Ο παπάς δεν έπαυε ν αστεΐζεται με όλας τάς εν τώ πλοιαρίου ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε:

    «Μα κείνος ο Θοδωρής» �εννοών τον άνδρα της�

    «κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην:

    «Μα δεν είναι καμμία πού να μή θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμία δεν ευρεθή να πή πώς δεν θέλει!»

    Αλλά το κυριωτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:

    «Δε μου λές, Αλεξανδρή, τί θα πή, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, �ο ανυψώσας το κέρας ημών'; Ποιός ειν αυτός ο ανυψώσας;»

    «Νά, ο ανιψιός σας» απήντα ο κύρ Αλεξανδρής, μή εννοών άλλως την λέξιν.

    «Και τί θα πή �σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ηρωτα πάλιν ο παπάς.

    «Νά, σκύλα Βαβυλών» απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.

    Ταύτα ελεγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τάς κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Αναγυρον και τον Ασέληνον, αριστεροθεν πελαγωμένη αντίκρυ των Τρίκερων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κύρ Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση διά να ζεσταθή. Κι η θειά το Μαλαμώ εκωπηλατησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν και εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί αι κατερχομεναι από των χιονοφορτων ορεων εξυριζον τα ώτα και τους λαιμούς τών, ειχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ ολιγας στιγμας (

    «ήλιος με τα δόντια γριά με τα χταπόδια!» ανεκραξεν ο Λαμπράκης) διότι, ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι εγίνετο

    «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνηγοντο πάλιν τα νέφη, και ο βορράς εφαινετο υποχωρών εις τον απηλιωτην, ως να ηπειλείτο βροχη. αλλά μόλις επροβαλε, κι εφανη ως να έβλεπε ποιά ήτο η υψηλότερα και εγγύτερα κορυφή εκ των κατάλευκων ορεων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, διά να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου.

    Η ακριβής απόστασις από του μεσηβρινου λιμένος έως το βορεινοτερον άκρον της νήσου, όπου επλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλιών. Ο παπάς εβλεπεν ότι ηθελον νυκτώσει, πριν φθασωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεαν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα με τάς ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιαν, τον πυκνόν όρυμωνά τής, με το ρεύμα και τάς πλάτανους και τους νερόμυλούς της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεαν, συνέβη εκείνο το όποιον ο μέν κακομαντις Πανάγος προελεγεν, ο δε Στεφάνης δεν ηγνοει, και ο παπα- Φραγκούλης προεβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαίστρον ήτο, είτε αποθαλασσια και μπουκάρισμα του κόρφου, τα κύματα ηρχισαν να ογκούνται καταπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανιόν της, και με τον φλοκκον και την αντεννά τής, ηρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, όμοια με Ελληναλβανον χορευοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκες ηρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηώτα τον παπά αν δεν ήτο καλόν ν αποβιβασθώσι και ανελθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεαν να λειτουργησωσιν, όπως εορτασωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κύρ Αλεξανδρης, ζαλισθείς, εζαρωσεν εις μίαν γωνιάν, και οι άλλοι επιβαται μεγάλως ανησυχούν. Μόνον δυο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα- Φραγκούλης.

    Εις των επιβατών επροτεινε ν αραξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, έως ότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφάνης και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δυο μέσα ηδυναντο να δοκιμασωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα. η να συστειλωσι τα ιστία και να προχωρησωσι με τάς κωπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, διά τάς γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδωντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινως πάσχοντες, η ν αποβιβασθωσιν εις την ξηράν και να δοκιμασωσιν αν θα εύρισκον όρομισκον τινά, δχί πολύ πλακωμένον από την χιονα, ώστε να είναι βάτος εις ανθρώπους. Πτυαρια και αξίνας δυο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησιμευον διά ν άνοιξη όρομον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα- Φραγκούλης απεφανθη ότι, αφού εξ άπαντος θα ενυχτωναν, καλλιον θα ήτο να δοκιμασωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδυναντο να προχωρησωσι διά θαλασσής, και ύστερον θα ειχον καιρόν να καταφυγωσι και εις την δευτεραν μέθοδον.

    Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ητο τρίτη και ημισεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανη, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχορευεν, εχορευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχόμενη εις υγρά όρη, πότε κατερχόμενη εις ρευστας κοιλάδας, νύν μέν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νύν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το

    «Πολλοις συνεχόμενος» έως το

    «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα- Στεφανης εστενοχωρείτο, μή δυνάμενος επί παρουσία του παπά να έκχυση ελευθερως τάς αφελείς βλασφημίας του, τάς οποίας έμασα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορυζων:

    «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμετή σού, μέσα!» Κι η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείΟν του Σταυρού, έλεγε το

    «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν:

    «Έλα, Κ στέ μ ! Βοήθα, Παναΐα μ !» Και τα κύματα επληττον την πρώραν, επληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμωντα εις το κύτος έκτυπων τα νώτα, έκτυπών τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν αφανισθή. Και η απόρρωξ βραχώδης ακτή εφαινετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.

    Τέλος, ηρχισε να σκοτεινιάζη. Ενυκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ ην θα εβλεπον αντίκρυ το Κάστρον, ού απείχον τώρα δυο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολας ημποδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθεριευε, και ο πλούς κατέστη αδύνατός του λοιπού. Δεν εβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμη δυο δγκούς φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς, ο μπαρμπα-Στεφανης εγνώριζε καλά το μέρος.

    «Εδώ, εδώ είν ένα λιμανάκι, παπά, κατ απ το Πρυΐ, αποκατ απ την ’για Αναστασία, στα Μποστάνια».

    «Θυμάσαι καλά, Στεφανή;»

    «Όπως ξερ ς η αγιωσύνη σ τα γράμματα τσ εκκλησιάς απ οξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ οξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τ ς αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκριφια κι τα θαλάμια».

    Καιπροσηγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι.

    «Εκεί, εκεί διανασταει».

    Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθανθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.

    «Πάντα κατευόδιο!» είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κύρ Αλεξανδρης, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εσταθη εις τους πόδας του.

    Επηδησαν εις εις εξω. εξεφορτωσαν τάς αποσκευάς και ηλάφρυναν την βαρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματιζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ηρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπουλάν τού, γυρμενην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.

    «Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά» είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής,

    «κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν αρχίσουμε σιγά σιγά ν ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι.γυναίκες δ,τι μπορούν».

    «Να τώρα τί άξιζε να χα το μ λαρι μαζί μ » είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.

    «Σου είπα, μπαρμπα- Στεφανη, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες».

    Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δυο φανάρια πού είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τάς αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ηρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιονα, ώστε να δύνανται άνθρωποι να βαδισωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρινετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο όρομος από τάς χιονας, τις οίδεν αν θα ηρκει και το τριπλάσιόν του χρόνου όπως φθασωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με διπυρα και με ελαίας και επιον ολίγον οίνον η ρακήν.

    Ο Βασίλης επανελθών ανηγγειλεν ότι άνευρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιονα, αλλ ότι με πολύν κόπον, αν προπορευωνται δυο άνθρωποι και ξεχιονιζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το γρηγορωτερον... έως τα μεσανυκτα. Εφορτωθησαν τάς αποσκευας. Ο κύρ Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα- Στεφανής και ο υιός του ελαβον τα πτυάρια και τάς αξίνας και προπορευόμενοι ηρχισαν να ξεχιονιζωσιν. Ο όρομισκος ανηρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ αρχάς, ειτα κατηρχετο εις εν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επατουν προσεκτικως, ως να εμετρούσαν τα βήματα τών. Η σελήνη ειχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπαθει να φέξη τον όρομον με το κρυερον φώς της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του όρομου, απεπλανωντο κι ευρισκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ηνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατεβαίνον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπαδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δυο βοσκούς του, οίτινες το ανεζητησαν κρατούντες φανάρια, και μακροθεν αν τους έβλεπε τίς, ηδυνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτον τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δυο φανούς. Με όλον το ξεχιονισμα, το οποίον εννοεί τις ποσόν ατελώς ενηργείτο, επατουν ενίοτε σφαλερώς κι εχωνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιονα.

    Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιονα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.

    Εκεί επάνω, πριν διελθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκουσθησαν φωναίι:

    «Ποιοί είστε; Ποιοί είστε;»

    Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να εδοκίμαζε τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκουσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.

    «Καλοί! Καλοί! Πατριώτες!» απηντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής.

    «Μα εσείς ποιοί είστε;»

    «Πέστε μας τα ονόματά σας!»

    «Ημείς είμαστε...» ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλευετο τον παπάν.

    «Μπά! αύτη είναι η φωνή τ αδερφού μου» ανεκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εντεινας την φωνήν:

    «Αργύρη, εγώ είμαι!» εφώναξε.

    «Τόσο καλύτερα... μάς έβγαλαν κι από έναν κόπο» εψιθυρισεν ο ιερεύς.

    Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνηντησαν τον Αργυρήν της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιαννην τον Νυφιωτην. Ούτοι εν ολιγοις διηγηθησαν πώς τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτο, όπου ετρυπωσαν δυο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τάς 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθερωσαν εκείθεν, εκτοπισαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δυο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρισκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπολιον των εις το φρούριον.

    Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγραψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γής προς τον πόντον, ως να εδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκαλει. φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ηριζον περί κατοχής, διαφιλονεικουντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του βορρά και των γειτόνων του, του καικιου και του αργεστου, ών το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμεσον της Χαλκιδικης, του Θερμαίκου, του Ολύμπου και του Πηλιου μεμονωμένος υψιτενης βράχος, εφ ού οι κάτοικοι εξ ανάγκης ειχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βάρβαρων, εγκαταλιποντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσωζοντο ακόμη οικιαι τινές με τάς στεγας και τα πατωματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών άρχων, ο οκνός των ανθρώπων εις το να επισκεπτωνται το Κάστρον συχνοτερα, και η ασυνειδησία ολίγων τίνων συλαγωγων, πλεονεκτών η οικοδομών, είχε καταστήσει ερειπιών σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελησαντες και οι εφημέριοί της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ αυτήν την ημέραν της εορτής.

    Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και δχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθασαντες εισηλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθανθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το

    «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ στάνα της την βρεγμενην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς ειχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμόκλαδων και ηρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.

    Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τάς περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου

    «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελαλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το

    «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!

    Εν τώ μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλεος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τάς εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τώ Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο ’γιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τάς περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο ’γιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της ’γιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών εζητει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδιον, και διά του παιδιού την μητέρα. Αλλ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον.

    Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον.σεμνότητα αποπνεουσαι, αι μορφαι των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαινοντο ως να εχαιρον διότι εμελλον ν ακουσωσι και πάλιν τάς ευχας και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκαορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.

    Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισηλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν τών, ώστε, αν και ησαν κατάκοποι, αν και ενυσταζον τινές αυτών, ησθανθησαν τόσον την χαράν του να ζωσι και του να εχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας τών, εις τον ναόν του Κύριου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνιζωσι καθήμενοι, και ενίοτε όπως εξαπλωνωνται και κλεπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες καππες των παρά το πύρ, είχον ανάψει έξω δυο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοήθεια των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγοντες αιπόλοι, με τάς ολιγας αίγας και τα ερίφια τών, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκεινού, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιονος. Και ειτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψαλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ ο ο κύρ Αλεξανδρής ήρχισε τάς αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμενοι, απεκοιμηθησαν σιγά εις τα στασίδια των (ά! εμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλειπωνται όλως, ως φορτικόν τί και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κύρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμίμητου εκείνου τύπου των ψαλτών, ών το γένος εξελιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μέν, αλλ ευλαβώς και μετ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις έν, πότε δυο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας...

    Αλλ οτε ο ιερεύς εξελθων έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννηθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των ’γίων εφανησαν ως να εφαιδρυνθησαν εις τους τοίχους.

    «Ακολουθησωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλεον με τάς λαμπάδας όλας ανημμένας. «Αγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», και εσεισθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος:

    «Δόξα εν υψιστοις λέγοντες τώ σήμερον εν σπηλαιω τεχθεντι», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ούς, αναγνωρισαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.

    Και ειτα ο ιερεύς επήρε καιρόν και ήρχισε να προσφέρη τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως.

    Αίφνης ηκούσθησαν φωναί εξωθέν του ναού. Εξηλθον τινές των ανδρών να ίδωσι τί τρέχει. Εξήλθε κι η θειά το Μαλαμώ, κι ο κύρ Αλεξανδρης έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς ερριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψαλτην και τον εκαρφωσεν εις την θέσιν του.

    τάς φωνας ειχον ρηξει ο είς των αιπόλων και ο είς των υλοτόμων, οίτινες ετυχον καθημενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικως του ναισκου. Δία των φωνών τούτων ειχον απαντήσει εις τίνας κραυγας ελθουσας απ αντίκρυ, εκ της θαλάσσης.

    Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρουπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαι ηρχοντο ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρουπή.

    Παρήλθε πολλή ώρα έως ου εννοησωσι τί τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι ειχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμενος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κύρ Αλεξανδρης, τον οποίον εκρατει το βλέμμα του ιερέως.

    Εν τουτοις, κατ εικασίαν μάλλον η εκ βεβαιας πληροφορίας, ενοησαν ότι εκεί, υπό τον Κουρουπη, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν ερριπτε πόρρω το φώς. Εβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλιού σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτυπων βράχων, εβλεπον σώμα τί αμυδρώς κινούμενον, μελανωτερον των βράχων. Αντηχούν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνομεναι από τάς ηχούς, κραυγαι αγωνιάς και ταραχής, όμοιαι μ εκεινας τάς οποίας εκχυνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι. Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά ειχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Αλλο μέσον βοήθειας δεν είχον ταχύ.

    Εν τουτοις, ο Στεφάνης ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιωτης ο Γιάννης και ο Αργυρής και ο αδελφός του ελαβον ανά ένα δαυλόν και τα δυο φανάρια, και απεφασισαν να κατελθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ εάν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειαζετο σχεδόν ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νύξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσανυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.

    Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκεινής φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθασασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι ελαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και ηρχισαν να τρεχωσι τον κατήφορον.

    Οι λοιποί, μειναντες επάνω, ησχολούντο ν ανανέωσιν ολονεν την φλόγα, μή παύοντες να ριπτωσι ξηρά κλαδιά εις το πύρ.

    Ο ιερεύς εβραδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν ααθαμένα, ού μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ού μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν εγνώριζε δ εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, ααθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ού, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα.

    Τέλος, αι κραυγαι μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει η ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δυο άλλοι άνδρες ανησυχησαντες εξηλθον έως την ’γιαν Κυριακήν, πέραν της ξύλινης γέφυρας, με δυο πυρσούς εις τάς χείρας. Παρηλθεν ολίγη ωρα. ο ιερεύς αργά αργά εμβηκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ηρχοντο εν τώ μεταξύ και οι απόντες. Αλλ η λειτουργία προυχωρει και ψύχη δεν εφαινετο. Τέλος, εις το

    «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθοντες προς επισκόπησιν, ειτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανης και οι μετ αυτού καταβαντες εις τον αιγιαλόν, και μετ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθωσι τάς εικόνας και λαβωσι το αντίδωρον.

    Ενώ ο κύρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το

    «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξόκειλαν πλοίο ν ήτο το γολεττι του καπετάν Κωσταντη του Λημνιαραιου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα έξης: Προ δυο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγιου Όρους, αλλ ο βορειάς τον εζουριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκοπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιάς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τάς δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τίς, δεν βλέπει πλέον πόθεν εισεπλευσεν, αλλ όπου δυσκολως εισπλέει τίς. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μή έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολεττι, ζυλαρμενον, μετά ματαιας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τάς νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι αγωνιωντες ναυβαται είδον έξαφνα φώς, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς, ούς είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφανη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαινοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το

    «Δόξα εν υψιστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον η πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβωσιν εις τους βράχους του Κουρουπη. Ευτυχώς, δι επιτήδειου χειρισμού απεφυγον την καταστροφήν κι εκαθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδυνατο να είναι με τάς δυο άγκυράς του, τάς μεινασας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.

    Εφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμηθησαν να σφαξωσι και ψησωσι δυο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα. και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διετρεχεν όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απώθηση προς το πέλαγος, ανεβιβασε δυο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλαθών με αυγά και κχσκχβαλι της Αίνου, και ημισειαν δωδεκάδα Όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρια. Και εφαγον πάντες και ηυφρανθησαν, εορτασαντες τα Χριστούγεννα μετά σπάνιας μεγαλοπρέπειας επί του έρημου εκεινού βράχου. Την νύκτα εκοιμηθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπποτες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισται είχαν φέρει μεθ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκομισεν από το πλοίον του. Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφασισαν ν απέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δυο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από σοφράν εις το βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοήθεια της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβραδυναν να ξεκαθισωσιν από την άμμον το γολέττι, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ εφαινετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κοπών. Και αποχαιρετισαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μέν εις το γολεττι, οι δε εις την βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κωπας πλέοντες, διά της βορειανατολικης οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτερας και ευπλοώτερας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.

    Εφ.

    «Εφημερίς», 26 του Δεκέμβρη 1887



    Γεώργιος Βιζυηνός
    Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Βιογραφικά.
    Γεώργιος Βιζυηνός (1849 - 1896)

    Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Θράκης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα πέντε του χρόνια και στα δέκα του στάλθηκε στην Πόλη, κοντά σε κάποιον συγγενή του για να μάθει τη ραπτική τέχνη. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος υπήρξε τυραννικός απέναντι στο μικρό Γεώργιο, στάλθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου ως υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Σοφρωνίου Β΄ με φροντίδα του ευεργέτη του εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη Τσελεμπή. Στην περίοδο της παραμονής του στην Κύπρο (περίπου 1868 ως 1872) τοποθετούνται οι πρώτες σπουδές του, τις οποίες ακολούθησαν το 1872 μαθήματα στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη, υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Χασιώτη και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον τυφλό ποιητή και θεολόγο Ηλία Τανταλίδη.
    Ο επόμενος χρόνος της ζωής του Βιζυηνού σημαδεύτηκε από τη γνωριμία του με τον τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον έθεσε για πολλά χρόνια υπό την προστασία του. Με τη βοήθεια του τελευταίου ο Βιζυηνός τύπωσε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη του ποιητική συλλογή Ποιητικά Πρωτόλεια και έφυγε για την Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο της Πλάκας. Το 1874 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το επικό ποίημα Ο Κόδρος και βραβεύτηκε με εισήγηση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, όμως η βράβευσή του προκάλεσε αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το ίδιο έτος γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας για ένα χρόνο και το 1875 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια δεύτερη (αποτυχημένη αυτή τη φορά) συμμετοχή του στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με το ποίημα Διαμάντω. Στη Γερμανία σπούδασε (1875 � 1880) στο Γκαίτιγκεν, τη Λειψία (υπήρξε μαθητής του Βίλχελμ Βουντ) και το Βερολίνο (με δάσκαλο τον Έντουαρντ Τσέλλερ) και το ενδιαφέρον του στράφηκε κυρίως στη φιλοσοφία και την ψυχολογία.
    Η διδακτορική διατριβή του είχε ως θέμα την ψυχολογική και παιδαγωγική αξία του παιδικού παιχνιδιού. Στο μεταξύ το 1876 βραβεύτηκε ξανά στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με εισήγηση του Θεόδωρου Ορφανίδη για τη λυρική ποιητική συλλογή Βοσπορίδες αύραι, ενώ τον επόμενο χρόνο (1877) τιμήθηκε με έπαινο για τις Εσπερίδες. Το 1881 επισκέφτηκε το Σαμακόβι (ή Σαμάκοβο) της Ανατολικής Θράκης για να ασχοληθεί με μια επιχείρηση μεταλλείων, υπόθεση η οποία είχε στενή σχέση με τη μελλοντική ψυχική του ασθένεια. Το 1882 επέστρεψε στην Αθήνα, ταξίδεψε στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου ετοίμασε τη νέα του διατριβή με τίτλο Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Το 1884 πέθανε ο Γεώργιος Ζαρίφης, ο οποίος υπήρξε προστάτης του για 11 χρόνια και ο Βιζυηνός μπήκε στην τελευταία περίοδο της ζωής του, η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανέχεια.
    Συνέχισε να ασχολείται με την αποτυχημένη μεταλλευτική επιχείρηση στο Σαμοκόβι, ενώ εργάστηκε ταυτόχρονα ως δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης και από το 1890 ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνώρισε το 1892 τη μόλις δεκατετράχρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία ερωτεύτηκε. Ο άτυχος έρωτάς του στάθηκε μοιραίος, καθώς προστέθηκε στα προηγούμενα χτυπήματα της ζωής του και τον οδήγησε στη ψυχασθένεια. Το ίδιο έτος εγκλείεται στο Δρομοκαΐτειο, όπου έζησε σε κατάσταση προϊούσας παραλυσίας και πέθανε το 1896 σε ηλικία σαράντα επτά χρονών.
    Στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού συναντώνται στοιχεία από την Φαναριώτικη παράδοση με στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφικής διείσδυσης, καθώς επίσης επιδράσεις από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Οι καρποί της συνύπαρξης αυτής ωριμάζουν στο πέρασμα του χρόνου, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία του. Ως το ωριμότερο από τα ποιητικά έργα του θεωρείται η συλλογή Ατθίδες αύραι, που τυπώθηκε στο Λονδίνο (1883) και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Κωστή Παλαμά. Έγραψε επίσης λαογραφικές, φιλοσοφικές και άλλες μελέτες. Το είδος στο οποίο διέπρεψε ωστόσο στάθηκε το διήγημα. Ο Βιζυηνός από τους πρωτοπόρους της στροφής του νεοελληνικού διηγήματος προς τις λαϊκές παραδόσεις και τον ψυχογραφικό ρεαλισμό, ευθυγραμμιζόμενος με τα αιτήματα της γενιάς του 1880. Την πεζογραφική του παραγωγή αποτελούν πέντε διηγήματα (δυο από τα οποία παιδικά), τρεις νουβέλες και τέσσερα αφηγήματα δημοσιευμένα στα περιοδικά Εστία, Διάπλασις των παίδων, Εβδομάς και στην εφημερίδα Ακρόπολις.



    Παύλος Νιρβάνας
    Ερωτικαί εκδικήσεις, Βιογραφικά.
    Παύλος Νιρβάνας:
    Οδοιπόρος
    Δε θέλω εγώ τριαντάφυλλα στον έρημό μου δρόμο,
    δέντρο δεν θέλω να σταθώ, πηγή να ξεδιψάσω.
    Εγώ ανεβαίνω το βουνό, μ' ένα σταυρό στον ώμο.
    Του φθινοπώρου ας απλωθούν τα φύλλα, να περάσω.

    Ο Παύλος Νιρβάνας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη) γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ρωσίας, γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
    Από τα μαθητικά του χρόνια έδωσε δείγματα της αγάπης του για τη λογοτεχνία και σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε άρθρα στις εφημερίδες του Πειραιά Σφαίρα και Πρόνοια. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Νιρβάνα στα γράμματα τοποθετείται το 1884, οπότε εξέδωσε την ποιητική συλλογή Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου και παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα (στις εφημερίδες ’στυ, Ακρόπολη και από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο Κύριος ’σοφος) και κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Τέχνη, Παναθήναια, Νέα Εστία, Το Περιοδικόν μας, Ασμοδαίος, Μη χάνεσαι κ.α.). Σε νεαρή ηλικία πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού Αθήναι ως μέλος της λογοτεχνικής Συντροφιάς των δώδεκα. Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή είχε τίτλο Παγά λαλέουσα (1907) ενώ έγραψε επίσης μελέτες, κριτικά δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μεταφράσεις από τον Πλάτωνα και τον Κνουτ Χάμσουν.
    Ο Παύλος Νιρβάνας τοποθετείται τόσο χρονικά όσο και βάσει του συνόλου του έργου του στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Η γραφή του είναι επηρεασμένη από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, με την οποία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή από τις σελίδες της Τέχνης του Κώστα Χατζόπουλου, όπου υπήρξε συνιδρυτής. Αξιόλογα είναι τα κριτικά του δοκίμια, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας ασχολήθηκε αρχικά με το διήγημα και στη συνέχεια με το μυθιστόρημα. Στο πεζογραφικό του έργο κυριαρχούν ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ τα θεατρικά του έργα κινούνται στα πρότυπα της ιψενικής γραφής. Έντονη παρουσιάζεται στο έργο του η επιρροή που δέχτηκε από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Η γλωσσική του έκφραση πέρασε σταδιακά από την καθαρεύουσα σε μια μεικτή γλώσσα και τέλος στη δημοτική, με σταθερό χαρακτηριστικό το εξαιρετικά φροντισμένο ύφος. Το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλε στην ανάδειξη λογοτεχνών όπως οι Ιωάννης Κονδυλάκης, Σπύρος Μελάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Πέθανε το 1937, σε ηλικία εξηνταενός χρόνων, από βρογχοπνευμονία, στο σπίτι του στο Μαρούσι.



    Κωνσταντίνος Θεοτόκης
    Πίστομα Κορφιάτικες ιστορίες, Βιογραφικά.
    Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872 - 1923)

    Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος (Ντίνος) Θεοτόκης, γεννήθηκε, στην οικία που διατηρούσε η οικογένεια του στην πόλη της Κέρκυρας, στις 13 Μαρτίου 1872. Ήταν ένα από τα δέκα παιδιά του Μάρκου-Αλοΰσιου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανεψιάς του Ιακώβου Πολυλά. Σε ηλικία 17 ετών, το 1889, γνώστης ήδη τριών ξένων γλωσσών (της ιταλικής, της γαλλικής και της γερμανικής), αναχώρησε για το Παρίσι και εγγράφηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Παραμένει στο Παρίσι για δύο χρόνια και στη συνέχεια επιστρέφει στην Κέρκυρα μέσω Βενετίας, όπου γνωρίζει την Βαρώνη Ερνεστίνη Μάλλοβετς φον Μάλλοβιτς ουντ Κοσορ (Mallowetz von Mallowitz und Kossor). Το 1893 επιστρέφει στην Βενετία και παντρεύεται την Ερνεστίνη στις 11 Σεπτεμβρίου 1893 στην Πράγα.
    Εγκαταλείπει τις σπουδές του και μαζί με τη σύζυγό του επιστρέφουν στην Κέρκυρα και εγκαθίστανται στους Καρουσάδες. Το 1895, εκδίδεται στα γαλλικά το πρώτο πεζογράφημά του Vie de montagne, από το οποίο φάνηκε η ιδιαίτερη συγγραφική του κλίση, ενώ παράλληλα γεννιέται η κόρη του Τίνα (Τίνερλ - Tinerl). Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης επηρεάστηκε αρχικά από τη γερμανική ιδεοκρατία και ιδιαίτερα από τον Νίτσε. Τρανή απόδειξη Το Πάθος (1899), που αποτελεί πιστή απήχηση του Τάδε έφη Ζαρατούστρας (1883-4). Την εποχή αυτή ζει μία αρχικά ήρεμη ζωή στους Καρουσάδες, την οποία εκτός από τα βιβλία του και το συγγραφικό του έργο, τη θερμαίνει η φιλία του με τον Μαβίλη. Μαζί συμμετέχουν σε εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες (όπως η επανάσταση της Κρήτης το 1896 και της Θεσσαλίας το 1897) και σε τοπικές πρωτοβουλίες, (εναντίον της απόφασης του δήμου της Κέρκυρας για την εγκατάσταση ρουλέτας στο νησί, το 1902).
    Το 1898, βρίσκεται στο Γκράτς όπου παρακολουθεί για διάστημα έξι μηνών πανεπιστημιακά μαθήματα. Στο ταξίδι αυτό συνοδεύεται από την οικογένεια του. Το 1900 χάνει την κόρη από μηνιγγίτιδα και αφοσιώνεται στο έργο του. Συμμετέχει στην Συντροφιά των Εννέα και σχεδιάζει την οργάνωση ενός συνεδρίου δημοτικιστών στην Κέρκυρα με την παρουσία του Αλέξ. Πάλλη (1905). Παράλληλα, μεταφράζει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, και από τα σανσκριτικά Βέδες και αποσπάσματα επών απ� την ινδική λογοτεχνία και δημοσιεύει σχετικές του μεταφράσεις και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής (Η τέχνη 1898-1916, Ο Διόνυσος 1901-1902, Ο Νουμάς 1904-1916).
    Ταξιδεύει για επιμόρφωση και πάλι στην Ευρώπη, παρακολουθώντας με την ιδιότητα του ακροατή για τέσσερα εξάμηνα μαθήματα στο πανεπιστήμιο του Μονάχου (1907- 1909). Επιστρέφοντας, συνδέεται με τον Χατζόπουλο με τον οποίο αλληλογραφεί ανταλλάσσοντας ιδέες, ενώ το 1911 ψυχραίνεται με τον Μαβίλη για ιδεολογικούς λόγους. Συμμετείχε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού εργατικού συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του κινήματος για την χειραφέτηση των γυναικών. Η εποχή αυτή είναι η πλέον παραγωγική και δραστήρια περίοδος του Κ. Θεοτόκη. Γνώστης πλέον δέκα γλωσσών πέραν των Ελληνικών, πέντε ομιλουμένων (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά) και πέντε νεκρών (αρχαία Ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, αρχαία περσικά και σανσκριτικά) εκδίδει μεταφράσεις και δικά του αυτοτελή έργα στην Κέρκυρα (Η τιμή και το χρήμα, Η Σακούνταλα του Καλιδάσα), στην Τυβίγγη (Τα Γεωργικά του Βιργιλίου) και στην Αλεξάνδρεια (Το Νάλας και Νταμαγιάντη από το ινδικό έπος Μαχαμπαράτα, σε μετάφραση Λ. Μαβίλη και συμπλήρωση δική του).
    Έχει πλέον εγκατασταθεί από το 1914 στην πόλη της Κέρκυρας. Το μεταφραστικό του έργο δεν περιορίζεται σε μεταφράσεις από τα σανσκριτικά και τα λατινικά αλλά εμπλουτίζεται με μεταφράσεις από ποιήματα του Σαίξπηρ (Οθέλλος, Τρικυμία, Μακβέθ), του φιλοσοφικού ποιήματος του Λουκρητίου Περί Φύσεως και έργων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Τότε καταστρώνεται, στις δύο αρχικές μορφές του και το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους και ολοκληρώνεται η Ιστορία της ινδικής λογοτεχνίας.
    Το 1917 μετακομίζει στην Αθήνα, όπου του προσφέρεται η θέση του διευθυντού Λογοκρισίας από την οποία και παραιτείται μετά από δύο μέρες (1917). Διορίζεται προσωρινά ως έκτακτος υπάλληλος στην «Υπηρεσία Ξένων και Εκθέσεων» και οριστικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, αρχικά ως γραμματέας και έπειτα προάγεται σε τμηματάρχη β' τάξεως (1918). Την περίοδο αυτή έρχονται στο φως τα δοκιμότερα πεζά έργα του (Κατάδικος, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους) και μεταφράσεις του όπως από τον Γκαίτε (Ερμάννος και Δωροθέα), από τον Σαίξπηρ (’μλετ, Βασιληάς Λήρ), από τον Φλωμπέρ (Η κυρία Μποβαρύ, δύο τόμοι) και από τον Russel (Τα προβλήματα της Φιλοσοφίας). Με το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου και την πτώση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας η γυναίκα του Ερνεστίνη χάνει όλη της την περιουσία, την οποία είχε κληρονομήσει μετά τον θάνατο των άκληρων αδελφών της, δηλαδή στο διάστημα 1903-1914 μετά τον γάμο της με τον συγγραφέα.
    Προσβεβλημένος από την επάρατη νόσο (1922) συνεχίζει το συγγραφικό του έργο με το πεζό: «Ο παπά Ιορδάνης Περίχαρος και η ενορία του». Πρόλαβε να γράψει τις πρώτες τριάντα σελίδες. Πέθανε στο σπίτι του ζωγράφου ’γγελου Γυαλινά, στην Κέρκυρα, την 1η Ιουλίου 1923 αφήνοντας το μερίδιό του από την πατρική του περιουσία στη σύζυγό του Ερνεστίνη.



    Εμμανουήλ Ροΐδης
    Ιστορία ενός τουφεκισμού

    Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 - 1904)

    Ο Ροΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836 αλλά μεγάλωσε στη Γένοβα ακολουθώντας στις μετακινήσεις του τον έμπορο πατέρα του. Σπούδασε φιλοσοφία στη Γερμανία και μετά το τέλος των σπουδών του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Εξακολουθεί να ασχολείται με τις οικογενειακές επιχειρήσεις αλλά τον κερδίζει το γράψιμο και η δημοσιογραφία. ’σκησε μέσα από τις στήλες του έντονη κριτική σε όλο το φάσμα της πολιτικής , κοινωνικής και πνευματικής ζωής της πατρίδας μας του 19ου αιώνα , με ένα λόγο καυστικό, πνευματώδη, σατυρικό γεμάτο χιούμορ και σαρκασμό. Το ύφος του ήταν πρωτότυπο ξεχωριστό και ο ίδιος ξεχωριστός. Τρομερός αφηγητής, έγραφε σε μια ιδιαίτερη αρχαΐζουσα καθαρεύουσα δουλεμένη και εξυψωμένη σε ένα γλωσσικό εργαλείο γεμάτο δύναμη και λεπτές αποχρώσεις ενώ με τον λόγο του, τις απόψεις του, τις στήλες του ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της επικράτησης της δημοτικής σαν επίσημης γλώσσας.
    Το 1866 εκδίδει το μυθιστόρημα του "Πάπισσα Ιωάννα" που τον κάνει γνωστό παγκόσμια και τον κατατάσσει στους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους. Το έργο είναι μια σάτιρα της καθολικής εκκλησίας του μεσαίωνα που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, χαρίζοντας φήμη στον Ροίδη αλλά και έγινε αιτία αφορισμού του από την ελληνική εκκλησία, κάτι που μάλλον αύξησε το ενδιαφέρον του κοινού.
    Ο Ροΐδης πνεύμα ασυμβίβαστο και σπινθηροβόλο κατάφερε με το μοναδικό του ύφος να καθιερωθεί στα ελληνικά γράμματα και να αποτελέσει τον προάγγελο των μεγάλων έργων της ελληνικής πεζογραφίας του 20ου αιώνα Το 1875 ίδρυσε την δική του πολιτική εφημερίδα με τον τίτλο "Ασμοδαίος", που με σατυρικό πάντα ύφος δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Διετέλεσε και έφορος στην Εθνική μας βιβλιοθήκη για ένα διάστημα. Πέθανε το 1904.

    Έργα του:
    Πάπισσα Ιωάννα
    Ιστορία ενός σκύλου
    Ιστορία μιας γάτας
    Ιστορία ενός αλόγου
    Ψυχολογία Συριανού συζύγου
    Η μηλιά
    Το παράπονο ενός νεκροθάπτου
    ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ

    Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
    Φθινόπωρο διήγημα, 1917


    Κωνσταντίνος Καβάφης
    Εις το φως της ημέρας
    Καβάφης Κωνσταντίνος (1863-1933)

    Η ζωή του

    Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863. Ο πατέρας του , εύπορος έμπορος και η μητέρα του γόνος καλής οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη. Υστερα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του η οικογένεια έφυγε για την Αγγλία το 1872 κι έμεινε ως το 1878. Εκεί ο Καβάφης έμαθε τέλεια την Αγγλική γλώσσα, που χρησιμοποιούσε στις ατομικές του σημειώσεις. Οταν γύρισε στην Αλεξάνδρεια συμπλήρωσε τις σπουδές του σ' ένα ελληνικό λύκειο. Η οικογένεια αναγκάστηκε για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια το 1882 ως το 1885, εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών. Από την επιστροφή του και ύστερα ο ποιητής δε θα εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια παρά μόνο για μερικά σύντομα ταξίδια στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Αθήνα. Η ζωή του κυλά ήσυχα, έχει μια μόνιμη δουλειά στη δημόσια υπηρεσία, κατοικεί στην αρχή μ' έναν αδερφό του, ύστερα μόνος ως τα τελευταία χρόνια, τριγυρισμένος από την συμπάθεια και την εκτίμηση των Αλεξανδρινών φίλων του. Πέθανε το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του από καρκίνο του λάρυγγα.

    --------------------------------------------------------------------------------

    Ενώ στην Αθήνα, μετά το 1880, μοναδικό σχεδόν πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, μεσουρανεί η ισχυρή ποιητική φυσιογνωμία του Παλαμά, σε μιαν απομονωμένη περιοχή του ελληνισμού, στην Αλεξάνδρεια, με τις ιδιότυπες εμπειρίες που πρόσφερε η ζωή της ελληνικής αυτής παροικίας, δημιουργεί το έργο του ένας ποιητής ο Κων/νος Καβάφης, που έμελλε αργότερα να πάρει κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση και να επηρεάσει αποφασιστικά όλη τη νεότερη εξέλιξή της.
    Η ποιητική του Καβάφη ξάφνιασε με την ιδιοτυπία της, τόσο διαφορετική από ό,τι ήταν ως τοτε καθιερωμένο. Ποιήματα σύντομα, ( σπάνια εκτείνονται σε δεύτερη σελίδα -μόνο ένα φτάνει ως την τρίτη-), γραμμένα ούτε σε δημοτική γλώσσα ούτε σε καθαρεύουσα, με στίχο χαλαρό κι ελεύθερο και κάποτε ομοιοκατάληκτο που ηχεί σαν παιχνίδι ή ειρωνεία. Ποιήματα με πεζολογικό χαρακτήρα για να έχουν τη βαρύτητά τους οι ρεαλιστικές διαπιστώσεις. Ποιήματα με έντονη τη φιλοσοφική και υπαινικτική διάθεση, που ωθούν στη συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής, που δεν είναι μόνο η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας αλλά αντίρροπα είναι το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας.



    Γιάννης Σκαρίμπας
    Kαϋμοί στο γρυπονήσι


    Πηνελόπη Δέλτα
    Οι βόλοι


    Hλίας Bενέζης
    Tο Kίτρινο


    Φώτης Kόντογλου
    H μηλιά με τα χρυσά μήλα


    Αγγελική Βαρελλά
    Τα περιστέρια και τα παιδιά


    Βούλα Δαμιανάκου
    ΔΙΗΓΗΜΑ Οικογένεια


    Ανδρέας Καρκαβίτσας
    Το κόνισμα


    Νίκος Μεντζίνης
    Δημοτικά Ουρητήρια


    Στράτος Δουκάκης
    Αναπάντεχη Συνάντηση

    Λογοτεχνία :


    Με τον όρο Λογοτεχνία εννοούμε τα γραπτά και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη από την γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των - γραπτών κατά κανόνα- κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό λοιπόν που διαφοροποιεί τα λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι' αυτό και ο χώρος της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια. Για τον καθορισμό της έννοιας της λογοτεχνικότητας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, ανάλογα με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν: η μία είναι η οντολογική εξέταση, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να ορίσει την Λογοτεχνία «εκ των έσω», με εσωτερικά κριτήρια, με τα οποία προσπαθεί να προσδιορίσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού λόγου . Κάποιες από τις προσπάθειες οντολογικού ορισμού είναι οι ορισμοί της Λογοτεχνίας ως «μυθοπλαστικής γραφής», ως «αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας» ή ως κειμένου που προσφέρει «αισθητική απόλαυση». Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ιστορικο-εξελικτική εξέταση, που μελετά το «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία» . Μια τέτοια εξέταση, η οποία βέβαια δεν στοχεύει στην διατύπωση κάποιου ορισμού, μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη γιατί μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις διάφορες μεταβολές της αντιμετώπισης της Λογοτεχνίας και της λογοτεχνικότητας.

    Ιστορία του όρου

    Ο όρος Λογοτεχνία εμφανίζεται πρώτη φορά τον 12ο αι. σε κείμενο του Νικήτα Ευγενειανού, με την σημασία της ρητορικής χρήσης του λόγου, της καλλιέπειας. Με την σημερινή σημασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ι. Πανταζίδη το 1886, στο άρθρο του «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία», στο περιοδικό Εστία[1]. Ο συντάκτης του άρθρου εξηγεί ότι χρησιμοποιεί τον όρο λογοτεχνία για να δηλώσει την τέχνη του λόγου, σε αντιστοιχία με τους όρους «καλλιτέχνης» και «καλλιτεχνία». Μια πρώτη νύξη για την χρήση του όρου είχε γίνει το 1867 από τον Α. Κυπριανό, στον πρόλογο της μετάφρασης της Ιστορία της ελληνικής φιλολογίας του K. O. Muller. Εκεί ο συγγραφέας εξηγούσε ότι προτίμησε τελικά τον καθιερωμένο όρο «φιλολογία», φοβούμενος μήπως ο καινοφανής όρος «λογοτεχνία» (τον οποίον χρησιμοποιούσε έπειτα από υπόδειξη του Ι. Πανταζίδη) ξενίσει τους αναγνώστες. Μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ο όρος «φιλολογία» για να δηλώσει και το αντικείμενο, δηλαδή τα μνημεία του λόγου, και την επιστήμη. Για να αποφεύγεται μάλιστα η σύγχυση υπήρχε και ο όρος «ελαφρά φιλολογία», που αναφερόταν στα λογοτεχνικά έργα. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής ο όρος «ελαφρά φιλολογία» ήταν σε χρήση μέχρι και το 1920 περίπου

    Η Λογοτεχνία ως μυθοπλασία

    Μυθοπλασία είναι η σύνθεση ενός πλαστού μύθου, δηλαδή ενός μύθου επινοημένου από τον συγγραφέα, με φαντασιακά στοιχεία [3] . Ο ορισμός της Λογοτεχνίας με αυτό το κριτήριο παρουσιάζει τις εξής αδυναμίες: η διάκριση μεταξύ μυθοπλαστικής αφήγησης και αφήγησης γεγονότων δεν ήταν σαφής, ιδίως στους προηγούμενους αιώνες. στην Λογοτεχνία παλαιότερα συμπεριλαμβάνονταν κείμενα που δεν μπορούν να θεωρηθούν μυθοπλαστικά, όπως επιστολές, πραγματείες, φιλοσοφικά κείμενα. τα μυθοπλαστικά κείμενα δεν θεωρούνται πάντα λογοτεχνικά, όπως για παράδειγμα τα κόμικς.

    Η Λογοτεχνία ως ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας

    Ένας πολύ συνηθισμένος ορισμός της Λογοτεχνίας είναι ο ορισμός της λογοτεχνικής γραφής ως γραφής που αποκλίνει από την συνηθισμένη χρήση της γλώσσας. Αυτήν την κατεύθυνση στην μελέτη της λογοτεχνίας έδωσαν οι Ρώσοι φορμαλιστές , οι οποίοι θεωρούσαν χαρακτηριστικό της λογοτεχνικότητας την ιδιαίτερη οργάνωση της γλώσσας: ο λογοτέχνης, με τη χρήση διαφόρων «τεχνασμάτων», «παραμόρφωνε» την συμβατική γλώσσα, η οποία γινόταν «ανοίκεια» -εξού και η περιώνυμη "ανοικείωση" στην οποία οι οπαδοί του κλάδου συμπύκνωναν τη λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας [4]. Να σημειωθει ότι η ανοικείωση δεν προέκυπτε μόνο από την τοποθέτηση μιας αλλότριας μορφής εκέι όπου η κοινη γλώσσα συνήθιζε να τοποθετεί μία άλλη, πιο οικεία, αλλα και ο ενοφθαλμισμός μιας απλής εκεί όπου αναμενόταν μία σύνθετη. Σε αυτή τη βάση η λογοτεχνικότητα υπάγεται στον όρο "δυσπρόσιτη μορφή" που καλύπτει και τις δύο περιπτώσεις. . Το πρόβλημα που προκύπτει από αυτόν τον ορισμό είναι οι δυσκολίες του ακριβούς καθορισμού της συμβατικής γλώσσας, από την οποία αποκλίνει η λογοτεχνική.

    Το λογοτεχνικό κείμενο ως «μη πρακτικό» κείμενο

    Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να οριστεί ως κείμενο που δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό, για παράδειγμα την πληροφόρηση για κάποιο θέμα. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει για παράδειγμα από ένα επιστημονικό κείμενο. Με μια τέτοια θεώρηση το ενδιαφέρον στη μελέτη ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν εστιάζεται στο θέμα για το οποίο μιλάει το κείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μιλάει [5]. Η πρακτική από την μη πρακτική χρήση των κειμένων όμως είναι δύσκολο να διαχωριστεί, αφού δεν εξαρτάται μόνο από την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο «πρακτικό» ή «λογοτεχνικό», αλλά (κυρίως) και από τον τρόπο με τον οποίον ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει το κείμενο. Γι� αυτόν τον λόγο, είναι δυνατό κάποιο κείμενο να γραφτεί με «λογοτεχνική» πρόθεση, αλλά σταδιακά να πάψει να αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό, ενώ αντίθετα κάποιο άλλο να ανήκει σε είδος λόγου που δεν θεωρείται «λογοτεχνικό», αλλά με την πάροδο του χρόνου να συμπεριλαμβάνεται στα λογοτεχνικά κείμενα.

    Η Λογοτεχνία ως αισθητική απόλαυση

    Υπάρχει η τάση να ορίζονται ως λογοτεχνικά κείμενα τα κείμενα που θεωρούνται «καλά», που έχουν δηλαδή αξιολογηθεί ως ανώτερα από κάποια άλλα και προσφέρουν στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Μια τέτοια θεώρηση είναι προβληματική, γιατί δεν υπάρχουν κάποια εγγενή κριτήρια με τα οποία μπορεί να αξιολογηθεί ένα κείμενο? οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παραμένουν αμετάβλητες μέσα στον χρόνο, γιατί εξαρτώνται απόλυτα από το περιβάλλον, τις πεποιθήσεις και τους προβληματισμούς κάθε εποχής. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, ένα κείμενο που σε μια συγκεκριμένη εποχή είχε αναγνωρισμένη λογοτεχνική αξία, σε κάποια άλλη να πάψει να ανταποκρίνεται στους σύγχρονους προβληματισμούς και να χάσει την αξία του. Επιπλέον, η αξιολόγηση ενός έργου συχνά καθορίζεται από την συγκεκριμένη εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον «λογοτεχνικό κανόνα»: αν διαβάσουμε ένα έργο γνωρίζοντας ότι είναι έργο ενός αναγνωρισμένου και καταξιωμένου λογοτέχνη θα το αξιολογήσουμε θετικά με αυτό το κριτήριο, ενώ μπορεί να απορρίψουμε κάποιο άλλο γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πρόκειται για έργο ενός λογοτέχνη που θεωρείται ελάσσων. Ενδεικτικό της σχετικότητας των αξιολογικών κρίσεων είναι το πείραμα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge I. A. Richards, ο οποίος το 1929 έδωσε στους φοιτητές του ποιήματα χωρίς να αποκαλύψει τους συγγραφείς τους και ζήτησε να εκφράσουν την αξιολογική τους κρίση: οι φοιτητές απέρριψαν πολλά ποιήματα καθιερωμένων ποιητών και προτίμησαν άλλα, αγνώστων ή υποτιμημένων.

    Η Λογοτεχνία ως "μίμηση"

    Η Ποιητική του Αριστοτέλη ήταν η πρώτη αυτοτελής και συστηματική μελέτη για την ποίηση[7], όχι όμως με την σημερική σημασία της ποίησης, αλλά με την σημασία αυτού που σήμερα αποκαλούμε Λογοτεχνία. Ο Αριστοτέλης ορίζει την ποίηση ως «μίμηση» (κεφ. Ι, 1447a), δηλαδή ως αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τα ποιητικά είδη που εξετάζει είναι η τραγωδία και το έπος και αποκλείει από την μελέτη του την λυρική ποίηση, επειδή το περιεχόμενό της είναι μη αφηγηματικό, επομένως μη μιμητικό[8]. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αριστοτέλης δεν ταυτίζει την έννοια της ποίησεως με την έννοια του μέτρου, αφού τονίζει ότι ένα έργο σε έμμετρη μορφή δεν είναι κατ' ανάγκην ποιητικό (κεφ. Ι, 1447b). Από την εποχή της Αναγέννησης ως το τέλος της περιόδου του κλασικισμού η θεώρηση της λογοτεχνίας στηριζόταν στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Για την αναφορά στο λογοτεχνικό φαινόμενο χρησιμοποιείτο ακόμα ο όρος «ποίηση», ενώ ο πεζός λόγος (Prosa), δεν είχε ακόμα θέση στον λογοτεχνικό κανόνα[9]

    Η λογοτεχνία ως «έκφραση»

    Η μεγάλη αλλαγή στην θεώρηση της λογοτεχνία σημειώθηκε τον 18ο-19ο αι., υπό την επίδραση του Ρομαντισμού. Από τότε η λογοτεχνία άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι πλέον ως «μίμηση» της πραγματικότητας, αλλά ως «έκφρασή» της. Σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, ο συγγραφέας με το έργο του δεν μιμείται την πραγματικότητα αλλά «δημιουργεί» μια δική του πραγματικότητα. Η λογοτεχνία εθεωρείτο πλέον «έκφραση» του ψυχικού κόσμου του δημιουργού και η έννοιά της περιορίστηκε και αποκλείστηκαν όσα κείμενα είχαν μόνο κάποια χρηστική λειτουργία (για παράδειγμα την πληροφόρηση ή την πειθώ). Εκείνη την εποχή εισήχθησαν και οι έννοιες της «φαντασίας», της «δημιουργικότητας» και της «πρωτοτυπίας» ενός έργου, οι οποίες παλαιότερα δεν θεωρούνταν απαραίτητες, αφού οι σύνθεση ενός έργου έπρεπε να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. Την ίδια περίοδο άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα ο όρος «litteratura» και να αντικαθιστά σταδιακά τον όρο «ποίηση», ο οποίος τελικά περιορίστηκε στην σημασία της «λυρικής ποίησης» [10]. Τα λογοτεχνικά γένη αποκρυσταλλώθηκαν σε ένα νέο σχήμα (Δράμα, Έπος, Λυρική ποίηση) από τον Γκαίτε και τον Χέγκελ τον 19ο αι. και παράλληλα άρχισε σταδιακά να διευρύνεται η έννοια της Λογοτεχνίας για να συμπεριλάβει τελικά και τον πεζό λόγο (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα), οποίος είχε αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.

    Γένη και είδη του λόγου

    Γένη του λόγου ονομάζονται οι ευρείες κατηγορίες στις οποίες εντάσσονται τα μνημεία του λόγου και είδη οι μικρότερες υποδιαιρέσεις τους. Υπάρχουν πολλές προτάσεις για την κατάταξη των κειμένων σε είδη και γένη και συχνά αμφισβητείται ακόμα και η χρησιμότητα της κατηγοριοποίησης, αφού τα λογοτεχνικά είδη συνεχώς εξελίσσονται αλλά και συχνά αναμειγνύονται. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως η ταξινόμηση στις τρεις μεγάλες κατηγορίες της πεζογραφίας, της ποίησης και του θεάτρου. Κάποια από τα σημαντικότερα είδη του λόγου είναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, έπος, ωδή, σονέτο, μπαλάντα, πεζόμορφο ποίημα, τραγωδία, κωμωδία. Είδη του πεζού λόγου όπως τα απομνημονεύματα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, η αυτοβιογραφία, η βιογραφία και τα ταξιδιωτικά κείμενα συχνά αντιμετωπίζονται ως λογοτεχνικά με την ευρεία σημασία του όρου.

    Ιστορία της λογοτεχνίας

    Ιστορία της λογοτεχνίας είναι ο κλάδος που εξετάζει ιστορικά την εξελικτική πορεία της λογοτεχνικής παραγωγής ενός έθνους (συνηθέστερα) αλλά και μιας ευρύτερης ή στενότερης ομάδας. Η ιστορία της λογοτεχνίας βέβαια δεν περιορίζεται στα έργα που μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνικά μόνο με τις τρέχουσες αντιλήψεις, αλλά εξετάζει όσα έργα θεωρούνταν λογοτεχνικά και λειτουργούσαν ως λογοτεχνικά την εποχή που γράφτηκαν. Επιπλέον είναι απαραίτητο η εξέταση της ιστορίας της λογοτεχνίας να συνδυαστεί με την μελέτη γενικότερα της ιστορίας των γραμμάτων, της παιδείας και της πνευματικής κίνησης της συγκεκριμένης ομάδας, χωρίς φυσικά να αποκλείεται η αναζήτηση των επιδράσεων των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων στην πνευματική και λογοτεχνική ζωή. Η παρουσίαση του υλικού στην Ιστορία της Λογοτεχνίας δεν πρόκειται βέβαια για απλή παράταξη του υλικού· αυτού που προέχει είναι η εξέταση των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών φαινομένων. Η ιστορία της λογοτεχνίας διαιρεί το υπό εξέταση υλικό σε περιόδους, δηλαδή μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία γενικά εμφανίζεται σχετική ομοιογένεια στην λογοτεχνική κίνηση. Η ταξινόμηση σε περιόδους δεν γίνεται πάντα με λογοτεχνικά κριτήρια· συχνά χρησιμοποιούνται σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Η κατάτμηση αυτή φυσικά δεν είναι απόλυτη, καθώς τα πνευματικά φαινόμενα δεν προκύπτουν εκ του μηδενός ούτε αντικαθιστούν αμέσως τα προϋπάρχοντα.

    Γενιές, Σχολές και Κινήματα

    Οι περίοδοι διαιρούνται επιπλέον σε μικρότερα τμήματα, τις γενιές, τις σχολές και τα κινήματα. Η λογοτεχνική γενιά διακρίνεται κυρίως με βιολογικά κριτήρια, περιέχει δηλαδή συγγραφείς περίπου συνομήλικους, που έχουν δεχθεί κοινά ερεθίσματα και επιδράσεις, τα έργα τους έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά και φυσικά διαφοροποιούνται από την προηγούμενη γενιά. Η κατάταξη σε γενιές, που συχνά αμφισβητείται, δεν βασίζεται στο κριτήριο της χρονολογίας δημοσίευσης των έργων, γιατί είναι συχνό φαινόμενο ένας συγγραφέας να εμφανιστεί μαζί με τους συγγραφείς μιας συγκεκριμένης γενιάς, αλλά το έργο του να έχει τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης, ή να έχει εντελώς ιδιόμορφο χαρακτήρα. Η σχολή είναι μια ομάδα λογοτεχνών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά, κοινές αντιλήψεις, έχουν την επίγνωση ότι ανήκουν σε μια κοινή ομάδα και κυρίως αποδέχονται ως «αρχηγό» και πρωτοπόρο έναν συγκεκριμένο λογοτέχνη, τον οποίον ακολουθούν ως πρότυπο, όπως για παράδειγμα οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και ο Κωστής Παλαμάς. Συγγενής με τους όρους «σχολή» και «γενιά» είναι και ο όρος κίνημα, ο οποίος προσδιορίζει μια ομάδα καλλιτεχνών που εκτός από τα χαρακτηριστικά της σχολής διαθέτουν επιπλέον το γνώρισμα ότι έχουν στόχο την ριζική ανατροπή των τάσεων που επικρατούν και την επιβολή των δικών τους αισθητικών αντιλήψεων. Τα μέλη ενός κινήματος κάνουν δυναμικά αισθητή την παρουσία και προβάλλουν έντοντα το έργο τους για να επιτύχουν τον σκοπό τους.

    Από τη σελίδα Βικιπαίδεια



    Since 1996
    Τι μέρα γεννηθήκατε;
    the LAND of GODS Ενότητες, Ανθολογίες και άλλα..: Κεντρική σελ.  /   Τα δικά μου γραψίματα και άλλα.. /   Οδοιπορικό στο Καρδαρίτσι  /   το Δημοτικό τραγούδι.. /   Γη των πατέρων μου τρισαγαπημένη Αρκαδία /   Eλληνική λογοτεχνία στο διαΔίκτυο /   Οδυσσέας Ελύτης /   Ποιητες και Συγγραφείς στο διαΔίκτυο /   Απομ. Γιάννης Μακρυγιάννης  /   Απομ. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  /   A Little Bit of Greece.. /   το ηλεκτρονικό μας περιοδικό "Έλα να δεις"  /   μια Φωτογραφία και ένας τόπος /   ποιήματα τα αγαπημένα /   Νεοελληνική πεζογραφία /   Ανθολογίες της EELSPH  /   Δελτίο τύπου  /   το Ποιήμα της ημέρας /   ο Στίχος της ημέρας  /   Αρκαδική ανθολογία  /   ο Ελληνισμός της Διασποράς  /   3627 μικρά κομματάκια για την LAND of GODS ( ...FTP...) /   Βιβλία και Αφιερώματα /   τα Δεκάχρονα της LAND of GODS  /   στην ΑΚΡΗ του ματιού..  /  youTube SlideShows (pps) /    το Καρδαρίτσι μέσα από τις Φωτογραφίες..  /  Καπνόν Αποθρώσκοντα : Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς
    ...ΕΙΣΑΙ το πρώτο μόριο από το σώμα μου και στην δική σου πνοή αναπνέω!.
    Υπάρχω κι' ευρίσκομαι ζωντανός και θριαμβεύω ή εξαφανίζομαι, ή απλώς
    ζω κι' αργοπεθαίνω.. κδ "Γράμμα στον Έλληνα της Διασποράς"